(… είμαστε καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού…)
Ο άνθρωπος που εισόρμησε πια στην
απώτερη θλίψη
με δίχως έστω ένα τριαντάφυλλο
μ’ εκείνα τ’ ακατέργαστα στην ώχρα
μεινεσμένα μάτια
στο μισοσκέπαστο ερημόκλησο σέρνοντας
τη μεγάλη ανάπηρη σιωπή στο καροτσάκι
της ομιλίας
ανέκαθεν ήξερε την άσωστη κατάσταση
-:
πως είμαστε καθημαγμένοι ερασιτέχνες
του Πραγματικού
μ’ ένα μυστήριο που βεβηλώνει τη
διάνοια διχάζοντας
πριν η δορά της θάλασσας σηκώσει το
ανάστημα του Άδη.
Πολύκρουνη η θύελλα σπάζει τα
ματογυάλια της κι ο μέγας
τρόμος αδράχνει τα μελλούμενα
σχηματίζοντας αποστήματα στη μνήμη.
Κατάχαμα της ασίγαστης σιγής ένα
κινούμενο κειμήλιο - σκουλήκι.
Η ζωή που μικραίνει: η μεγάλη αλήθεια.
Στον όπου πιάνει το τσαπί γίνεται
τσάπισμα
στον όπου πίνει το νερό γίνεται
πιόμα.
Έρχεται έαρ αειπάρθενο προφέροντας
αρώματα
κρατεί με μια κατάμαυρη λεπτότατη
κλωστή
στα ύπαιθρα της νύχτας
το σημείο του γκιώνη που είναι
άγνωστο πέρα…
[Η ΕΝΑΣΤΡΗ ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ, 1979]
ΕΝΑΣΤΡΗ ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ
ζωή που μικραίνει η μεγάλη αλήθεια!
Θα την κάνω λαμπερό την απόγνωση
μάρμαρο τη ζαριά μου
θα την ρίξω στην ανέραστη άβυσσο
χαρίζοντας τις εξάρες μου στην Άφαντην
Αγριότητα
που μ’ έφερε σ’ αυτόν τον κόσμο - μπαλτά
που κατακόβει τη φουκαριάρα μοίρα
μου…
Αυτή ’ναι η απαστράπτουσα Αλληγορία
η άχραντη στο νου μου κατακραυγή:
Θα ’θελα δίχως φωνήεντα τους
βραδιάτικους καημούς
να ρημάξω τα χιλιόχρονα βάσανα.
Ω βραχύβια μύρα του έαρος
εσείς των λέξεων όλων ακατάδεκτα…
Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες
Η ΠΟΙΗΣΗ δεν γίνεται με ΙΔΕΕΣ αλλά με ΛΕΞΕΙΣ,
γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι
είναι στ’ αλήθεια
τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ:
φενάκη, φρεναπάτη, ταραχώδη κύματα,
είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
Ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια
φρίκης»!..
Για του λόγου το αληθές… οι παρακάτω ΕΠΙΛΟΓΕΣ
από την εν λόγω συλλογή.
Συγκεντρωτικός Δεύτερος Τόμος:
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1979 – 1991, Τρίτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική
Εταιρεία
ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ
(κι άλλα ποιήματα από
τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)
Το φεγγάρι κατευνάζει κάποτε
συνήθως όμως αναστατώνει
θρασύνεται διαστέλλεται στη λαγνική
του μαύρου κοινοκτημοσύνη.
Γιατί να μας εφευρίσκει ο θάνατος;
Ερείπιο από ναυτία, γιομάτος καρβουνόσκονη
κι απόκληρος εγώ από άνηθο στα ανοιχτά της απελπισίας
αιμάσσοντας ακατάπαυστα
μεσ’ στη διάνοια νοσοκομείο
(θυμάσαι τ’ αγριόχορτα την ιταμή τους αδράνεια
θυμάσαι ω Μελάμφυλλη τα υδραργυρικά μας
μεσημέρια σαν του Ζόφου
κατώφλια…)
Θα την κάνω λαμπερό την απόγνωση μάρμαρο
τη ζαριά μου θαν τη ρίξω στην ανέραστην άβυσσο
χαρίζοντας τις εξάρες μου
στην Άφαντην Αγριότητα που μ’ έφερε
σ’ αυτόν τον κόσμο - μπαλτά που κατακόβει
τη φουκαριάρα μοίρα μου ωσάν τρυφερό χοιρομέρι.
Καταχωνιάζομαι
καταστροφή κατάμεστη
καταδίκη
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ
Χοάνη μαλθακής μελαγχολίας
-η κλειδαριά στην όραση –
ομίχλη
κουκουλώνει απάνθρωπα τις αραβικές
αμνάδες μιας ανώτερης λογικής
τα θάμνα όπου τα πιο αυτοκρατορικά ζωύφια
ψηλαφούν ερωμένες με νυσταλέα
βυζάκια
στραγγαλίζοντας άσπρο χαρτί και φόνισσες
γαλακτώδεις προσωπίδες ανάμεσα στου πόνου τα τιμάρια
σε ιδιόκτητους ορίζοντες.
Αυτή είναι η απαστράπτουσα στον έβενο της Φυσικής μου
με τα πικρά μαλλιά της
Αλληγορία
η αράχνη στο νου μου κατακραυγή:
η θαλπωρή - γουρούνα το
τίποτα.
[από τη συλλογή του Νίκου
Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ
ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)
ΡΥΜΗΔΟΝ ή ΚΑΠΩΣ
(από τη συλλογή του
Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)
Μου φαίνεται πως είμαι στου φωτός τα πρόθυρα
τρισέρημος από σπίθες του
μέλλοντος.
Λατρεύω την απόλαυση βυσσινιά, τη στύση μέσα στο ρόδο.
Σα να ’χω πάθει λεκτική αφυδάτωση
σαν να ’χω ξεράσει βοερά στην αχραντοσύνη.
Δεν είναι τρόπος ετούτος να αρρωσταίνω στα ύψη μου
πλήρης από ένδοξη υγεία.
Λαλούν καμπύλες σήμερα μ’ αρώματα
στη φλογισμένη κόλαση της αφής
μου
στο θαλερό κι απόλυτο κορμί σου ω Ανώνυμη
τέτοιος θρίαμβος
και του ορθόστητου λαιμού σου το γλυπτό
λες από ύλη κάτασπρου αγγέλου.
Δεν ήξερα τον έρωτα έτσι τραγουδιστό κι αρωματάρη
το βόγγηγμα του γαλαξία ωσάν
ένα κυμάτισμα λευκότητας.
Από πότε γνωρίζομαι
εγώ με την όραση;
Είμαι στο τέρμα του μυαλού μ’ ένα χαμόγελο κρεουργημένο.
Είχα δυο τρία σύγνεφα στα χέρια μου δεν τα ’χω
τα θεϊκά κουσούρια της θάλασσας αγναντεύοντας
κι αυτό ψηλά κατάντικρυ
το πλαδαρό φεγγάρι που σεληνιάζεται (τι
πάθος)
απόψε είναι ορείχαλκος και παρακμάζει καμπουριάζοντας.
Τι είναι τούτος ο αγέρας, βιολονίστας;
τι είναι ο θάνατος ανήμερα στη
ζήση;
Κανένας πεθαμένος δε μετέχει στα τριαντάφυλλα
κι ας λέμε - η γερόντισσα του ερχόμενου αιώνα
η νιόπαντρη χημεία το ξέρει
χορταριάζοντας αλλιώς τους τάφους.
Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΝΑ ΛΕΩ ΚΑΤΙ
Πώς θα νιώσουμε τη γεωγραφία χωρίς τις πρωτεύουσες
(εγώ, κύριοι, τη διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη)
νομίζω όμως πως ο χάρτης αγνοεί τα μοιρολόγια μας
τις πεπτικές διαδικασίες των αγαθών μουσουλμάνων
(ε, δεν τη φανταζόμουνα μια
τέτοια φράση)
λέγε καημένε τι στοιχίζει μετά θάνατον η ομιλία
τι να τρων τον Αισχύλο τα σκουλήκια
τι το Λάμπρο Πορφύρα…
Για κουτούς η δόξα ψάχνει για κλινήρεις του πνεύματος.
Τι είν’ ο ίδιος ο Σαίξπηρ αγνάντια στους άγιους
οπού κρατούν αγκαλιά τους τις κορφές στα Ιμαλάια…
Στο ανύπαρχτο κατατείνω
αδιάφορος κι ανατίρρητος.
ΣΤΑΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ή ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ
Παράξενο μα η ζωή αστράφτει
περισσότερο πιστεύω στην εξαθλίωση
λεπταίνει ο χρόνος, εξοντώνει η
πικρή πολύφυλλη απουσία
τα δευτερόλεπτα στα τέρματα των
αριθμών ωσάν μικρόβια.
Ήτανε, λέει, δουλειά μας η ποίηση
κι αφήναμε την αλήθεια να τρέχει απ’ το χαλασμένο καζανάκι!
[από τη συλλογή του Νίκου
Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ
ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)
ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ
ΒΛΕΦΑΡΑ (από τη συλλογή του
Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ
ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)
Σαν ποταμός απ’ το βουνό που
παλαβώθηκε
μετά
την έξαλλη καταιγίδα
τις τρομερές του Ζόφου πιστολιές
τους
βαρεμένους κεραυνούς του
την καρδιά μου την έδειξα
φωνάζοντας:
-Αχ να ο κόσμος στα βρεγμένα πέρατα
μετά
την έξαλλη καταιγίδα
όπου σωριάστηκε ο έρμος
μοσκολαβωμένος.
Βλέπεις; - μια
τρίχινη βροχή
τώρα την έξαψή του διώχνει
και τα γεράκια δρέπουν τ’ άμοιρα
πουλιά
στο χάρο από χιλιετίες χιλιάδων
αλυσωμένα
ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΠΡΟΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΠΕΤΑΙ
Διαβάζοντας απ’ το τέλος
- ανάποδα -
προς την αρχή – κατάντικρυ – την αλήθεια
μαστορεύουμε ανέκαθεν το μέγα ψεύδος.
Μια βάρκα πεθαμένη στης ερημιάς τ’ ακρογιάλι
(τα θλιβερά της
κόκαλα).
Μάθε το σύγνεφο –: ποτέ του δεν
αντιτάχτηκε
στην αιθρία κ’ η καταφρόνια της αιωνιότητας
από μόνη της οδηγεί στο πράγματι
αιώνιο.
Στροβιλίζομαι ανάμεσα σε στυφά φθινόπωρα
ερεθίζοντας μια βλακώδη
ανάσταση.
Τα μούσκλα δεν τα ’χα πει κάποτε ποιήματα
ελάσσονα του φυτικού
βασιλείου;
Τα ’χα πει κάποτε μα σήμερα τη σβήνω την αράδα.
Όνομα μέσ’ στο στήθος δεν υπάρχει. Κι όμως
το σώμα της φωτιάς ανεμοσάλευτο
με φλόγες λουλουδίζοντας αναταράζει
τα συμβαίνοντα κι αυτά
συγκλονίζουν
ένα παράξενο σύνολο που δε βρίσκει ανάδοχο.
Στα μάτια μας του παγωνιού το άλλοθι:
η φλύαρη ουρά του
χασμουρήθηκε.
Στίχοι και στίχοι – λαμπυρίθρες στ’ ουρανού το κάρβουνο.
Βλέπεις; Ο έρωτας του ήλιου με τη νύχτα: το φεγγάρι
τουμπανιάζει το αίνιγμα.
Υπάρχει άραγε σχέση ευγνωμοσύνης ανάμεσα
στη χαρμόσυνη μέλισσα και σε ένα λουλούδι;
Παρωδία της άχραντης διάρκειας ο χρόνος
κορσέδες τα δευτερόλεπτα
[από τη συλλογή του Νίκου
Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ
ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)
ΜΑΒΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
ΚΙ ΑΠΟΜΕΡΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ
(… στη σκοτεινή
βιβλιοθήκη τα ποιήματα… )
Καθώς ο νους
μου στήνει τη βροχή στα πόδια της
αναπνέω καπνίζοντας κι αναστοχάζομαι
τα θεόρατα λείψανα των άστρων επισείοντας -: ο γούργουλας του κόκορα ειν’ αριθμός και έχει μέτρηση μα η κόλαση δεν ιδρύει
παπαρούνες. Τώρα να ιδούμε τι είναι τα ποιήματα.
Ο θάνατος τα βόσκει κι αυτά τα μαύρα
μηρυκάζουν ένα χόρτο απόρθητο που
ειπώθηκε στήθος. Ένα πλήθος καθάρματα
στη σκοτεινή βιβλιοθήκη τα
ποιήματα. Μαβιά προς το σούρουπο κι
απόμερα κούτσουρα. Συνάντησα σήμερα
στην όραση περπατώντας βουναλάκια μιαν
εκκλησούλα μεινεσμένη χούφταλο. Η
αλήθεια προκύπτει στο δρόμο, ειν’ ολάξαφνη -:
τάφος δεν υπάρχει που ν’ αληθεύει
στις αλώβητες εξισώσεις. Το
μέλλον είναι μια μορφή ταλαιπωρίας του παρόντος. (Ας με μισήσουν τα πεθερικά του τα Ιδεώδη.) Αγνός που αγνοήθηκα κι απόμεινα στης νύχτας το μοναχικό σκοτάδι που
ξεγράφει... Παμβώ Πενήτων η Πληθύς Παυσίλυπος
και Παπυρίνος προβλέποντας όπως ο εν τω
φρέατι νυχθημερόν το χώμα. Θυμηθήκαμε
μαζί με την Πάλλευκη τα κυρτώματα της
αγάπης θυμηθήκαμε την έρημη ξερολιθιά
οπού σωρεύει μονορούφι τη σαύρα στην
ακόλαστη του πανικού χαραμίδα. Πρόλαβα
τ’ άνθη κι απ’ τους ανέλπιδους όπως τ’ άνθη
μαθαίνω τη βαθειά ζωή και δικαιώνω του Οιδίποδα τη γενετήσια τυφλότητα. Ο ουρανός τανύθηκε λιγάκι κι ο ήλιος με έδειξε να πορεύομαι μόνος προς την άγρια
σκέψη [ ΣΥΝΟΛΟ ΦΙΛΟΔΟΞΙΑΣ από τη συλλογή του
Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979]
Δευτέρα, 2 Ιουνίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου