Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ

 

Άστοχα πράγματα  και  κινδυνώδη

Οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη

 

Η θεουργίες  κι η επισκέψεις στους ναούς

των εθνικών.  Οι ενθουσιασμοί για τους αρχαίους θεούς. 

 

Με τον Χρυσάνθιον  η συχνές συνομιλίες.

Του φιλοσόφου – του άλλοτε δεινού  - Μαξίμου η θεωρίες.

 

Και να το αποτέλεσμα.  Ο Γάλλος δείχνει ανησυχία

μεγάλην.  Ο Κωνσταντίνος έχει κάποιαν υποψία.

 

Α!.. οι συμβουλεύσαντες δεν ήσαν διόλου συνετοί.

Παρέγινε – λέγει ο Μαρδόνιος – η ιστορία αυτή,

 

και πρέπει εξ άπαντος να παύσει ο θόρυβός της –

Ο Ιουλιανός πηγαίνει πάλιν αναγνώστης

 

στην εκκλησίαν της Νικομηδείας,

όπου μαγαλοφώνως  και  μετ’ ευαλαβείας

 

πολλής τες ιερές Γραφές διαβάζει

και την χριστιανική του ευσέβεια ο λαός θαυμάζει!..

 

Ανθολογούνται παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα το 1924 και 1925 από την πρώτη πλήρη  έκδοση των Ποιημάτων του Καβάφη,  ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1935  - ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι:

ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ  Λυπήθηκαν μεγάλως  στον αποχωρισμό των 

ΤΟ 31π.Χ. ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ  Απ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη… 

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ ΥΠΕΡΙΣΧΥΕΙ  Τους κάμπους βλέπει που ακόμα ορίζει…

ΗΛΘΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙ  Είναι ανοιχτά δυο τρία βιβλία…

ΕΙΣ ΙΤΑΛΙΚΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΝ  Ο Κήμος Μενεδώρου  Ιταλιώτης νέος…

ΑΠΟ ΥΑΛΙ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟ  Πολύ με συγκινεί  μια λεπτομέρεια…

ΤΕΜΕΘΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ 400 μ.Χ.  Στίχοι του νέου Τεμέθου του ερωτοπαθούς… 

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΤΥΑΝΕΥΣ ΕΝ ΡΟΔΩ  Για την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή… 

ΣΤΟ ΠΛΗΚΤΙΚΟ ΧΩΡΙΟ  που εργάζεται  και που αναμένει   και 

ΤΟ 25ο ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ  Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά


 



ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

(κι άλλα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη γραμμένα το 1924)

Λυπήθηκαν μεγάλως   στον αποχωρισμό των.

Δεν το ’θελαν αυτοί   ήταν οι περιστάσεις.

Βιοτικές ανάγκες   εκάμνανε τον ένα

να φύγει μακριά   Νέα Υόρκη  ή Καναδά.

Η αγάπη των βεβαίως   δεν ήταν ίδια ως πριν·

είχεν  ελαττωθεί   η έλξις βαθμηδόν,

είχεν ελαττωθεί   η έλξις της πολύ.

Όμως να χωρισθούν,   δεν το ’θελαν αυτοί.

Ήταν η περιστάσεις   Ή μήπως καλλιτέχνις

εφάνηκεν η Τύχη   χωρίζοντάς τους τώρα

πριν σβήσει το αίσθημά των   πριν τους αλλάξει ο Χρόνος·

ο ένας για τον άλλον   θα είναι ως να μένει πάντα

των είκοσι τεσσάρων   ετών τα’ ωραίο παιδί!..

 

ΤΟ 31 π.Χ. ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Απ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη

και σκονισμένος από το ταξείδι ακόμη

 

έφτασεν ο πραγματευτής.  Και «Λίβανον»!.. και  «Κόμμι»!..

«Άριστον Έλαιον»   «Άρωμα για την κόμη»!..

 

στους δρόμους διαλαλεί.  Αλλ’ η μεγάλη οχλοβοή,

κι η μουσικές  και  η παρελάσεις  πού αφήνουν ν’ ακουσθεί.

 

Το πλήθος τον σκουντά,  τον σέρνει,  τον βροντά.

Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος,   Τι είναι η τρέλλα αυτή;  ρωτά,

 

ένας του ρίχνει  κι  αυτουνού την γιγαντιαία ψευτιά

του παλατιού  -  που στην Ελλάδα ο Αντώνιος νικά…

 

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ ΥΠΕΡΙΣΧΥΕΙ

Τους κάμπους βλέπει που ακόμα ορίζει

με το σιτάρι,  με τα ζώα,  με τα καρποφόρα

δένδρα.  Και πιο μακριά το σπίτι του το πατρικό,

γεμάτο ρούχα  κι  έπιπλα πολύτιμα  κι  ασημικό.

 

Θα του τα πάρουν – Ιησού Χριστέ – θα του τα πάρουν τώρα.

 

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός

αν πάει στα πόδια του να πέσει.  Λεν πως είναι επιεικής,

λίαν επιεικής.  Αλλ’ οι περί αυτόν;   αλλ’ ο στρατός; -

 

Ή  στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει,  να κλαυθεί;

 

Κουτος!  στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας…

που να μην έσωνε να την στεφανωθεί

ο κυρ Ανδρόνικος ποτέ.   Είδαμε προκοπή

από το φέρσιμό της,  είδαμε ανθρωπια;

Μα ως κι οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.

Γελοία τα σχέδια της,  μωρά η ετοιμασία της όλη.

Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,

τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός,  τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

 

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη

το μέρος!..  Και θα το ’καμνε.  Και θα ’ταν τώρα ευτυχισμένος,

μεγάλος άρχοντας πάντα,  και στεριωμένος,

αμ ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,

με την ιερατική του επιβολή,

με τες άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,

και με τες υποσχέσεις του  και τες βλακείες!..

 

ΗΛΘΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙ

Ήλθε για να διαβάσει.  Είν’ ανοιχτά

δυο, τρία βιβλία·  ιστορικοί  και  ποιηταί.

Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,

και τα παράτησε.  Στον καναπέ

μισοκοιμάται.  Ανήκει πλήρως στα βιβλία –

αλλ’ είναι είκοσι τριων ετών,  κι είν’ έμορφος πολύ·

και σήμερα το απόγευμα πέρασ’ ο έρως

στην ιδεώδη σάρκα του,  στα χείλη.

Στη σάρκα του που είναι όλο καλλονή

η θέρμη πέρασεν η ερωτική·

χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της απολαύσεως

 

ΕΙΣ ΙΤΑΛΙΚΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΝ

(κι άλλα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη γραμμένα το 1925)

Ο Κήμος Μενεδώρου   Ιταλιώτης νέος,

τον βίον του περνά   μέσα στις διασκεδάσεις

ως συνηθίζουν τούτοι  οι απ’ την Μεγάλη Ελλάδα

μες στα πολλά τα πλούτη   αναθρεμμένοι νέοι.

 

Μα σήμερα είναι λίαν,   παρά το φυσικό του.

σύννους  και  κατηφής.   Κοντά στην παραλίαν,

με άκραν μελαγχολίαν   βλέπει που εκφορτώνουν

τα πλοία με την λείαν   εκ της Πελοποννήσου.

 

Λάφυρα ελληνικά   η λεία της Κορίνθου.

 

Α σήμερα βεβαίως   δεν είναι θεμιτόν,

δεν είναι δυνατόν   ο Ιταλιώτης νέος

να ’χει για διασκεδάσεις   καμιάν επιθυμίαν.

 

ΑΠΟ ΥΑΛΙ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟ

Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια

στην στέψιν,  εν Βλαχέρναις,  του Ιωάννη Καντακουζηνού

και της Ειρήνης Ανδρονίκου Ασάν.

Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους

(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια)

φόρεσαν τεχνητούς. Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,

κόκκινα,  πράσινα  ή γαλάζια.  Τίποτε

το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές

δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά

από υαλί χρωματιστό.  Μοιάζουνε τουναντίον

σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή

κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.

Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,

του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν

στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,

μια Κυρία Ειρήνη Ανδρονίκου Ασάν.

 

ΤΕΜΕΘΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ·   400 μ.Χ.

Στίχοι του νέου Τεμέθου   του ερωτοπαθούς.

Με τίτλον  «Ο Εμονίδης»  -  του Αντιόχου Επιφανούς

ο προσφιλής εταίρος·   ένας περικαλλής

νέος εκ Σαμοσάτων   είναι που ο Εμονίδης

(από την παλαιάν   εκείνην εποχή·

το εκατόν τριάντα επτά   της βασιλείας Ελλήνων!..

ίσως και λίγο πριν)   στο ποίημα ετέθη

ως όνομα ψιλόν·   ευάρμοστον εν τούτοις.

Μια αγάπη του Τεμέθου   το ποίημα εκφράζει,

ωραίαν  και  αξίαν αυτού.   Εμείς οι μυημένοι

οι φίλοι του οι στενοί·   εμείς οι μυημένοι

γνωρίζουμε για ποιόνα   εγράφησαν οι στίχοι.

Οι ανίδεοι Αντιοχείς   διαβάζουν,  Εμονίδην!..

 

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΤΥΑΝΕΥΣ ΕΝ ΡΟΔΩ

Για την αρμόζουσα παίδευσι  κι αγωγή

ο Απολλώνιος ομιλούσε μ’ έναν νέο

νέον που έκτιζε πολυτελή

οικίαν εν Ρόδω.  «Έγώ δε ες ιερόν»

είπεν ο Τυανεύς στο τέλος «παρελθών

πολλώ αν ήδιον εν αυτώ μικρώ

όντι άγαλμα ελέφαντός τε και χρυσού

ίδοιμι  ή εν μεγάλω κεραμεούν και φαύλον».

 

Το  «κεραμεούν»  και  «φαύλον»·  το σιχαμερό:

που κιόλας μερικούς  (χωρίς προπόνησι αρκετή)

αγυρτικώς εξαπατά.  Το κεραμεούν  και  φαύλον.

 

ΣΤΟ ΠΛΗΚΤΙΚΟ ΧΩΡΙΟ

Στο πληκτικό χωριό που εργάζεται –

υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα

εμπορικό·  νεότατος  -  και που αναμένει

ακόμη   δυο  τρεις μήνες να περάσουν,

ακόμη  δυο  τρεις  μήνες για να λιγοστέψουν η δουλειές,

κι έτσι να μεταβεί  στην πόλιν να ριχθεί

στην κίνησιν  και  στην διασκέδασιν ευθύς·

στο πληκτικό χωριό  όπου αναμένει -

έπεσε στο κρεβάτι  απόψι ερωτοπαθής,

όλ’ η νεότης του στον σαρκικό πόθο αναμμένη,

εις έντασιν ωραίαν  όλ’ η ωραία νεότης του.

Και μες στον ύπνο η ηδονή προσήλθε·  μέσα

στον ύπνο βλέπει κι έχει την μορφή, την σάρκα που ήθελε…

 

ΤΟ 25ο  ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ

(… πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά  που είχανε γνωρισθεί

τον περασμένο μήνα…)

… Ρώτησε·  μα δεν ήξεραν τίποτε να τον πουν.   Από τα λόγια των,  κατάλαβε πως είχε γνωρισθεί   μ’ ένα όλως άγνωστο υποκείμενον·    μια απ’ τις πολλές άγνωστες  κι  ύποπτες   νεανικές μορφές  που απ’ εκεί περνούσαν.   Πηγαίνει όμως στην ταβέρνα τακτικά,  την  νύχτα,   και  κάθεται  και  βλέπει προς την είσοδο·   μέχρι κοπώσεως βλέπει προς την είσοδο.    Ίσως να μπει.  Απόψε ίσως να ’ρθει.   Κοντά τρεις εβδομάδες έτσι κάμνει.   Αρρώστησεν ο νους του από λαγνεία.   Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά.   Παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα του όλη.   Του σώματός εκείνου η αφή είναι επάνω του.   Θέλει την ένωσι μαζύ του πάλι.   Να μην προδίδεται,  το προσπαθεί εννοείται.   Μα κάποτε σχεδόν αδιαφορεί!..  Εξ άλλου,  σε τι εκτίθεται το ξέρει,   το πήρε απόφασι.  Δεν είν’ απίθανον η ζωή τυο αυτή   σε σκάνδαλον ολέθριο να τον φέρει… [Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ]

Παρασκευή, 30 Μαΐου 2025

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

ΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ Η ΣΙΩΠΗ…

 

(…συνουσιάζεται μες στον αλαλαγμό της 

κι  αφανίζονται όλα  στο άλαλο φως της ήττας…  - ΑΦΩΝΟ)


Το τρένο μπήκε στο σταθμό σχεδόν λιωμένο·

κολυμπούσε στον ιδρώτα του   και  μεμιάς έπεσε ξερό.

Το σάστισες·  τότες δεν είχες αντισώματα για τέτοια.

Φυσικά μολύνθηκες,  μπήκε εντός σου το κενό,  πήρε ν’ ανηφορίζει.

Φτάνοντας στα μηλίγγια χωρίς αντίσταση

όπως  σε κύκλωμα βραχύ,   έγινε χαμός!.. 

Τώρα με εγκαύματα τρίτου βαθμό,

δείχνεις προς τ’ αχανή της ασυνέχειας

όπου εξαγνίζεται η ακροβασία   (ΤΡΙΟΔΟΣ ΛΥΧΝΙΑ  τουτέστιν…)

 

ΑΝΥΣΜΑ  ή  ΑΓΧΙΒΑΣΊΗ

Κι ευχόμουνα να μη βρεθεί 

του εγχειρήματος να μη βρεθεί τεκμήριο  μη  και  βρεθεί.

Έσωσε  να παρακαλιέται του πηλού  και  της Αφάνειας  το κούτελό σου

(θαρρώ το μόνο της εκτόξευσης,  που δεν οξειδώθηκε)

αν είναι να ελεηθεί,  να ’ναι γήινη η ελέηση,  μα τ’ αποφεύγανε

-μάρτυς μου της νοητής σαΐτας  η άσπρη χαίτη –

το αποφεύγανε που φάνταζε στη σκοτεινιά  οι ερεβικές κρεατόμυγες,

κάτι κοπρομύκητες,  εσχατολογικά  και  η σήψη.

Ύλη αλλόκοτη το πλάσμα του βαρυτικού πεδίου

άπλωνε να το καταπιεί,  μα πισωγύριζε

και τα φωτόνια με δόντια πεταμένα έξω

το γαβγίζανε σα να ’τανε η απριορική Αράχνη.

Ωστόσο, μα τον άγιο αγέρα από τις φρένες σου,

μα τις σχισμένες σάρκες του καταμεσί του ουρανού

που ήταν να πέσουν   να μην πέσουν,

μα το μαρτύριο του λωτού  μέσα στις φλέβες μας πίστεψέ με:

τ’ αποκαΐδια του ονείρου που καταφτάνανε

και ο καπνός που έγλειφε τη γης,  συνέχιζαν τη φρυκτωρία·

α. το σάστισμα,  α της έναστρης Κίρκης τα μαχαίρια

κι οι σφυγμοί,  α,  των κουάζαρς.

Χίλιες να μείνει άταφο παρέξω των Θηβών το κούτελό σου

που το λέω Πολυνείκη,  τουτέστιν άνυσμα  ή  αγχιβασίη.

Πάρωρα το φεγγάρι,  που αντίφωνο του λογισμού ανέβαινε

σαν το χαμένο ελάφι,  πήρε να ρωτά τ’ αμίλητα, να ψάχνει.

Λένε πως είναι του φεγγαριού ν’ ανασηκώνει τις μεγάλες πέτρες

κι όχι των τεκμηρίων τα κρυφά,

μα των εγχειρημάτων να ανακαλεί τη μύχια ρίζα.

[κι άλλα ποιήματα από τη  ΠΡΟΒΛΗΤΑ   η   ΑΝΤΙΛΟΠΗ,

πρώτη ενότητα στη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου 

ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981, 

δεύτερη   στη συγκεντρωτική έκδοση

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987]


 


Έτσι που παγιδεύτηκες στο καταπέτασμα

κι ως μαϊνάρεις με τη γνώση   δεν είναι να μαντέψεις να πεις

είναι μόνο να γνωρίσεις   μόνο·

δε θα σου δοθεί να δεις   τα σχήματα  που είναι ανίδωτα

ν’ ακούσεις λέξεις   που εντός τους κλείστηκαν αρχαία τζιτζίκια

και που σωπαίνουν από μόνες τους   μη γίνουν λόγος…

 

λέω δεν είναι δα του καθενού ν’ ακούει   τον ύπνο του νερού,

να δει της πέτρας την έπαρση…

ή που το φως του φεγγαριού ιερουργεί,

κέρνος από φωνήεντα  κι  αθώα καλάμια·

είναι της άλλης αίσθησης  να είσαι μέσα από αιώνες

η στιγμή   του κεκραγέναι:

χαίρε ως δυνατότητα τερατική η τρέλα

χαίρε ως προβλήτα  η αντιλόπη 

χαίρε ότι καταδώ λοξοδρομείς

η νυχτοαλκυόνα!..

(IN HYPERBOLA   κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου  ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981)

 

 

ΣΧΕΔΟΝ ΕΠΙΟΥΣΙΟΣ 

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981)

… Κι ενώ σαν ύψιστος μεσ’ από χάη έχυνε το σπέρμα του

ο υδρογονικός αντιδραστήρας,

εσύ,  ο θίνα  παρά ηελίοιο,  μόνο  quasi

Που κι αν υψομανής και ασυναίρετος

δίνεσαι τώρα στο μηδέν και την ορθοστασία του  ω domine

που αντιθέτως κάποτες ήσουνα το υπερτασικό   εάν  κι η έξαψή του.

Έβγαινες από τον άμβυκα  μονοφυσίτης

όπως του βασιλιά Θωδαίου Ασάν η τρέλα,

όπως της Καρθαγένης ο στηθόδεσμος,

σκληρός όσο το  όχι της  η άπαρτη πύλη της,

εσύ του μεγάλου μολδοβλάχου Αναγνώστη Τζίτζη το εγκόλφι.

Είναι φορές που ως μελαγχολία πια

ή που με άλλα πανικά δίνεσαι στη φτήνια μες τα πανέρια τους

των τσιλιαδόρων!..

Άλλοτε χάνεις νερά,  διώχνεις το ένα πόδι σου,

η γλώσσα σου γίνεται λεσβία και,  ως εκ τούτου

βάζει τις πτώσεις,  πιο πολύ την επηρμένη κλητική

που τη λέω Ιφιγένεια.

Περασμένα μεσάνυχτα αναζητάς  τη χούφτα σου

που ξανέκαθεν ήτανε νυμφομανής.

Τέλος καθιστός κατάχαμα περιμένει που,

όπου να ’ναι, θα διαβεί το σακατεμένο ρήμα  ίστημι,

κι η αλυσίδα του   να προσκυνήσεις.

Έτσι αλλότριος,  ένας quasi  πια ανάμεσό μας

είσαι ο λιποβαρής  ο σχεδόν επιούσιος

είσαι το παραπεμπτικό σιχτίρ του υπουργού

που το τηλέφωνό του πύρωσε στο χουγιατό 

να βλαστημά τη μέρα που γεννήθηκε,

την άλλη που δέχεται το κακό,

τη λέξη διαμαρτυρία  και  το διορισμό του,

είσαι η συνουσία μου   που τη γαβγίζει το σκυλί της·

αμαρκάριστος τρέχεις για τέρμα,

η σφυρίχτρα πίσω σου αλλόφρονη   είναι οφσάιτ  domine,

κι εμείς;

Α!..  εμείς γαιόφρονες  τα μάλα  εδαφόσχημοι,

μάτια παράταιρα,  μυαλό αλλεργικό,

στήθος που μόλις διάβηκαν αγριογούρουνα,

χαιρέκακοι  ότι πολλά ξαπατηθέντες

μετράνε αρίφνητα συνεργεία αγγέλων

να σέρνουν επιτέλους με σχοινιά το λείψανό σου

για τον ψυκτικό θάλαμο των αζωτούχων

 

ΜΕΤΑΧΡΩΜΑ

Μόνο πέρα θα ήσουν εμφανής

απ’ όλα τούτα πέρα, μέσα σε μέθην ίσως,

εκεί που ο χρόνος χώνεται στα καταράχια του

κι έτσι αλίμενος,  παντού κυρτός,

μένει έξω από τη νοημοσύνη του

όπως ο εύφρων χόρτος  πλάι στη μοναξιά του·

η εποπτεία σου ν’ αναφωνείται στα καθέκαστα

ως δίνη εξωμήτριος

ή  ως θεός να κρέμεται από το μάνταλο

σαν ξόρκι μες την αντηλιά

άσπρος,  όπως το αίμα  του ορτυκιού

σαν τότε που διαβαίνανε οι Μήδοι.

 

ΕΣΩΤΟΙΧΟΣ

Κάπου το γιαταγάνι μου είναι ανηφόρα

ίσαμε τα κόκαλα των ταύρων

και τότες ακόμα και Θεός δύνεται να χαθεί

ανάμεσό τους των κεράτων,

τότες δύνεται κι η θάλασσα να είναι

το μοναδικό κοτσύφι  του Ιερώνυμου Μπος,

το σπέρμα μου να πλημμυράει τον κόλπο σου

σαν αλλοτροπικό θεώρημα γεωμετρίας

και ποτέ να μην είναι τελειωμός

σε τέτοια οιστρηλασία·

έτσι,  μισός ενέδρα   μισός το γιαταγάνι μου,

κάπου εντός οστράκου,

σε βρίσκω στη γραφή εκείνων των Μινύων

να σε λένε   Ιεράπυτνα!..

 

ΟΥΡΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Είναι που τα μάτια μου

έρπουνε στο μελί κορμί σου

γεμάτο φυσαρμόνικες

κι ανοίγουν στράτες του χαμού  και  πάω·

χαμένος πάω σε ντερβένια

όπως λιώνει πρωινή μοτοσυκλέτα

θωρώντας την Τριπολιτσά εν στύσει

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981]

 

ΘΕΑΣΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΩΝ  ΜΕ ΕΜΦΑΝΕΙΑ ΠΕΥΚΩΝ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981)

Όχι πια δίνοντας το σώμα τους σε έννοιες

ούτε ανοίγματα στη μεταφυσική,

ώρα που παίρνανε πίσω το αίμα τους τα σύμβολα,

 το  πα  βου  γα  δε  κε

ο ψίθυρός του βαθιά του όρθρου.

 

Διάκοι πυρωμένοι πιο κι από Αντικύθηρα ξανθοί

φαλλικοί της έξαψης πανέμορφοι

λίγωναν στα σκιερά τις Ηρωδιάδες,

ψηλά με αράχνες  με διαδήματα  οι Κομνηνοί

ασήκωτοι, δοσμένοι στον Πρίαπο,

ο προνάρθηκας  χριστανίζων.

 

Θα ’ταν ψηλά που τον αμιναντάμ του εμίλειε

μοναστήρι αιρετικό  ή  σείστρο  κι  οι σαύρες

θα ορχιούνταν, υποθέτω, νηστικές ανάμεσό τους

των αγίων.

 

Α!.. Τα βότσαλα   τι ανίδεα

που η φυρονεριά  ως τα’ αφάλι

σηκώνοντας τη μουσκεμένη φούστα

και μάνα μου η σχισμή,

χαμός το προαιώνιο λοφίο της·

φωνήεντα άφαντα

ως κάτω την πλαγιά λειχήνες,

πλουμιστή όλη σίγμα  σουρνότανε οχιά η ομιλία

λες κι εστήθηκε χωσιά για κούρσος

κι ήταν τάχα να φανεί μελανί γαλιόνι στ’ ανοιχτά η λέξη

(που καν ψίθυρος βάδιζε με  πα  βου  γα  δι  πα

πεισματικά ο όρθρος)

 

Έφεγγε πια όταν τον είδα που

από ψηλά με τον ουράνιο μεσημβρινό καταγκρεμνού

κυλίστηκε στα πόδια των τειχιών ο λόγος

και πέσανε στο λάφυρο αλαλιασμένοι

οι σαρικοφόροι.

Πήραν του κεφάλι πρώτα

ύστερις όλα τ’ άλλα, τα σπλάχνα εξόν,

 

αυτά μόλις που τα σώσαμε οι σαστισμένοι

αυτά στο άβατο,  σαν πάντα

 

οι λάκκοι, ο ένας με τον άλλονε δαγκάνονταν

ποιος να πιει το αίμα,

το πριόνι ούρλιαζε στα διάσελα

ρίχνοντας τις οξιές.

 

Καταμεσημέρι σούρφανο,  ο ήλιος εμετός

σαν ανεβαίνοντας από το πλάσμα του

έσουρε καταπάνω μου την πέτρα,  που

 

λίγο πριν ήμουν ο γυάλινος,

 

το τσιμέντο έδειχνε τα δόντια του

τριγύρω του ναού οι σκύλοι,  άλλος κανείς,

σαρίδια μόνο από το πρόβλημα:

είναι;   δεν είναι ενάριθμο  το χάος;

και να μη βρίσκεται ένας με αρχίδια

για την ανατίναξη·

γραφ’ το  που την αφήσανε άκαυτη τη θρυαλλίδα

στο πόστο μόνη της να σαπίσει άχρηστη

όπως η κιμωλία των παππούδων,  οι αποστάτες.

Ολόισια  μπροστά ο προκατακλθσμός

έδιωχνε τα μίλια του,  ξοπίσω ο νους

δηλαδή τα υψωτικά μιλιούνια,

χάνοντας σε βάλτους αστρικούς,

έμπαινε στην ενόραση:

 

είδα την αιωνιότητα

να μηρυκάζει την χαοτική εξίσωση

που εκτείνονταν του μάκρους με διαμπερές,

ο ξεχωμένος να θρυλείται  ως μεταίχμιον,

ο ερεβικός λέω μετασπόνδυλος  και  τη μυλόπετρα

νυν αρτοφόρι

που εντάσσονταν  με αγίων δράκων κάρες.

 

Πήρε πια να γέρνει η μέρα

Η πρώην  φυρονεριά όλο και φούσκωνε από σπέρμα.

Με τρύπες στα μηλίγγια του αιμορραγούσε

το αγριεμένο σύνολο Ιούνης,

η λέξη  ελέπτολις συναπαντιόταν με τα γονικά της

το πρόσωπό σου  ήταν  που εφέγγριζε λοιπόν

μια φούχτα χόρτα άσπρα

μες στην εσπέρια πλακούντα,  πρώτη πρόσχωση,

ύστερα δεύτερη με τη σιωπή

ύστερα δεύτερη με τη σιωπή

ύστερα μόνη της η σιωπή πρόσχωση Τρίτη

κι άλλη τέταρτη  κι  άλλη  κι άλλη

αιώνας προσχώσεων·

 

χιλιόμετρα στάζοντας κρύο κερί

πορεύτηκες, ο άγλωσσος, το δρόμο του ορυκτού,

που άλλοτε ήσουν πολύφωνο υδρόβιο,

που ο καιρός οδοιπορούσε μέσα σου

ρίχνοντας πέτρες πίσω του όπως ο Κάδμος.

 

Παρ΄όλα αυτά,  από το ύψος του Αγγελόκαστρου

επέμενε να εξηγεί

ατελευτήτως,  η εμφάνεια των πεύκων.

Ο άλλος χρόνος απογειωνόταν.

 

TOCCATA   ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΟΤΘΟ ΑΓΙΟ  ΓΙΑΚΩΒΟ ΜΑΓΙΟΡ

Τα μάτια του γυαλί της άβυσσος

δίδυμα του χαμού

καταπώς χάνεται η γραφή της καταχνιάς

πάνω σε σανιδένιο αιώνα

και το κορμί κλεψίνι της οξιάς

σαράντα πόντοι κούτσουρο που το βολεύτηκε

και η τριχιά  κι  ο σάκος αποφόρια που

από σκοπού παρέξω του παράδεισου

τα διάλεγε ατός του

τάχαμ διακονιάρης.

Αυτός, πάει να πει  Γιάκωβος του Μαγιόρ

εγκάτοικος φορτίου.

 

Δε δάκρυσε το ξόανο  κι ούτε που μίλησε

σαν χίμηξαν ίσα επάνω του αλύπητες

οι μύγες της ορθοδοξίας μου ρωτώντας:

Αληθινά μαρτύρησες ορέ  ή  με σιγγίλιο

ποιος Πάπας  πού  και πότε  μ’ άλλους ελάσσονες

χρίστηκες  «άγιος»  σε μήνα ξηρασίας;

μίλησε Γιάκωβε Μαγιορ της κόγχης

δομέστιχε του τετραμήνου

ασβέστη των Μαγιάρων

δείξε τα χαρτιά σου.

 

Δεν είχες τίτλους εξόν πλερωτικούς,

εξόν σφραγίδες

και πώς με τέτοια καψερά

θα μπόρεσες να σταθείς  να μη λυγίσεις

να ευλογείς τα ανόσια του βόιβοντα

τα ζορμπαλίκια του   του αραχνιασμένου

του άρχοντα των βρυκολάκων

στα κλειστά Καρπάθια

του ντράκουλα Βλαντ Τσέπες μπιστικές

στα χιλιατετρακόσια  εβδομηντατέσσερα

των νυχτερίδων;

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981]

 

ΑΠ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝΕ Ν’ ΑΝΑΣΤΗΘΟΥΝΕ…

(…μόνο οι προκαρχηδόνιοι ηδονιστές   οι ελληνίζοντες σημίτες

κι εκείνοι της γραικίας οι αλιτήριοι  που ανέβαζαν τους ναύλους,

είρωνες γυρίσανε τις πλάτες τους χλευαστικοί,  ρεμβώδεις … στη  ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΙΩΣΑΦΑΤ)

Λέω μη τάχαμ είναι μεταβίωση  ακόμα  και  βυζαντινή   μην η ψηφίδα εντός του εκκλησιδιού  που ενώπια ασπρίζει   ή  που ολόσωμος ο ασβέστης άγιασε   μην είναι που ασκητεύει αντίκρυ του   γαρουφαλένια η δύση   η εσπέρα   η ψύχρα   που η ψαλμουδιά ξεπόρτισε στα θάμνα   ένα με τα σπουργίτια   μην είναι του Ίακχου τα Πάθη ετούτα  ή  του Χριστού   και σάστισε ο Απρίλης   μην το κερί,  μην το θυμίαμα,  το αρχαίο στασίδι   μην η λοξή του απ’ το βημόθυρο   κρύα ματιά του Ταξιάρχη   που ως το καρυόφυλλο η ψυχή μου τρέμει.   Μνήμη που με πονάς   μην είσαι συ  η αίσθηση όπου στα δυο με σχίζει   λέω μην του μειόκενου η καταβολή   το βιος  που μου αφήσανε μέσα στα κόκαλα   οι αιώνες,  κι είναι με τους εσπερινούς  που εντός μου  η πλημμύρα ανεβαίνει τόση  [ΩΡΑ ΔΕΙΛΙΝΗ  από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ 1981, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..]

Δευτέρα, 19 Μαΐου 2025

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ