Ι. Φίλε, κάπνιζε τον έρωτα κι άμα τελειώσει λιώσε τη γόπα, πάτα την,
διάλυσέ την.
ΙΙ. Άνοιξε το ψυγείο, πυροβόλησε τ’ αυγά, να χυθούν οι κρόκοι στο πάτωμα,
να συρθούν να γλείφουν τα παιδιά σου.
ΙΙΙ. Και σπάσε το θερμόμετρο μη μετρηθεί το πάθος· και ρίξε τον υδράργυρο
στ’ αυτιά σου
ΙV. Τέλος σημάδεψε
και τους βολβούς σου με τη στέκα σ’ αίθουσα μπιλιάρδων.
V.
Άλλωστε θα τους βρεις στα μάτια μιας πουτάνας που παντρεύτηκε και τώρα
μετανιώνει.
VI.
Όσοι χρόνια κολυμπάτε αμέριμνοι στα μάτια μου, θα βάλω τα κλάματα και θα σας
πνίξω.
VII.
Μπίρες, μπίρες, μπίρες· τα νιάτα μας σαν τον αφρό σας.
VIII.
Η Ελλάδα στο χάρτη μια μπόρα που ξεσπάει καταπάνω μου.
ΙΧ. Όμως δεν μπορεί,
θα ’ναι ωραία στη νήσο Βανκούβερ!..
[ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΟΠΟΥ ΒΡΕΙ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ
ΠΟΛΕΜΟΥ 1982 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Γιάννη Βαρβέρη ΤΟΜΟΣ Α Ποιήματα
1975-1996 κι άλλα ποιήματα από αυτή τη συλλογή ]
ΜΑΣΚΟΤ ΤΩΝ ΛΟΥΤΡΟΠΟΛΕΩΝ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ
ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)
Με μια
ριχτή ζακέτα πιθανής ψυχρούλας
θα μείνω
εδώ μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη.
Βαλσαμωμένοι
εμείς με ράδιο και με θείο
και με τη
φιδαράχνη όλο να γνέφει στη φουρκέτα
θ’
αργοσαλεύουμε μαζί υποψίες και νύξεις
γι’
αλλοτινές μορφές τριτεύουσες που παίξαν ρόλο.
Εκζητημένα
αβρός και πρώιμα σώφρων
θα
πλειοδοτώ στην επισήμανση πολιτικών κινδύνων
αραιά και
πού θα χαριτολογώ ξυστά στο σόκιν
ίσως να
μπω και μέσα στην καρδιά σας
με τον
οξύ καυτηριασμό της έξαλλης νεολαίας
που θα
φανεί πως ασφαλώς τη ζω –
στην πόλη
βέβαια
εν μέτρω
το
χειμώνα.
Πριν απ’
το γεύμα παρτιδούλα
ύστερα
μια χωνευτική
πάλι μαζί
το βράδυ με χαρτάκι
δείπνο
ελαφρότατο – ένα φρούτο, κάτι
ενώ
αργοτρώνε κάτω απ’ το τραπέζι
κρέας
οι σφήκες
καλτσοδέτες.
Καμένα
Βούρλα Μέθανα Λουτράκι
όλο κι
αιφνίδια κάποιος τα τινάζει
-χώρια κι
οι πάγιες διαρροές μέχρι του χρόνου.
Όμως εγώ
δικός σας για τις νέες συνθέσεις
παρών στα
ευέλικτα καρέ με το καινούργιο αίμα.
Με μια
ριχτή ζακέτα πιθανής ψυχρούλας
μέχρι το
τέλος πια το βλέπω
θα μείνω
εδώ μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη.
ΚΥΛΙΟΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ
Ομόνοια
βράδυ Κυριακής.
Κρατώντας
την ανάσα μου καιρό σαν κύμα υπόγειο
λαμπρό
σκαλί κυλιόμενο μεταλλικό
πρόβαλα
ξαφνικά στις έντεκα και τέταρτο
με το
βουητό των αυλικών κυμάτων μου απ’ τα έγκατα.
Σαν δόντι
μυτερό στα σπλάχνα της ατμόσφαιρας
και με το
κοίλο του ίλιγγου στον οισοφάγο
από ψηλά
ανεμίζοντας χλαμύδα
σαν Ρώμη
της ακμής στο φως
κατέβαινα
σαν Ρώμη
ασέλγειας υπεροπτικής που ξαποσταίνει
μπρος στ’
ανοιχτό παράθυρο της νύχτας
ή σαν
ιερή κατάνυξη βυζαντινού αυτοκράτορα
στο πιο
ψηλό στασίδι εγώ
φτερούγα
του όχλου μου
και κατά
κύματα κυλούσα
χαλί
παχύτατο που ξεδιπλώνεται παφλάζοντας
πολτός
από χιλιάδες χρυσές λίρες
μπρος σε
πεινασμένους.
Δεν έπρεπε
ω δεν έπρεπε λοιπόν
για
κλάσματα δευτερολέπτου ηλίθιο βραχυκύκλωμα
τυχαίου
υποσταθμού της Εταιρείας του Ρεύματος
να
κοκαλώνει τέτοιο θρίαμβο στα μισά·
τυφλή
τσουλήθρα τώρα και κλεψύδρα δίνη
και
σύριγγα που με ρουφά
δεν
έπρεπε δεν έπρεπε
δίχως
ελπίδα τώρα σαμποτάζ του υποσταθμού
ή
πυρκαγιάς
ή έστω
ενός απλού βραχυκυκλώματος.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]
ΓΕΛΟΙΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)
Εγώ, με τα τόσα κιλά μου
στον Άγιο
Χριστόφορο ανάβω το κερί μου
εν μέση
Σόλωνος
έντρομος
από ταγάρια και τζην
ένα ταξί
ένα ταξί ο Άγιος να φανερώσει.
Και αν
δεν ζώστηκα σμήγματα αφαλών
κι αν
τρέμω τη φαλτσέτα του μπρούτζινου ντεληκανή
εκεί στη
Φωκίωνος
μη μου
σπαθίσει το βύζαγμα
είναι
γιατί γαντζώνομαι
στ’
ουρανού το μπιμπερό τη μέρα
και τη
νύχτα στη ρώγα της λάμπας μου.
-Αλλά δε
μάνα πώς να καβαλήσω το λευκό φαρί
ρε παιδιά
πώς ν’ ανέβω στο γαϊδούρι της Επανάστασης
αφού
είμαι χοντρός και ζαλίζομαι.
Ενώ εγώ
μετράω οσμές ανθρώπινες
κι ένα απ’
τα δυο
άλλες σφυρίζουν
μέσα μου το φλερτ
κι άλλες το
μίσος.
Είτε πηχτός
γυρίζοντας από ποκίτσες ολονύχτιες
αρπάζω
σαν τρελός τα πρες – παπιέ
να μη μου
φύγουνε
τα φύλλα
με τα ποιήματα να μην πετάξουν.
Αυτά
λοιπόν με το λώρο της μάνας μου.
Και να
βρει λέει παιδάκι μου
μια
βδέλλα πιστή για το έκζεμα.
Μια ζωή
κωλόπαιδο
ν’ ακούς
για πράσινα άλογα
και να ’χεις
καλπασμούς στα μάτια!..
ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Γνωρίζουν
άραγε οι στρατηγοί μας
πως οι
φαντάροι αφού μιλήσουν
στο υπεραστικό
κορίτσι τους
αφήνουν
μαλακά το ακουστικό
σαν να
χαϊδεύουν;
Πολύ
ανησυχώ
αρχίζω να
φοβάμαι
για την
εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη
ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]
ΤΩΡΑ ΠΟΥ Η ΠΟΛΗ ΓΕΜΙΣΕ ΤΣΟΓΛΑΝΙΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)
Θαμπώνει κάποτε η οργής στα μάτια
και τον καιρό βαριά τον ανασαίνεις
με τα ρουθούνια της μουστάρδας.
Λες είναι νύχτα· νίλα είναι.
Γιατί τον ήλιο άναψες πάλι από το
φίλτρο
κι αν κάτι λάμπει
πάει να ξημερώσει
κι ήταν αστραπή.
Έχεις όμως στο μεταξύ στους δρόμους
ξεχυθεί
και τρέχεις
στην πόλη αυτή που τη μαστίζουν τα
τσογλάνια
να πεις για το φιστίκι
για τα δυο του τσόφλια
τη μέρα και τη νύχτα
και πώς να πεις
για τη μερόνυχτη την ψίχα
που μαραζώνει στα στενά
και δε μιλιέται.
Τρέχεις
ενώ στα πόδια σου φυτρώσανε
βατραχοπέδιλα
είσαι γελοίος – γελοίος
μια ξωτικιά πιτζάμα μες τη νύχτα ή
μάλλον
κίτρινο τρόλεϊ λίγο πριν σκολάσει
που βραχυκυκλωθήκανε τα’ αυτιά του στα
ύψη
και τα ’χει πάρει τώρα ο διάολος κι ο χορός.
Τραντάζεσαι όλος
από ψηλά σκορπώντας
λάμψεις – λάμψεις το θάνατο.
ΣΤΟ ΤΣΑΚ ΤΟΥ
ΝΗΜΑΤΟΣ
Δυο κάποιοι κάπου κάποτε
παίζανε ήσυχα-ήσυχα το τάβλι τους
ώσπου ένα πούλι πήρε να σηκώνεται σα φυσαλίδα
κόλλησε στο ταβάνι κι απλώθηκε
μια αράχνη στη ζωή μας.
Είμαι ένα ζάρι παγωμένο τώρα
και στροβιλίζομαι ως να πέσω στους γκρεμούς της
έχω ένα «κάνε με ό,τι θες» στα έξι μου μάτια
και ξέρω πέφτοντας προς το ταβάνι
τι υφαίνει το
μυαλό της
να κάνει δήθεν πως σε σώζει από την πτώση
μετά να σ’ έχει αιώνια στους ιστούς της
να σε παρατηρεί
να μη σε τρώει!..
Εσύ που πέφτοντας σου χτένισε η βροχή
τα σγουρά σου μαλλιά
και τα ’φερες πλακάκια με τον ήλιο
να μπει στην πρίζα τη σωστή στιγμή
να κάψει αυτός το νήμα και να μας φανεί
πως το ’κοψες πρώτος εσύ
ξέρε πως είμ’ εγώ ένα ζάρι παγωμένο
που ανοίγω κατεβαίνοντας τις πόρτες σ’ αερόστατο
με κάνω απόψυξη στους πέντε ανέμους
μ’ ακούω να ξεκολλάω απ’ τα τοιχώματα
κομμάτια πάγου λιώνω ξερριζώνομαι
και μένω
σταγόνας φλούδα
φλούδα ίνα που θα εξατμιστεί κι αυτή
στο τσακ του νήματος.
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]
ΕΚΔΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΜΕΣΟ ΜΕΛΛΟΝ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)
Ήταν να
μη σηκώσω το βλέμμα.
Οι
ειδήσεις τώρα λεν για καγκουρό
της
Κοκκινιάς του Αιγάλεω του Ρέντη
διάβηκαν
το Ποτάμι και πιλαλάνε προς τη Βάθη
οι
ειδήσεις λεν για καγκουρό με νύχια
που σε
πενθούνε πριν να σε ξεσκίσουν.
Και τότε
ακούγεται σινιάλο μες στα μάτια μου!
Και βλέπω
λέει στρούγκες και πρόβατα
κι εσείς τα
τσομπανόσκυλα τα καταματωμένα
αλλά
καημένα μου
ο λύκος
είπε: θέλω τ’ αρνί
κι είπε τ’
αρνί: θέλω το λύκο
κι ο
τσοπάνος τώρα να πίνει στον καφενέ.
Ή βλέπω
να τους προβολείς και να τα παλκοσένικα
κι εσείς μαβιές
αηδόνες
σαν τους καπνούς
τους νυσταγμένους
σείετε λυγιέστε
σε ντέφια
ζόρικα
χιλιάδων
τυρεμπόρων.
Ή ακόμα
λέει
να Τζιτζιφιές
και να ταβέρνες
κι εσείς μύδια
και στρείδια της ντουζίνας
ξαπλωμένα
στα όστρακα
καβάλα στις
πιατέλες
κι
έτοιμος να σταλάξει στο μεδούλι του ματιού σας
έτοιμος
ουρανός
από λεμόνια.
Κάλλιο
λοιπόν στις Τζιτζιφιές από λεμόνι.
Θα μείνει
λέω μια ιδέα ζουμί σας μέσα στ’ όστρακο
κι αυτό
θα γίνει
το
θαλασσινό σας κοιμητήρι.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
(Ο
θάνατος μεγαλώνει… κι εγώ έχω γίνει εδώ μέσα ο τρυφερότερος όλων σας)
Στην αρχή δε φαντάστηκα…
28 Δεκεμβρίου η γιαγιά.
Με τη φουρκέτα, που καθάριζε βύσσινα,
Μετά, 17 Ιουλίου: η χρυσή καδένα του πατέρα.
Λίγο – λίγο ήρθαν οι άλλοι. Διακριτικά.
Μ’ ένα ξενόκουμπο, μ’ ένα δίσκο της Μένδρη με κάτι.
Την ορισμένη μέρα
ξέθαβα το θυμητάρι
κλειδωνόμουνα στο δωμάτιο και πενθούσα καπνίζοντας.
Έξω οι φίλοι παντρεύονταν, κάναν παιδιά.
Εγώ, ούτε είδηση. Τακτοποιούσα μονάχα:
6 Μαρτίου, 16 Αυγούστου, 30 Νοεμβρίου…
Αγύρτες, άγιοι κι ωραίες
παίρναν τη θέση τους και σφάλιζαν τις μέρες.
Κι έτσι μ’ έκλεισαν πια στο δωμάτιο
σαν τα βρέφη
που σφίγγουνε κάτι στο χέρι τους
και κανείς – κανείς δεν μπορεί να τους το πάρει
με κρατάνε στη φούχτα τους
κι έχω γίνει εδώ μέσα
ο τρυφερότερος
όλων σας
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη
ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]
ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΟΣ ΒΩΒΟΥ ΠΛΑΝΗΤΑΡίΟΥ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)
Κατεβαίναμε
κείνη την εποχή
για τα
παλιά κρυμμένα κρασιά
στις
υπόγειες κάβες
με
υπνωτισμένα πέλματα.
Πρώτα
δεξί – ύστερα αριστερό
κυλούσαν
τα σκαλιά
στο
σκοτεινό οισοφάγο
πρώτα
δεξί – ύστερα αριστερό
να πώς
το’ να
μου πόδι βρέθηκε
δίχως
βάρος στα δάχτυλα
δίχως
σκαλί
ανάμεσα
σε κονιορτούς φλεγόμενους αστερισμούς
και
βουρκωμένους κρίνους
μετέωρο
στη μέση ενός
βωβού πλανηταρίου.
Και τ’
άλλο μου πόδι έμεινε πίσω
με
τεντωμένους μυς
σε
σύσπαση εκκινήσεως
κωφάλαλο
κι
αδύναμο έκτοτε ν’ ακούσει
αν
πρόκειται για μια
ή αν για
καμιά
ή αν ίσως
για όλες
τις ισορροπίες
ΤΑ ΦΕΡΙ
Στον Ωρωπό σαλπάροντας
διακρίνεις ήδη
την απέναντί σου παραλία.
Τα φέρι
πλοιάρια συντόμων διαδρομών αργά σε παν.
Όχι ταξίδια υπερατλαντικά λοιπόν
ανύπαρκτα ταξίδια υπερατλαντικά.
Μόνο η Ερέτρια
που θαμπώνει πλησιάζοντας
ενώ ξεκαθαρίζει πίσω
το τοπίο του Ωρωπού
μόνο το Αντίρριο απέναντι απ’ το Ρίο·
ή το πολύ
απ’ την ακτή του γαλλικού Καλαί
πυκνώνοντας η ομίχλη
ως το Ντόβερ.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ
1982]
ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗ ΔΡΑΚΟΥΛΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)
Με το
σταυρό τρυπώνοντας με στο στήθος
τέλος
ρουφήχτηκα στο οικείο μου μαύρο
και
ησύχως διαλυθήκατε στην έξοδο.
Κρέμασαν τις
ποδιές εκείνες
μοίρασαν
μεταξύ τους τα πουρμπουάρ
τα ρολά
κατέβασαν και τράβηξαν
για Λιόσια
Μεταμόρφωση κι αλλού.
Το πανί
με το δόντι μου σκίζοντας
στην
πλατεία ο έρμος κατέβηκα
κάνα
πρόγραμμα ψάχνοντας της ζωής μου.
Και το
βρήκα να κλαίει κυρία
άγνωστή
μου κυρία
να
σπαράζει στο κλάμα
και το
πήρα στις μαύρες φτερούγες μου
και
υπερίπταμαι τώρα της πόλης
τώρα
αδειάζουν οι δρόμοι παντού
με
στραβώνουν τα φλας
οι αρχές
κι ο στρατός σ’ ετοιμότητα
κι
οργίλοι πάπαρδοι ξορκίζουν τους αιθέρες
μα πού να
’στε πού να ’στε κυρία
το παιδί σας
κυρία μου κλαίει
το παιδί σας
στα νύχια του Δράκουλα
δε
φοβάστε λοιπόν ένα δράκουλα
επιτέλους
σκεφτείτε τη θέση μου
τι θα
γίνει κυρία τι θα γίνει
φανταστείτε
με αν το αγαπήσω.
ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
(αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη να
του βλέπουμε που και που γιατί…):
εκεί
που ζούνε ήσυχοι βέβαιοι πως ζούνε κι
αυτοί – ξεχασμένοι έστω – εκεί έρχεται το μαντάτο τους. Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε
μια μέρα όχι γιατί πεθαίνουνε από
έμφραγμα ή από καρκίνο αλλά γιατί
φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους λουλούδια τρομερά!.. Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή πάνε μετά στον οφθαλμίατρο ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά λόγια φοβισμένα κι αόριστα οι περαστικοί και οι γείτονες
σταυροκοπιούνται!.. Έτσι σιγά – σιγά οι ποιητές μαζεύονται αποτραβιούνται σπίτι τους ακούγοντας δίσκους παλιούς γράφοντας λίγο όλο και πιο λίγο πράγματα μέτρια!.. Στο μεταξύ μες την
κλεισούρα τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν
να ξεραίνονται και να κρεμάνε κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό
περίπτερο. Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο
τζάκι ζητώντας την απόκριση από τη
φωτιά που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της
σπίθα κι αυτή γαντζώνεται στα ξεραμένα
φύλλα πρώτα ύστερα στα ξερά κλαριά σ’ όλο το σώμα και τότε λάμπει το σπίτι λάμπει ο τόπος για
μια μόνο στιγμή κι αποτεφρώνονται!.. [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη
ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]
Δευτέρα, 25
Οκτωβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου