(…στο κάτω της γραφής όλα χωνεύονται στα χαρτιά…)
Ανεξιχνίαστη, μεσουρανούσα
ανάμεσα στα διψασμένα δένδρα του Ιουνίου κυμάτιζε, νύχτες και νύχτες η Σοφία,
πέθανε ο πατέρας της σε φοβερό
δυστύχημα πριν έξη μήνες,
μαύρο φόρεμα, μαύρο μαλλί και το κορμί
ψημένο επίμονα τα μεσημέρια στο Σαρωνικό, το πλήθος σκύβοντας,
τόντις ωραία, περήφανα τα
δυο της στήθια κι ο Λευτέρης ήξερε, μονάχα αυτός, κλειστή η
Σοφία κι ας έπαιζε, τα πόδια της στο
κάθισμα, καθώς
βραδάκι δροσιζόμαστε
Φωκίωνος Νέγρη, μίλαγαν εδώ κι εκεί με τη Φανή, χαχάνιζαν κρυφά κι
όταν γυρίζαμε, τ’ ωραίο σώμα εσάλευε όπισθεν.
Από κοντά ο Λευτέρης και
στο αφτί τον ρώταγα, γελούσε, φίνος πάντα, ένα σκαστό γελάκι, το μουστάκι του
ξανθό στο απάνου το χείλος, όμορφο παιδί.
Ερεθιζόμουν τότες, έγραφα
συνέχεια ποιήματα, σήμερα τα κοιτάζω πίνοντας καφέ, βαριέμαι, ωστόσο βυθισμένος
στα γραφόμενα,
χτυπάει η πόρτα, ο αδελφός
μου ο Γιάννης, δανεικά και τούδωκα, κοίταξε, λέει, να παντρευτείς, καιρός σου
πια.
Γιάννη, Γιαννάκη μου, τι κέρδισες; η Λόλα σε παράτησε, σούμεινε βάσανο το παιδί, πολύ γκρινιάρικο,
σκατένιο, κλώτσαγε.
Μου τόχε φέρει προ καιρού
να του κοιτάξω το λαιό, κάτι καρύδια αμυγδαλές, του λέω βγάλτες, θάχεις φασαρίες μ’ αυτά τα κέρατα.
Και πού να πάω μου κλάφτηκε
– στο διάβολο – του σύστησα τον Πάστρα, κλινική Αχαρνών.
Δε φάνηκε ο αυτάδελφος, μου
λέει ο Πάστρας, λόγια ανόρχετα, πομπώδη, να μη φαίνεται από μένα η νύστα, η
ερημιά, πιο πίσω η Μάγδα εκοίταζε.
Σωστό καθάριο κυπαρίσσι η
Μάγδα, αριστερά παράθυρο και φως και κάτι μάτια ποταμοί, νόμιζες ανηφόριζαν
πουλιά.
Έλα βρε Μάγδα, εκοίταζε,
χαμογελώντας αόριστα, απούσα ολάκερη, κατάλαβα δε σήκωνε, σίγουρα ο Πάστρας
βολευότανε περίφημα,
γουρούνι παρά θιν’ αλός.
Στο βάθος ο καθρέφτης, σιγυρίστηκα, δεν ήμουν κι άσχημος, παρά τα χρόνια, κι
έλεγα,
τέτοιο κορίτσι, θε μου, έφυγε η Μάγδα, στα μαλλιά της πίσω
φέγγος ορφανό κι ήτανε λιόγερμα, μονάχος πήγαινα,
πλημμυρισμένος πράσινο,
δένδρα, χωράφια,
λαχανόκηποι κι από το φράχτη μέσα,
Ελένη, φώναξαν.
Ήρθε η Ελέν, σούρτα φέρτα,
νεύριαζα, κοντά κανιά, ανυπόφορη, φίνο κουστούμι εθάμαζε – κι ο ράφτης μου
ξυνίστηκε, δεν είχα να του δώκω κι ο πατέρας του στο μπάγκο αμίλητος,
ψάλτης στον Αγιαντρέα,
λυρ-Δημητρό, καλά τη βόλεψες, μα τι δουλειά είναι αυτή, καλοκαιριάτικα κερί –
λιβάνι κι άσε πια το ράσο να συγκαίγεσαι
με τέτοια ζέστη. Κι ήμουν
εκεί στον ξεροπόταμο,
πεσμένος μπρούμυτα, διαβολεμένος άνεμος απ’ τη λοξή χαράδρα, απάνου κάθετα
βουνά.
τα πολυβόλα θέριζαν,
αντίλαλοι, χιλιάδες πέτρες σκάζοντας σ’ εκατομμύρια πέτρες, ήλιος ασάλευτος
ψηλά, γεννώντας ήλιους κι ούδε
χορτάρι ουδέ νερό, δίψα
μονάχα, μύγες τύραννοι, καταραμένη η
φάρα τους και ξέχασα ασιχτίρ, να κάνω
τηλεφώνημα στη Λίτσα, Κυριακή
για Πόρο λέγαμε, θάτανε
Λίτσα και Μαρίκα, ο Αντώνης απ’ τη
Λάρισα – καθώς της άγγιξα το χέρι στον καρπό, σκιρτούσε φεύγοντας, καράβι και
νερό,
πιο πέρα ο άμμος,
έκαιγε και το κορμί στον άμμο, ένα
μεγάλο φως, πιο πάνω χώματα αν γυρίσεις, γέφυρες, ίσια γραμμή
στο μάτι, η Λίτσα ανάσκελα, έψιλον χρυσό, το νύχι
κόκκινο, το δάχτυλο σαλεύοντας, το πόδι αργά, τεμπέλικα, παίζοντας στο νερό,
φύκια, σχιστόλιθοι,
όστρακα
μεγάλη θάλασσα σπιθίζοντας,
διαμάντια και
μεγάλο μαύρο φως!..
[ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ από τη
συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ 1972
και άλλες επιλογές με αντιγραφή και
επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997]
ΜΑΓΔΑ
(από
τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
1972)
Μεγάλο μαύρο φως.
Όλη τη νύχτα φως και τα μάτια
της Μάγδας, τα πουλιά διασχίζοντας τα μάτια της Μάγδας, ένα πλήθος ταραγμένα πουλιά,
προσπερνώντας τα τείχη της νύχτας, ύστερα το σκούρο κεφάλι, το σκούρο κορμί,
πάνω στα χείλη η σκοτεινιά και χάραζε ένας άλλος έρωτας –
όπως είναι στα όνειρα, δυο
καθίσματα και παράθυρα δύο και η πόρτα
κι ο κήπος.
Απέξω κάποιος σφύριζε
προσμένοντας απόκριση, τότε ακουστήκανε·
τα φορτηγά, κατέβηκαν με προσοχή το δρόμο, οι προβολείς εστρίψανε άξαφνα
κι ο κήπος με τα δένδρα του έρημος, μονάχα πέτρες και σιωπή.
Το μισοσκόταδο πλημμυρισμένο
πλούτος. Όλα
γινόνταν ένα δίχτυ αληθινό,
τόσο μεγάλο, και παντού μέσα στο σπίτι, καθρέφτες ασάλευτοι,
σε κάθε τοίχο, σε κάθε γωνιά, καθρέφτες αινίγματα, ωα το άπειρο βαθαίνοντας,
δεν ήξερες πού είναι, ποιο είναι το πρόσωπό σου.
Τότε, ζεστό όπως φέγγει το
κορμί, σηκώθηκε απότομα η Μάγδα, πήγε στη μέσα κάμαρα, σ’ ένα άλλο σκοτεινότερο
όνειρο, κι εγύρισε κι ήτανε τώρα η Άρτεμις, η Μίνα,
η Δήμητρα κι ήτανε τώρα
εκείνη η μακρινή Νανά, βράδυ στα Λάρισα,
στο πίσω μέρος του σταθμού μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανάστατη.
Τότε έφτανε κι ο Παύλος,
άρρωστος, είχε κατέβει από τον πόλεμο
και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, ποιον
πολεμήσαμε, τόσα κουφάρια στις κατηφοριές
κι όπως ερχόταν η Νανά, το μάτι του άστραψε με μιας, την άδραξε διψώντας
με τα χέρια του κι ο λόφος του ώμου πιο
ψηλά κι ένα μονοπάτι λοξό στη μνήμη ανηφόριζε.
Κι από κει πέρα τα μαγαζιά
του Πύργου και το μεγάλο δάσος της
Κάπελης κι από κει πέρα τ’
απομεσήμερο κι η θάλασσα του
Αγιαντρέα κι οι πέτρες εκατομμύρια κι ο
άμμος και το νερό, αίμα μονάχο.
Κι όπως οι ντουφεκιές
συνέχιζαν, θέριζαν κάτω την ακτή, λαχανιασμένοι εμείς συρθήκαμε, φεύγοντας ημέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη
σιδερένια πόρτα και ξάφνου ο χτύπος πάνω απ’ το κεφάλι μας κι ύστερα
ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έτρεμα ακούγοντας.
Βήματα ήρθαν κι
έφυγαν, ξαναγύρισαν, ξανάφυγαν,
η Μάγδα εσπάραζε το χέρι της, ένα πουλί μες στο πουκάμισο, κοίταξα τότε
το σημάδι στο λαιμό, πόσο θα σε φυλάξω
ακόμα, νύχτωσε, πίσω από τον αυχένα τα μαλλιά τινάζονταν, σαν
πολιτεία από την έκρηξη.
Τόσο όμορφη και το σκοτάδι ως την οσφύ, την κράταγα που μύριζε καμένη από τον ήλιο
θάλασσα κι ήρθαν ο Γιάννης κι ο
Γεράσιμος κι ο Θοδωρής
κι άλλοι πολλοί, μα δεν μπορούσα καν να τους αναγνωρίσω.
Είχαν περάσει τόσα χρόνια που
γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πήρανε το ντουφέκι, το μαχαίρι, το μπαλτά, ό,τι μπορούσε
ο καθένας, φύγανε, χαθήκανε στο μαύρο δρόμο,
σπαρμένα σίδερα και τζάμια,
όπως τινάχθηκε η βεράντα με την έκρηξη
κι όλο το σπίτι φαίνονταν γυμνό
κι έρημο ως μέσα το εσωτερικό.
Και πάλι ακούστηκαν
βήματα κι άλλα βήματα.
Και τότε εβγήκε στο παράθυρο
με το φεγγάρι η Μάγδα, πιο πίσω ακόμα
ανάστατη η Νανά και η Άρτεμις
κι η Δήμητρα κι η
Μίνα, δεξιά κι αριστερά το σκοτάδι, ανάμεσα στο μαύρο και το πράσινο τα μάτια τους.
Μάτια νυχτερινά, που πάγαιναν
ολοένα στον έρωτα, μάτια προσηλωμένα που μάντευαν τον έρωτα, μεγαλωμένα ξάφνου
από την ομορφιά, με περίεργα χρώματα, όπως στους σταθμούς έρχεται το
τραίνο κι αφήνει σύννεφα κι ύστερα πάλι προβάλλουν τα μάτια.
Τότε το τραίνο πέρασε
διασχίζοντας την κάμαρα κι εγώ μάζεψα με
φόβο το πόδι μου, τ’ άλλο χαμένο στα βουνά, στο ματωμένο πόλεμο κι όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο
χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση
«μεγάλο μαύρο φως».
Το χέρι μου έγραφε αυτό το
ποίημα, το φως έστριβε από το χαρτί, το χαρτί σκοτείνιαζε, κατάλαβα η Μάγδα
έφευγε το φεγγάρι έφευγε, κατεβαίνοντας
αργά τα σκαλοπάτια, στον κήπο, στα δένδρα, μονάχη ταξίδευε.
Όλα φεύγανε κι όπως είναι στα όνειρα, σταματήστε, με δύναμη, εφώναξα.
Μεγάλα φιμωμένα λόγια μου
τίζαζαν το στήθος.
Μεγάλα δάκρυα, πολλά
οληνύχτα μου ανεβαίναν
πλημμύρα στα μάτια,
με πονούσαν, με καίγανε.
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
Δάκρυα πολλά με καίγανε,
μονάχος κι έγραφα, τι ήμουν εγώ, μιλώντας έτσι με.
χρόνια και χρόνια
ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα κι απ’ τα
παράθυρα έμπαινε
δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο
φως, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και
παράθυρα, καθρέφτες ως τον
κάτω κόσμο. Κι ήρθανε ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας.
ο Πόρπορας, ο Κονταξής,
ο Μάρκος, ο Γεράσιμος, μια σκούρα πάχνη τ’ άλογα κι η μέρα όπως
ελόξευε σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο
Μπίλιας, ο Γουρνάς, γύφτοι γραμμένοι στο
μισόφωτο κι ο Φάκαλος, βαστούσανε
το μαντολίνο, την κιθάρα,
τον αυλό,
στον ήλιο αλάφραινε η ψυχή,
το σπίτι μέσα εμύριζε παντού βροχή και
ξύλο κι άναψαν,
μονάχα που άναψαν φωτιά ζεστή
να πυρωθούν, χαρούμενα τους φώναξα.
Ήρθε ο Σαρρής,
ο Τσάλωνας
ήρθε ο Φαρμάκης,
ο Τορέγας, ο
Το μούτρο του ξινό,
σημαδεμένο απ’ τη βλογιά, στην Άκοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια
του, ματώσανε, μου μίλησε για την
ακολασία και το μαρτύριο, τόσο σκοτεινός
που τρόμαξα, γλιστρώντας πήρα τον κατήφορο.
Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη
παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο Χ και τόξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και
νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε
κι άκουγες ωχ και
τίποτ’ άλλο. Κι ήρθανε
πολλοί. Μπροστά τους ο Τζαννής, ο Παπαρίζος,
ο Ελεμίνογλου, πιο πίσω ο
Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Κωνσταντόπουλος – σε τι εκκλησιές τους
διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει
σε τι χώματα.
Τότε τον βοήθησα να βγει,
πεσμένος στο χαντάκι ανάσκελα, τον κράτησα
και μούμεινε στα χέρια κι η
γυναίκα του τον άλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον κήπο, απομεσήμερο, της
μίλησα που πέθανε, γιομάτο σκοτεινό κορμί,
πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύχτα καιρό τα δάση λάμπανε κι οι ρίζες
λάμπανε, η φωνή δεν έσβηνε χρόνια και χρόνια και.
Φεγγάρι φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυργώθηκε
ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε και σπάσανε τις πόρτες και
μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα
περιμένετε και χάραζε ένα τόσο φως.
Ήρθανε γέροι και παιδιά.
Μες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη
τα παιδιά.
Οι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι
απ’ το σώμα τους.
Και τα παιδιά
βαστώντας το τσεκούρι, το
μαχαίρι, το μπαλτά, στα μάτια τους
η καταφρόνια κι η
φοβέρα, μήτε μίλησαν.
Χαντάκια σκουπιδότοποι,
μαύρες μανάδες ολολύζοντας, ποιον
σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε;
Τόσο αίμα και τα χέρια του
Λουκά κι άλλο κομμένα σύρριζα, τα
βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες φαύγοντας,
σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,
φονιάδες, καταδότες,
κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι,
χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και
μαγαζάτορες
κι άλλοι πολλοί καβάλα στον
καιρό κι ανάμεσα
κορίτσια του χαμού,
ξεπόρτισαν, ο πυρετός, η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Κι ήρθανε
η Λίτσα κι η
Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Ντόνα κι η
Νανά, ψηλές σαν άχερο, η Ελένη ακόμα χλόη το χνούδι της
δάφνες, αγράμπελες,
μυρτιές
μικροί χαμένοι ποταμοί.
Κι ένα πρωί,
το δένδρο το πρωί που ξύπνησα
ήταν όλο πράσινο, τόσο πολύ τ’ αγάπησα που ανέβηκε στον ουρανό.
Κι εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης,
του ήλιου, γιόμισαν τον τόπο με φτερά
και χρώματα, περλεκαμοί κι άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες,
σκόρτσοι και νυφούλες και,
δώρα του Θεού, χαρούμενα
πουλιά, σπαθίζοντας συνέχεια το γλαυκό.
Κι ανάμεσά του ήρθαν
ο Γιάννης ο Μακρής, ο Πέτρος ο Καλλίνικος, ο Γιάννης ο
κουτσαίνοντας.
Καθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε
το σουγιά του ο Ρούσκας, έκοβε το χόρτο, μόλις φύτρωνε.
Κι ο κάμπος καταχνιά. Κι ερχόταν άνοιξη, την άκουγες. Μια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός.
Ήρθαν οι μέρες του σαράντα
τέσσερα
κι οι μέρες του σαράντα οκτώ.
Κι από την Πελοπόννησο ως τη
Λάρισα
βαθύτερα ως την Καστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Ελλάδα σύντομη ανασαίνοντας
–
Πάσχα στην έρημη Κοζάνη
μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί,
κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.
Βαστώντας το ντουφέκι του
σπασμένο ήρθε ο Προσόρας,
ο Μακρυσιώτης, ο Αλαφούζος,
ο Ζερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Κοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Το φως πλημμύρα, ο καρποφόρος
ήλιος
μνήμη των αφανών. Τα χρόνια
πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Τζεπέτης, ο Ζαφόγλου,
ο Μαρκουτσάς, στρώθηκε στον πάγκο και
στην άκρη ο Κωνσταντίνος έτσι
νοσηλεύοντας το πόδι του.
Σιγά – σιγά οι φωνές
γαλήνεψαν.
Σιγά – σιγά, όπως ήρθανε,
χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας,
χάθηκαν.
Στερνή φορά τους κοίταξα, τους φώναξα.
Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι απ’ τα παράθυρα έμπαινε –
Πώς μ’ ένα αστέρι η νύχτα
γίνεται πλωτή.
Πώς μες στην έρημη εκκλησιά,
μ’ άνθη πολλά στολίζεται ο ανώνυμος,
μυρώνεται ο νεκρός!..
ΤΟ
ΤΡΑΙΝΟ
(από
τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ 1972)
Δεν τα κατάφερνε να κοιμηθεί,
ζέστη του κερατά, καιγότανε το μεσημέρι, η κάμαρα μια κόλαση, απέναντι η Φανή,
το μάτι της Φανής ασάλευτο
στο κέντρο, χρόνια δεκαεφτά που πέθανε
κι όξω απ’ την κάμαρα ο σταθμός, σακατεμένος μηχανές βουλιάζοντας στο
σίδερο.
Τραίνο στις 12, τραίνο στις 3, τραίνο στις 4 και τέταρτο, τότε το τραίνο
κίνησε νυστάζοντα κι άκουγες τους αρμούς
τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα κι από τα σπίτια πίσω ο μέγας ουρανός κι από τα δένδρα πίσβ ο μαύρος ουρανός, το τραίνο παίρνοντας
την κατηφόρα, χώματα
ξερότοποι κι αυτός σκυμμένος στο παράθυρο,
μήτε ήρθε στο φυλάκιο της στροφής εκείνη η ανώνυμη γυναίκα, στάχτη κι ερημιά το
μούτρο της, να σύρει τη βαριά αλυσίδα, ο δρόμος ανοιχτός και η
άσφαλτο κι ο σκύλος μήτε σάλεψε, χωμένος
στη φαρουφαλιά, το τραίνο παίρνοντας
την άλλη κατηφόρα, ίσια
γραμμή, δεξιά το πεύκο βύζαινε το φως
και κάτω δέκα μέτρα η θάλασσα, σωστό γυαλί στον ήλιο αστράφτοντας, η αρμύρα από τη θάλασσα κι ο
λίγος άμμος, το νερό σε μια φανταστική συνέχεια, ο λίγος άμμος το κορμί του
καίγοντας, στον ήλιο καίγοντας.
Έτσι γυμνός ανάσκελα, χωμένος
μες το καλοκαίρι, βούιζε το κεφάλι του, γιομάτο κυπαρίσσια και
τζιτζίκια το κεφάλι του πριζότανε.
Χιλιάδες σπίθες στο
εσωτερικό και σκοτεινιά κι αντίλαλοι
κι όξω στην άμμου ένα μεγάλο φωςμ πλατύ χωράφι αθέριστο, φιομάτο φως κι
εκείνος,
έτσι πρησμένος και γυμνός,
ανάσκελα, σε τούτη την απίστευτη εκμηδένιση, το μάτι του άδειο γράφοντας τα
γεγονότα τ’ ουρανού, τα κυπαρίσσια ακίνητα
και μια σειρά πουλιά, μαύρα, λοξεύοντας,
χιμώνας πάνω στο κουφάρι του,
με πείνα αρπάζοντας τα σπάραχνα, σκουντώντας τόνα τ’ άλλο, κράζοντας
και τρώγανε ανυπόμονα κι
ακούγονταν μέσα στο φως οι φοβερές φτερούγες
που χτυπούσανε.
Κατέβηκε παντού η σιωπή.
Κατέβηκε με τ’ άροτρο ο Θεός.
Άσπρο το ρούχο του, πελώριος
έκατσε, κι έκατσε δίπλα στο σκαμνί, τα
ρούχα του τον άμμο σκοτεινιάζοντα και το
φαρδύ του χέρι εσκάλισε, τ’ άσπρα του δάχτυλα κοσκίνισαν τον άμμο, κι ο Θός
είπε, σηκώνοντας αργά το χέρι
του, να φύγουν τα πουλιά κι εκείνα φύγανε,
ξαφνιάστηκαν, πήραν το δρόμο ανάμεσα στα κυπαρίσσια, εφύγανε, σκεπάσανε την
άκρη τ’ ουρανού.
Κι είπε ο θεός.
Κι ήρθε η Φανή, κατέβηκε,
σκούρα κι αμίμητη στην πέτρα του γυαλού.
Ήρθε ο θυρωρός κουτσαίνοντας,
ο Νίκος από το περίπτερο και
το πλατύ
ποτάμι πέρα από τη Λάρισα κι
η γέφυρα ύστερα, κι ο δρόμος όξω από την
Κοζάνη και τα πολυβόλα κι η κραυγή του λοχαγού στη σκοτεινή χαράδρα, ήρθε η Φανή,
στο απέραντο νοσοκομείο,
διάδρομοι και φως και πιο ψηλά κόκκινοι
λόφοι, οι λόφοι κόκκιοι, κοκκινοκόκκινοι, μαύροι καθώς ενύχτωνε και
περπατούσαν με φανάρια ανάμεσα στα ξύλα, βλαστημώντας το Χριστό σας ο Ζαφόγλου κι ήρθανε
χιλιάδες έγγραφα, χαρτιά
σφραγίδες και χαρτόσημα κι
υπογραφές, η επιτροπή στη σύνταξη
κι ο σκούρος τοίχος πίσω τους με το σημαδεμένο χάρτη, μυγοχέσματα,
τσιγάρα, σκύβοντας κάτι σκυφτές φωνές.
Κι εφάνηκε απ’ τους άμμους,
περπατώντας ήσυχα, ήρθε η γυναίκα στο φυλάκιο της στροφής, πήρε την αλυσίδα
αργά, την πέρασε στο γάντζο και το χέρι
της κομμένο απ’ τον καρπό, ξερό σαν ξύλο, κάψαλο το χέρι της.
Και πέντε φορτηγά στην
άσφαλτο σταμάτησαν, τόνα με τ’ άλλο, ο σκύλος τότε ανασηκώθηκε, πάνω στο τραίνο
εχίμηξε αστραπή, καθώς το τραίνο εκίναγε
κι αρχίνισαν τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, σίδερα
- κόκαλα κι ο σκύλος τότε
ούρλιαξε.
Κι εκείνος άκουσε, μέσα στη
βύθιση, άκουσε.
Κι είπε να σηκωθεί, σηκώθηκε,
ξανάπεσε μεμιάς.
Τον πήρε η θάλασσα, σκοτάδι
χαμηλά σκοτείνιαζε και πάγωνε από το
παράθυρο, τον πήρε η θάλασσα, βράχια
νερό και πέτρες χάθηκαν,
η αλυσίδα, η άσφαλτο,
τα πέντε φορτηγά,
τα βράχια κόκκινα, πέτρα
χαλίκι κι άμμος
κι ουρανός,
μονάχα ο κούφιος ουρανός.
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ…
(… πιθανές προσθήκες στο Ποίημα…)
Στις όχτες του ποταμιού που
εφύσαγε κι οι πέτρες ήτανε δίχως χαρά, μ’ ένα κρύο
αδέκαστο φως.
Κυρίες φιλοθεάμονες τον
τριγύριζαν, στρογγύλες, αβυσσόκολπες, με μυζητήρες και
άλλα σύνεργα, προσφέροντάς του υγρασίες, δήθεν μυστήρια, άλλες
ερημώσεις, εξαιτίες το καλογτιαγμένο κορμί, το απερίγραπτο πρόσωπο με τα πολλά
καρφιά.
Στο βάθος στα μάτια του είχε
ακόμα ένα μάτι, που κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγμένο.
Ακούγοντας ένα απομεσήμερο
κάτι φωνές απόξω, του ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι από
τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρμάκι όπως ήταν.
Μια μέρα είδε το μούτρο του
εντοιχισμένο ανάμεσα στις πέτρες του σπιτιού.
Έχω πεθάνει, θα πεθάνω, συλλογίστηκε.
Μα τι θα πει κεκυρωμένος;
[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ 1972]
ΠΕΡΙΠΟΥ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
(… έτσι κατέβηκε απ’ τον πόλεμο, με φαγωμένα τ’
άρβυλα και το χακί του αμπέχωνο…)
Μονάχα
εκείνη η σκοτεινή κατηφοριά, πιο χαμηλά τα δένδρα ανοίγοντας, ένα κομμάτι
ποταμιού – ποτάμι παγωμένο φως. Βρήκε
το σκύλο του – δε γάβγισε. Και κάτι σκοτωμένοι δίχως όνομα το πρώτο
απόγευμα. Ύστερα πολλά μπερδεμένα
απογεύματα, στο κάτω της γραφής όλα χωνεύονται στα χαρτιά, συλλογίστηκε. Μέρες ξερές σα ντουφεκιές, ένα φεγγάρι
ακίνητο πάνω σε σπίτια και συρματοπλέγματα.
Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα, ξανά ταυτότητα. Τον πήρε η κόρη του κακού και πάλεψε. Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα
βουνά και πέτρες που πέφτανε απάνω του, γύρω – γύρω μισοί, μισοφώτιστοι οι φίλοι του και οι άλλου με φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίτεχνα μάτια
συναγμένοι τον κοίταζαν. Που πάγαινε
καμιά φορά στον έρωτα, βρισκόταν αντιμέτωπος με κείνες τις μαινάδες, ανεβαίνανε
κοπάδι απ’ το γιαλό, τον κυνήγαγαν ως πάνω στο λόφο. Δρασκέλιζε ξέρες και αμμότοπους, σακατεμένος δίψαγε, έπινε από σκοτεινές
πηγές. Συνέχεια βούλιαζε κι ανέβαινε
στον ίδιο λάκκο. Δεν κάτεχε άλλη
δύναμη, μονάχα τα χαρτιά του
βασανίζοντας, ένα σωρό σβησίματα, το βράδυ ανάστατος, όταν ο κόσμος
παρασταίνεται με πρόσωπα νεκρών. Μια μέρα είδε ένα χέρι με σπασμένα δάχτυλα,
μια μέρα ο φοβερός αέρας. Τα χρόνια με
τα χρόνια αβάσταχτα. Κι οι αιώνες παντού
το ίδιο σκοτάδι. Μετρώντας πόσος
θάνατος του περίσσευε και πριν και μετά από κάθε ποίημα. Έφραζε με παλιές εφημερίδες το κορμί, μα μην
περνάνε απ’ τις χαραματιές τα νερά και το κρύο. Ύστερα εκείνη η θάλασσα, στον Αγιαντρέα
χαράματα κι ό,τι στον ίσκιο της
καραδοκώντας, ένα άγριο φως στην όψη
του, ανέβαινε το δρόμο στον αιθέρα,
ένοικος τώρα του παντοτεινού,
κεκυρωμένος!.. [από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
1972 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
1997 ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου