(… κατάρα με τις εφτά σκιές… πάντα θα γράφω ποιήματα…)
Θα πάψω πια να
γράφω ποιήματα
έριξες το χρυσό
σου δαχτυλίδι μες τη θάλασσα
στην
αμμουδιά με το νεκρό κρανίο
κι όλα τα
βουλιαγμένα καράβια βγήκαν στον αφρό
κι ο καπετάνιος
ζωντανός κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε
είπα θα πάψω πια
να γράφω ποιήματα
και στο παράθυρο
του σπιτιού μου του προγονικού
ο πατέρας
μου και
η μητέρα μου
κουνάνε τα
μαντίλια τους και χαιρετάνε
τα ποιήματά μου
όμως δε μπόρεσαν να τα διαβάσουν
έχουν ξεχάσει να
διαβάζουν
λένε το κάπα
άλφα και
το δέλτα έψιλον
και συ μου είπες
ψέματα
στον τόπο αυτό
του κόκκινου γελαστού κρανίου με ξεγέλασες
γι’ αυτό κι εγώ σε γέλασα και με
πιστέψατε
κατάρα με τις
εφτά σκιές
πάντα θα γράφω
ποιήματα
(ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ,
πρώτο ποίημα στη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ, εκδόσεις ΓΝΩΣΗ 1980)
και αμέσως
μετά ΣΑΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙ οι στίχοι:
Η Κυρά –
Λένη όλη μέρα τραγουδάει
δεν το
καταλαβαίνει ότι κλαίει
Κάθε βράδυ η
μάνα μου με ταΐζει χώμα
έγινα καθώς
φαίνεται πουλί ιστορικό
νεκρό πουλί
ακονίζω τα μαχαίρια μου
η Ιστορία (βλέπετε)
δεν κάν ει διάκριση
νεκρός ή
ζωντανός
Ευλογημένη
Κυριακή καταραμένη μέρα
που μ’ ένα
χτύπημα ο θεοτόκος
μ’ έσπασε στα
δύο…
«…
με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη
βρισκόμαστε
ή μπροστά σ'
έναν φρόνιμο τώρα πια,
εκλογικευμένο
υπερρεαλιστή,
που έβαλε σε
τάξη τις γαίες του,
οργάνωσε δηλαδή
και τυποποίησε τον παραλογισμό του,
ή σε μια
περίπτωση τερατώδους μοναξιάς,
όπου ο ποιητής
πορεύεται προς το θυσιαστήριο
με την απόφαση
να εξιλεώσει έναν άγνωστο και σκοτεινό θεό. [...]
Με κάθε βιβλίο
του μας υποχρεώνει να τον αντιμετωπίσουμε
ξανά από την
αρχή μέσα στον μικρό αφώτιστο κήπο του,
που αντί να' ναι
ο κήπος της Εδέμ,
είναι ο καθόλου
ευχάριστος κήπος του φόβου,
του άγχους και
της ενοχής.
Άλλα άνθη που θ'
αποκομίσουμε είναι
ο σφαγιασμένος
έρωτας,
παραλλαγμένος
συχνά σε ανάλγητες πράξεις,
η μοναξιά με την
έννοια της αυτοτιμωρίας,
η παραμόρφωση
και η αντιστροφή της σχέσης των πραγμάτων,
η επίκληση μιας
χαμένης αθωότητας,
η κρύα ανάσα του
γείτονα θανάτου.
Κι ανάμεσα ο
Σαχτούρης «βασιλιάς σε ματωμένους
κήπους»,
αθεράπευτα
στιγματισμένος από τη μνήμη ενός βαθειά ριζωμένου,
αλλά όχι και
ανεξιχνίαστου, πρωταρχικού αμαρτήματος…»
Έγραφε ο Τάκης Σινόπουλος στο περιοδικό ΕΠΟΧΕΣ,
τ. 24
ΣΗΜΑΔΙΑ
ΚΙΤΡΙΝΑ
(κι
άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ 1980)
Κίτρινα αεροπλάνα ξάφνου γέμισαν τον
ουρανό
άλλα
μικρά κι άλλα μεγάλα
κίτρινοι
σκελετοί κούναγαν τα χέρια και
ουρλιάζαν
όπως
και κίτρινες κανάρες μεγάλες
πεταλούδες
με πόδια μικρών παιδιών που κρέμονταν
μαζί μ’
αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν και τα μισούσαν
από τη
γη κοίταζαν κίτρινοι οι
αστροναύτες
δεν το
περίμεναν
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ
Κρύα βλαστάρια παράξενου θανάτου
φύτρωσαν στον ουρανό
ναι,
δίχως ύπνο
κι ανοίγανε τα χέρια
και πέφταν και
σκορπίζανε
χιλιάδες τα μαργαριτάρια
αντίκρυ στέκοταν ένα μανιτάρι
δηλητηριασμένο και τα
κοίταζε
το πιο ωραίο γραμματόσημο
Ο
ΑΓΓΛΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ
DANTE GABRIEL ROSSETTI
ΓΡΑΦΕΙ
ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Άκου!
σου έλεγα τότε
την αλήθεια
την ήξερα τότε
την αλήθεια
—Όχι, μου
έλεγες
τα πουλιά φυτρώνουν τα γουρούνια πετάνε
τα λουλούδια
περπατάνε
οι άνθρωποι,
λένε πάντα ψέμματα
σου έδειχνα
ένα πουλί
έλεγες - Είναι λουλούδι
σου έδειχνα
ένα λουλούδι
όχι,
έλεγες - Είναι πουλί
κι οι άνθρωποι
λένε πάντα ψέμματα
τώρα εγώ βλέπω
το φεγγάρι
αυτό το
σπασμένο σπαστικό παιδί
που ο Ιούλιος Βερν έλεγε κάποτε:
-Οι άνθρωποι
θα το κατοικήσουν
βλέπω αυτό το μεγάλο χιονισμένο φέρετρο
που ρίχνουν
κάθε μέρα με κρότο πάνω του πρόκες
κι επιμένουνε να τ’
ονομάζουν
ΓΗ
ίσως να είχες
δίκιο τότε
γι’ αυτό
μπόρεσες και έζησες
γι’ αυτό
μπόρεσα και έζησα
ΑΥΓΗ
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ 1980]
ΑΠΟ
ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ
(από
τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ 1980)
Από τη σκοτεινή μου τη γωνιά
(τί το ’θελα στ’ αλήθεια, τότε,
εκείνο το ηλιακό ρολόγι;)
το χέρι στο διαβήτη
το σκύλο ξαπλωμένο ακίνητο πλάι
στα πόδια μου
και κάτι κατάμαυρα μαλλιά
που χτύπαγαν πάνω σ’ έναν κόκκινο ήλιο
καταπρόσωπο
ήταν σα να ρωτούσα το τωρινό κενό
-Είσαι στ’ αλήθεια μαζί μου ευτυχισμένη; την ερώτησα.
-Μα, ναι, μ’ απάντησε
Αφού κάθε πρωί όταν ξυπνάω τραγουδάω.
ΚΕΦΑΛΙΑ
Κεφάλια λάμποντα
βέλη αναστάσιμα
ωραίες στρογγυλές ιδέες
σάπια κεφάλια
γεμάτα χαρτονομίσματα
κεφάλια γεμάτα ζώα
πονηρά μερμήγκια
κεφάλια
γεμάτα πέμπτη σκιά
παραληρώντας εκλιπαρώντας…
κι ο χρόνος πάντοτε Κρόνος
Κανίβαλος τρόμος
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Αθήνα προπολεμική – μεταπολεμική
και συ καφενείο – το καρύδι μέσα στο
κλουβί
Αθήνα προπολεμική
Αθήνα
υπερτονική
Αθήνα κατατονική
με το χρυσό σου δάχτυλο στ’ αυτί
την τελευταία μου διεύθυνση
την ξέχασα στο ωρολογοπωλείο
και θάνατος το Πρίντεζι
Ω,
Βενετία!..
(από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ 1980)
ΤΑ
ΧΕΡΙΑ Ο ΔΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
(από
τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ1980)
Ακόμα γυρίζουν στρατιώτες από μάχες
που χάθηκαν
ακόμα γυρίζουν στρατιώτες από μάχες
που κέρδισαν
γυρίζουν σα δίσκος πικ-απ
μαζεύουν τα όνειρα στις γωνιές των δρόμων
και τους βάζουν φωτιά
μαλλιά κρέμονται ακόμα και ήλιοι που άσπρισαν
πέφτουν τρίζοντας ο ένας μετά από τον άλλο
φεγγάρια τρυπούν ξαφνικά κι από μέσα…
(φεγγάρια - είπα - όχι κουφάρια)
…κι από μέσα βγαίνουν κεφάλια,
α να το κεφάλι σου, αγάπη μου
πόσα χρόνια είχα να το ιδώ
α, να το φεγγάρι σου, αγάπη μου
πόσα χρόνια είχα να του πιάσω το χέρι
τώρα φεγγάρια δεν έχουν δυο δεν
έχουν πέντε,
εκατό χιλιάδες χέρια
χάθηκε η αγάπη μου
με τους στρατιώτες κουρασμένους
τους ήλιους τα φεγγάρια
βελόνα – καρδιά πώς να παίξει
ένα δίσκο
σπασμένο σπασμένο σπασμένο
εδώ και χιλιάδες χρόνια
ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ
Όμως υπάρχουν ακόμα λίγοι
άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση η ζωή τους
υπάρχει το μικρό πουλί ο
κιτρινολαίμης
η Fräulein Ramser
και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες
οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι
ψάξε καλά
βρες τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικά
γιατί όσο παν και λιγοστεύουν
λιγοστεύουν
Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ
Ο φουρνάρης κι η
τριανταφυλλιά πήρανε από δυο αβγά
έφτιαξε η τριανταφυλλιά δύο ψωμιά
κι φουρνάρισσα δύο πουλιά
κι όλο γυρίζω και
παιδεύω το μυαλό μου
το ρωτώ να μετρήσω τα τριαντάφυλλα ως τα εκατό
μα γιατί να είναι το ψωμί τόσο πικρό
ψωμί πικρό κρυφό νερό
ψωμί πικρό
(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη
ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ 1980)
Η
ΛΑΜΨΗ
(από
τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη
ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ1980)
—Πετάς; τον ρώτησε αυτός που κρατούσε το μαχαίρι.
Ο άλλος σιγά - σιγά δεν πάταγε πια το χώμα,
σιγά – σιγά είχε σηκωθεί κάπου
μισό μέτρο πάνω από τη γη.
Όμως - είπε ο πρώτος:
Εγώ μπορώ κι έτσι που ανεβαίνεις να στο
καρφώσω το μαχαίρι.
Και τότε με μια λάμψη ο άλλος και
μ’ ένα
σφύριγμα εκκωφαντικό σα σφαίρα πυροβόλου
χάθηκε, εξαφανίστηκε μέσα στο διάστημα.
Έκπληκτος κοίταζε ο απομείνας
το άχρηστο πια χέρι του.
Η ΒΙΟΛΕΤΑ
Τακ – Τακ βήμα νεανικό
ντουκ – ντουκ βήμα γεροντικό
στο καφενείο μπαίνει ο κύριος
Ερμής
με τα δέκα μπαστούνια του
και παραγγέλνει:
-Έντεκα καφέδες
έναν για τον εαυτό του
έναν για κάθε μπαστούνι του
κοντή βιολέτα που είναι η ζωή…
κι εγώ που είχα σκοπό
να γύριζα να γύριζα
ολόκληρη Π α ρ ά δ ε ι σο!..
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής άνοιξε
ένα
μικρό κατάστημα με ψιλικά
πελάτες του είναι όλοι όσοι σ’
αυτό τον κόσμο τον βασάνισαν
πελάτες του δεν είναι όσοι αυτός βασάνισε
δικάστηκε κι έχει αθωωθεί!..
ΑΣΑΗ
Όταν
ανέβαινες στο βουνό
εσύ
κατέβαινες στην πεδιάδα
να
κυνηγάς ψυχές
να
κυνηγήσεις άσπρες πεταλούδες
και τις
περνάς σε ασημένια ψιλά σύρματα
γιατί ο
ίδιος είσαι συ αυτός που ανεβαίνει
κι
αυτός που κατεβαίνει
δεν
είναι λοιπόν η πεταλούδα, πεταλούδα
η
πεθαμένη δεν είναι πεθαμένη
ούτε ο
τάφος, τάφος της
-Ασάη! σου εφώναξα λοιπόν
όπως
σου έλεγα εγώ τις σκάλες κατεβαίνοντας
εγώ ο
ίδιος τις σκάλες ανεβαίνοντας
και
λίγο έλειψε να τσακιστούμε
εγώ
τραβώντας για τον Ουρανό
εγώ
πέφτοντας κατακόρυφα
φωνάζοντας
κι οι δυο μαζί:
—Ασάη Εσμέ Εσμέ Ασάη!
(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη
ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ 1980)
ΑΚΟΥΩ
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΡΙΓΥΡΩ ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝ…
(…
μέσα στον τάφο μου περπατώ ταραγμένος τ’ απάνω – κάτω τ’ απάνω – κάτω…)
… ιδέες - αυτοκίνητα αυτοκίνητα – ιδέες
ανθρώποι περνάνε μιλούνε γελάνε
για μένα λένε αλήθειες λένε ψευτιές φια μένα,
για μένα!.. –Μη τους φωνάζω μη μιλάτε
για τις νεκρές αγάπες μου θα
ξυπνήσουν θα σας βγάλουν τα μάτια!.. Θα ερχόταν εποχή θωρακισμένα κάλαντα με ξένους πυρετούς σε ξένες χώρες η λησμονημένη πάντα με καρφίτσα έμεινε γυάλινη
και θεοτική χαμένη σε ξένους έρωτες σε ξένες χώρες γυάλινη με άσπρο αίμα Έντομα σιδερένια τρύπαγαν τα πτώματα - ύστερα από τόσα χρόνια – κι ήταν
αυτές «οι ωραίες μέρες» που μας έταζαν διάβολοι με πηρούνες παραμέριζαν τα πτώματα μέρα Πρωτοχρονιάς «μαύρη μεγάλη σφυρίχτρα θ’ ακουστεί» έλεγε ο προφήτης Ποιητής και να που ακούστηκε η σφυρίχτρα νερά
- νερά [ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ και ΘΑ ΕΡΧΟΤΑΝ ΕΠΟΧΕΣ, δυο ποιήματα από τη
συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ, εκδόσεις ΓΝΩΣΗ 1980]
Παρασκευή, 14 Μαρτίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου