(…μέσα από τ’ όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό φεγγάρι…)
Είναι σημάδια μου
έλεγες, μηνύματα μιας αλλαγής -
όμως τι γύρευαν
τόσοι άνθρωποι;
πρόσωπα πλήθος με φοβίζανε
τη μέρα εκείνη, μου έκοβαν τη θέα.
Πού να κοιτάξω; γύρω – γύρω σύρματα,
παντού ο χειμώνας δίχως φλούδα,
σπέρνοντας
συναπαντήματα σε κάθε
δρόμο, παγωμένες ψιχάλες –
εσύ θυμόσουν
ξύλα και
ξύλα στη φωτιά,
πίσω απ’ τα κάψαλα τόσα
χαμένα χρόνια.
Φράξαμε το παράθυρο.
Ποιος ακουμπάει τα χέρια
πάνω στον καιρό;
Ήρθε η φωνή από τις
ρωγμές, ήρθε ένα φως!..
Δεν ήτανε δικό σου. Ο θάνατος που έλεγα έκαιγε απέξω.
Φράξαμε ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ,
ο αέρας φύσαγε απ’ το σκουπιδότοπο,
τι πήραμε; τι χάσαμε;
Περπατώντας αμίλητοι σε
τούτα τα δύσκολα,
τ’ ασυνάρτητα χρόνια.
Υπήρχε η κάμαρα, τόση
απογύμνωση.
Στον τοίχο η λάμπα και το
φως φωτίζοντας
πότε το πρόσωπο, πότε το ψέμα.
Τη στρίψαμε κατά την εποχή
της μνήμης.
Μονάχα ένα μικρό
ποτάμι,
τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των άμμων.
Κλείσαμε το παράθυρο.
Το χώμα απέξω ανάστατο και το
δένδρο παραμιλώντας με το μισό φεγγάρι.
Μέσα από τ’ όνειρο έβγαινε,
βαρύ με τη φοβέρα του,
τ’ αληθινό φεγγάρι.
[ΗΡΘΕ ΕΝΑ ΦΩΣ και ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ, δυο ποιήματα από τη
συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972
και άλλες επιλογές με αντιγραφή και
επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997]
ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΔΡΟΣΕΡΑ
(από
τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ
1972)
Γιατί κινείσαι ακόμα με την αφή και με
την όραση ανάμεσα στους ζωντανούς
και
χαίρεσαι τη θάλασσα, την όμορφη
θερμοκρασία,
λοιπόν απόψε θα σου φέρω δροσερά
λουλούδια από τη σκοτεινιά της γης
κι
ένα πουλί κόκκινα μαύρα γαλανά φτερά, κατέβαινε,
είχε κατέβει η νύχτα κι η
φτερούγα της σου νύχτωνε το πρόσωπο,
και δεν υπήρχαν ουρανοί και
θαύματα,
μονάχα ένα μικρός μύθος ασήμαντος για
να σκεπάζει την παραίσθηση,
καμιά φορά τον πυρετό και τη
γυμνότητα -
μα πώς μπορείς ακόμα να παραλογίζεσαι;
ονομάζοντας χαρά τούτη τη σύσπαση,
αυτό το δίχως τέλος έγκαυμα,
το μαύρο μάτι ακίνητο απάνου στην ξερή δροσιά;
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Στα σπλάχνα μου υπάρχει τώρα ένας
μύλος, αλέθει το σκοτάδι της ηλικίας
μου
και
δε σου λέω για τις φωνές που
περπατάνε στο μυαλό,
μήτε για κείνο το ποτάμι που περάσαμε
προχθές
και τα νερά του πλημμυρίζοντας από
παντού τη μνήμη – εσύ,
κοιμόσουν και
κυλήσανε χιλιάδες χρόνια
που
σε κράταγα κι ήμουν φτωχός και
παγωμένος και κουράστηκα,
ξεράθηκε το χέρι μου –
ή ξαφνικά ένα τίναγμα στο κατακάθι της
ψυχής,
τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;
[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ
1972]
ΠΑΝΩ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ
(από
τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972)
Η νύχτα είχε σκεπάσει κιόλας το μισό
από μένα κι έλεγα
θ’ ανακαλύψω πέτρες και
πηγές, άλλα κοιτάσματα να
πλουτίσεις το γέλιο σου – γελούσες
κι άκουγα τα χρόνια μου φαγωμένα στους
άμμους.
Ο καιρός σκοτείνιαζε, δεν ήμουν
μονάχος.
Πάνω από τις εποχές ερχόταν εκείνη η
αθέατη λάμψη,
μ’ ανέβαζε ψηλά, σε βουερά διαστήματα.
Κάτω σπασμένη η ζυγαριά
κι η σάλπιγγα στο μισοφώτιστο σύνορο.
ΕΡΩΤΗΜΑ
Πες μου λοιπόν, τι φως έχουν τα χέρια
σου
και
σκοτεινιάζουν έτσι εκείνο που
προστάτευα από σένα
και
κρατούσα και ήμουν;
Τ’ ΑΓΡΙΜΙΑ
Υπάρχει πάντα ένα βαθύ νερό μες στη
σιωπή σου
κι έρχονται κρυφά τ’ αγρίμια για να ξεδιψάσουνε και να
πλυθούνε.
Υπάρχει απόψε μια χαραματιά.
Κι αν τύχει και γυρίσεις άξαφνα,
πέφτει μακριά μια τουφεκιά
και σου φωτίζει όλο το πρόσωπο.
Ακούγεται η φωνή του κυνηγού.
Τ’ αγρίμια από τη νύχτα φεύγουν.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Σκυθρωπή περηφάνια που είχαν εκείνες οι λέξεις
κρατώντας με πείσμα στον ήχο έναν κόσμο άδειων σχημάτων.
Εσύ έλεγες ονομάζεται ουρανός
Εγώ έλεγα τίποτα!..
[από τη συλλογή
του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972]
Η
ΦΥΛΑΚΗ
(από
τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972)
Η νύχτα απέξω είχε φιμώσει κάθε
θόρυβο κι όπως καθόμουν,
το σκοτάδι, το παλιό παράθυρο που
εδώθε εκείθε τρίζανε τα ξύλα του.
Κάπου μακριά χτιζότανε μια φυλακή,
χιλιάδες σίδερα και
σίδερα,
στην είσοδο ο Τροχός, πιο κάτω η θάλασσα σαν άγνωστη γραφή.
Ήμουν ολότελα έρημος.
Πίσω απ’ τον τοίχο βήματα και
συναντήσεις και σπαραχτικές
φωνές.
Ύστερα ερχότανε η σιωπή, πονούσα απ’ την παράξενη αίσθηση.
Συλλογιζόμουν ένα Ποίημα που
θα κατεδάφιζε τη φυλακή, με μιας όλο
το χρόνο!..
ΑΝ
Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωσε τον
ουρανό.
Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα,
και το σύννεφο εκείνο και ο
τόπος τοπίο,
και τα μάτια σου στρέφοντας ξαφνικά
δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν η λέξη που πήρες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς
σου!..
Ο ΤΡΟΧΟΣ
Ποιο στεναγμό, ποια δύναμη νάχει το νικημένο στήθος;
Ένα πουλί τινάζεται απ’ τα
σύρματα, μεμιάς εγίνηκε ταξίδι.
Τοπίο του τίποτα. Τα πιο κρυφά ποτάμια του έρωτα πότιζαν κάποτε
τα χείλη σου.
Ο χρόνος όλα ταχει καπρωθεί. Τώρα δεμένος στον τροχό κι εσύ
με την ουράνια λάμψη
δεν έχεις ίσκιο, καθώς τ’ όνειρο φλογίζοντας απ’ το πρωί το
σώμα!..
Η ΓΙΟΡΤΗ
Τώρα ανασαίνεις στο μισόφωτο, διακρίνω
τον αυχένα σου, το πρόσωπό σου.
Ύστερα όλα σβήνουν. Μένει ο διάδρομος, η πόρτα με τις σανίδες.
Πιο πέρα η φωνή σου αμύνεται για το
βράδυ.
Και δεν υπάρχουν πουλιά.
Σκουπίζεις τις αράχνες από τη σκοτεινή
γιορτή.
[από τη συλλογή
του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972]
ΕΠΕΤΕΙΟΣ
(από
τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972)
Τόσες επινοήσεις!.. Κι όμως ξεκαρφώνονται σιγά – σιγά τα στηρίγματα που κρατάνε το
πρόσωπο στην κορνίζα
Όπως κοίταζα, το παλιό ξεφτισμένο
μαντίλι μια επέτειος ήταν στον τοίχο, κάτω απ’ τη σκάλα.
Κι ονομαζόμουν ο κάτοικος που έχει
χωνέψει τόσα χρόνια σκοτάδι στη φυλακή του.
Τι μου έλεγες; Σ’ ακούω να μιλάς και πριν έρθει η φωνή ναυαγήσανε κιόλας οι λέξεις.
Ό,τι δώσεις, το νόμισμα δεν είναι βοήθεια. Στους δρόμους
κιντυνεύει κανείς να περάσει.
Ικριώματα αφομοιωμένα την εποχή που ο
ήλιος.
Κι άλλα ερείπια σωριάζονται τώρα στη
μνήμη
Η ΚΑΜΠΑΝΑ
Πιο εδώ, πιο εκεί,
που σφυρίζει ο αέρας, πιο
κάτω, στο τείχος των άμμων.
Αμετακίνητες πέτρες ακούνε πάνω στη γη
και τα βήματα πάλι περνούσαν ξυστά στην αγάπη.
Αόρατα μάτια μέσα στο δίχτυ κοιτάζουν
τη νύχτα του νικημένου, του νικητή.
Μεσημέρι κλειστό γύρω – γύρω, όπως ήταν
νωρίς το πρωί και μετά πριν αρχίσει το βράδυ.
Ο αέρας φυσάει από χτες.
Στον ήχο η σιωπή της καμπάνας.
ΗΤΤΑ
Κάτι μάθαμε από το μύθο της νύχτας που
πάλευε να ζήσει
πότε με την παγωνιά και
πότε με την έπαρση της άλλης νύχτας.
Έτσι άνοιγε την πόρτα η πείνα, ο πυρετός.
Κι έλαμπε το κορμί σου, σκοτεινότερο
το πρόσωπο,
Γυρεύαμε το θαύμα κι
ήτανε η απόγνωση.
Ο αγώνας άρχιζε άλλη μια φορά –
ο αγώνας είχε σίγουρα χαθεί.
ΦΘΟΡΑ
Και θα είσαι σαν ένα ποτάμι που ξεράθηκε μέσα στις πέτρες.
Και θα είσαι σαν ένα παγόνι που δεν έχει τώρα φτερά.
Και θα είσαι σαν ένα σαγόνι που έχει ψεύτικα δόντια!..
[από τη συλλογή
του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972]
ΤΟ
ΙΚΡΙΩΜΑ
(από
τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972)
Ήταν ένα ικρίωμα, έλεγες,
κι εκείνο τ’ απομεσήμερο ανέβηκα
τρίζοντας η σκάλα
κι από το άνοιγμα κοίταζα
Η φωνή σου εγύρευε κάτι παλιές ξεφτισμένες αισθήσεις.
Έμεινε η πείνα μου στις αλυσίδες.
Δεν είχαμε καιρό.
Τα λόγια σημάδευαν σπαραγμούς, απουσίες,
μα ψηλά δεν φαίνονταν τίποτα,
μονάχα ένας μακρύς ίσκιος μέσα στο
χρόνο.
Η ξύλινη σκάλα, το αμετακίνητο ικρίωμα.
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Είχε δεν είχε η μέρα – η
νύχτα μας σακάτεψε, σπαράξαμε στα νύχια
της.
Μα εσύ, πες μου πού πήγαινες, μετρώντας ήσυχα τα λάφυρα;
τα λάφυρα καρπώθηκες μέσα από τόσες
τύψεις;
Ο τόπος καίει ακέφαλος.
Άλλα πουλιά παράξενα πέφτουνε χαμηλά,
γυρεύουνε μια στέγη εδώθε από τη θάλασσα.
Τι να τους δώσω;
όλα παραίσθηση και
τίποτα.
Λοιπόν
δεν ήταν αίνιγμα τα λόγια σου,
μήτε και τούτο τ’ όνειρο που σβήνει απότομα,
χάνεται μέσα στη σκοτεινιά του.
ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Αλλά το κορμί και
στο βάθος τ’ αυλάκι της
πείνας.
Εσύ
ένα μάτι μες το δικό μου.
Και με άγγιξε τότε η παγίδα, το χέρι σου.
Ο ήλιος έκαιγε θάλασσες,
βράχια…
ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Τι σκέφτεσαι;
Τι σκάβεις συνέχεια το πρόσωπό σου
στον καθρέφτη;
όπως η μέρα φεύγει ή
κάποτε
στη μνήμη ακούς τον ήχο των
παρωχημένων.
Τόσα χρόνια περπατάς, ονειρεύεσαι στο ίδιο κορμί.
Στο ίδιο σκοτάδι τη νύχτα
χωνεύεις. Μα απόψε,
τα σημάδια που ψάχνεις και βρίσκεις,
απ’ το πρόσωπο πέφτει ο ασβέστης
και το πρόσωπο τρίζει.
[από τη συλλογή
του Τάκη Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972]
ΗΜΟΥΝ
ΤΟΤΕ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΓΗ, ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ
ΣΕ ΡΙΖΕΣ ΔΕΝΔΡΩΝ…
(… οι δρόμοι ατελείωτοι, στρωμένοι με τ’ άσπρο φεγγάρι,
τα παπούτσια μου είχανε φαγωθεί πάνω στις πέτρες
και κανένα αληθινό παιδί δεν ακουγόταν σε τούτη τη
χώρα
του αναποδογυρισμένου θανάτου … - ΟΝΕΙΡΟ)
Τι μας
περίσσεψε απ’ το σκηνικό; Το
κάθισμα και τ’ άλλο κάθισμα, η απότομη στροφή του αέρα. Ή, ας πούμε,
ο μακαρίτης ήλιος με τα τζάμια του
και τα πουλιά του. Πώς προχωρούμε και
συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντηθούμε κάποτε, θα σε θυμάμαι!.. Ό,τι μετακινείται, ό,τι περνάει δίχως ν’
ακούγεται, μόλις ακούγεται μέσα στις λέξεις. Μεταστροφές,
επαναλήψεις, χάσματα, η παραίτηση,
προπάντων η παραίτηση. Εκείνο
που έφυγε δίχως να φύγει, ο τοίχος
ανασαίνει, η πέτρα έχει σκιά, τ’ αγκάθι έχει φεγγάρι, ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος απ’ τα
δόντια του δάσους, η μικρή ξεχασμένη
κοιλάδα στη σκάφη της σιωπής, με μια
στάλα μαύρο νερό. Τι νομίζεις λοιπόν
πως μας έχει απομείνει; [ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ από τη συλλογή του Τάκη
Σινόπουλου ΠΕΤΡΕΣ 1972 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική
έκδοση: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965
– 1980, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997 ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου