(…συνουσιάζεται μες στον αλαλαγμό της
κι
αφανίζονται όλα στο άλαλο φως της
ήττας… - ΑΦΩΝΟ)
Το τρένο μπήκε στο σταθμό σχεδόν λιωμένο·
κολυμπούσε στον ιδρώτα του και μεμιάς έπεσε ξερό.
Το σάστισες· τότες δεν είχες
αντισώματα για τέτοια.
Φυσικά μολύνθηκες, μπήκε εντός σου
το κενό, πήρε ν’ ανηφορίζει.
Φτάνοντας στα μηλίγγια χωρίς αντίσταση
όπως σε κύκλωμα βραχύ, έγινε χαμός!..
Τώρα με εγκαύματα τρίτου βαθμό,
δείχνεις προς τ’ αχανή της ασυνέχειας
όπου εξαγνίζεται η ακροβασία
(ΤΡΙΟΔΟΣ ΛΥΧΝΙΑ τουτέστιν…)
ΑΝΥΣΜΑ ή ΑΓΧΙΒΑΣΊΗ
Κι ευχόμουνα να μη βρεθεί
του εγχειρήματος να μη βρεθεί τεκμήριο
μη και βρεθεί.
Έσωσε να παρακαλιέται του πηλού και
της Αφάνειας το κούτελό σου
(θαρρώ το μόνο της εκτόξευσης, που
δεν οξειδώθηκε)
αν είναι να ελεηθεί, να ’ναι γήινη η
ελέηση, μα τ’ αποφεύγανε
-μάρτυς μου της νοητής σαΐτας η
άσπρη χαίτη –
το αποφεύγανε που φάνταζε στη σκοτεινιά
οι ερεβικές κρεατόμυγες,
κάτι κοπρομύκητες, εσχατολογικά και η
σήψη.
Ύλη αλλόκοτη το πλάσμα του βαρυτικού πεδίου
άπλωνε να το καταπιεί, μα πισωγύριζε
και τα φωτόνια με δόντια πεταμένα έξω
το γαβγίζανε σα να ’τανε η απριορική Αράχνη.
Ωστόσο, μα τον άγιο αγέρα από τις φρένες σου,
μα τις σχισμένες σάρκες του καταμεσί του ουρανού
που ήταν να πέσουν να μην πέσουν,
μα το μαρτύριο του λωτού μέσα στις
φλέβες μας πίστεψέ με:
τ’ αποκαΐδια του ονείρου που καταφτάνανε
και ο καπνός που έγλειφε τη γης,
συνέχιζαν τη φρυκτωρία·
α. το σάστισμα, α της έναστρης
Κίρκης τα μαχαίρια
κι οι σφυγμοί, α, των κουάζαρς.
Χίλιες να μείνει άταφο παρέξω των Θηβών το κούτελό σου
που το λέω Πολυνείκη, τουτέστιν
άνυσμα ή
αγχιβασίη.
Πάρωρα το φεγγάρι, που αντίφωνο του
λογισμού ανέβαινε
σαν το χαμένο ελάφι, πήρε να ρωτά τ’
αμίλητα, να ψάχνει.
Λένε πως είναι του φεγγαριού ν’ ανασηκώνει τις μεγάλες πέτρες
κι όχι των τεκμηρίων τα κρυφά,
μα των εγχειρημάτων να ανακαλεί τη μύχια ρίζα.
[κι άλλα ποιήματα από τη ΠΡΟΒΛΗΤΑ η ΑΝΤΙΛΟΠΗ,
πρώτη ενότητα στη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου
ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981,
δεύτερη στη συγκεντρωτική έκδοση
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987]
Έτσι που
παγιδεύτηκες στο καταπέτασμα
κι ως μαϊνάρεις
με τη γνώση δεν είναι να μαντέψεις να
πεις
είναι μόνο να
γνωρίσεις μόνο·
δε θα σου δοθεί
να δεις τα σχήματα που είναι ανίδωτα
ν’ ακούσεις
λέξεις που εντός τους κλείστηκαν αρχαία
τζιτζίκια
και που
σωπαίνουν από μόνες τους μη γίνουν
λόγος…
λέω δεν είναι δα
του καθενού ν’ ακούει τον ύπνο του
νερού,
να δει της
πέτρας την έπαρση…
ή που το φως του
φεγγαριού ιερουργεί,
κέρνος από
φωνήεντα κι αθώα καλάμια·
είναι της άλλης
αίσθησης να είσαι μέσα από αιώνες
η στιγμή του κεκραγέναι:
χαίρε ως
δυνατότητα τερατική η τρέλα
χαίρε ως
προβλήτα η αντιλόπη
χαίρε ότι καταδώ
λοξοδρομείς
η
νυχτοαλκυόνα!..
(IN HYPERBOLA κι
άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981)
ΣΧΕΔΟΝ
ΕΠΙΟΥΣΙΟΣ
(από
τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981)
… Κι ενώ σαν ύψιστος μεσ’ από χάη
έχυνε το σπέρμα του
ο υδρογονικός αντιδραστήρας,
εσύ,
ο θίνα παρά ηελίοιο, μόνο quasi
Που κι αν υψομανής και ασυναίρετος
δίνεσαι τώρα στο μηδέν και την
ορθοστασία του ω domine
που αντιθέτως κάποτες ήσουνα το
υπερτασικό εάν κι η έξαψή του.
Έβγαινες από τον άμβυκα μονοφυσίτης
όπως του βασιλιά Θωδαίου Ασάν η τρέλα,
όπως της Καρθαγένης ο στηθόδεσμος,
σκληρός όσο το όχι της η άπαρτη πύλη της,
εσύ του μεγάλου μολδοβλάχου Αναγνώστη
Τζίτζη το εγκόλφι.
Είναι φορές που ως μελαγχολία πια
ή που με άλλα πανικά δίνεσαι στη
φτήνια μες τα πανέρια τους
των τσιλιαδόρων!..
Άλλοτε χάνεις νερά, διώχνεις το ένα πόδι σου,
η γλώσσα σου γίνεται λεσβία και, ως εκ τούτου
βάζει τις πτώσεις, πιο πολύ την επηρμένη κλητική
που τη λέω Ιφιγένεια.
Περασμένα μεσάνυχτα αναζητάς τη χούφτα σου
που ξανέκαθεν ήτανε νυμφομανής.
Τέλος καθιστός κατάχαμα περιμένει που,
όπου να ’ναι, θα διαβεί το σακατεμένο
ρήμα ίστημι,
κι η αλυσίδα του να προσκυνήσεις.
Έτσι αλλότριος, ένας quasi πια ανάμεσό μας
είσαι ο λιποβαρής ο σχεδόν επιούσιος
είσαι το παραπεμπτικό σιχτίρ του
υπουργού
που το τηλέφωνό του πύρωσε στο
χουγιατό
να βλαστημά τη μέρα που γεννήθηκε,
την άλλη που δέχεται το κακό,
τη λέξη διαμαρτυρία και το
διορισμό του,
είσαι η συνουσία μου που τη γαβγίζει το σκυλί της·
αμαρκάριστος τρέχεις για τέρμα,
η σφυρίχτρα πίσω σου αλλόφρονη είναι οφσάιτ
domine,
κι εμείς;
Α!..
εμείς γαιόφρονες τα μάλα εδαφόσχημοι,
μάτια παράταιρα, μυαλό αλλεργικό,
στήθος που μόλις διάβηκαν
αγριογούρουνα,
χαιρέκακοι ότι πολλά ξαπατηθέντες
μετράνε αρίφνητα συνεργεία αγγέλων
να σέρνουν επιτέλους με σχοινιά το
λείψανό σου
για τον ψυκτικό θάλαμο των αζωτούχων
ΜΕΤΑΧΡΩΜΑ
Μόνο πέρα θα ήσουν εμφανής
απ’ όλα τούτα πέρα, μέσα σε μέθην
ίσως,
εκεί που ο χρόνος χώνεται στα
καταράχια του
κι έτσι αλίμενος, παντού κυρτός,
μένει έξω από τη νοημοσύνη του
όπως ο εύφρων χόρτος πλάι στη μοναξιά του·
η εποπτεία σου ν’ αναφωνείται στα
καθέκαστα
ως δίνη εξωμήτριος
ή
ως θεός να κρέμεται από το μάνταλο
σαν ξόρκι μες την αντηλιά
άσπρος, όπως το αίμα
του ορτυκιού
σαν τότε που διαβαίνανε οι Μήδοι.
ΕΣΩΤΟΙΧΟΣ
Κάπου το γιαταγάνι μου είναι ανηφόρα
ίσαμε τα κόκαλα των ταύρων
και τότες ακόμα και Θεός δύνεται να
χαθεί
ανάμεσό τους των κεράτων,
τότες δύνεται κι η θάλασσα να είναι
το μοναδικό κοτσύφι του Ιερώνυμου Μπος,
το σπέρμα μου να πλημμυράει τον κόλπο
σου
σαν αλλοτροπικό θεώρημα γεωμετρίας
και ποτέ να μην είναι τελειωμός
σε τέτοια οιστρηλασία·
έτσι,
μισός ενέδρα μισός το γιαταγάνι
μου,
κάπου εντός οστράκου,
σε βρίσκω στη γραφή εκείνων των Μινύων
να σε λένε Ιεράπυτνα!..
ΟΥΡΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Είναι που τα μάτια μου
έρπουνε στο μελί κορμί σου
γεμάτο φυσαρμόνικες
κι ανοίγουν στράτες του χαμού και
πάω·
χαμένος πάω σε ντερβένια
όπως λιώνει πρωινή μοτοσυκλέτα
θωρώντας την Τριπολιτσά εν στύσει
[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981]
ΘΕΑΣΗ
ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΩΝ ΜΕ ΕΜΦΑΝΕΙΑ ΠΕΥΚΩΝ
(από
τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981)
Όχι πια δίνοντας το σώμα τους σε
έννοιες
ούτε ανοίγματα στη μεταφυσική,
ώρα που παίρνανε πίσω το αίμα τους τα
σύμβολα,
το
πα βου γα
δε κε
ο ψίθυρός του βαθιά του όρθρου.
Διάκοι πυρωμένοι πιο κι από Αντικύθηρα
ξανθοί
φαλλικοί της έξαψης πανέμορφοι
λίγωναν στα σκιερά τις Ηρωδιάδες,
ψηλά με αράχνες με διαδήματα
οι Κομνηνοί
ασήκωτοι, δοσμένοι στον Πρίαπο,
ο προνάρθηκας χριστανίζων.
Θα ’ταν ψηλά που τον αμιναντάμ του
εμίλειε
μοναστήρι αιρετικό ή
σείστρο κι οι σαύρες
θα ορχιούνταν, υποθέτω, νηστικές
ανάμεσό τους
των αγίων.
Α!.. Τα βότσαλα τι ανίδεα
που η φυρονεριά ως τα’ αφάλι
σηκώνοντας τη μουσκεμένη φούστα
και μάνα μου η σχισμή,
χαμός το προαιώνιο λοφίο της·
φωνήεντα άφαντα
ως κάτω την πλαγιά λειχήνες,
πλουμιστή όλη σίγμα σουρνότανε οχιά η ομιλία
λες κι εστήθηκε χωσιά για κούρσος
κι ήταν τάχα να φανεί μελανί γαλιόνι
στ’ ανοιχτά η λέξη
(που καν ψίθυρος βάδιζε με πα
βου γα δι πα
πεισματικά ο όρθρος)
Έφεγγε πια όταν τον είδα που
από ψηλά με τον ουράνιο μεσημβρινό
καταγκρεμνού
κυλίστηκε στα πόδια των τειχιών ο
λόγος
και πέσανε στο λάφυρο αλαλιασμένοι
οι σαρικοφόροι.
Πήραν του κεφάλι πρώτα
ύστερις όλα τ’ άλλα, τα σπλάχνα εξόν,
αυτά μόλις που τα σώσαμε οι
σαστισμένοι
αυτά στο άβατο, σαν πάντα
οι λάκκοι, ο ένας με τον άλλονε
δαγκάνονταν
ποιος να πιει το αίμα,
το πριόνι ούρλιαζε στα διάσελα
ρίχνοντας τις οξιές.
Καταμεσημέρι σούρφανο, ο ήλιος εμετός
σαν ανεβαίνοντας από το πλάσμα του
έσουρε καταπάνω μου την πέτρα, που
λίγο πριν ήμουν ο γυάλινος,
το τσιμέντο έδειχνε τα δόντια του
τριγύρω του ναού οι σκύλοι, άλλος κανείς,
σαρίδια μόνο από το πρόβλημα:
είναι; δεν είναι ενάριθμο το χάος;
και να μη βρίσκεται ένας με αρχίδια
για την ανατίναξη·
γραφ’ το που την αφήσανε άκαυτη τη θρυαλλίδα
στο πόστο μόνη της να σαπίσει άχρηστη
όπως η κιμωλία των παππούδων, οι αποστάτες.
Ολόισια μπροστά ο προκατακλθσμός
έδιωχνε τα μίλια του, ξοπίσω ο νους
δηλαδή τα υψωτικά μιλιούνια,
χάνοντας σε βάλτους αστρικούς,
έμπαινε στην ενόραση:
είδα την αιωνιότητα
να μηρυκάζει την χαοτική εξίσωση
που εκτείνονταν του μάκρους με
διαμπερές,
ο ξεχωμένος να θρυλείται ως μεταίχμιον,
ο ερεβικός λέω μετασπόνδυλος και τη
μυλόπετρα
νυν αρτοφόρι
που εντάσσονταν με αγίων δράκων κάρες.
Πήρε πια να γέρνει η μέρα
Η πρώην φυρονεριά όλο και φούσκωνε από σπέρμα.
Με τρύπες στα μηλίγγια του
αιμορραγούσε
το αγριεμένο σύνολο Ιούνης,
η λέξη
ελέπτολις συναπαντιόταν με τα γονικά της
το πρόσωπό σου ήταν
που εφέγγριζε λοιπόν
μια φούχτα χόρτα άσπρα
μες στην εσπέρια πλακούντα, πρώτη πρόσχωση,
ύστερα δεύτερη με τη σιωπή
ύστερα δεύτερη με τη σιωπή
ύστερα μόνη της η σιωπή πρόσχωση Τρίτη
κι άλλη τέταρτη κι
άλλη κι άλλη
αιώνας προσχώσεων·
χιλιόμετρα στάζοντας κρύο κερί
πορεύτηκες, ο άγλωσσος, το δρόμο του
ορυκτού,
που άλλοτε ήσουν πολύφωνο υδρόβιο,
που ο καιρός οδοιπορούσε μέσα σου
ρίχνοντας πέτρες πίσω του όπως ο
Κάδμος.
Παρ΄όλα αυτά, από το ύψος του Αγγελόκαστρου
επέμενε να εξηγεί
ατελευτήτως, η εμφάνεια των πεύκων.
Ο άλλος χρόνος απογειωνόταν.
TOCCATA
ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΟΤΘΟ ΑΓΙΟ ΓΙΑΚΩΒΟ ΜΑΓΙΟΡ
Τα μάτια του γυαλί της άβυσσος
δίδυμα του χαμού
καταπώς χάνεται η γραφή της καταχνιάς
πάνω σε σανιδένιο αιώνα
και το κορμί κλεψίνι της οξιάς
σαράντα πόντοι κούτσουρο που το
βολεύτηκε
και η τριχιά κι ο
σάκος αποφόρια που
από σκοπού παρέξω του παράδεισου
τα διάλεγε ατός του
τάχαμ διακονιάρης.
Αυτός, πάει να πει Γιάκωβος του Μαγιόρ
εγκάτοικος φορτίου.
Δε δάκρυσε το ξόανο κι ούτε που μίλησε
σαν χίμηξαν ίσα επάνω του αλύπητες
οι μύγες της ορθοδοξίας μου ρωτώντας:
Αληθινά μαρτύρησες ορέ ή με
σιγγίλιο
ποιος Πάπας πού
και πότε μ’ άλλους ελάσσονες
χρίστηκες «άγιος»
σε μήνα ξηρασίας;
μίλησε Γιάκωβε Μαγιορ της κόγχης
δομέστιχε του τετραμήνου
ασβέστη των Μαγιάρων
δείξε τα χαρτιά σου.
Δεν είχες τίτλους εξόν πλερωτικούς,
εξόν σφραγίδες
και πώς με τέτοια καψερά
θα μπόρεσες να σταθείς να μη λυγίσεις
να ευλογείς τα ανόσια του βόιβοντα
τα ζορμπαλίκια του του αραχνιασμένου
του άρχοντα των βρυκολάκων
στα κλειστά Καρπάθια
του ντράκουλα Βλαντ Τσέπες μπιστικές
στα χιλιατετρακόσια εβδομηντατέσσερα
των νυχτερίδων;
[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981]
ΑΠ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝΕ Ν’
ΑΝΑΣΤΗΘΟΥΝΕ…
(…μόνο οι προκαρχηδόνιοι
ηδονιστές οι ελληνίζοντες σημίτες
κι εκείνοι της γραικίας οι
αλιτήριοι που ανέβαζαν τους ναύλους,
είρωνες γυρίσανε τις πλάτες τους
χλευαστικοί, ρεμβώδεις … στη ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΙΩΣΑΦΑΤ)
Λέω μη τάχαμ είναι μεταβίωση
ακόμα και βυζαντινή
μην η ψηφίδα εντός του εκκλησιδιού
που ενώπια ασπρίζει ή που ολόσωμος ο ασβέστης άγιασε μην είναι που ασκητεύει αντίκρυ του γαρουφαλένια η δύση η εσπέρα
η ψύχρα που η ψαλμουδιά
ξεπόρτισε στα θάμνα ένα με τα
σπουργίτια μην είναι του Ίακχου τα Πάθη
ετούτα ή
του Χριστού και σάστισε ο Απρίλης μην το κερί,
μην το θυμίαμα, το αρχαίο
στασίδι μην η λοξή του απ’ το βημόθυρο κρύα ματιά του Ταξιάρχη που ως το καρυόφυλλο η ψυχή μου τρέμει. Μνήμη που με πονάς μην είσαι συ
η αίσθηση όπου στα δυο με σχίζει
λέω μην του μειόκενου η καταβολή
το βιος που μου αφήσανε μέσα στα
κόκαλα οι αιώνες, κι είναι με τους εσπερινούς που εντός μου
η πλημμύρα ανεβαίνει τόση [ΩΡΑ
ΔΕΙΛΙΝΗ από τη συλλογή του Έκτορα
Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο:
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή
σε σένα που ποιος ξέρει «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει
γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!.. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο
μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..]
Δευτέρα, 19
Μαΐου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου