Ψηλά δρεπάνι τ’ ουρανού κάτω πιστοί για θέρισμα
Ουρανοκυνηγοί της σκοτοδίνης στου
ναού τα υπόστεγα
Στράφηκες κι είδες τη ζωή σου που
μαρμάρωσε σαν τύψη
Απ’ το πολύ το χιόνι μαύρισε ο
χιονάνθρωπος
Κούροι και Κόρες στη γραμμή για
σκλαβοπάζαρα
Κι ο ήλιος πισωπάτησε δεν θέλει ν’
ακοντίσει
Γλυκειά αδικοχαμένη μάνα
Κοινοκτημοσύνη
Ξυπνώντας σήμερα φαντάστηκα ένα
Ποίημα
να καταπίνει και να ξαναχύνει τα
πάντα
σαν ένας υποβρύχιος ροφός ένας
ανακυκλωτής
ένας σίφουνας μια μηχανική ή αστρική χοάνη
μια αντιύλη
σαν ένας υποπόταμος ουρανομήκης
κι εδώ κάτω κεραυνωμένη γη
για αποκάλυψη
σχίσμα φωνής και μέσα ο φθόγγος
σπηλαιώδης αλληλούιος
[ΣΧΕΔΙΕΣ και ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993.
Από την πρώτη ενότητα αυτής της συλλογής, Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ με τις ΔΟΡΕΣ, είναι και τα
ποιήματα που ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση: Ο Ταύρος και το Φεγγάρι,
Μαρσύας, Η Βόρεια Πύλη, Όπως οι Βέβηλοι, Δίδυμοι Πυροβολισμοί, Ατύχημα,
Μισθωτός και Η Πόλη. Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]
Ο ΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Ένας ταύρος ορμά κι απέναντι κόκκινος τοίχος η νύχτα
κόκκινος τοίχος η νύχτα –
έρχεται; βαδίζει
προς τη θυσία; ή ξέφυγε;
Με ρουθούνια υγρά με τα κέρατα
επιχρυσωμένα απ’ το φως
ενός αφανέρωτου φεγγαριού
ένας ταύρος φεγγαρωμένος
να χορεύει ή να χτυπιέται
στην αρένα του φεγγαριού
χωρίς ταυρομάχους ή θεατές
κι αδρά πληρωμένους ατζέντηδες
να βγάζει μία – μία απ’ τη ράχη του
σαν βέλη τις αχτίδες του φεγγαριού
ολομόναχος μες τη νύχτα
με τη θλίψη ή με την τρέλα του
να μπαινοβγαίνει μες στο φεγγάρι
κι εκεί να στέφεται αυτοκράτορας
σε μια χρυσοφόρα του ζούγκλα
ή στις πολιτισμένες μας στέπες
να προχωρεί με μια μαύρη παντιέρα
στην κόκκινη πλατεία του φεγγαριού
ένας ταύρος λενινιστής
και πίσω απ’ τα χέρια απλωμένα
ικετευτικά ή γαμψώνυχα
οι οχτωβριανοί φεγγαρόλουστοι ωμοφάγοι
Κι αυτός ω λαοί! να τους διαψεύδει
ο ιερός και μαινόμενος
να παροπλίζεται αμαχητί
σαν ο τελευταίος φυγόδικος
ή να παραδίδεται αζημίως
αν ένας εμίρης ή σάχης
στους τόρηδες και τ’ άλλα γεράκια του Πενταγώνου
να μη τινάζει το πέλμα του
την οπλή του να σκίσει τη γη
και με μια στεντόρεια ιαχή
ν’ ανατριχιάσει τη νύχτα
να μπήξει
τα κέρατα της θυσίας περίχρυσα
κι αιμοσταγή στο φεγγάρι.
ΜΑΡΣΥΑΣ
(Ει μοι η δορά μη εις ασκόν
τελευτήσει ώσπερ η του Μαρσύου – ΕΥΘΗΔΗΜΟΣ, 285D)
Τον έσυρε στη μέση της σκηνής
κι άρχισε να τον γδέρνει
όχι ένας αλλά με τους βοηθούς του
στίφος δαιμόνων
τον χτύπησαν τον τσάκισαν τον έλειωσαν
με τους αυλούς και το λαρύγγι του
τον θεομπαίχτη
Κι απ’ το τομάρι του έκανε τη λύρα του
ο εκηβόλος
κι ύστερα -
θανατωμένοι μες στο φως με τους παιάνες του
τόσοι και τόσοι –
ύστερα ποιος τον είδε ποιος τον άκουσε
καινούρια μουσική καινούρια βέλη
ασκός επάνω στους ασκούς
σώμα στα σώματα
χαμένος πίσω απ’ τα ταμ – ταμ και τα σαξόφωνα
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ
1993]
Η ΒΟΡΕΙΑ ΠΥΛΗ, 1989 μ.Χ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Διαλυμένος στο φως
ο άλλοτε κερασφόρος
Κάποτε αναρτημένος στην πύλη
κι εκεί για χρόνια ακτινοβολώντας
εκπέμποντας την ιδέα του αλάθητου
στοιχημένος από άγρυπνους φύλακες
κι ο Νο 1 στο βάθος ανέκφραστος
μύστης και κέρβερος
Ο χρυσομάλλης κριός σε προσκύνημα
Και τώρα ακόμη στον ίδιο αιώνα
αναρτημένος κι όμως διάτρητος
αδειάζοντας τη μαγεία του αλάθητου
ο άλλοτε χρυσομάλλης
ποια ανατολή τρελή μπορεί να ελπίζει
να προσελκύσει και πάλι το δέρας του
στην γκρεμισμένη βόρεια πύλη;
ΟΠΩΣ ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ
Και ξαφνικά η Ποίηση έπεσε
σπόρος κοφτερός στη μήτρα των λέξεων
τι σπαρακτική σπαθιά
τι φλεγόμενη βάτος η
έμπνευση!
και γύρω τ’ αγκάθια κιγκλίδωμα
-φρουροί λογχοφόροι –
κι οι ασφοδελοί πιο αδιάβατοι
γύρω – γύρω απ’ το Ποίημα
να μην μπορεί να το διασχίσει να το πηδά
όπως οι βέβηλοι πάνω στα μνήματα
ο πρώτος ο τυχαίος ο άγνωστος
αναγνώστης ο κύριος Χ
Ο λεληθώς και ανέραστος
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
ΔΙΔΥΜΟΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Πάλι
ανεβαίνει απ’ τα έγκατα
η
άγραφη φωνή
η
άγραφη χαίνουσα φωνή
ανεβαίνει
με
ξεκουφαίνει
κι
οι ψίθυροι γύρω της τρωκτικά
Κραυγές
και ψίθυροι άναρθροι
πίσω
απ’ το δέρμα μου πάλλοντας
πρώτα
σαν σήματα αγέννητων
άναρθροι
κι υποχθόνιοι
κι
ύστερα δύο – δύο αντιμέτωποι
ορμώντας
στην ιστορική επιφάνεια
δίδυμοι
πυροβολισμοί με σιγαστήρα
ΑΤΥΧΗΜΑ
Σαν
μέρα που έγειρε ο μίσχος της
η γη
ανεστραμμένη κι απ’ τις ρωγμές της
οι
χυμένες φωνές οι ιδέες ασώματες
τα
όνειρα εξορισμένα από τις φωλιές τους
Αρχίζει
η φυλλορροή κλιτοί κάλυκες
τα
αισθήματα έξω απ’ την ευωδιά τους
τα
λόγια κομμένα απ’ τη ρίζα τους
και
πέρα να συνεχίζεται η εκδορά
ουρλιαχτά
χειρουργείου ή των σφαγείων
πνιγμένα
απ’ το κλάξον της λεωφόρου
Κι
εκεί στους τροχούς τα ποιήματά σου
σαν
τ’ άγια των αγίων ξεκοιλιασμένα
με
τα έντερα χυμένα στους δρόμους
τα
νεύρα ως επάνω ξεκούρδιστες ουράνιες
χορδές
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ
1993]
ΜΙΣΘΩΤΟΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Βραδιάζει
κι οληνύχτα ακούγονται οι μπάρες σαν ριπές
στα
καταστήματα
και
μέσα ο φύλακας ζαρώνει στο πετσί του μισθωτός
και
κέρβερος
ΕΤΣΙ ΤΗ ΒΛΕΠΩ ΕΓΩ ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ
ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΑΣ
Πόλη διάτρητη από
τις αχτίδες ήρθε ο μαύρος θυρωρός και την ξεκλείδωσε ξεκρέμασε από το καρφί του φεγγαριού την
τρύπια κελεμπία της κι
αναποδογυρίζοντάς την μέσα απ’ τις ανεστραμμένες τσέπες της γέμισε ο δρόμος κέρματα κι ο αέρας φύλλα και
χαρτονομίσματα (φύλλα – φυλλώματα) χαρτονομίσματα – χαρτόφυλλα) κι από ένα παραπόρτι του υποθηκοφυλακίου
βγήκε ο γερο-Μωυσής κι είδε τις υποθήκες
φύλλα και φτερά δικαιοπρακτικά συνθήκες
διαθήκες κι άλλες εντολές των ημερών
και τώρα να τα, ταξιδεύοντας σαν μαύρες βάρκες στο διάστημα κι η πόλη με τα σκουριασμένα της γρανάζια
κάτω τρίζοντας ποτάμι ο δρόμος από τα
χυμένα της υγρά κι ο υδραυλικός λεμβούχος
κι από την καύτρα του που πέταξε γλιστρώντας στον Αχέροντα η νύχτα άρπαξε φωτιά κι εκεί χιλιάδες
όνειρα ουρλιάζοντας σαν εφιάλτες ή
τσιρίζοντας σαν νήπια και τότε η σφαίρα
σφύριξε σαν γάτα στον ορίζοντα Έτσι τη
βλέπω εγώ κάθε πρωί την πόλη σας (Η ΠΟΛΗ
από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου