(…έλεγα θα ’ναι ένα μακρύ ποίημα και
θα λέει γι’ αυτό…)
Αυτό; Ποιο «αυτό»;
Καθόμουνα μπροστά σ’
ένα τραπέζι φαγωμένο, ξύλινο
με σκασμένη την πράσινη
μπογιά·
«Η ζωή μου το μόνο
αιώνιο πια» έλεγα
όπως ροζ φύλλα από παλιά
τετράδια
φύλλα της καρδιάς
ζουμερά χείλια, φωτεινά
μαλλιά
σ’ αστραποβόλους
καθρέφτες
φεύγαν σαν σε τραίνα
φορτωμένα
τραίνα αστραπή.
Η ζωή όμως έμενε
κι είχε μια γεύση, μια
γεύση…
Κάποτε είχα πάρει μέρος
σ’ ένα γλέντι
κάποτε –πού; - κάτι μου είχε προσφερθεί
ένας καρπός στρογγυλός,
ένα σώμα
άλλο απ’ το δικό μου με
είχε απορροφήσει.
Το μυαλό μου κάνει την
κίνηση του χεριού
που ψάχνει κάτι στο
βάθος μιας τσάντας·
απορούν τα δάχτυλα του
νου
μ’ αυτό που συναντούν:
μιαν απειλή ασώματη
κάτι σαν κόρα ψωμί που
έμεινε στον πάτο.
Οι καλοί ζωντανοί μου,
σιωπηλοί
κάθονται στο
μισοσκόταδο, κάτι ακούν…
κάτι τους συγκινεί και
κουνούν το κεφάλι
-κεφάλι λευκό -
οι πεθαμένοι άρρωστοί
μου
γλιστρούν τα ταραγμένα
ποιήματά τους
κάτω απ’ την πόρτα μου·
ανάμεσα στους στίχους
τους διαβάζω
«ο θάνατος αναβάλλεται,
ο τρόμος ποτέ».
Όμως περ’ απ’ την υφή
της απειλής
ψάχνω μιας αδιόρατης
συγκίνησης τη ρίζα.
Όταν «συντροφίτσα μου»
μ’ έλεγε η μάνα μου
ή όταν ακούμπαγα σε
στήθος με γυμνή καρδιά;
«Τι να ’ναι αυτά; Τι να
’ναι αυτά;»
ακούγεται μέσα μου να
τσιρίζει
ένα πουλί στριγκό
«Δεν είναι αυτό που
ψάχνεις, δεν είναι αυτό»
[AYTO, πρώτο ποίημα στη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ, 1996]
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ
ΠΟΙΗΣΗ 1963 -2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
ΑΕΡΑΣ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ
(κι άλλα ποιήματα από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ ΩΡΑΙΑ
ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996)
Γελούσε ο φίλος και ξαφνικά
έμοιαζε του πατέρα μου
πώς έκλεινε τα μάτια όταν τον
έπιναν τα γέλια
Τραντάζονταν οι ώμοι του κι έσμιγε
τις παλάμες
σαν να χειροκροτούσε.
Ο φίλος μου, ορθός μπροστά στο
τζάκι, ψιθύρισε:
«Ο αέρας σηκώνεται, πρέπει να
προσπαθήσουμε να ζήσουμε…)
κι ο πατέρας μου βούτηξε στις
στάχτες του ξανά.
Η πραγματικότητα αμπαρώθηκε
πίσω απ’ το φρούριο – παρόν
της
υψώνοντας τη λευκή σημαία της
μονοσήμαντης ηλικίας
μέρες χαράς ξανακλείστηκαν σε
λίγες σταγόνες δακρύων
ένα τίποτα άνοιξης ερχόταν με
τον αέρα
ένα τίποτα έρωτα ξαφνικά μες
την κάμαρα
«ένα τίποτα» είπαμε και πέρασε η ζωή
ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Θυμάμαι
είχα δει ένα όνειρο
για
τα γράμματα και πού να τα βρω…
Το Άλφα θα το ’βρισκα σε
άγριο τοπίο
φτερό
ανάσα άσπρου πουλιού σ’ αγκάθι σκαλωμένο.
Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο
ν’
αλαφρώσει το βάρος του ήλιου που πέφτει
ν’
αντέξω την τέφρα της νύχτας
κάθε
φορά η τελευταία νύχτα.
Το Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.
Γιόρταζε
εκείνη τη γέννηση μου πιο πολύ από μένα
σαν
πλησίαζα λουσμένη, καθαρή
να
της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ’ όλα αυτά
ζούσα
και σιγομουρμούριζα τραγούδια
με
την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ’ όλα αυτά.
Κι
ήταν κι εκείνο το Έψιλον
έβλεπα
στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη
δεν
καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα.
Κι
έψαχνα σε βουνά λεξικά
και
μόνο Ενοχή έβρισκα
που
δεν ήτανε σβησμένη.
Θα
’γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.
Θα
τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά
όταν
λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι
όταν
παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας
όταν
πέφτω σε παράπτωμα
λέω
παράπτωμα και εννοώ
για
το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα
μου γράμματα - θ’ άρχιζα -
χαϊδεμένα
μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα
πώς
βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη
και
μπήκατε σε μια σειρά, σ’ ένα σκοπό
μαυριδερά
με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς
ίσως ξέρετε
γιατί
εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα
από
πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα
που
εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε
τι
είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα
ξέχασα
σα να το ’χα ζήσει
το
περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν
το
φοβάμαι σα να με φοβέρισαν
και
μοιάζει με νερό
ανατριχιάζει
όμως συνάμα, τρέμει
γιατί
μόνο αυτό ξέρει
με
μια κίνηση να κρύβει και ν’ αποκαλύπτει
το
τίποτα.
Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ
Τι με ταράζει στις
απεικονίσεις της ερήμου;
Το φως λέω, έτσι όπως πέφτει
εκεί
ελεύθερη ουσία, χωρίς να το
σταματάει καμιά ιδέα
Τα ζώα της στερεή γνώση της
επιβίωσης
και τ’ άστρα σε μιαν άλλη
διάταξη
ασκοί σιωπής που πέφτοντας
μεταμορφώνουν την άμμο
σε ανεξίτηλη μοίρα.
Οι αρσενικοί της είναι άνθη
σκουροπέταλα
τυλιγμένα στ’ άσπρα κι ακούν
σε πνιχτά ονόματα
θηλυκά όντα δεν έγιναν ποτέ
μονάχα η ανεμοθύελλα.
Τα μάτια μπαίνουν στο κουκούλι
της ζέστης
και στο εσωτερικό της σκέψης
λάμπει το τελευταίο νερό.
Εισχωρώ εκεί που γεννιέται η
σκιά μου
κάποιος στέκεται δροσερός.
Μ’ αγγίζει αυτός ο απών
δάκρυα τρέχουν
η πηγή τους στο κέντρο μου
ποτέ δεν θα ’ναι.
(από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ
ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996)
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
(από τη συλλογή της
Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η
ΣΑΡΚΑ 1996)
Το βλέπω παντού; καρό πάνω σε μπεζ
σε κασκόλ, τσάντες,
ομπρέλες…
Α!.. λέω, να πάλι το ίδιο σχέδιο
τετράγωνα φτιαγμένα με
κόκκινες γραμμές
σαν να αιμορραγεί το δέρμα
σαν χωράφια να τα χωρίζουν
ποτιστάδες με αίμα.
Υπνωτισμένη
παρακολουθώ μια ιστορία μέσα
μου
τα θρύψαλα μιας συνεύρεσης
, κουρέλια καρό
προκαλούν στο στομάχι το ίδιο
σφίξιμο·
μια ιστορία ξεχασμένη
που άφησε πληγή.
Ποια ήταν η ιστορία;
Έλεγε γι’ αυτό που μου
πήραν ή
που μου δάνεισαν
και τώρα το θέλουν πίσω;
Τι ιστορία ήταν; Αγάπης,
πένθους, πάθους;
Σιωπή ακολουθεί
όπως σερνάμενη η ουρά ζώου νηστικού.
Τώρα που ο έρωτας είναι σαν το
μπαλκόνι
με τις πάνινες πολυθρόνες
που σαπίζουν στη βροχή
τώρα που δεν βγαίνει του
ονόματός μου ο ήχος
το στήθος πιέζοντας με στήθος
την κοιλιά με κοιλιά
τώρα που ο χρόνος στέκεται
σαν το μηρυκαστικό που για μια
στιγμή
απ’ τη βοσκή σηκώνει το κεφάλι
να μασουλίσει το γαλάζιο
τώρα ένας ψίθυρος μ’ ακολουθεί
στα καθημερινά μου δρομολόγια
απ’ το φως στο σκοτάδι.
Ήρθε ν ώρα ν’ ακούσω
να ξεδιαλύνω, να βρω,
να εξηγήσω
να θυμηθώ…
Να θυμηθώ τι; Τον Παράδεισο;
Την Κόλαση; Τον παράδεισο της ζωής;
Την κόλαση της μη – ζωής;
Την καταδίκη του άγνωστου
φωτός;
Η ΠΕΔΙΑΔΑ
Σε τέλεια άπνοια έρωτα εγώ
σκεφτική η πεδιάδα απλωμένη
στη βροχή.
Άχνιζαν τα γαλακτερά πρασινωπά
νερά της
σαν να μούγκριζαν οι λακκούβες
της
πλημμυρισμένες ανεπίτρεπτα
πάθη.
Ένας ορίζοντας όλο θαμπά καμπαναριά
ακουμπούσε στην κοιλιά της
μαζί κι ο κλειδωμένος ουρανός
τέλειος κάτοχος της δύσκολης
φιλοσοφίας της καταχνιάς:
η μετρημένη απεραντοσύνη της
μουσκεμένης γης
περιέχει τη σιωπηλή συναίνεση
των όντων
στο θάνατο.
(από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ
ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996)
ΤΙ ΑΔΕΙΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΥΣ
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥΣ…
(…είναι ένα γιοφύρι
κι όπως το πέρναγα πλημμύρισε από κάτι σαν «τη ζωή μου…»
…δεν τη θέλω γιατί το παρελθόν μου είναι
φαντασία και το μέλλον φάντασμα»!.. Μια ιστορία
υπερτροφίας μου φάνηκαν οι χρονο-λογίες
μου μια ιστορία χωρίς αναφορές. Πλησίασα το νοσοκομείο κι ό,τι μου ’λειπε ποτάμι έγινε βοερό και μ’ έπαιρνε όπως όταν, ψυχούλα μου
εσύ μες τις γαλάζιες πιτζάμες σου έγνεφες αντίο απ’ το μπαλκόνι. Γλίστρησε το μάτι μου στο θάλαμο με τα
κρεβάτια κι ήρθε αυτό το άδειο πάλι σαν να είχα αμαρτήσει εδώ μικρή εγώ, με άνδρα ώριμο στις πευκοβελόνες πάνω έξω απ’ το χειρουργείο. Χώρος ντροπής, τόπος πόνου: ένας.
Ίσως γιατί ααπαράλλαχτα σταματάει η ροή του χρόνου. Θυμάμαι έβγαινα να κάνω τα ψώνια του
ασθενή κι όλο κοίταγα την ώρα· μάσαγα τις στιγμές κι έφτυνα τα δευτερόλεπτα – κουκούτσια ασκούσα το σαγόνι μου πάνω κάτω για να συνθλίβει πιο γρήγορα το χρόνο. Τι μπορούσα όμως να θέλω; Να θέλω να επιθυμήσω; Το ανάρμοστό σώμα μου ο παλιός καρπός ν’ ανοίξει και
στραβοπατώντας, μαμούνι – ψυχή να χαθώ στον ουρανό σαν να πήγαινα να βρω το φίλο μου τον έρωτα!..
[ΜΕΤΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ κι άλλες επιλογές
από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ
ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ 1996 –
συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις
Καστανιώτη]
Δευτέρα, 15 Δεκεμβρίου
2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου