Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΕΠΙ ΤΑΠΗΤΟΣ ΜΟΙΑΖΑΝ ΜΕ ΑΝΕΜΩΝΕΣ…

 (… άλλα με πέρδικες και άλλα με αμαζόνες…)

-1-

Είχε στολίσει το τραπέζι με νυμφικούς πέπλους τριών κορασίδων, εκ των οποίων η μία παρέμενε παρθένος.

Ευθύς μετά το στόλισμα έβγαλε τις μεταξωτές της κάλτσες και κάθισε. Περίμενε την άμαξα που θα της έφερνε τους ίππους.

Ο αδελφός της όμως άνοιξε αποτόμως την πόρτα και μαινόμενος φώναξε:

 «Διόσκουρος!..  Ουαί στους άλλους και σε μας!»

Σαν καλή αδελφή, η νεάνις, επλησίασε πάλι στο τραπέζι και σπάζοντας το κομπολόγι που κρεμόταν στο λαιμό της, εράντισε, πλήρης ελπίδων ακόμη, το χαλί, τα έπιπλα και τους νυμφικούς πέπλους με τις κεχριμπαρένιες ρώγες.

Έπειτα έβγαλε από την μπλούζα τους μαστούς της και κατεκλίθη στο τραπέζι.

-2-

Ο νέος, πλήρης τύψεων, άνοιξε πάλι την Πόρτα και πλησίασε ακροποδητί την κοιμωμένη αδελφή του.

Στο κεφάλι του φορούσε παροιμιώδες κράνος, αλλά κατά τα άλλα ήταν εν μέρει γυμνός.

Από τη μέση και κάτω φορούσε το φουστάνι της μητέρας του και στα πόδια του πέδιλα.

Όταν βεβαιώθηκε ότι η νεάνις εκοιμάτο, η πρώτη του μέριμνα ήταν ν’ ανοίξει το παράθυρο, για να δώσει στο πλήθος να καταλάβει πως έπρεπε να σιωπήσει..

-3-

Όλα τα λόγια που του είχε πει κατά καιρούς η αδελφή του, πέφτανε τώρα επί του τάπητος.

Μερικά μοιάζαν με ανεμώνες, άλλα με πέρδικες και άλλα με αμαζόνες.

Ο νέος δεν ηδυνήθη να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

Η φράσις που είχε εκστομίσει προ ολίγου, του εφαίνετο σκληρή, βραχώδης και άθελά του, την συνέκρινε με τα ωραιότατα στήθη της αδελφής του.

-4-

Δεν ήτο ήρως.

(Το συναίσθημά του, του θύμιζε πτώσεις μήλων)

-5-

Ήτο απάνθρωπος.

(Ησθάνετο τον κόσμον ιδικόν του, μα πικρότατον)

-6-

 Ήτο ήρως αλλά απάνθρωπος –

σαν άνθρωπος που συνθλίβει μια μέδουσα με το πόδι…

-7-

Οι λυγμοί του ήρχισαν να τον πνίγουν.

Συναισθανόμενος βαθύτατα το βάρος εκείνης της φράσεως έσκυψε και ησπάσθη τους δύο μαστούς της αδελφής του.

Έπειτα, βγήκε έξω, και κλείνοντας βιαστικά την πόρτα, βυθίστηκε στο πλήθος

-8-

Η νέα είχε ξυπνήσει με το διπλό το φίλημα.

Άλλωστε δεν εκοιμάτο αληθινά·   υπεκρίνετο μόνον πως υπνώττει.

Η συγκίνησις της ήτο τόση, που την εξέφραζε και η σιωπή της.

Μόλις έκλεισε η πόρτα, σηκώθηκε απελπισμένη και πλησίασε στο παράθυρο.

Αδελφός και πλήθος είχαν εξαφανιστεί και το κενόν του δρόμου έμοιαζε πολύ με την οξύτατη φωτοχυσία του πρωινού.

Τότε η νεάνις ξέσχισε την μπλούζα της και τους μαστούς της και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής της:

«Τι κρίμα που με λένε Αμαλία»!

Έπειτα έκλεισε το παράθυρο.

[Ο ΠΕΡΙΣΤΕΡΕΩΝ από τα ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου, Εκδόσεις ΠΛΕΙΑΣ Αθήνα 1960)

 



ΓΗΠΕΔΟΝ   (στη Μάτση)  

(από τα ΓΡΑΠΤΑ  ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Ανδρέα Εμπειρίκου, πρώτη έκδοση 1960)

Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερνά ο άνεμος.

Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει  και οι λέξεις που λέγανε, μας πλησιάσανε τόσο,  που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς.

Στο γήπεδο της συναντήσεως μας,  που έγινε γήπεδο της αγάπης μας,  δεν γειτνιάζουν άλλοι.

Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ.

Ναι, στο γήπεδον, αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι.

Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ' τις ελπίδες σου,  όπως μένεις μέσα στα βλέφαρα μου, όταν κοιμάμαι.

Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε,  και τα πρόσωπα των άλλων  ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα,  άγνωστα σε μένα και, ίσως, και για σένα.

Ωστόσο τι πειράζει.

Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε  και βγήκες εσύ, γιομάτη οριστική  και με βελούδο που άφησε ημίγυμνο το στήθος σου.

Για αυτό, τούτο το γήπεδο δεν θα το λησμονήσω ποτέ·  θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω.

Γι' αυτό θα σου πω  πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου.

Πέτρα θερμή, παλλόμενη με κάθε καρδιοχτύπι μου,  μεσ' την ηδύτητα της αφής σου.

Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας,  σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας,  γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους,  όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου.

Γι' αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω,  μα θα το κρατώ μ' όλες τις πέτρες του,  με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια,  και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν  ό,τι γυρεύουνε μέσα στη λύδια λίθο τους.

Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματος μας  δεν ηγοράσθηκαν εισέτι.

Άλλα τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας, δεν θα θεριστή.

Θα θεριστή μια μέρα,  και οι δρέποντες τους καρπούς θα ’μαστε πάλι εμείς,  χιλιάκις εμείς,  με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας.

Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα,  για να βρη ένα κουμπί η μια χρυσόμυγα απαστράπτουσα,  μα αυτό δεν σημαίνει ότι το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο.

Τίποτα δεν είναι πιο χαρίεν,  από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν.

Τίποτα δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων  που ενηλικιώθηκαν.

Τίποτε πιο ωραίο,  από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων  ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισα των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των.

Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν.

Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών.

Αγάπη μου, είπα εργαστήρια.

Τα εργαστήρια αυτά θα ναι δικά μας  και θα ναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους  και ορθοστήλωτα στον βομβό τους,  κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ' τα κατώφλια τους,  ως ερμηνευταί της λειτουργίας των,  ή ως θερισταί του πέριξ σίτου,  του σίτου που αναθρώσκει από τη γή,  όπως αναπηδούν ορμέφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.

Αγάπη μου,  σε αγαπώ,  και θα ’ναι το ταξίδι μας, σαν ανοιξιάτικη ζωή των μύρων!..

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Η Μάτση Χατηλαζάρου, πρώτη γυναίκα του ποιητή, σαράντα χρόνια αργότερα απάντησε με την ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ.

 

Η ΚΟΡΔΕΛΛΑ

Ο δρόμος ήτο κενός, κενώτερος και από άδειο συρτάρι, και ξετυλιγόταν όπως η λευκή κορδέλα, την οποία είχε κλέψει προ ολίγων ημερών η μικρή κόρη του σπιτιού από τη μητέρα της, αφαιρώντας την από ένα συρτάρι της τουαλέτας.

Κλεισμένη μέσα στη δική της κάμαρα, η παιδίσκη είχε δοκιμάσει πολλές φορές την κορδέλα, και έτσι κι αλλιώς  – επάνω στα μαλλιά της, γύρω απ’ το λαιμό της και επάνω στο στήθος της, κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη.

Η λευκή αντίθεσις της κορδέλας, επάνω στο μαύρο φόρεμα, εγοήτευε τη μικρή τόσο πολύ, που σε κάθε ελεύθερη στιγμή της, έτρεχε στην κάμαρά της και την ξαναδοκίμαζε, ονειρευόμενη ωραία καπέλα, γαλάζια, κίτρινα και πράσινα φορέματα, με κλάδους και λουλούδια ποικιλόχρωμα ή με μικρές ενδιαφέρουσες παραστάσεις που να επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, όχι μόνον επάνω στο ύφασμα, μα και πάνω στο σώμα της – που το ονειρευόταν κι αυτό πιο μεγάλο, με πιο γιομάτα στήθη, με πιο πεταχτούς γλουτούς, σαν της μητέρας της.

Η μανία αυτή διήρκεσε περίπου μία εβδομάδα.

Τέλος, ετέθη τέρμα σε αυτή την σφριγηλή ποιητικότητα, από ένα βίαιο συναίσθημα μίσους που κατέλαβε τη μητέρα της όταν ανεκάλυψε την κλοπή.

Χωρίς να συγκινηθεί καθόλου από τις χαριτωμένες προσπάθειες την κόρης της, την απέπεμψε, αφού την έδειρε πρώτα, κραυγάζουσα κατά τρόπον σκληρόν και με τη φωνή της τόσο υψωμένη, που όλα τα μέλη της οικογενείας φοβήθηκαν μήπως διαρραγεί.

Εν τούτοις, η φωνή δεν διερράγη.

Εσχηματίσθη μόνον μία ρωγμή στον τοίχο της κατοικίας, από την οποία εξερχομένη η παιδίσκη, ετράπη εις φυγήν, ακολουθώντας το δρόμο που ξετυλιγόταν μπροστά της, όπως η κορδέλα που κρατούσε ακόμα στο δεξί της χέρι.

Η μικρή προχωρούσε πολύ γρήγορα, διότι ο δρόμος ήτο κενός και διότι την προωθούσε ο τρόμος.

Η ώρα παρήρχετο.

Θα ήτο πια μεσημέρι, μα η κόρη δεν ημπορούσε να σταματήσει, καίτοι είχε εξαντλήσει ολόκληρο τον δρόμο και το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της.

Μόνο μια στιγμή σταμάτησε, σαν κεραυνόπληκτος.

Είχε ακούσει μια φωνή να ξεσκίζει τον αέρα, του οποίου η πυκνότης ήτο τόσον αραιά που έμοιαζε σαν γυάλινη:

«Μερόπη! Μερόπη!»

Ωστόσο ο πέριξ χώρος ήτο κενός, κι έτσι η φωνή της φάνηκε ανεξήγητη.

Εξακολούθησε λοιπόν την φυγή της, οδεύουσα με την ίδια πάντοτε ταχύτητα, σχεδόν τρέχοντας.

Ίσως να προχωρούσε ακόμη πολύ, αν δεν πατούσε σε ακανθώδη χωράφια, σε χωράφια γιομάτα πέτρες, που ξέσκιζαν τα τρυφερά πέλματα των ποδιών της.

Ανίκανη να συνεχίσει, μέσα σε τόσες δυσκολίες, μια πορεία σκληρή, άδικη, χωρίς δρόμο και χωρίς πάγκους, ηναγκάσθη εν τέλει, να σταματήσει.

Αισθανόταν πια ολόκληρο τον εαυτό της σαν μια βαριά σταγόνα κρεμασμένη από μεταίχμιον έτοιμη να πέσει.

Ένα αναφιλητό ανέβαινε από το στήθος της στον λαιμό, μα δεν πρόκανε να ξεσπάσει.

Τ’ αυτιά της βούιζαν ήδη, όταν έπεσε πάνω στα χώματα και τα λιθάρια.

Η πτώσις ήτο κεραυνοβόλος και ο ύπνος αιφνίδιος και βαθύς.

Τώρα προχωρούσε στην παραλία του ληθάργου της, γοργά κι ανέμποδα, όπως προχωρούν αύρες ημίγυμνες, την άνοιξη, σε ελαφροκύμαντον αιγιαλόν.

Πολλές απαλές κι αλλεπάλληλες ριπές, έκαναν να πλαταγίζουν οι πτυχές του φορέματός της, και ανέμιζαν την χυτή σαν χαίτη κόμη της.

Ένας ψίθυρος χαϊδευτικός και ανοιχτοπέλαγος εφλοίσβιζε μέσα στην ακοή της ένα όνομα ακαθόριστο, όχι τόσο πρωτομιλημένο μα σαν ξαναειπωμένο από μακρινήν ηχώ και επαναλαμβάνεται:

«Ναυσικά! Ναυσικά!»

Γαστερόποδα και αστέρια σφαδάζοντα ενέπιπταν μέσα στα βήματα της κοιμισμένης κόρης, για να τα συνθλίψει εκείνη με τα πέλματά της.

Η λεπτή σαν ψιμύθιον άμμος, απάλυνε τις πληγές των ποδιών της, και κάθε βήμα της έμενε αποτυπωμένο τόσο βαθιά, που ακόμη και τώρα φαίνονται τα ίχνη στην παραλία κατά τρόπον αναντίρρητο.

Ένας άνθρωπος ερυθρός, σαν ιατροϊερεύς φυλής ερυθροδέρμων, καθισμένος στην αμμουδιά, ξαφνικά την σταμάτησε και με στοργή άπειρη, ικανή να κορέσει και τη δίψα μιας χώρας σαν την γη του πυρός, την ξάπλωσε και της περιποιήθηκε τα φλογισμένα πόδια.

Κατόπιν, επήρε την κορδέλα που κρατούσε στο χέρι της, την έκοψε σε δυο ίσα μέρη, κι έδεσε το καθένα γύρω απ’ τους αστραγάλους της, όπως δένουν τους ιμάντας.

Έκτοτε, η παιδίσκη περιφέρεται αενάως, στην αμμουδιά, και περπατά σαν ξύπνια ενώ είναι κοιμισμένη, από τη μια στην άλλη άκρη της παραλίας.

Από χρόνο σε χρόνο γίνεται ωραιοτέρα, και, παρά τις προσπάθειες των περιέργων, που συρρέουν από τα πέρατα του κόσμου για να την δουν, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να την ξυπνήσει.

[από τα ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου, Εκδόσεις ΠΛΕΙΑΣ Πρώτη έκδοση 1960)

 

Η ΠΟΛΙΣ ΕΚΑΗ  ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ ΤΗΣ…

(…οι κατακτηταί ίδρυσαν το ποδηλατοδρόμιον, όπου διεξάγονται σήμερον οι μεγαλύτεροι  και  στιλπνότεροι αγώνες ποδηλάτων…)

Πίσω από τα τείχη.

Μέσα στο άγχος πόλεως πολιορκημένης.

Στα σπίτι, οι οικοδέσποινες και οι υπηρέτριες, μετά την περισυλλογήν, τροφοδοτούσαν με μεγάλη φειδώ τις φωτιές με τα έσχατα ξύλα των αποθηκών, προσθέτοντας εις αυτά, παλαιά ράφια, κουτιά, διάφορα σκουπίδια, ακόμη και πλαίσια ζωγραφιστών πινάκων.

Τα εδωδιμοπωλεία, οι αγορές, τα αρτοπωλεία, ήσαν κατάκλειστα και αντικατεστάθησαν με ολίγα κρατικά πρατήρια, που τα φρουρούσαν αποσπάσματα με πολυβόλα.

Τα ελάχιστα τρόφιμα εχορηγούντο στον πεινασμένο πληθυσμό δια δελτίων και σε πολύ μικρές ποσότητες.

Πλην ολίγων στρατιωτικών αυτοκινήτων και ακόμη ολιγότερων τροχιοδρόμων, δεν κυκλοφορούσαν στους δρόμους, παρά ελάχιστα λεωφορεία, ολίγοι πεζοί ισχνοί και ένα ποδηλάτης.

Ο άνθρωπος αυτός ήτο μεσήλιξ και φορούσε ενδύματα κανονικά πολίτου.

Τελείως άγνωστος προ της πολιορκίας, κατέστη πασίγνωστος, αφού συνεπληρώθη ο πρώτος μην.

Καίτοι η όψις του εφόβιζε τους κατοίκους, καίτοι δεν έγινε ούτε προς στιγμήν καν δημοφιλής, κατόρθωσε, εν τούτοις, να γίνει απαραίτητος, όχι μόνον στα μάτια του λαού, μα και στη συνείδησι των αρχών, και όλοι τον θεωρούσαν, τρόπον τινά, ως εμψυχωτήν της απεγνωσμένης άμυνας.

Καθισμένος στη σέλα του, περιήρχετο την πόλι, ποδηλατών νυχθημερόν, με απαράμιλλη ψυχραιμία, και κατά τις σφοδρότερες ακόμη στιγμές του βομβαρδισμού.

Κανείς δεν εγνώριζε από πού ήρχετο.

Κανείς δεν εγνώριζε ποιος ήτο.

Κανείς δεν μπορούσε να καυχηθεί ότι είχε εισδύσει, έστω και σε μια πτυχή του μυστηρίου, που τον περιέβαλε και τον ακολουθούσε παντού.

Μόνον αυτός έμοιαζε να γνωρίζει τα πάντα.

Εισδύων με απόλυτη άνεσι σ’ όλες τις συνοικίες (όπως διεισδύει το χέρι ενός βιαστικού ανθρώπου που θέλει να πληρώσει ή το χέρι επιτηδείου λωποδύτου, στην τζέπη του πορτοφολιού), ετρόμαζε τους κατοίκους.

Ωστόσο εμφυσούσε συνάμα νέας δυνάμεις στις ψυχές των, και πίστι στον καθένα, για την αγαθή έκβασι του πολέμου.

Όχι με λόγια, μα έτσι, με το σεμνό κι ατάραχο ύφος του, με την σταθερή περιστροφή της αναπτύξεως του ποδηλάτου του, με τη σθεναρά σιωπή του, κατά τις απειράριθμες διελεύσεις του.

Καμιά απόδειξις εύκολης δεξιοτεχνίας, κανένα τσαλίμι ακροβάτου ή δημεγέρτου, δεν συντελούσε στη δημιουργία της βαθιάς εντυπώσεως που ενεποίει στους κατοίκους, κάθε φορά που τους αντίκριζε.

Κάποτε, κατά τις πρώτες ημέρες της εμφανίσεώς του, τότε που ήρχιζε να υποθρώσκει ό,τι κατήντησε μέσα σε λίγες εβδομάδες θρύλος, ένας μανάβης εξεσφενδόνισε κατά της κεφαλής του ένα καλάθι.

Πάραυτα το μεγαλύτερον προσωπικόν ίδρυμα της πόλεως κατέρρευσε.

Ολίγες ημέρες αργότερα, μια γραία επεχείρησε να τον σπαθίσει με την ομπρέλα της.

Την ίδια στιγμή εξερράγη πυρκαγιά εις τον μητροπολιτικόν ναόν και τον απετέφρωσε.

Έκτοτε κανείς δεν εσκέφθη πλέον να επιτεθεί κατά του ποδηλατιστού ή να εναντιωθεί στο πέρασμά του.

Η αλήθεια είναι πως ουδέποτε ηγαπήθη από τους κατοίκους.

Αλλ’ ενώ, κατ’ αρχάς, όλοι τον θεωρούσαν ως καινόν δαίμονα, ολίγον κατ’ ολίγον και χωρίς να ξέρει κανείς γιατί, όλοι ανεξαιρέτως, ήρχισαν να τον θεωρούν ως σύμβολο της νίκης και, αναγκαστικά, ως πνεύμα αγαθόν.

Κατά την τελευταία μάλιστα εβδομάδα, ο πληθυσμός είχε συνταυτίσει τελείως την τύχη του με την τύχη του ποδηλατιστού.

Άλλοι του προσέφεραν άνθη, άλλοι ολίγα τρόφιμα και άλλοι αεροθαλάμους ή άλλα εξαρτήματα για το πεπαλαιομένο ποδήλατό του.

Αυτός όμως απεποιείτο τα πάντα και εξακολουθούσε το δρόμο του νυχθημερόν, αναπαυόμενος δυο περίπου ώρες κατά εικοσιτετράωρον, επί ενός πάγκου, σε μιαν ήσυχη γωνιά του δημοσίου κήπου.

Τον τρίτον όμως μήνα της πολιορκίας, ο άνθρωπος αυτός, διετύπωσε όλως αιφνιδίως, δια πρώτην φοράν μίαν επιθυμίαν που ήτο και αξίωσις.

Ο δήμαρχος την είχε καλέσει ένα πρωί, για να του προσφέρει, ένα ποδήλατο καινούριο.

Ο ποδηλατιστής δεν εδέχθη το δώρον, αλλ’ εζήτησε να λάβει την νεαρά και ωραίαν γυναίκα του δημάρχου εις γάμον.

Ο δήμαρχος προσβληθείς, εκτύπησε τον άνδρα.

Ο ποδηλατιστής κατέπεσε και πίπτων ετραυματίσθη σοβαρά.

Μετ’ ολίγον, ο πληθυσμός της πόλεως εμάνθανε πως ο άνθρωπος αυτός έπνεε τα λοίσθια εις το νοσοκομείον, παρά την περίθαλψιν των ιατρών.

Την ίδια ημέρα, ο δήμαρχος εδολοφονήθη.

Οι κάτοικοι, έντρομοι, εδέοντο στα σπίτια, στις εκκλησίες και εις τον προ του νοσοκομείου χώρον, και παρεκάλουν να σωθεί ο ετοιμοθάνατος.

Αλλά καμιά ελπίς δεν εφαίνετο να ροδίζει πουθενά.

Τουναντίον, νέφη πυκνά συνεσωρεύθηκαν επάνω από την πόλι, και το βράδυ της ιδίας ημέρας, ο εχθρός, καταρρίπτων τα τείχη, εισέδυε σε μια μακρινή συνοικία, μεταφέρων την μάχη από τα περίχωρα εις τας οδούς της πόλεως.

Την επομένη απέθανε ο ποδηλατιστής.

Ολίγοι μένον διέφυγαν. οι άνδρες εσφράγησαν, τα γυναικόπαιδα εζωγρήθησαν, η πόλις εκάη και επί των ερειπίων της, οι κατακτηταί ίδρυσαν το ποδηλατοδρόμιον, όπου διεξάγονται σήμερον οι μεγαλύτεροι και στιλπνότεροι αγώνες ποδηλάτων.

[ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ     (στο Νίκο Γκάτσο)    από τα ΓΡΑΠΤΑ  ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Ανδρέα Εμπειρίκου, πρώτη έκδοση 1960]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ