Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΧΑΡΑΞΕ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ…

 

(…κι όπως γνέφει κανείς αποχαιρετώντας…)

Αφήνοντας ξωπίσω της

Ολόλευκες γάζες   Ν’ ανεμίζουν 

 

Από τότε

Κάποιοι την είδαν   

Σε καταρράκτες φωτός   Να κωπηλατεί

Και κάποιοι άλλοι

Μ’ ένα ματσάκι παπαρούνες   Φλόγες ν’ ανάβει 

Στων καθρεφτών τα ερέβη

Έχοντας πλάι της

Ένα ασκέρι από νεκρά παιδιά

Επίμονα να της ζητά

Να τους διαβάσει παραμύθια

[ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΗΝ ΕΙΔΑΝ 

στη συλλογή  της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ,   στους διαδρόμους τ’ ουρανού,

Την έχασα

Στις  αχανείς εκτάσεις της σιωπής

Δεν την άκουγα πια 

 

Κι από τότε

Κάθε φορά που το καμπαναριό    Γεμίζει από πουλιά 

Κι ακούγονται  οι  Χαιρετισμοί

Ως το λειμώνα των ψυχών

Ξυπόλυτη την βλέπω να περνά

Μέσα απ’ των κάτασπρων σταυρών το δάσος

Σιάζοντας το χτενάκι στα μαλλιά της

Τινάζοντας τα χρώματα από το φουστάνι της

Κι ύστερα

Όμοια με πυροτέχνημα  ή  εκπνοή φωτός 

Πάνω από τις στέγες ν’ απογειώνεται

Σφίγγοντας μέσα στις χούφτες της

Το παιδικό μου χέρι

Που φεύγοντας το είχα ξεχάσει   Στα άσπρα της μαλλιά


 


Η ΠΡΟΦΑΣΗ  

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Κοιμήθηκε του Άη-Γιαννιού

Πίσω από φτέρες και γεράνια

Ταξίδεψε κάτω από ανοιξιάτικα λειβάδια

Που σήκωναν στους ώμους τους

Σαν συνοδεία πένθιμη

Το θρήνο της περιφοράς

Υγρό  και  ευωδιασμένο

Καθώς αρμένιζε στους ουρανούς

«Αι γενεαί πάσαι»

Κι όταν οι αγροί θερίστηκαν

Αφουγκραζόταν τους τροχούς της άμαξας

Να κουβαλούν τα λείψανα

Του Μάη  και  του Ιούνη

 

Μόνο ένα κλωνάρι κερασιάς

Προσποιήθηκε πως είχε μαραθεί

Και γλίστρησε από την άμαξα

Και από το φως κρατήθηκε

Που σκόρπιζε στο πέτρινο προσκέφαλο

Ένα κερί αναμμένο

 

Πόσο γαλήνια κι όμορφη

Φάνταζε τώρα

Που κερασάνθια στόλιζαν

Το κρύο μέτωπό της

 

 

 

ΔΥΟ ΑΔΕΙΑ ΑΡΤΟΦΟΡΙΑ

Δυο άδεια αρτοφόρια

Τα ασάλευτά σου μάτια

Που εμπρός τους εγονάτισε

Το βλέμμα μου που νήστεψε

Απ’ το άγιο κοίταγμά τους

 

Πουλιά αποδημητικά

Τα σταυρωμένα χέρια σου

Που πάνω στις φτερούγες τους

Πλάγιασε η μοναξιά μου

 

Αφού μες τις κλειδώσεις τους

Αναπαύονταν οι εσπέρες

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΓΡΑΜΜΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Εδώ κάτω σ’ εμάς, ξέρεις, βρέχει

Βρέχει και σκοτεινιάζει

Κι οι ξαφνικές νεροποντές παρασέρνουν

Ταριχευμένα βλέφαρα ίσκιων νυχτερινών

Που άλλοτε ανάβλυζαν ολόχρυσα ηλιοτρόπια

Ένα ουράνιο τόξο θαμμένο στην ομίχλη

Που κάποτε υπεράσπιζε το άνθος της αγάπης

Κι ενός μικρού χαρταετού τα ξεφτισμένα λείψανα

 

Όμως, εσύ να ’ρθεις

Να τους αφήσεις και να ’ρθεις

 

Και τους σβηστούς ν’ ανάψεις λυχνοστάτες

Σ’ όλες τις άκρες του ουρανού

 

Και μη θαρρείς πως θα βραχείς

 

Στης αγκαλιάς μου το στερνό υποστατικό

Έχω αναμμένο τζάκι

Μόνο που σκοτεινιάζει και φοβάμαι

 

Αχ, έλα, κι άναψέ μου το φως

Από τότε που έφυγες
Στο σπίτι μας νυχτώνει πιο νωρίς

 

ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ΣΟΥ

Κι έτσι απόμεινα εδώ

Σχεδίες γυάλινες να ρίχνω

Μες στων ματιών την ίριδα

Σαν πλεύσεις να ’ρθεις να με βρεις

Να μην πνιγείς

Απ’ το θολό μου δάκρυ

Σκοινιά ν’ απλώνω ένα γύρο

Σε καπνοδόχους και καμπαναριά

Γιατί η ομίχλη βύθισε

Τους κήπους των κατόπτρων

Σε μια γαλάζια πάχνη

 

Κι εγώ απόμεινα εδώ

Το ουράνιο τόξο να τεντώνω

Πίσω από τους πλόκαμους του σκοταδιού

Για να εκτοξεύω πούπουλα

Λευκών περιστεριών

Την πτήση σου αναγγέλλοντας

Από τους ουρανούς

 

Πίσω από το τζαμωτό της εκκλησιάς

Απόμεινα να ξαγρυπνώ

Στη θέα σου

Μιαν αγκαλιά βεγγαλικά

Ν’ ανάψω

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Ψηλά σ’ άλλον ουρανό

Παγιδευμένοι άγγελοι

Ανηφορίζουν με ύμνους

Και περασμένα από χρυσές κλωστές

Σπασμένα ονόματα στην πέτρα

Που πια κανείς δεν τα καλεί

Παρά μονάχα η καταχνιά

Ή λίγο χιόνι ανάλαφρα τ’ αγγίζει

 

Για να μπορεί να λευκανθεί

Ο υάκινθος που άνθισε

Στα σταυρωμένα χέρια

 

ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ

Ξάστερη θα ’ναι η νύχτα που θα ’ρθω ν’ αρμενίσουμε

Στο μέτωπο του ουρανού με το καϊκι του ύπνου

Θα ’ρθω να δούμε από ψηλά το φτωχικό δωμάτιο

Που αθόρυβα ανυψώνεται από χλωμές ανταύγειες

Μισοφωτισμένων προσευχών

Ιάμβους εύφλεκτους να εξαπολύει η λύπη

Φανούς θυέλλης να περιοδεύουν

 

Θα ’ρθω όταν στα βλέφαρα των κοριτσιών

Χρυσόσκονη θα ψιχαλίζει ο γαλαξίας

Όταν σε αχτένιστα μαλλιά

Θα φτερουγίζουν σμήνη ανεμώνων

Ραμφίζοντας τον έναστρο θόλο της σιωπής

 

Με τα’ αυγινό το φως θα σ’ αποχαιρετήσω

Τινάζοντας από τους ώμους μου

Τα άνθη της νύχτας τα μαβιά

 

Όμως, πριν φύγω δείξε μου

Με τη χλωμάδα ενός κεριού

Την Παναγιά

Που στρώνει στο μικρό Χριστό

Για να πλαγιάσει

[από τη συλλογή της Ευτυχίας  Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ ΣΟΥ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Στα σκοτεινά υπόγεια των καθρεφτών

Με τους κορυδαλλούς της ανάμνησης

Να φτερουγίζουν

Μάταια το βλέμμα μου

Κυνηγά

Τις σκιές των χεριών σου

Που όλο και ξεμακραίνουν

 

Θλιμμένες σαν τις Κυριακές

Που σίγησε η καμπάνα

Και του βασιλικού η οσμή

Από τις φλέβες του Θεού

Δε χύθηκε στο αλάβαστρο του κόσμου

Πένθιμες  και  σιωπηλές

Καθώς ωχρές επιστολές

Προς αόμματους παραλήπτες

Κι απέραντα μοναχικές

Σαν παρεκκλήσια ερειπωμένα

Που από τις τοιχογραφίες τις παλιές

Ξεθώριασε της Παναγιάς το χέρι

 

Κι ευθύς το θείο Βρέφος γλίστρησε

Στων Ελαιών τον Κήπο.

 

ΜΙΑ ΚΡΟΤΙΔΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ

Τα τρένα μεταφέρανε μαθητευόμενους τυφλούς

Κάποια ναυάγια συνειρμών, πουλιά βαλσαμωμένα

Και λίθους επιτύμβιους για μέλλοντες νεκρούς

 

Όμως, μια μόνο καμπάνα από ίασπη αρκούσε

Να αντηχήσει, για να φανεί η λευκή γραμμή πάνω

Απ’ το ακρωτήρι

Ν’ ανοίξουν οι καταπακτές των υπογείων

Και μια κροτίδα αναστάσιμη να φωτίσει

Τα αβρά περάσματα της λάμνουσας ψυχής

Μέσα απ’ τις χαραμάδες του θαύματος

 [από τη συλλογή της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]

 

ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΔΩΔΕΚΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Τη νύχτα εκείνη αλλόκοτες σκιές κατέβηκαν στο σπίτι μας

Η στέγη είχε εκτιναχθεί από νωρίς

Φορτωμένες μετέωρους βηματισμούς, μια συμφωνία ύπνου

Και φτυάρια με κολλημένα επάνω τους πέταλα από

Γαρύφαλλα παλιά πλησίασαν στο δωμάτιο

Σε γύρευαν παντού

Στο πανεράκι με το πλέξιμο ένα μαντήλι με δάκρυα

Φυλαγμένο,  η λάμπα της τραπεζαρίας αναμμένη

Κι η σχολική ποδιά μου ασθδέρωτη

 

Θα έρθει, δεν μπορεί.   Έχω σχολείο, τους είπα

 

Σε βρήκανε στην κουζίνα, γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι

Μπροστά στα εικονίσματα με τις αποσκευές στο χέρι

Φορούσες το μαύρο σου παλτό

Απ’ το άλογό σου επάνω σκυμμένος ο Άη-Γιώργης

Σε βοηθούσε ν’ ανέβεις, ενώ οι δίπλα άγιοι παρατεταγμένοι

Στη σειρά υπόσχονταν πως θα φυλάν το σπίτι

Ύστερα χιόνισε πολύ

 

ΚΑΘΩΣ ΠΙΑ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΑ ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ 

(…για να ψιχαλίζει… το πένθος του ο ουρανός 

στη μελαγχολία του Ποιήματος…)

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ είναι ο ευρηματικός τίτλος  της τρίτης ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου  που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ.    Με άλλα λόγια   ένα ταξίδι  επιστροφής   «στη μελαγχολία του ποιήματος…»    όπου μια φευγάτη άνοιξη ονείρων,   επιθυμιών,   δακρύων,    φιλιών   «καθώς πια όλα είναι εφικτά πλην της αθανασίας»  «στους διαδρόμους του ουρανού»   επανέρχεται ξανά και ξανά  σε   «αυτοσχέδιους κήπους»   με   «Ιάμβους εύφλεκτους»  και «εύκρατα παραμιλητά»   συναισθημάτων,   για τη ΔΙΑΣΩΣΗ ΑΠΩΛΕΙΩΝ (σελ.11).  Λένε πως λογοτεχνία  και  ποίηση    ούτε νοείται ούτε γίνεται δίχως έρωτα  και  θάνατο.   Ο Μαρωνίτης, μάλιστα,   σε μια από τις…    «απολίτιστες μονοτονικές»  επιφυλλίδες του στο ΒΗΜΑ,   σχολιάζοντας άλλη ερωτική συλλογή, σημείωνε με έμφαση:   «ο έρωτας ανταποκρίνεται εξίσου    στα σώματα και στα αισθήματα,    που εμπλέκονται και συμπλέκονται,   αναζητώντας την καταγωγική τους πλοκή.   Πέρα από τα σώματα και τα αισθήματα,   ο έρωτας αφορά το σώμα της ίδιας της γλώσσας:   τις δικές της κρυφές πλοκές,  εμπλοκές  και  συμπλοκές.  Αποτυπωμένες στους φθόγγους της,   στις συλλαβές,   στις λέξεις,   στις προτάσεις   και, τελικώς,   στο ρυθμό,   που ρυθμίζεται μεταξύ φωνής και σιωπής».   Η Λουκίδου με τη συλλογή της ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ  ανοίγει το δρόμο σε μια αντίστροφη επιτρεπτή γενίκευση:  έρωτας και θάνατος δίχως νοσταλγία δεν νοούνται.   Επιλέγω  κάποια  παραθέματα ερωτευμένου κοριτσιού   κι άλλα με αναφορές θανάτου,  έτσι όπως μες τα ποιήματα τείνουν   «να συγκεράσουν και να νικήσουν και τα δυο   πέρα απ΄ τη διάρκεια των πραγμάτων επιζώντας»:   «Θέλω να σου μιλήσω   Για του μελανιού τον ιδρώτα    Σε ουράνιες περγαμηνές   Σαν καταγράφει   Τις διδαχές ερώτων και σκιών»     (ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΩΤΩΝ ΚΑΙ ΣΚΙΩΝ σελ.33),   «Με μωβ αγκάθια στα μαλλιά  Στήνει μιαν ανεμόσκαλα   Το θάνατο αποπλανά  Κι ένα μπουκέτο  νότες   Αναπέμπει»     (ΕΞΕΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ σελ. 14),   «Κι όλες τις σκουριασμένες κλειδαριές  Που του θανάτου κυοφορούν  Το κεφαλαίο θήτα…»     (ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ σελ. 18),   «Να φυγαδεύσω το λευκό στον ύπνο μιας γαρδένιας  Σε επίθυρα χεράκια να κρύψω το γαλάζιο   Και πάνω απ’ τα ερείπια   Την τέφρα του θανάτου ν’ αφανίσω»      (ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΠΟΝΕΣΑΜΕ σελ. 25)   Λογοτεχνία και Ποίηση,   Έρωτας και Θάνατος,   Σώματα  και  Αισθήματα,   Κροτίδα Αναστάσιμη,    Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι,      Οι σκιές των χεριών στα φωτεινά υπόγεια    των καθρεφτών,   Ναυάγια Συνειρμών   Κι από τότε Μια ιστορία Αγάπης με άσχημο τέλος,   παιδιά,    εφηβεία,    φιλιά   και   δάκρυα,    μοναξιά και ΑΠΟΥΣΙΕΣ σελ. 48:   «Καταμεσής του υετού  παλιρροώντας σε Έρωτες   Έψαχνα    Ένα παράθυρο ανοιχτό να το φυσάει ο Αύγουστος   Μια ξαφνική εκπυρσοκρότηση γιασεμιών   Μήπως και φωταγωγηθούν    Οι σκοτεινές πλατείες του μυαλού μου…»

Παρασκευή, 14 Νοεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΧΑΡΑΞΕ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ…

  (…κι όπως γνέφει κανείς αποχαιρετώντας…) Αφήνοντας ξωπίσω της Ολόλευκες γάζες    Ν’ ανεμίζουν     Από τότε Κάποιοι την είδαν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ