(… ίσως γιατί ποτέ ένα ποίημα δεν τελειώνει
πάπυρος ξεδιπλώνεται στο χρόνο βούβαλοι χαραγμένοι στις σπηλιές.
Μόνον οι άνθρωποι τελειώνουν!..
Ύστερα η γάζα της νύχτας στο οστεοφυλάκιο μούμιες αναμνήσεις τους τυλίγει…)
Ι
Ο άνδρας στην φαντασίωσή
της γέρασε.
Πέταξε το μαστίγιο και τα
γάντια
κάθεται κουλουριασμένος
στη φωτιά
ενώ ο χρόνος του γλείφει πιστά τα πόδια
ΙΙ
Η γυναίκα μεγαλώνει.
Τα ποιήματα μικραίνουν.
Θα πρέπει να
παραγγείλει άλλο μέγεθος πόνου!..
ΙΙΙ
Τελευταία χτυπούν την
πόρτα της παράξενοι άνθρωποι
χελώνες κουβαλούν λεν
το σπίτι τους στην πλάτη
περπατούν αιώνες
κάποιοι από αυτούς στάζουν
νερά
τα σανίδια σαπίζουν από
την υγρασία
Δώσε μας, λένε,
ένα κεραμίδι
να βάλουμε από κάτω το
κεφάλι
τους δίνω μόνο ένα
βαλανίδι
τόσο είναι το αντίτιμο των
στίχων.
Κάποιοι ζητούν ένα φτυάρι.
Να θάψουμε λένε
την ντροπή.
Στην αυλή μετά βρίσκει
παιδικά παιχνίδια
ξεσκισμένα αρκουδάκια
πνιγμένα λαγουδάκια με
μάτια χάντρες
κι ένα μουσικό κουτί μ’ ένα ξεκούρντιστο νανούρισμα!..
ΙV
Μερικές φορές έξω από το
παράθυρο
περνάει ένας νεκρός
με μια ζώνη δεμένη σφιχτά
γύρω απ’ το λαιμό.
Στο οικοτροφείο περνούσα
καλά, της γνέφει
αν εξαιρέσεις τους
αλλεπάλληλους βιασμούς,
ένας άλλος σωριάζεται στην
τριανταφυλλιά,
την βάφει κόκκινη
στην πλάτη σφηνωμένο ένα
μαχαίρι
τραγουδάει για λύκους και
μαύρες κουκούλες
και μια σβάστικα που
απλώνεται παντού
V
Που και
που χτυπάει την πόρτα ένα κοριτσάκι.
Έχει ένα καλαθάκι με φράουλες
δεν είναι η Κοκκινοσκουφίτσα.
Φάε, μου λέει,
είναι ματωμένες
και πασαλείβεται με
αίμα!..
VΙ
Μην έρχεστε σε μένα τους
φωνάζω.
Διαβάστε την πινακίδα,
είμαι από την γενιά του
ιδιωτικού οράματος
που ομφαλοσκοπεί.
Μα συνέχεια έρχονται κι
άλλοι
χώνονται στους
στίχους μπλέκονται στο αμπάρι
πλημμυρίζουν το
κατάστρωμα.
VΙΙ
Προχθές ήρθαν χαρούμενοι
εκδρομείς.
Κουβαλούσαν μαζί τους
σπιτική αρκούδα.
Είχαν καλαθάκια με φαγητό,
στρώσαν καρό
τραπεζομάντηλο
τα σώματά τους διάτρητα
από σφαίρες.
Ένας από αυτούς ανοίγει
ένα κρασί
και της προσφέρει ένα
ποτήρι
Πάρε της λέει
το νομίζεις για αρχή
αλλά είναι στην
πραγματικότητα το τέλος!..
VΙΙΙ
Πούπουλα, Πούπουλα στο χιόνι
Και η ανάσα σου ζωή!..
(ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ
ΓΗΣ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη που με αυτό τον εντυπωσιακό τίτλο
κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
το 2019)
ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, τίτλος
που παραπέμπει ευθέως σ’ εκείνη την άλλη
διάσταση,
στο μεταφυσικό δηλαδή χώρο όπου οι
αγαπημένοι νεκροί, στους οποίους αφιερώνονται τα ποιήματα, είναι ομοτράπεζοι
και συνδαιτυμόνες.
Από ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ, πρώτη ενότητα της συλλογής
ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ τα ποιήματα:
ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ
ΒΡΕΘΕΙΣ σε ξένη γη χειμώνα με ομίχλη…
ΤΑ
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ Ήταν αξιολάτρευτα…
ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ Θα τρέχω επτά μέρες και
επτά νύχτες…
Ο
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Θα φορώ το καινούριο μου
παλτό…
Η
ΘΕΡΑΠΕΙΑ Θα είμαι ειλικρινής μαζί
σας Κάποιοι δεν θεραπεύονται ποτέ
ΠΩΣ ΝΑ
ΒΓΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΑΣ ΑΝΩΔΥΝΑ Σου
γράφω από το κέντρο παραθερισμού… και
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ Αόμματος συλλάβιζε ρητά το πεπρωμένο…
ΤΑ
ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ Αυτοί που ζουν σε γυάλινα
σπίτια πεθαίνουν σε τάφους μαυσωλεία
ΟΙ
ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ Ίδια σπίτια, ίδια μαλλιά παρόμοια ελιά στο μάγουλο
ΤΟ
ΜΙΚΡΟ ΚΟΡΙΣΤΙ ΠΟΥ κυκλοφορούσε σε
πελώρια σπίτια και
Ο
ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ Εμένα ούτε οι νεκροί μου δεν
είναι όπως τα των άλλων
Χ
Τι σφίγγεις λοιπόν;
Τι είναι αυτό που μόνο εσύ
κατέχεις;
Ποιο αρχαίο μυστικό
εκτυλίσσεται μέσα στο κορμί;
Σε ποιο μυστήριο
οδηγούμαι χωρίς μάτια;
Σφίγγα το ξέρω τώρα.
Αυτό που εσύ ζητάς
είναι το μόνο που έχω!..
ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΒΡΕΘΕΙΣ
(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ 2016)
Αν κάποτε βρεθείς σε ξένη γη
χειμώνα με ομίχλη
και την υγρασία ψόφιο όρνιο κάτω απ’ το σακάκι
διασχίζεις έρημα χωράφια
και συναντάς μόνο σκιάχτρα
που ριγούνε στο σκοτάδι
και δεν υπάρχει δρόμος
ούτε κορμί
ούτε ένα γερό κονιάκ παρηγοριάς
να τονώσει τα κόκαλα που τρίζουν
θυμήσου πως σε θυμάμαι
πως πλέκω τις ίνες μεταξύ τους
τα νήματα δένω του χρόνου
υφαίνω το κόκκινο χαλί
στη ζεστή κουζίνα
με τη χύτρα να κοχλάζει
το ξύλινο τραπέζι
την σούπα, το
τυρί και
το ψωμί
και κάθισε ξανά απέναντι
αφού το μόνο σπίτι
που μοιράζονται δυο άνθρωποι ποτέ
είναι η μνήμη…
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ
Ήταν αξιολάτρευτα τα κοριτσάκια.
Φορούσαν λευκά
και τα πρόσωπά τους πελιδνά.
Βούλιαζαν, όλο
βούλιαζαν.
Ζευγάρια άδεια παπούτσια στην επιφάνεια
με τα κορδόνια να επιμένουν σε χαμόγελο.
Θα σε χάιδευα, είπε
το ένα όπως τότε στο στρατόπεδο
Θα σε χαστούκιζα
είπε το άλλο όπως τότε στους
βομβαρδισμούς
Θα σε αγκάλιαζα είπε
το τρίτο όπως τότε στα αέρια
Δείξτε μου τις παλάμες σας,
διέταξε
ένας κορδωμένος άνδρας με στολή
πάνω σ’ ένα φουσκωτό.
Τα κοριτσάκια φουρφούρισαν χαρούμενα
ανασηκώνοντας με νάζι τον ποδόγυρο.
Κοιτάξτε,
κύριε, φώναξαν
Πόσο όμορφα κολυμπάμε δίχως χέρια.
[από τη
συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, εκδόσεις
Γαβριηλίδης 2016]
ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ
(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ 2016)
Θα τρέχω επτά μέρες
και επτά νύχτες
ώσπου κάθε μικρή θάλασσα
να νεκρώσει απ’ το αλάτι της
απ’ τη Σαχάρα ως την
Ιορδανία
απ’ την κόκκινη έρημο
ως την Τακλαμακάν
απ’ την Ατακάμα ως
την Θαρ
ως την πιο έρημη έρημο του κόσμου
εκεί που μ’ αρνήθηκε
θα τρέχω μέχρι χθες
που μια φίλη σε ανέφερε τυχαία
μέχρι αύριο που
γέροι
σε ριγέ πολυθρόνες
θα βουλιάζουμε σε κάποια Βενετία
θα τρέξω
μέχρι να ξεχάσω τα κίτρινα πουλιά
που φτερουγίσανε στα μάτια σου
θα τρέξω
μέχρι που να μην πονάω πια για σένα
Ο
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Θα φορώ το καινούριο μου παλτό.
Θα φοράς το γαλάζιο σου πουκάμισο
Θα παίζει την Καζαμπλάνκα
ή το Χιροσίμα Αγάπη μου
θα το έχουμε ζήσει αυτό ξανά
στη Βιέννη αρχές του αιώνα
στην Κωνσταντινούπολη σ’ έναν τεκέ
στη Βαρκελώνη μέσα στον εμφυλιο.
Το χέρι σου δεν θ’ αγγίζει το κορμί μου
θα είναι απλώς ένα κομμάτι του
όπως ο ομφαλός
ή μία μοίρα.
Κι έτσι οι δυο μας
στην πηχτή στα γόνα της στιγμής
θα κολυμπήσουμε ο ένας μες στον άλλο.
Και όταν η μαύρη φάλαινα τελικά μας καταπιεί
κοίτα θα πούμε
εκείνη τη μέρα πήγαμε κινηματογράφο!..
[από τη
συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, εκδόσεις
Γαβριηλίδης 2016]
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ
(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ 2016)
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας.
Κάποιοι δεν θεραπεύονται ποτέ
Στο δέρμα εμφανίζονται εξανθήματα
όπως τα ζωντανά ηφαίστεια που προκαλεί
η κάφτρα ενός τσιγάρου
φορούν μικρά ρακούν για δερμάτινα
παπούτσια
που αργά τους τρων τα πόδια
μ’ ένα καμπριολέ αυτοκίνητο διασχίζουν αυτοκινητόδρομους
σταματούν από σπίτι σε σπίτι στη Νεβάδα
πλασιέ ενός πόνου που πρέπει να επιδείξουν
σε αδιάφορες νοικοκυρές που τρίβουν τα
πατώματα
σε άνδρες που καλλιεργούν κολοκύθες
για να συμμετέχουν σε διαγωνισμό
μεγέθους!..
Ακόμα όμως κι αν όλα παν καλά
και η ανία μετατραπεί σε άνοια
ή εξοικονομήσατε από την απουσία χώρο
αφού έφυγαν οι μαύροι καναπέδες με τα φουσκωτά σαγόνια
που σας καταβρόχθιζαν ολόκληρο
αμ δηλαδή ανήκετε στους λίγους εκλεκτούς
που απλώς τινάζουν το στρώμα
και αγνοούν το βαθούλωμα από το περίγραμμα του κορμιού
που κοιμήθηκε μαζί τους ένα βράδυ
ακόμα και τότε
μην θεωρήσετε ποτέ πως είστε ασφαλείς!..
Μπορεί μια μέρα καθώς αδιάφορος κοιτάτε τις βιτρίνες
κάποιος αθώος από πίσω να προφέρει ένα
όνομα
και το δάχτυλο που κάλυπτε την τρύπα
κι εμπόδιζε με τόσο κόπο την ορμή
ξαφνικά να παραλύσει
το φράγμα ολοκληρωτικά να καταρρεύσει
και το νερό να πλημμυρίσει όλη την πόλη
που συναρμολογούσατε με τόση υπομονή!..
Εσείς ο αρχιτέκτονας της λήθης!..
ΠΩΣ ΝΑ ΒΓΕΙΤΕ
ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΑΣ ΑΝΩΔΥΝΑ
Ι
Σου γράφω από το
κέντρο παραθερισμού
πολλά μυρμήγκια στα λευκά σεντόνια.
Κανείς δεν φεύγει
ούτε έρχεται
τα περιστέρια πετούν μες στα δωμάτια
κι αφήνουν περιττώματα τον φόβο τους.
Μια πηχτή ζέστη
αφήνει τις κηλίδες της στο πάτωμα.
Τα κορμιά λιώνουν μόνα.
Εσωκλείω μικρές ύαινες.
Ελπίζω να διατηρείς
ακόμα το γραμματοκιβώτιο
στη μέση της ερήμου
ΙΙ
Ο πόνος είναι σολομός
με τα πλευρά ασημί
και την κοιλιά λευκή.
Όταν ενηλικιωθεί
επιστρέφει στις λίμνες
για να αναπαραχθεί.
Πολλαπλασιάζεται γρήγορα.
Κυριεύει το κορμί.
Πού είναι η λευκή σου φάλαινα Αχάμπ
να σπάσει τη νύχτα
με την πελώρια της ουρά;
Στο ψυγείο παστά ψάρια οι στιγμές
σε γυάλινο βάζο με αρμύρα
όταν ανοίγω τη μνήμη
πέφτουν ψάρια ανάμεσα στα πόδια
ΙΙΙ
Σκέπασε με λευκά πανιά
τα χαμογελαστά έπιπλα μπαμπού
τίναξε τις πετσέτες
πριν τις απολιθώσεις στην ντουλάπα.
Βγαίνοντας κλείσε το
καλοκαίρι
πίσω σου ανώδυνα.
Έτσι κι αλλιώς ο πόνος
θα σε περιμένει στην αποθήκη
μαζί με τα βατραχοπέδιλα
για να τον φουσκώσεις πάλι
το άλλο καλοκαίρι!..
[από τη
συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, εκδόσεις
Γαβριηλίδης 2016]
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
(… ροκάνιζε τον άνθρωπο ο πανδαμάτωρ χρόνος
πάμφωτος σε αισθήματα στην κρίση
κουρελής
αόμματος συλλάβιζα το πεπρωμένο…
- ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΠΟΙΗΤΗΣ Κώστα Θ. Ριζάκη )
I
Μ’ αγαπάς την ρώτησε
Τα βλέφαρά της βαριά
αμπαρωμένα μετά τον οργασμό.
Γύρισε προς το μέρος του
άκαμπτη κι ακίνητη
θαρρείς και πέτρωσε στον χρόνο
(στο μεταξύ η άμμος κυλούσε στην κλεψύδρα)
IΙ
Θέλω να μάθω τη ρωτάει
Πώς οι γυναίκες απορροφούν
πώς αγαπιούνται σε χάλκινο καθρέφτη
κι ύστερα αποσύρονται κοχύλια
IΙΙ
Θέλω να μάθω
πώς ο αγαπημένος μπορεί να είναι
γιος και εραστής
πατέρας βασιλιάς
τυφλός χρησμός
πρησμένη θηλιά
βήματα με μπαστούνι
ξένος που ξέχασε το αίνιγμα!..
IV
Θέλω να μάθω
Αν οι γυναίκες είναι κόρες της Χίμαιρας
με ένα καράβι να πλέει στα μακρινά τους μάτια
Ή της Έχιδνας που κουλουριάζεται
για να επιτεθεί!...
V
Θέλω να μάθω αν ήξερες
Αν ήσουν κι εσύ κομμάτι
νόθα κόρη του Λάιου
που ο βασιλιάς σε τοποθέτησε στην έρημο
για να ξεχωρίζεις τους γνήσιους Λαβδακίδες
μια και μόνον αυτοί θα γνώριζαν το μυστικό
VΙ
Μην με κοιτάς έτσι απαθής
Με την κλασσική σου μύτη
Με πέλματα και στήθη λιονταριού
Και ουρά ερπετού
Γυναίκα
Δεν είσαι συ από πάντα η μοίρα μου
Το πεπρωμένο μου που πάγωσε
Η μόνη ελπίδα να…
VII
Και τελικά ποια ήταν η ερώτηση;
Ποιος την υποβάλλει
Ποιος είναι αυτός
που πάντα απαντά;
VIIΙ
Παλεύω να σε λύσω
Να βρω τον κώδικά σου
στον λαβύρινθό αυτό που εσύ ονομάζεις ΣΩΜΑ
ΙΧ
Δώσε μου μιαν άλλη ιστορία
Ονόμασέ με
Ήφαιστο, Θησέα, Προμηθέα
πες με Ηρακλή
Ανάθεσέ μου άθλους
Μην μου αραδιάζεις λέξεις
Που από κάτω κρύβουν άβυσσο
Χ
Τι σφίγγεις λοιπόν;
Τι είναι αυτό που μόνο εσύ κατέχεις;
Ποιο αρχαίο μυστικό εκτυλίσσεται μέσα στο κορμί;
Σε ποιο μυστήριο οδηγούμαι χωρίς μάτια;
Σφίγγα το ξέρω τώρα.
Αυτό που εσύ ζητάς
είναι το μόνο που έχω!..
(ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ στη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη
ΟΙ
ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, εκδόσεις
Γαβριηλίδης 2016
(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ 2016)
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
πεθαίνουν σε τάφους μαυσωλεία.
Στο σπίτι του κρεμασμένου
υπάρχει πάντα άφθονο σκοινί.
Αν τρεις μέρες κοσκινίσεις
τρως μουχλιασμένο πάντα το ψωμί.
Ο αδελφός ρίχνει μπύρα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα
και αφήνει πάνω ένα πακέτο με τσιγάρα,
μήπως κρυφά πάλι ο πατέρας
τώρα πια που καθόλου δεν πειράζει,
θελήσει να καπνίσει.
Τελικά αποδείχθηκε ότι ο μπαμπάς μου είχε δυο ζωές,
μία δική του, μια δική μας
μόνο που η δική μας έλειπε πάντα σε ταξίδι για
δουλειές
ένα άγνωστο κορίτσι κλαίει πάνω στο φέρετρο
άγρυπνες οι νύχτες με τεράστια νύχια
σκίζουν την επιφάνεια του γυαλιού
θα πάμε στη Ζάκυνθο υπόσχεται ο μπαμπάς στη νέα σύζυγο
την ώρα που τον παίρνουν στο φορείο για εγχείρηση
ύστερα κάπως ξεχνάει να αποχαιρετήσει
τους κατιόντες που υποθέτουν συγγενείς.
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
δεν είχαν ποτέ καλοστρωμένο κυριακάτικο τραπέζι
κανείς δεν τους πέρασε ποτέ το αλάτι
όσο για το βούτυρο απλώς έλιωνε πάνω στις πληγές
αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
διακριτικά ας αδειάσουν τα σταχτοδοχεία
και ας προσφέρουν πηχτό καφέ παρηγοριάς
σε σεμνά φλιτζανάκια ενός δακρύου
ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ
Ίδια μάτια, ίδια μαλλιά
παρόμοια ελιά στο μάγουλο
Σ’ αυτό το στρώμα
κοιμόταν παιδί το βράδυ ο μπαμπάς,
σ’ αυτό το λάκκο τον έθαβε μωρό
η γιαγιά,
όταν έπρεπε να δουλέψει στο χωράφι.
Ο παππούς χρόνια ράφτης στο χωριό
του ράβει ανυπόμονα κουστούμι
με ανύπαρκτη κλωστή.
Θα με προστατεύεις τώρα που πέθανε ο μπαμπάς;
ρωτώ τον μικρότερο αδελφό
που κοντεύει πια τα εβδομήντα
και φοράει την μύτη του μπαμπά.
Η αδελφή μυρίζει κεφτεδάκια
που τηγάνιζε σαράντα χρόνια πριν,
όταν είχαμε πάει
να την επισκεφτούμε στο χωριό.
Σε θυμάμαι μου λέει
μικρό κορίτσι σε θυμάμαι
να σου απαγορεύει ο πατέρας το ψωμί
κι εσύ να μαζεύεις σε σβώλους ψιχουλάκια
και να τα χώνεις όλα μαζί στο στόμα
από τότε πεινούσες ανυπόφορα.
Η ξαδέλφη ρωτά για τον σύζυγο, για τα παιδιά
δεν ήμουν εκεί όταν πέθανε με φοβερούς πόνους
η μαμά της
και η σιωπή είναι βάραθρο
με κροκόδειλους λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ
και μας κατασπαράζουν.
Μετά το τρισάγιο φεύγουν όλοι μαζί
με ένα μαύρο τρένο που χάνεται στην ομίχλη.
Από πίσω τους ακούω ψαλμωδίες
από μελλοντικές κηδείες.
Τελικά
θάβει κανείς πολλά περισσότερα από έναν πατέρα.
ΤΟ ΜΙΚΡΟ
ΚΟΡΙΣΤΙ ΠΟΥ
Το μικρό κορίτσι που
κυκλοφορούσε σε πελώρια σπίτια
έπινε οινόπνευμα από μια καράφα στο σαλόνι
είχε φλέβες στο χρώμα της νύχτας
όταν τις έκοβε
το σπίτι κατέρεε
γι’ αυτό και μετακόμιζαν συχνά
ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 28
Ο ΣΤΡΟΒΙΛΛΟΣ
Εμένα ούτε οι νεκροί μου είναι όπως των άλλων.
Δεν αφήνουν κενές μποτίλιες έξω από την πόρτα
ούτε εφημερίδες με αγγελία θανάτου
δεν δίνουν παραγγελιά σε ξενυχτάδικα
δεν φορούν μυτερά λουστρίνια
ούτε λεπτά πουκάμισα ανοιχτά στο στήθος
δεν εμφανίζονται ξαφνικά στην πολυθρόνα στο
σαλόνι μου
ούτε σε όνειρα με ταχυδακτυλουργούς και χαρτορίχτρες.
Οι δικοί μου νεκροί κάθονται
μπροστά σ’ ένα τεράστιο πληκτρολόγιο
και στέλνουν μηνύματα στο σύμπαν.
Κάποια στιγμή μια μαύρη γάτα
βουτάει τα πέλματά της στο σκοτάδι.
Ανασηκώνουν τότε τα γυαλιά στη μύτη.
Θροΐζει ο αγέρας στις βελανιδιές.
Φύλλα πέφτουν επάνω μου καθώς
τρέχω μόνη μες το πάρκο.
Όχι, ούτε οι νεκροί μου εμένα δεν είναι όπως των
άλλων.
Στρόβιλος είναι,
φύλλα ξερά
κάτω από το άδειο παπούτσι της νύχτας
(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη
ΟΙ
ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, εκδόσεις
Γαβριηλίδης 2016)
Ο ΑΛΛΟΚΟΤΟΣ αλλά ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ Χλόης Κουτσουμπέλη
(σχλολιο Διώνης
Δημητριάδου για τους Ομοτράπεζους της Άλλης Γης)
Είναι η ποίηση απρόβλεπτη,
αλλόκοτη, αφύσικη; Αν αυτές οι λέξεις ακούγονται προκλητικές, ας σκεφθούμε αν
θα συμβιβαζόμαστε με τις αντίθετές τους: προβλέψιμη, κοινότοπη και φυσιολογική.
Μα, σ’ αυτήν την περίπτωση μάλλον το ποιητικό αποτέλεσμα δεν θα μας αφορούσε. Η
ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη ξέρει να αιφνιδιάζει. Ξέρει να προκαλεί με την
εικονοπλασία της. Πάνω απ’ όλα ξέρει να προσεγγίζει τον εσώτερο κόσμο του
αναγνώστη της και να τον παίρνει μαζί της στη δική της αισθητική και ηθική της
ποιητικής της άποψης. Το
βιβλίο της Χλόης, αν και ποιητικό, διαβάζεται σαν ένα αφήγημα με την απόλυτη
συνέχεια που απαιτεί ο πεζός λόγος. Με την απαίτηση της μέθεξης όμως προς τον αναγνώστη
της. Η ποίηση αυτή δεν είναι για εύκολες αναγνώσεις. Και για όποιον θελήσει να
εισχωρήσει στα δικά της μονοπάτια, η επιστροφή σε ανώδυνες γραφές δεν υπάρχει.
Δευτέρα, 9 Ιουνίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου