(…τον έρωτα που τα πάντα κατορθώνει…)
Η σιωπή
που αγάπησε
τρελά ένα σαράκι,
που από μέσα
τρώγοντάς την,
την έκανε του
έρωτα δοχείο
και μια μεσόκοπη
κυρία
που πηδά
μες στον
καθρέφτη των τεράστιων ματιών της
Απομίμηση ζωής
ετούτη η ζωή.
Σκηνογραφία,
Πόρτα ζωγραφισμένη
σ’ ένα τυφλό ντουβάρι
όπου ΚΑΠΟΙΟΣ
εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά.
Από θηρίο της
ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο
κι ήτανε τρυφερή
και διακριτική
και στην αφή
τόσο απαλή,
πιο απαλή ακόμα
και από γάτα.
Τώρα, πώς έγινε
και, έτσι ξαφνικά,
αυτή η τόσο
εξημερωμένη μοναξιά
τον κατασπάραξε,
κανείς δεν
ξέρει!
Τόσο χοντρή, που ’χε ξηλώσει όλα τα κουφώματα, τόσο βαριά που ’χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο
σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν
άκουγε ούτε τη βουή του τρομαγμένου αίματος στις φλέβες του. Και, ξαφνικά, μια μέρα η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο. Ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας μιλώ,
αγάπησε τρελά ένα σαράκι που,
λίγο - λίγο, από μέσα τρώγοντάς την, αδιάκοπα αδειάζοντάς την, ανάλαφρο την
έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.
(κι άλλα
ασήμαντα περιστατικά από τη συλλογή του Αργύρη Χιόν
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ, Νεφέλη/ βιβλία 2000)
ΓΗΡΑΙΑ ΚΥΡΙΑ
(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ και άλλα ασήμαντα περιστατικά 2000)
Γηραιά κυρία συναντά στο δρόμο,
εξίσου γηραιό ιερέα και σκύβει, ευλαβικά, να ασπασθεί τη δεξιά του.
Ο ιεράς τείνει πρόθυμα το χέρι,
αλλά, την τελευταία στιγμή, λίγο πριν το αγγίξουνε τα χείλη της, το αποτραβά
μες στο φαρδύ του ράσου του μανίκι. Στην ηλικία που βρίσκεται, με τη σοφία που
έχει αποκτήσει, γνωρίζει, πλέον, πως δεν είναι αντικείμενο λατρείας,
αντιπρόσωπος Θεού επί της γης.
Η γηραιά κυρία, ωστόσο, εκλαμβάνει
την κίνησή του αυτή ως συστολή, ως συστολή ερωτική, ενδεχομένως, και,
καταλαμβανόμενη από αιφνίδια, νεανική σχεδόν, αιδώ, μέχρι τ’ αυτιά της
κοκκινίζει.
ΜΕΣΟΚΟΠΗ ΚΥΡΙΑ
Μεσόκοπη κυρία κοιτάζεται στον
καθρέφτη και δε βλέπει το στήθος της
που πέφτει βαρύ, χλομό και πλαδαρό, αλλά μια λυγερή δορκάδα που ακινητεί, για
λίγο μέσα στο γυαλί. Μια φλέβα ασπαίρει στον περήφανο λαιμό της, φρουμάζουν τα
ρουθούνια της, διαστέλλονται τα τεράστια μάτια της. Είναι σαφές ότι ετοιμάζεται
να πηδήξει, και πάλι, μακριά. Και πράγματι, πηδά, πηδά η μεσόκοπη κυρία, μες
στον καθρέφτη των τεράστιων ματιών, και φεύγει, φεύγει μακριά απ’ το βαρύ,
χλομό και πλαδαρό της στήθος.
ΚΑΠΟΙΑ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ ΤΟΝ ΚΗΠΟΥΡΟ ΤΩΝ
ΑΣΤΡΩΝ
Κάποια ερωτεύτηκε τον κηπουρό των
άστρων και δεν μπορεί να ζήσει πια χωρίς αυτόν. Μαζί
του όμως να σμίξει δεν είναι δυνατόν, τεράστια η απόσταση που τους χωρίζει. Η
μοίρα της ορίζει να μην το δει ποτέ.
Κάποια ερωτεύτηκε τον κηπουρό των
άστρων και δεν μπορεί να ζήσει πια χωρίς αυτόν. Στη γη ξαπλώνει, παραδίνεται
ανάσκελα στη γύρη των ουράνιων λουλουδιών.
(κι άλλα
ασήμαντα περιστατικά από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ 200)
ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ και άλλα ασήμαντα περιστατικά 2000)
Είναι δυο άνθρωποι· ο ένας με
μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: «Θα σε σκοτώσω».
«Μα γιατί;», ρωτά ο άλλος, «τι σου
χω κάνει;
Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις».
«Γι’ αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω.
Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ’ αγαπούσα», λέει αυτός με το μαχαίρι.
«Ή και να με μισούσες», λέει ο άοπλος,
«να με μισούσες τόσο που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες.
Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε»
«Κι αν σ’ αγαπήσω;» επιμένει ο
οπλισμένος,
«αν σ’ αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;
«Ω μη φοβάσαι», λέει ο άοπλος, σκοτώνει ακόμη και η αγάπη. Και, τότε, είναι
ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση»
ΤΙ ΘΑ ΔΕΙΠΝΗΣΟΥΜΕ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ,
ΑΠΟΨΕ
«Βότσαλα θα δειπνήσουμε και πέτρες»
«Και τι θα πιούμε, αγάπη μου, απόψε;»
«Γάλα συκιάς και δροσερό θαλασσινό νερό θα πιούμε»
«Ω, πόσο είναι αλήθεια, αληθινή η ρήση ότι ο έρωτας περνά απ’ το στομάχι!
Με τέτοια εδέσματα, με τέτοια θεία ποτά που μου προσφέρεις, έρωτά μου, πώς να
μην σ’ έχω μέσα στην καρδιά μου… Κι ως επιδόρπιο, καλή μου, τι θα φάμε;»
«Μα, την καρδιά σου, αγαπημένε, την καρδιά σου, κι ύστερα, θα χωθώ στην
αγκαλιά σου, ν’ ακούω το χτύπο του κενού, τη μουσική του άδειου ουρανού»
ΤΙΣ ΑΡΕΣΕ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ
Της άρεσε η καρδιά του, ω πώς της άρεσε! Κι είναι τόσο χαρούμενη, τόσο
ευτυχισμένη που, επιτέλους, την κρατά μέσα στα χέρια της, ζεστή, σπαρταριστή,
αιμάσσουσα, μόλις ξεριζωμένη απ’ τα υπέροχα, γαμψά, αρπαχτικά της νύχια.
(κι άλλα
ασήμαντα περιστατικά από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ 200)
ΜΙΑ ΧΕΛΩΝΑ
(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ και άλλα ασήμαντα περιστατικά 2000)
Μια χελώνα που έχασε το βρέφος της
και που την κόβει στους μαστούς το γάλα και που την κόβει ο πόνος στο μυαλό, υιοθετεί
μια πέτρα και την ντύνει με τις πάνες του μωρού. Η πέτρα όμως απεχθάνεται το
γάλα, της αρέσει η ζεστή αγκαλιά, δεν κλαίει, δε στριγκλίζει, αλλά απεχθάνεται
το γάλα! Όσα και να της κάνει χάδια η μάνα της, αυτή αρνείται να βυζάξει.
Ο πόνος στους μαστούς και το μυαλό,
τρελαίνει τη χελώνα, βροντά την πέτρα καταγής και την πατάει. Νιώθει μιαν άγρια
ανακούφιση. «Αχάριστα παιδιά», ουρλιάζει, «αχάριστα παιδιά», σχεδόν χαρούμενη.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΦΥΤΕΨΕ ΕΝΑ ΔΕΝΔΡΟ
Κάποιος φύτεψε ένα δένδρο· ίσια το
φύτεψε, ευθυτενές να γίνει, τον ουρανό να σημαδεύει η κορυφή του.
Άνεμος δυνατός, ωστόσο, το
ερωτεύτηκε κι επίμονα χαϊδεύοντάς το, μέρα-νύχτα, το έπεισε προς την ανατολή να
γείρει τόσο που η κορυφή του άγγιξε σχεδόν το χώμα.
Εκείνος που το φύτεψε, ένιωσε
προδομένος, πήρε τσεκούρι κι άρχισε να το λιανίζει, ουρλιάζοντας, έξω φρενών:
«Εγώ σου πρόσφερα τους ουρανούς κι εσύ κυλιέσαι μες τη λάσπη!»
ΕΝΑ ΔΕΙΛΟ, ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΔΕΙΛΙΝΟ…
… χτυπά ανεπαίσθητα το τζάμι ενός μοναχικού
ανθρώπου.
Αυτός του ανοίγει και το βάζει στο
δωμάτιο. Κάθονται εκεί ακίνητοι και
σιωπηλοί, μέχρι που πέφτει η νύχτα.
Τότε ο άνθρωπος σηκώνεται, «Συγνώμη»
λέει, «αύριο πάλι» κι ανάβει το φως!..
(κι άλλα
ασήμαντα περιστατικά από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ 200)
ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΚΥΡΙΟΣ
(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ και άλλα ασήμαντα περιστατικά 2000)
Ένας μοναχικός ηλικιωμένος κύριος,
με παρελθόν μεγάλου γαλαντόμου και πλήθος κατακτήσεων στο ενεργητικό του,
υποκλίνεται μπροστά σε μιαν ολάνθιστη ακακία, υποκλίνεται τόσο βαθιά, τόσο
επίμονα, με τόση χάρη που η, αρχικά, ανένδοτη ακακία, ενδίδει, τελικά, και,
σκύβοντας, τον αγκαλιάζει.
Τώρα, ο ηλικιωμένος κύριος είναι
καθισμένος στα κλαδιά της ανθισμένης ακακίας. Δεν είναι πια μόνος. Κι αν τ’
αγκάθια της του σκίζουν, του ματώνουν το κορμί, δεν τον πειράζει διόλου, ξέρει
αυτός από αγκάθια του έρωτα!.. Του ’χανε λείψει τόσα χρόνια. Δεν είναι πια
μόνος
ΕΝΑΣ ΤΥΦΛΟΣ…
… που έχει πέσει έξω στον υπολογισμό
των βημάτων του, αντί να κρούει τη θύρα,
κρούει τον παρακείμενο τοίχο.
Αμετάπειστος για την επιλογή του,
αμετακίνητος από τη θέση του, αμετανόητος για το λάθος του, κρούει αδιάκοπα τον
τυφλό τοίχο και, ω του θαύματος, ο τοίχος, τελικά, υποχωρεί, τον υποδέχεται και
ξανακλείνει πίσω του, για να αποδειχθεί, περίτρανα, η ορθότητα της πασίγνωστης
ρήσεως: «Αν θέλεις πόρτα, βρίσκεις πόρτα, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει πόρτα».
ΕΝΑΣ ΚΑΘ’ ΟΛΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ…
… που έχει απλώς βαρεθεί να σέρνεται στο πάτωμα, αποφασίζει ν’ ανέβει στο ταβάνι.
Τόση μεγάλη είναι η επιθυμία του αυτή, που αλλάζει η σωματική κατασκευή του. Μη
φανταστείτε τίποτε ιδιαίτερα παράξενο, τίποτε τερατώδες, απλώς βεντούζες στ’
ακροδάχτυλα όπως τα σαμιαμίθια.
Όσοι απομείνανε να σέρνονται στο πάτωμα πρόσεξαν, μια στιγμή, την ξαφνική
αλλαγή, του είπαν, «μα τι κάνεις εκεί πάνω;», και τον ξέχασαν.
Αυτός, κολλημένος στα ταβάνι, κοιτά τον κόσμο από πάνω προς το κάτω και,
δυστυχώς, δε βρίσκει ουδεμία διαφορά! Ο κόσμος είναι πάντα το ίδιο βαρετός,
γιατί ’ναι μόνο ένας κόσμος δωματίου.
Σκέφτεται ότι δεν έπρεπε να έχει ανέβει στο ταβάνι, ότι θα ήτανε καλύτερα
αν είχε επιλέξει τον ουρανό. Όμως, για ν’ ανέβεις στον ουρανό, χρειάζεται φτερά
κι όχι βεντούζες.
Κολλημένος στο ταβάνι, πάνω απ’ το μικρόκοσμο του δωματίου, περιμένει,
καρτερικά, τη νέα μετάλλαξη του.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΕΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ…
… αναρριχάται σ’ έναν έφιππο ανδριάντα που με το ένα του χέρι κρατά τ6α
χαλινάρια και με το άλλο δείχνει ένα σημείο του άφαντου, πίσω απ’ τα κτίρια,
ορίζοντα. Ο επιθυμών ν’ απαθανατιστεί κάθεται στα καπούλια του αλόγου κι
αρπάζεται απ’ του ήρωα τη μέση για να μην πέσει, έτσι που το άλογο ορθώνεται
στα πίσω πόδια του, σε στάση καλπασμού. Σκέψη που αποδεικνύεται σοφή, γιατί το
άτι, ερχόμενο σε επαφή με το ζεστό ανθρώπινο κορμί, παθαίνει κάτι και,
λησμονώντας τη χάλκινη του σώματός του υφή, ορμά ακάθεκτο μπροστά κι αρχίζει,
όντως, να καλπάζει προς το αόρατο σημείο.
Εκπληκτικό, αλήθεια, γεγονός που, δυστυχώς, δεν απαθανατίστηκε, καθότι ο
ερασιτέχνης φωτογράφος, ενεός μπροστά στο θαύμα, ξέχασε να πατήσει το κουμπί
της μηχανής. Απόδειξη, ωστόσο, του συμβάντος αποτελεί το άδειο βάθρο του
ανδριάντος κι η στραπατσαρισμένη πρόσοψη του ακριβώς απέναντι ορθούμενου
κτιρίου.
(κι άλλα
ασήμαντα περιστατικά από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ 200)
ΕΝΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠ’ ΤΗ
ΜΕΡΑ ΚΙ
ΟΣΑ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ…
… χαράζει στο χαρτί, άγρια χαράματα, τούτο το γράμμα: «Νύχτα, καλή μου, ξημερώματα σου γράφω αυτό
το γράμμα. Με νοσταλγία στο γράφω. Καλά
- καλά δεν έφυγες και σ’ έχω κιόλας πεθυμήσει. Γύρνα ξανά σε μένα, νύχτα μου, γρήγορα γύρνα!.. Με πονά
το φως με τις βελόνες του!.. Γύρνα ξανά
με τ’ απαλό, μαύρο βελούδο σου, τα μάτια θα μου βγάλει αυτό το φως με τις
βελόνες του, τυφλός θα μείνω δίχως το σκοτάδι σου» (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η
ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ και άλλα ασήμαντα περιστατικά 2000)
Παρασκευή, 12 Δεκεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου