Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

ΤΟ ΝΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΟ

 

(… γιατί παραχωρεί τη μορφή του κάθε φορά

στη μορφή που το φιλοξενεί…)

Πρώτος ο Ωκεανός με την Τηθύ

σ’ ερωτικά σμίξανε κρεβάτια.

Και ο κόσμος εγεννήθη.

Και ότι ο όρκος των θεών είναι νερό.

Γιατί ό,τι πιο παλιό και σεβαστό

χρησιμεύει σαν όρκος  (ΟΡΦΙΚΟΙ)

 

Τη μια κυβερνά την άλλη υπηρετεί.

Εξουσιάζει  ή  ταπεινώνεται  με την ίδια λαμπερή έκφραση. 

Η ζέστη με κρυφά φλοτέρ  - τα’ ανεβάζει στον ουρανό

σαν γίνεται λιώμα,  ένα με το χώμα –

σχεδόν μια απαγωγή.   Είπε ο Τσουάγκ Τσου: 

Τα μεγάλα λόγια σκοτεινιάζουν την ομιλία.

Η μεγάλη γνώση είναι κλειστή σαν βρύση.

Όταν διψάς ανοίγει. 

Πλατιά σαν κάμπος.

Ένας ήρεμος αργόσυρτος ποταμός.

Το νερό είναι σοφό  γιατί παραχωρεί τη μορφή του

κάθε φορά στη μορφή που το φιλοξενεί. 

(Αυτή είναι η θρησκεία του.

Θυμάται από στήθους,  του Ξένιου Δία τις βουλές·

κομμάτι ειδωλολατρικό;

Σοφό γιατί δεν έχει προκαταλήψεις) 

Ενώνει θετικό μ’ αρνητικό  κι αναπαύεται

στ’ αμερόληπτα  γυρίσματα του γιν  και  του γιαγκ.

Χωρίς καμιά πολυγλωσσία με 36 τρόπους απαντούν

οι 36 δίπλες του. 

Αυτό ονομάζεται να περπατάς ταυτόχρονα σε 36 δρόμους

Αυτό ονομάζεται απροκατάληπτο.

Μέσα σ’ αυτό αστράφτει αμετάβλητος ο άξονάς του.

Γύρω από αυτόν φτεροκοπούν οι ακτίνες του. 

 

Πάνω σ’ αυτό, για ιδέστε, κάνει ορθοπεταλιά

τ’ ουρανού ο ποδηλάτης!..

[επιλογή στίχων από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη

ΤΟ ΝΕΡΟ 2002

Κι άλλες επιλογές  απ’  αυτή τη συλλογή

μ’ αντιγραφή και επικόλληση από την ανθολογία

ΕΚΛΟΓΗ από το ΕΡΓΟ του Ποιητή, εκδόσεις Καλέντης 2014]




 

ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΘΑΛΑΣΣΙΑ  ή  ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη   ΤΟ ΝΕΡΟ 1999)

Σκορπισμένος στη νυχτερινή γαλήνη ένα με το καθετί.

Τα μόρια μου ένα με τα μόρια της άμμου.

Οι φλέβες παραπόταμοι κατέβαιναν στη θάλασσα,

εκεί που σμίγουν τα νερά.

Άκουγα των κυμάτων την πνοή  ένα με την ανάσα μου.

Ένιωθα στο σφυγμό του πόντου   το σφυγμό μου.

Σ’ ένα σπυρί σταριού ριγούσαν όλα τα σπαρτά

διαπερνώντας τοκετό  και  θάνατο.

Ύστερα σύννεφα, τα μάτια της στο άνοιγμα του πηγαδιού·

σαν δυο αστραπές στα βάθη της νυκτός.

Ρεύμα βολταϊκό  που μ’ έκαιγε  και με μετρούσε με το τόξο του.

Λάβα,  φιλιά της εφηβείας·  ύστερα οι κάδοι χύνονταν

να πιουν τα διψασμένα ζώα

και τα μαύρα τριαντάφυλλα  στην ξεραμένη γη.

 

Δεν είχα όνομα ούτε σώμα.

Μόνο την ηλικία του νερού.

Σε κάθε στάλα πάφλαζε   ο ωκεανός.

Σε κάθε στάχυ η άνοιξη.

Μες το παιχνίδι των ενεργειών  έλειπε ο χρόνος.

Ήταν εκεί χιονοδρόμος ο Ερμής με μιαν αναγγελία.

Στην ολόφωτη πίστα των κβάντα ο θεός  Σίβα χόρευε

στον πανάρχαιο ρυθμό του μέλλοντός μας,

πυρρίχιους  και  ροκ.

 

ΤΟ ΝΕΡΟ ΑΛΑΝΘΑΣΤΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ  ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ

Με όργανα υψίστης ακριβείας

εκχέει μιαν απίστευτα ακριβή  (ως το πολλοστημόριο)

και δίκαιη ποσότητα.

Μια ισόποση έξωση,  σαν παραχώρηση  για καθετί βαρύτερο.

(Η Αρχή του ειδικού βάρους ως σύνεση   αυτοφυής.

Ως βούληση αυτόφωτη)

 

Από πριν γνωρίζει το εκτόπισμα.

Καθρεφτίζει το σώμα του   και  το θυμάται.

Θυμήσου:

Είσαι εκείνο που σου επιστρέφει.

Εκείνο που του εμπιστεύτηκες.

Εκείνο που,  εκτοπίζοντας,  σε υψώνει  και  σε κρίνει.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΕΒΑΜΜΕΝΗ ΠΟΡΤΑ ΕΜΠΑΙΝΕ ΚΙ ΕΒΓΑΙΝΕ

(… με τα μπλε σορτάκια, γελαστή ξαδελφούλα μας

η ΘΑΛΑΣΣΑ…)

Απρόσεκτη σκόρπιζε στο πάτωμα τ’ αλάτι.

Το βλέπαμε μέρες μετά.

Τα βράδια σουλατσάριζε στις αλυκές.

Πάντα σε βαθουλώματα ξεχνούσε τ’ άσπρα μεσοφόρια της.

Και κάποτε μεσημεράκι Αυγούστου που ποτίζαμε ως αργά:

πώς μεγάλωσε αίφνης!..

Με κοίταζε όλη βλέφαρα·

καμπύλες τόξα ολόφωτα·

μια τρίφυλλη καμάρα απάνω των αγγέλων

και κάτω σκοτεινή σπηλιά με τ’ άγριο θαλασσόχορτο.

Ήταν γυμνή με ξέπλεκα μαλλιά χωρίς στηθόδεσμο.

Ανάσκελα όπως ήτανε καθρέφτιζε τον ουρανό.

 

Το σώμα της από παντού με φώναζε   γλυκέ μου

έλα να με κοιμηθείς

(τα μπλε της φύλλα αναφιλητά  και  σάγριο).

Είναι δικοί σου οι τρυφεροί μου σπόγγοι,

κι οι λευκοί μου σπόνδυλοι,  μια σκάλα ν’ ανεβείς,

χωρίς φτερά στον ουρανό.

Όταν γνωρίσεις τα’ ακριβά κοράλλια μου  εκεί κάτω

και μια λάμψη το σώμα σου αδειάζει,  αξέχαστη αστρατπή,

μ’ όλο χυμένο το πλαγκτόν.

Θα ουρλιάζεις διψασμένος για θάνατο

για ν’ ανατείλουν πάλι οι νεκροί κρύσταλλοι,

ένα κλάσμα μέσα στο χαμό,

όπου θάλλει η αθάνατη ώρα σου!..

Θα θυμηθείς πως εγώ είμαι η πατρίδα σου η παντοτινή,

Κι εδώ στους βυθούς μου θα χτίσεις το σπίτι σου   πελαγίσιε!..

 

ΑΠ’ ΑΥΤΟ ΚΑΤΑΓΟΜΑΣΤΕ

Μ’ αυτό ζυμώνουμε το ψωμί μας.

Μέσα σ’ αυτό λάμπουμε·  μέσα σ’ αυτό κολυμπάμε.

Μέσα σ’ αυτό φανερώθηκαν τα σοφά βλέφαρα του Θαλή.

 

Χρόνος αθροισμένος στην αρχέγονη σπηλιά·

σταλακτίτης  και  σταλαγμίτης:

Κάτι σαν αισθητικό αρχείο του χρόνου.

Κάτι σαν καλλιτεχνική αποκρυστάλλωση του καιρού.

Κάτι σαν υπέροχες πορσελάνες που προικίζει

το παρελθόν στο μέλλον.

Κάτι σαν αλατούχα βυζιά όπου ο χρόνος

συμπυκνώνοντας προσφέρει

τη γαλακτερή του κλεψύδρα,  τη θηλή – στάλα

σε κάθε νεογέννητο.

 

Αυτό είναι το σώμα του.

Χωρίς οστά στερεώνει ένα βασίλειο.

Χωρίς αρθρώσεις αρθρώνει τον όρθρο του παντός.

Ο σκελετός του είναι Η2Ο.

Η καρδιά του Η2Ο.

Ταπεινό. Το άλας της γης.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΟ ΝΕΡΟ 2002]

 

ΤΑ ΥΔΡΟΒΙΑ 

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΟ ΝΕΡΟ 2002)

Η χήνα είναι άσπρη κι ας μην πλένεται κάθε μέρα.

Είναι στεγνή κι ας μη τσαλαβουτά όλη μέρα στα νερά.

-από πού τάχα προμηθεύεται το υπέροχο αδιάβροχο –

Το ποτάμι χωρίς να ξέρει το δρόμο δεν χάνει την κατεύθυνση·

(μέσα του είναι δρόμοι  και  συνείδηση  και  προορισμοί).

Η βροχή – τσέμπαλο στα ξύλα δίχως τσεμπαλίστα.

Αλλά προς Θεού μην μιλάτε στο αναμάρτητο δένδρο: 

Υφαίνει τ’ άνθη.

Επωάζει τις καρποφόρες του σελίδες

στης φωτοσύνθεσης το μυστικό τυπογραφείο.

 

Το μαύρο και το άσπρο πουλί,  στην απλότητά τους,

δεν αφήνουν περιθώριο για συζήτηση.

 

Είναι όντα αναφομοίωτα στη διάνοια.

 

Ανασαίνουν έξω απ’ το χάρτη των ορισμών.

 

Φτεροκοπούν άκοπα  και  φέγγουν πρωτοσέλιδα

στις εποχές.

 

Όταν διπλώνουν τα φτερά μαζεύουν τον ορίζοντα.

 

Όταν τ’ ανοίγουν  ξεδιπλώνουν το σχέδιο του ταξιδιού.

 

και   ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΕΚΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ  ΠΟΥ ΑΝΑΠΗΔΗΣΕ…

(…σαν αργότερα πολλές μαζί ενωμένες σταγόνες στο μέγεθος της μίας…)

Πέντε χρόνια μετά.

Επιτέλους μπόρεσα να εννοήσω ότι αυτό που με γοήτευε με το νερό.

Ήταν η δαιμονική χάρη του να δραπετεύει και ν’ ανάγεται

(σε αλκυόνα αθέατη στην όστρια;)

Ν’ ανακαλύπτει την παραμικρή ραγισματιά και μ’ αυτή να ορίζει.

Εκείνο που το κάνει απρόβλεπτο

δηλαδή καθαρή ουσία του γίγνεσθαι.

Δεξαμενή μέσα στη γη  και  κήπο πλανώμενο στον ουρανό.

Εκείνο που το κάνει ν’ αποσπάται παροιμιώδες  και  περιφρονητικό

απ’ την αξία της χρήσης του.

Ο τρόπος που αθροίζει τα ψηφία σε μιαν  (ακόμη)

ασύλληπτη γραμματική!..

Εκείνο που λικνιστικά γεννά  στην ύπαρξη   Ναυτία

(χλευάζει την ευστάθεια)

Αυτό το ανείπωτο  κι ανεκμυστήρευτο 

που θα κρύβει πάντα ένα υπόλοιπο.

Εκείνο που το κάνει παιγνιώδες  κι εύδαιμον

(ξέρετε ό,τι σαρκώδες του ανήκει).

Αυτάρεσκο  και βιβλικό  σε κάθε ρίζα.

Ύλη πρώτη απ’ όπου πλάθονται τα όνειρα.

(Μια πλύστρα που πλένει ασπρόρουχα στον ουρανό;

Ή ζώα επιμήκη και γυαλιστερά μέσα στη ρέμβη του απογεύματος;)

Αδιάλλακτο κι ενδοτικό: σ’ αυτή τη σιωπηλή εποποιία.

Μας κρούει νυχτιάτικα τη θύρα με φωνές πνιγμένων.

Μας νεύει εκεί που η ερημική μας φτέρνα οσμίζεται

μιαν όαση!..

Έναστρο.

Περπατά  ή  πλαγιάζει.

Στη σεμνή πρωτόγονη φύση του.

 

ΤΟ ΝΕΡΟ:  ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΥΤΕΡΟ ΑΦΗΓΗΜΑ  (93)

(… ν’ ακούς των νερών την ετυμηγορία χωρίς έφεση  (29)  αλλά…   

μην πετάς ποτέ πέτρα  σε πηγάδι

που κάποιο μεσημέρι σε ξεδίψασε… 33)

Το κύμα:  το φτερό της κίνησης  (2)   Ο σφυγμός:  ο πρώτος ποταμός (3)   Είσαι μια εκδρομή μέσα στους κάμπους·  σαν τα παιδάκια του σχολείου που ξεχύνονται   εκεί στα πτυσσόμενα ξέφωτα.   Παίζεις με τις ξυπόλυτες φωνές τους.   Αμέριμνα ξυπνά η θεία ευχαριστία σου στα πόδια τους.   Χαμογελάς χωρίς να ξέρεις.   Δίνεις δροσιές και παίρνεις μόσχους.   Παίρνεις φιλί από τα χείλη που σε πίνουν  (6)   Ν’ ακούς των νερών τις ένορκες καταθέσεις  (20)  Θαλασσινή μη μεγαλώνεις.  Είναι πένθος  (23)   Οι αμέτρητες αντινομίες:  δύο ξύλινα κουπιά.  Αλλά δεν ξέρουμε κωπηλασία  (31)   Διψούμε αυτό που στάζει.  Η κάθε βρύση ζητά να ενωθεί μ’ αυτό που κελαρύζει μέσα μας!.. (48)  Όλα τα ποτάμια γυρίζουν πίσω  κι  ας λένε·  (με μια στάση στον ουρανό)  (51)  Υδρορροή:  της μπόρας παρωδία  με το τενεκεδένιο κακόφωνο λαρύγγι  (53)   Του ποταμού η γλαδιόλα.  Αυτή η πένθιμη φλόγα.  Αυτό το ζωηρό, θλιμμένο φόρεμα του νερού.  Ένα τρυφερό ρέκβιεμ, στο χλωμό σώμα γυναίκας, που γέρνει μόλις μέσα στη θλίψη του έρωτα!..    Πιο πολύ από στοιχείο είσαι η αδιάκοπη Μεταφορά.   Πιο πολύ από βρέφος είσαι Μήτρα.   Πιο πολύ από λαλιά:  αντλία χρόνου (60)  Ολοένα οι τροχαλίες σηκώνουνε τις άγκυρες. Φεύγουμε·  ολοένα φεύγουμε·  νηί μελαίνη  (106)   Γονατίζω στον γενέθλιο τόπο.  Νύχτα ανάβω ένα κερί μπροστά στο πέλαγος.  προσκυνώ τη μητρότητα των νερών!..  (107)      (ήταν κάποιες από τις ΣΤΑΓΟΝΕΣ στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΟ ΝΕΡΟ – συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, Καλέντης 2014)

Παρασκευή, 21 Νοεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΟ ΝΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΟ

  (… γιατί παραχωρεί τη μορφή του κάθε φορά στη μορφή που το φιλοξενεί…) Πρώτος ο Ωκεανός με την Τηθύ σ’ ερωτικά σμίξανε κρεβάτια....

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ