Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

HOMO HOMINI LUPUS (ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:

«Αυτό που διαβάζετε είναι ένα χαμένο χειρόγραφο...  (… λίγες χαμένες, εκτυπωμένες σελίδες, που ανεξήγητα έπαψαν πια να βρίσκονται στα υπάρχοντά μου…»)

 

Αυτή την, τρόπον τινά, σκηνοθετική οδηγία, διαβάζει κανείς ανοίγοντας το βιβλίο του Σταύρου Ζαφειρίου ΕΝΟΧΙΚΟΝ, Ο Μονόλογος ενός Δράστη, εκδόσεις Νεφέλη 2010.

Είναι μια «σύμβαση» που πρέπει να την αποδεχθείς, αν είσαι αποφασισμένος να διαβάσεις τα αποσπάσματα συμμετέχοντας ενεργά στις «συνθήκες» που προσδιορίζονται από το συγγραφέα στο πρώτο εισαγωγικό μέρος με τον τίτλο:

 

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (Corpus Delicti):

«Παίρνω βαθιές ανάσες ανακούφισης όταν φαντάζομαι πως το γραπτό μου ίσως και να μην έχει απολεσθεί οριστικά, πως ακόμη και τούτη ακριβώς τη στιγμή κάποιος μπορεί να το κρατά στα χέρια του και να το ξεφυλλίζει.

Όταν φαντάζομαι κάποιον ν’ αφοπλίζει    μία προς μία τις φράσεις μου,  αλώνοντας τα χαρακώματά τους…

Κρατούσα τότε επιμελώς σημειώσεις στο περιθώριο των κειμένων του Κάφκα, λεηλατώντας με ζήλο τα Μπλε Τετράδια και όσα σαν σύντομες σκέψεις ή σαν προσχέδια, κατέγραφε στα Ημερολόγιά του.

Ανακάλυπτα αράδα-αράδα την Αποικία των Τιμωρημένων και ανεβοκατέβαινα λαχανιάζοντας τα σκοτεινά σκαλοπάτια των αλληλέγγυων, ταλμουδικών του κτισμάτων, ακούγοντας παράλληλα, σε ενστικτώδεις εντάσεις, τα πιανιστικά πρελούδια του Ντεμπυσσύ…

 


Το ΕΝΟΧΙΚΟΝ, Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΔΡΑΣΤΗ είναι

από τη μια  αφετηρία μιας ποιητικής κορύφωσης

που θα συνεχιστεί στις δύο επόμενες συλλογές ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ (2012) και ΔΥΣΚΟΛΟ (2012)

κι από την άλλη η συνέχεια μιας διαδρομής, «φιλοσοφικής και αυτοαναφορικής διερώτησης»,

που είχε αφετηρία την ΑΤΡΟΠΟ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ (1998) και τη συλλογή ΣΩΜΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (2004).

Δηλαδή, με κάποια έννοια,  σ’ αυτή τη συλλογή ο Σταύρος Ζαφειρίου συνοψίζει θέματα που τον έχουν απασχολήσει στα προηγούμενα έργα του συμπυκνώνοντας

«σε ένα πρωτεϊκό ποιητικό υποκείμενο τον ΔΡΑΣΤΗ,

που με το μονόλογό του κατευθύνει τον γνωσιοθεωρητικό προσανατολισμό κάθε μιας από τις δεκαπέντε ενότητες…» (Κατερίνα Κωστίου)  


Σ’ αυτή την ανάρτηση επιλέγονται αποσπάσματα από τις παρακάτω ενότητες  , που οι τίτλοι τους προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις  ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών και αποφθεγματικών διατυπώσεων:

6η ΕΝΟΤΗΤΑ:  Homo homini lupus:  ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο 

7η ΕΝΟΤΗΤΑ:  Dificiles nugae: δύσκολες φλυαρίες

9η ΕΝΟΤΗΤΑ:  ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη

11η ΕΝΟΤΗΤΑ:       Dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στο θάνατο  κι εμείς και τα δικά μας

(ΕΠΙΜΥΘΙΟ)

Η ΕΝΟΧΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

(μια καταστατική συνθήκη στην ποιητική ανθρωπολογία του Σταύρου Ζαφειρίου -  αποσπάσματα από την κριτική της Κατερίνας Κωστίου στο περιοδικό Ποιητική)

 


ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΙΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΜΟΥ   ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΩΣΕΙΣ  (αποσπάσματα από την 6η ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου ΕΝΟΧΙΚΟΝ, Ο Μονόλογος Ενός Δράστη, Νεφέλη 2010)

Για να εκτιμήσει κανείς στην πλήρη της διάσταση

τη σημασία του συγκεκριμένου αφορισμού

δεν αρκεί να γυρίζει αδιάκοπα σαν ποδηλάτης

στη μέσα πλευρά ενός κύκλου

ή να διασχίζει μονάχα το δάσος της φαντασίας του

σαν ένα άγνωστο και απερίγραπτο κομμάτι της φύσης,

 

αλλά οφείλει να έχει στο μυαλό του συνέχεια

και συνέχεια να μνημονεύει

-με το έξω και το μέσα της γλώσσας του-

τα φυλλοβόλα  και  τ’ αειθαλή

τους κρυπτόγαμους μύκητες,

τις θαμνώδεις εκτάσεις και τα ξέφωτα,

ακόμη και τα ολομόναχα ρόμπολα,

τα χτυπημένα από τον κεραυνό

(HOMO HOMINI LUPUS: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο

κι άλλα αποσπάσματα από την έκτη  ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου  ΕΝΟΧΙΚΟΝ  Ο Μονόλογος Ενός Δράστη, Νεφέλη 2020)

 

ΜΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΔΕΣΠΟΤΩΝ…

 από τη μία πλευρά του οδοστρώματος στην άλλη,   από το ένα πεζοδρόμιο στο απέναντι, ακολουθώντας  και  ακολουθώντας  κατά πόδας τις κινήσεις των ανθρώπων·

να περιμένουν δηλαδή  (τα αδέσποτα)  στις διαβάσεις    όταν ο φωτεινός σηματοδότης είναι στο κόκκινο  και  να διασχίζουν κάθετα το οδόστρωμα   μόλις ο φωτεινός σηματοδότης αλλάξει στο   «τώρα μπορείς»…

 

… ενώ οι άνθρωποι, αν και γνωρίζουν τον ακριβή τους προορισμό,

αν και ήδη από τη στιγμή που κόβεται ο ομφάλιος λώρος τους βρίσκονται αναπόδραστα στη διαδρομή προς τον ακριβή τους προορισμό,

προσπαθούν με τους πιο ένοχους και ανακόλουθους τρόπους  να διαταράξουν αυτή την πορεία,

προσπαθούν   εντελώς τραγικά και αδιανόητα  ή  και ανόητα…

να λοξοδρομήσουν απ’ αυτή την πορεία…

 

Αυτή την ιδέα της ένοχης λοξοδρόμησης

και όσων συνεπειών τη βαραίνουν,

με την πληθώρα των γλωσσικών μεταφορών 

και  των συμβολισμών  και των επαναλήψεων, που ανεμίζονται άτσαλα κι ακατάπαυστα ανάμεσα στα ρεύματα του λόγου,

δεν θα επιχειρούσα ποτέ να την καλλιεργήσω,

αν δεν είχα διαρκώς κατά νου   ότι τ’ αδέσποτα

 

παρά τη συμπάθεια που εκμαιεύουν με την αδέσποτη φύση τους,

παρά το στερητικό άλφα που δεσπόζει του ονόματός τους,

για ν’ αρνηθεί,  έστω και λεκτικά,  την εξουσία επάνω τους κάποιου δεσπότη,

δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση ν’ αποτελέσουν το κεντρικό θέμα

ενός ολόκληρου,  παρότι σύντομου,   χειρογράφου…

 

ενώ οι άνθρωποι, χάρη στην ένοχα επίμονη

και ακατάπαυστη διάθεσή τους   να λοξοδρομούν…

ήταν  και  παραμένουν το εν δυνάμει  μοναδικό  και αξεπέραστο θέμα…

 

… ο χώρος εντούτοις ενός χειρογράφου,  

με αναγκάζει να περιοριστώ  σε ημιτελείς  και, εν πολλοίς,

ατεκμηρίωτες γενικεύσεις,

πράξη διόλου, όπως υποπτεύομαι,  προσφιλή,

τουλάχιστον σε εκείνους που απαιτούν, εν μέρει δικαίως,

να κατανοήσουν από πού αφορμάται τούτο το ενδιαφέρον μου προς τον ένοχο άνθρωπο,

τον άνθρωπο που διαρκώς διαπράττει μια ενοχή  (sic)  μια ολοένα και ολοένα μεγαλύτερη ενοχή,

μέχρι που καταλήγει να γίνεται λύκος για τον άνθρωπο,

και καταλήγει, σαν αγρίμι, να κατασπαράζει τον άνθρωπο,

λες και υπακούει κατά γράμμα στον νόμο της φυσικής επιλογής,

ενώ ο λύκος,  παρότι υπόκειται ex officio  στα άρθρα και τις διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου,

ουδέποτε κατασπαράζει τον λύκο·

 

προς εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος βαδίζει λοξά και παραβατικά,

παρά το γεγονός ότι σε όλη  και  σε όλη του τη ζωή απαιτεί την ομαλή λειτουργία των φωτεινών σηματοδοτών  και των ενδείξεων τους,

απαιτεί τα σημεία και τις λευκές παράλληλες διαγραμμίσεις  των διαβάσεων,

και ο οποίος βαδίζει αλύγιστα  και  μονοκόμματα,

παρά το γεγονός  ότι σε όλη του τη ζωή περιπλέκει  και  περιπλέκεται στο αλύγιστο και μονοκόμματο βήμα του…

 

Ο στόχος μου, στο πλαίσιο ενός εκ πρώτης όψεως σπασμωδικού  και  ατελούς,  μα κατά βάθος οργανωμένου,  όπως θα ήθελα να καταδείξω,  αφηγηματικού σχήματος,

παραμένει η φράση προς φράση ασφαλής ανάπτυξη του θέματός μου,

ενός θέματος το οποίο, μετά την περιπετειώδη  και  αμφιρρέπουσα περιπλάνησή του σε ασταθή  και  χασματικά τοπία,

φαίνεται να βρίσκει επιτέλους τα ηθικά ερείσματα  και  τα πατήματά του.

Χαρτιά.

[αποσπάσματα από την έκτη  ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου  ΕΝΟΧΙΚΟΝ, Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΔΡΑΣΤΗ, εκδόσεις Νεφέλη 2010]

 

ΕΝΟΧΙΚΟΝ, Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΔΡΑΣΤΗ:

Η ενοχή δεν είναι ένας όρος τεχνικός ούτε μπορείς να τον αναγάγεις σ’ εφαρμοσμένα συστήματα και ιδιότητες…

αλλά ήταν και θα παραμείνει ένα εγγενές συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης,

η τελευταία απελπισμένη απόπειρα εξόδου του ανθρώπινου νου απ’ τον κλοιό της ματαιότητας του

(αποσπασματικές πληροφορίες για τη σύνθεση του Χαμένου Χειρογράφου» από 7η ενότητα του βιβλίου 

VΙΙ. dificiles nugae: δύσκολες φλυαρίες σελ. 36-28)

Αυτό που σκέφτομαι τώρα φυλλομετρώντας τον Κάφκα, φυλλομετρώντας τα Μπλε του Τετράδια και τα Ημερολόγια του, διαβάζοντας και διαβάζοντας πάλι τα φοβικά και βασανιστικά, τα φορτωμένα με υποψίες και ενοχές Γράμματά του προς τη λευκή αρραβωνιαστικιά του Φελίτσε, και διαβάζοντας το εξουθενωτικό Γράμμα στον Πατέρα του, είναι ότι

η μόνη εντέλει ποινή που μπορεί να επιβάλλει η ίδια η ενοχή του στον ένοχο, αυτή που μπορεί να τιμωρήσει και ταυτοχρόνως μπορεί να λυτρώσει τον ένοχο, είναι η σκληρή και επώδυνη ποινή της γραφής πάνω στην ίδια του σάρκα, είναι η μετάλλαξη της σάρκας σε πεδίο γραφής. Και ίσως να μην αποτελεί υπερβολή η εικασία ότι, έστω και περιμένοντας την επιβολή αυτής της ποινής, να επιμένει ο ένοχος να ζει, ακόμη και αν δεν γνωρίζει, ακόμη κι αν φοβάται τον τρόπο…

Κατά τον τρόπον αυτόν, σκέφτομαι πάλι, οι μεγαλύτεροι ένοχοι της ιστορίας, εκείνοι που φόρτωσαν την ιστορία της ανθρωπότητας με τις ασύλληπτες ενοχές των λαιμητόμων, της αγχόνης και της πυράς, των εκκαθαρίσεων, των θαλάμων καταιόνησης και της πλαστογραφημένης ενημέρωσης

οι μεγάλοι ιεροεξεταστές και οι Ροβεσπιέροι, οι Ναπολέοντες και οι Φύρερ, οι αποθεωμένοι Πατερούληδες και οι αυτάρεσκα μικρόνοες Πρόεδροι πασών των ηπείρων και πασών των θαλασσών,

αναπαρέστησαν τον μέσα τους κόσμο, σκηνοθέτησαν και παρουσίασαν ζωντανά στη σκηνή τον φοβικό και ενοχικό μέσα τους κόσμο, θέτοντας σε κίνηση με τον φριχτότερο τρόπο τον φονικό του μηχανισμό, σαν τη μόνη εφικτή και ασφαλή διέξοδό τους προς το αναγκαίο. Και τούτη ακριβώς η αναπαράσταση είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του μέσα, που είναι ένα αόριστο και αφηρημένο σχήμα του λόγου, και του έξω, που είναι η πιο αιματηρή πραγματικότητα.

Ό,τι λοιπόν ονομάζουμε, σκέφτομαι, ελαφρά τη καρδία «η σκοτεινή πλευρά», ό,τι αφήνουμε να εννοηθεί πως είναι η άλλη πλευρά του ανθρώπου, η περίπλοκη και δυσθεώρητη και ανεξιχνίαστη, η δήθεν αντίθετη προς τη φύση του, και η δήθεν ταπεινωτική και ανάξια, μα απολύτως συμβατή, τελικά προς τη φύση του

ό,τι δεσπόζει στα φροϋδικά και λοιπά, μακριά και νυχτωμένα, ψυχαναλυτικά εγχειρίδια ως μοντέλου του ενστίκτου της καταστροφής, το οποίο εναρμονίζεται και συνεργάζεται πλήρως με το άλλο μοντέλο, του ενστίκτου της επιβίωσης, και συνυφαίνεται με το ένστικτο της επιβίωσης σε έναν ιστό, όπου το μοναδικό παγιδευμένο θήραμα σπαρταρά απεγνωσμένα ο ίδιος ο θύτης

ό,τι λοιπόν ονομάζουμε η «σκοτεινή πλευρά», δεν είναι σκέφτομαι, τίποτε άλλο πέρα από την ενεργοποίηση του λανθάνοντος τούτου μηχανισμού που τα γρανάζια του ηχούν σαν σάλπισμα στο φρέαρ της αβύσσου…»

 

ΟΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΕΡΗΜΟ,  ΕΚΕΙ ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΕΔΩΣΑΝ ΕΙΡΗΝΗ 

 (ubi solitudinem faciount, pacem appellant: 

9ο απόσπασμα από το χαμένο χειρόγραφο  στη συλλογή Σταύρου Ζαφειρίου:  ΕΝΟΧΙΚΟΝ,  Μονόλογος Ενός Δράστη, Νεφέλη 2010)

Τι γυρεύεις σε τούτη την έρημο; του είπα.

Σ’ αυτόν τον τόπο των σφαγών και των ενόρκων;

Τούτη η ήπειρος, σ’ όλες τις εποχές,   

έχει ν’ απαριθμεί τον θάνατό της.

Τις τελικές της λύσεις, τις μεθόριους  

και τις δογματικές της αυταπάτες.

Μπορείς να λαχανιάζεις την ανάσα σου  

στης χήνας τον βηματισμό

ή να πλαγιάζεις ήσυχος  

με ασκούπιστο το αίμα στους κοπτήρες.

Μπορείς να ιστορείς τα κενοτάφια,

τις βυθισμένες γέφυρες,  

τα ερείπια και τους νεκρούς τού μίσους,

ή να διασχίζεις άπατρις  

τον επηρμένο ωκεανό της ουτοπίας.

Μπορείς ν’ ανοίγεις πόρτες και παράθυρα,

για να δειχτείς ολόκληρος,  

σαν εκλεκτός, στον κόσμο.

 

Τι γυρεύεις ανάμεσα στον ερπετώδη νου τού πλήθους;

Του όχλου τού αλαλάζοντος,   του εξαθλιωμένου,

του τρελαμένου από τα σκέλια της πυράς

και την οσμή της θηλυκής της σάρκας;

Αν δεις στα μάτια, λένε, τη φωτιά,

κατάματα κι αυτή θα σε κοιτάξει.

Ο φοβερός ανακριτής καλεί την άβυσσο  

στη βιβλική της γλώσσα,

και οι πεπτωκότες άγγελοι το βιβλικό του μένος

από τις φλόγες της αβύσσου τού επιστρέφουν.

 

Τι γυρεύεις σ’ αυτόν τον λαβύρινθο

με του απόβλητου το ακέφαλο κουφάρι;

Τι αναζητάς στο λάθος χρώμα τού πανιού,  

στον θεϊκό συνωστισμό,   σε ό,τι απόμεινε  

από τα θλιβερά εξάμετρα της δόξας·

σ’ αυτή την όμοια ειρκτή τού διφορούμενου,

όπου μονάχα όποιος λύσει  

επιδέξια τους κύκλους της κλωστής

μπορεί να βρει το πέρασμα  

στο ανάμεσα των μύθων;

 

Τι γυρεύεις, του είπα, σε τούτο το θέατρο;

Ούτε ο μονόλογός σου θ’ ακουστεί ούτε η σιωπή σου.

Ποιος παίρνει πια στα σοβαρά των τραγωδών τον ρόλο;

Τις ικεσίες τού χορού ποιος επωμίζεται;

Ποιος αμαρτάνει και πιστεύοντας στα λόγια των τυφλών

τυφλώνεται απ’ το ίδιο του το χέρι;

Στο άδειο τόπο της ανήλεης σκηνής,

χωρίς τον οίστρο και τις λάμψεις των θριάμβων,

σε μιαν ακρόαση κουφών

θα απαγγείλεις φωναχτά το κείμενό σου.

 

«Είμαι ο λύκος.

Αυτός που η όψη του μουδιάζει τις καρδιές σας,

αυτός που πνίγει τα νεογέννητα του ύπνου σας.

Στους ανέμους μου καίω το στέρνο μου,

στα φεγγάρια μου τα σπλάχνα μου αλλάζω.

Το δέρμα μου ανοίγει καταπάνω σας σαν φως.

Όταν μου λείπει τους χειμώνες η τροφή,

αναζητώ τα μονοπάτια μου που χάθηκαν στις πόλεις.

Όχι ασφαλώς στις εργάσιμες ώρες σας

ούτε με την πασίγνωστη στολή τού εαυτού μου.

 

Φορώ κουρέλια και σκουφί σαν πολυμήχανος,

ομοιώνομαι τον ναυαγό  

που αντίκρισε τη γη των λωτοφάγων.

Κάνω πως τρέμω τάχα από τον φόβο μου,

όταν γρυλίζουν γύρω μου  

τα υπόλοιπα αδέσποτα των δρόμων.

Καμιά φορά με πιάνετε στο δόκανο,

άλλες φορές σας πιάνω στο δικό μου.

Τότε πληρώνει, με τον τρόπο του ο καθείς,  

τα οφειλόμενα.

 

»Είμαι ο λύκος.

Αυτός που υποδύεται τον λύκο σας,

το πιο πιστό σας ζωντανό,   το κατοικίδιό σας.

Ακολουθώ τον χρόνο σας και τον βηματισμό σας

χωρίς να δυσανασχετώ για το κολάρο μου,

για το γελοίο μου όνομα   και το λουρί της βόλτας.

Μ’ ευγνωμοσύνη τρώω απ’ τ’ αποφάγια σας,

ουρώ κι αποπατώ όπου μου πείτε.

Αν χρειαστεί θα γλείψω τις παλάμες σας,

θα φέρνω με τα δόντια τις παντόφλες σας

ή την εφημερίδα σας κάθε πρωί απ’ τον κήπο.

Αν χρειαστεί θα γίνω ο οδηγός σας.

 

Μαζί μου θα διασχίζεται με ασφάλεια

τ’ αυτιστικά σημεία των καιρών σας.

Αν χρειαστεί θα προστατέψω τις γυναίκες σας,

τ’ ανήλικα του οίκου σας  

ή τα πολύτιμα κτερίσματα των τάφων σας  

από τους τυμβωρύχους.

Αν χρειαστεί θα διακορεύσω τις γυναίκες σας,

τ’ ανήλικα κορίτσια σας

ή θα συλήσω τα κτερίσματα των τάφων σας

πριν απ’ τους τυμβωρύχους.

 

»Είμαι πια ο λύκος.

Τις νύχτες μου αποσύρομαι στα υπόγεια.

Στο υποσκήνιό μου.

Εκεί όπου μένω μόνος με τα έργα μου,

όπου μπορώ να μελετώ τα πτώματά σας».

 [IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη,   aπο τη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου: ΕΝΟΧΙΚΟΝ  Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΔΡΑΣΤΗ, Νεφέλη 2010]


Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΕΠΤΗ  ΚΑΙ  Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ  

(… η ζωή είναι κυνική  και  ο θάνατος φιλάνθρωπος 

Ή το αντίθετο!.. Ή ακόμη: ο άνθρωπος ταπεινώνει τη ζωή και ο θάνατος ταπεινώνει τον άνθρωπο  - αποσπάσματα από την 11η ΕΝΟΤΗΤΑ:   dehemur morti nos nosstraque:   χρεωστούμεθα στον θάνατο  και  εμείς και τα δικά μας

Σταύρου Ζαφειρίου:  ΕΝΟΧΙΚΟΝ,  Μονόλογος Ενός Δράστη, Νεφέλη 2010)

Μήπως εντέλει και η ζωή  και  ο θάνατος ταπεινώνουν τον άνθρωπο;    Ή το αντίθετο!..

Απ’ όποια πλευρά και να το δεις, ο άνθρωπος παραμένει η προϋπόθετη φύση.   Ναι!..  Αν και, είτε επιδιώκει την απέραντη ζωή   είτε αμαχητί υποτάσσεται στον απέραντο θάνατο, κατανοεί απ’ το απέραντο ελάχιστα.

Να μην το κάνουμε ακόμη πιο περίπλοκο.   Αν και είναι.

Προσωπικά θα με βόλευε,  όλα εκείνα τα ενδιάμεσα  «ή»  να τα ερμηνεύω όχι ως αμφίσημες διαζεύξεις  και  επιλογές,  μα ως κατά παράταξη απόλυτες συζεύξεις  και  επιταγές μέσα στον χώρο.  Θα με βόλευε, ναι,  να ισχύουν ταυτόχρονα όλες οι εκδοχές,  όλες οι εκδοχές να ’ναι αλήθεια,  σαν συνεχείς κι αδιαπραγμάτευτες πραγματικότητες του νου,  και  ό,τι ανατέμνεται σαν διαφορά, ν’ αρθρώνεται μόνο σαν ένα στον χρόνο παιχνίδισμα λόγου.   Όπως και είναι.

Ναι. Και προπαντός να μην το αναλύσουμε!..

Ας το αφήσουμε σαν λέξεις που έχουν νόημα  ή  λέξεις  που αποκτούν το νόημα τους απ’ τις συγκρούσεις τους  και  από τους ελιγμούς τους.

 

Τέσσερις μέρες πριν τον θάνατό του

ο γέροντας περιήλθε σε σιωπή.

Σ’ εκείνη τη μισή σιωπή

μισή ντροπή των ηττημένων.

Τέσσερις μέρες σε απόλυτη σιωπή,

με τη σιωπή ως το μοναδικό    αφηγητή των ημερών του.

 

Υπέθετα πως ήθελε να πει,

πως ήθελε ν’ αποκαλύψει τα τοπία του,

τα πηχτά  και  βαλτώδη τοπία που ήδη αντάμωνε,

το τρομερό  και  ακόμη ανεξερεύνητο παρόν

του σχήματός τους.

Υπέθετα πως ήθελε να πει,

αγωνιζότανε να πει για τις σκιές τους.

Ανέβαζε τον θώρακα ως το σπάσιμο,

ρουφούσε άγρια απ’ τη μάσκα το οξυγόνο.

 

Δεν φανταζόμουνα ποτέ

πως κάνει τόσο θόρυβο ο άνθρωπος

για να χωρέσει μέσα του αέρα.

Ούτε και φανταζόμουν πως ο θάνατος

είναι αυτές οι μέρες της σιωπής.

αυτές οι μέρες που η σιωπή τον περιγράφει

με όλους τους νοητούς συνδυασμούς

του αλφάβητού της.

 

Η τελευταία φράση του που άκουσα

την ώρα που έσπρωχνα προς τα εφημερεύοντα

το αναπηρικό του καροτσάκι:

«Τώρα τελείωσαν όλα»!..

Κι ούτε κατάλαβα  ποια  «όλα»  εννοούσε.

Ποια ήταν τα  «όλα»  που τελείωσαν,

και πότε άρχισαν για να τελειώσουν τώρα;

Τι του είχε γίνει αίφνης ολοκάθαρο   στον χτυπημένο νου

ποιο άπαν είχε τάχα αντιληφθεί,

ποιου πράγματος το τέλος;

 

Κι έπειτα ακολούθησε η κατάκλιση·

μονάχος  κι  ανοχύρωτος στ’ ασφυκτικά του μήκη,

ένα άχαρο ομοίωμα του πρώην εαυτού·

κι έπειτα η άρνηση τροφής,  η κατακράτηση

υγρών  και το κρεμώδες πρήξιμο   των παγωμένων άκρων·

του σώματος  η αποσωματοποίηση

και η βεβήλωση  κι  ο εξευτελισμός·

μια λιπαρή  και  ασήμαντη   μάζα οστών,  ιστών και  μυώνων,

ανίκανη να ελέγξει τις εκκρίσεις της

και τις απορροές της.

 

Κι έπειτα η ζορισμένη αναπνοή·

για τέσσερα μερόνυχτα

η ακατάστατη  και  βίαιη εισροή του οξυγόνου

απ’ το μηχάνημα μέχρι τα έγκατά του·

τα στεγνωμένα χείλη του,

το πείσμα των δοντιών του,

το πηγαινέλα των γιατρών,

των νοσοκόμων οι οροί  και  οι ενέσεις·

 

κι έπειτα,  ερήμην του,  ο παπάς,

οι βιαστικές ευχές  και  η συγγνώμη,

όση συγγνώμη αναλογούσε  στις διαψεύσες·

και οι ώρες της αναμονής στον άδειο διάδρομο,

οι ώρες μου στο πλάι του,

οι ώρες   στο ηλιόλουστο μπαλκόνι·

και οι συλλογισμοί οι αναπόφευκτοι

για το άμετρο,  το αχανές  και  το μεγαλιεώδες.

 

Κι έπειτα τρεις μικρές αναπνοές  κι ακόμη μία,

μια τελευταία, πιο μικρή,

ανάλαφρη ανάσα δίχως βάρος,

σαν στην παλάμη χνούδι νεοσσού.

‘Η πιο αβαρής,  η πιο μικρή ανάσα της ζωής του.

 

Δεν φανταζόμουνα ποτέ

πως είναι τόσο ανάλαφρος ο θάνατος,

πως είναι  όλο  κι  όλο ένα χνούδι,

μια και τον κοίταζα σαν θάνατο

για πρώτη μου φορά.

Μόλις πρόλαβα και είδα

την αδράνεια στο βλέμμα του

καθώς η αποκλειστική    του έκλεινε τα μάτια…

 

Κι έπειτα ο νεκροθάλαμος   και  η γυμνή σορός του,

το πλύσιμο,  οι πούδρες  και τ’ αρώματα,

τα καθαρά εσώρουχα,  το ντύσιμο

με το καλό του,  επίσημο κοστούμι.

Αυτή η κούραση.  Κι  έπειτα τα χαρτιά…

 

Ούτε φαντάστηκα ποτέ  πως ένας θάνατος

μπορεί να κρύβει τόση κούραση

για εμάς τους ζωντανούς

για εκείνους που δεν είναι.

 

Κι έπειτα η στατιστική,  εκείνη η αθεράπευτη εμμονή μου.

Ναι!..  Η εμμονή μου για το πότε της ζωής,

μα πιο πολύ το πότε του θανάτου.

[XΙ. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στο θάνατο και εμείς και τα δικά μας από  τη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου: ΕΝΟΧΙΚΟΝ  Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΔΡΑΣΤΗ, Νεφέλη 2010]

 

Η ΕΝΟΧΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

(μια καταστατική συνθήκη στην ποιητική ανθρωπολογία του Σταύρου Ζαφειρίου)

Η θεατρικότητα που συχνά διέπει την ποιητική του Σταύρου Ζαφειρίου, εδώ παίρνει τη μορφή της σκηνικής διευθέτησης του χωροχρόνου και της αυτοσκηνοθέτησης: το ποιητικό υποκείμενο σκηνοθετεί τον εαυτό του, ξεκινώντας με το παράδοξο της ανάγνωσης ενός χαμένου χειρογράφου ή μάλλον κάποιων εκτυπωμένων σελίδων Α4 που ανεξήγητα έπαψαν να βρίσκονται στην κατοχή του, σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο όπου εμπεριέχεται και η διαδικασία της γραφής τους.

Στη συνέχεια ξετυλίγεται με επιμονή και συνέπεια ως προς τους συμβολισμούς και τις αλληγορικές εκβολές του λόγου, ο προβληματισμός που ενοικεί στο χαμένο χειρόγραφο, εκ προοιμίου ακυρωμένος αφού κατά τον συντάκτη του δεν μπορεί να ενδιαφέρει κανέναν ένα κείμενο όπου «δεν συντελείται το παραμικρό». Μέσα σε μια καφκική ατμόσφαιρα ασφυκτικού εγκλεισμού, σε αόριστο χωροχρόνο ο οποίος περιγράφεται επιμελώς για να ακυρωθεί μέσα από τον διαχρονικό οντολογικό προβληματισμό που ακολουθεί, το ποιητικό υποκείμενο θα ορίσει εξαρχής τη διακειμενική του σταθερά, τα Μπλε Τετράδια του Κάφκα, ένα οδοιπορικό ανθρωπογνωσίας και αυτογνωσίας, και την Αποικία των τιμωρημένων, έργο γραμμένο ακριβώς πριν από έναν αιώνα, μια ανατομία των εννοιών της ενοχής, της τιμωρίας, της εξουσίας και κάθε μορφής ολοκληρωτισμού, εννοιών που διατρέχουν και την ποιητική σύνθεση του Ζαφειρίου…

 [Κατερίνα Κωστίου, Περιοδικό «Ποιητική», τεύχος 17, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016]

 

Η ΑΤΥΧΗΣ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ

(εκείνην την ημέρα κατά την οποία αποφάσισα ότι το έργο μου απέκτησε πλέον την οριστική του μορφή):

Το χειρόγραφο πιθανότατα χάθηκε… σε μια από τις συχνές μετακομίσεις μου από ένα τοπίο σε άλλο. Τότε που εγκατέλειπα ασυγκίνητος το μικρό, παράγωνό μου ανώγειο όχι μακριά απ’ τον σταθμό των τρένων, για να εγκατασταθώ – εξίσου ασυγκίνητος – σ’ ένα πιο ευπρόσωπο και τετραγωνισμένο δυάρι του δεύτερου ορόφου μιας ευπρεπούς οικοδομής, σχεδόν απέναντι απ’ το νεκροταφείο. Χιλιάδες όμως πάλι μίλια μακριά από τις λίμνες όπου ήθελα να ζω κι απ΄τα ζαρκάδια. Ίσως να υπάρχει κάτι ακόμη να ειπωθεί. Μα μου ξεφεύγει. Και μου ξεφεύγει, σκέφτομαι, επειδή μια λέξη δεν μπορεί να σπρώξει ως την κορφή της την ανάγκη. Ή μου ξεφεύγει επειδή εγώ το αφήνω. Για ν’ αποφύγω ίσα-ίσα τη μομφή πως θεματοποιώ τα τετριμμένα: γλώσσας αγώνας άγονος και διάτρητα του λόγου υλικά κι ανέξοδες ρητορικές και ρητορικές και θεωρίες. Ό,τι κι αν ασπαστώ θα είναι αλήθεια. Σαν αντιθέσεις που η φιλάρεσκη ενοχή τους τις μετέτρεψε σε παραπληρωματικές της συζυγίες. Ή σαν το χρόνο που αχαλίνωτος εισβάλλει από παντού, παραβιάζοντας το πριν το τώρα και το θα του. Άλλη εκδοχή: βάζω πάλι το χρόνο στη σωστή σειρά. Χθες, σήμερα, αύριο. Ήμουν, είμαι, θα είμαι, πρωτόπλαστος, εγώ, αποσυνάγωγος, ένας διαρκής διωγμός σαν εξορία απ’ την αμφιλεγόμενη Εδέμ… Τρίτη εκδοχή και τελευταία: το αληθινό χειρόγραφο δεν χάθηκε ποτέ. Ενσωματώθηκε στα συμφραζόμενα του. Ίσως μια μέρα ανανεώσω τις συμβάσεις του ανάμεσα στην πράξη και το λόγο. Στο μεταξή, ρίχνω κλεφτές ματιές απ’ το παράθυρο στην τρομερή πομπή των τεθλιμμένων. [απόσπασμα από την τελευταία ενότητα XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο   ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, ΕΝΟΧΙΚΟΝ, Ο Μονόλογος Ενός Δράστη, Νεφέλη 2010]

Παρασκευή, 16 Μαΐου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ