Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

ΞΕΡΕΙΣ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΠΕΙΣΜΑΤΩΝΟΥΝ ΕΥΚΟΛΑ ΣΑΝ ΤΑ ΓΥΜΝΩΣΕΙΣ…

 

(«Δαίμονος επιπόνου  και  τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με βιάζεσθε λέγειν, α υμίν άρειον μη γνώναι»   Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.

Έτυχε    να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα·  χαλασμοί  ξενιτεμοί·

κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά

κάποτε δεν τα βρίσκει·

το κυνήγι    ήταν καλό στα χρόνια μου,  πήραν πολλούς τα σκάγια· 

οι άλλοι γυρίζουν  ή  τρελαίνονται στα καταφύγια.

 

Μη μου μιλάς για το αηδόνι  μήτε για τον κορυδαλλό

μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα

που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·

δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια

ξέρω πως έχουν τη φυλή τους,  τίποτε άλλο.

Καινούργια στην αρχή,  σαν τα μωρά

που παίζουν στα περβόλια  με τα κρόσσια του ήλιου

κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά  και  πόρτες

γυαλιστερές  πάνω στη μέρα·

όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,

ζαρώνουν  ή  χαμογελούν   ή  ακόμη πεισματώνουν

μ’ εκείνους που έμειναν  μ’ εκείνους που έφυγαν

μ’ άλλους που θα γυρίζανε  αν μπορούσαν

ή που χαθήκαν,  τώρα που έγινε

ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο. 

 

Δεν ξέρα πολλά πράγματα από σπίτια, 

θυμάμαι τη χαρά τους  και  τη λύπη τους

καμιά φορά σα σταματήσω·

ακόμη   καμιά φορά,

κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές

μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό  μου

κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι

πως κάποιος ετοιμάζεται να ’ρθει,  πως τον στολίζουν

μ’ άσπρα  και  μαύρα ρούχα  με πολύχρωμα κοσμήματα

και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες

γκρίζα μαλλιά  και  σκοτεινές δαντέλες,

πως ετοιμάζεται να ’ρθει  να μ’ αποχαιρετήσει·

ή  μια γυναίκα  ελικοβλέφαρη  βαθύζωνη

γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,

Σμύρνη  Ρόδο   Συρακούσες   Αλεξάνδρεια,

από κλειστές πολιτείες  σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,

με αρώματα χρυσών καρπών  και  βότανα,

πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει

εκείνους που κουνήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα.

 

Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα,  σαν τα γυμνώσεις!..

 [ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, πρώτη ενότητα στο ποίημα  του Γιώργου Σεφέρη   ΚΙΧΛΗ,

που την έγραψε ο Σεφέρης στον Πόρο το Φθινόπωρο του 1946 και εκδόθηκε ένα χρόνο μετά από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ) 

 


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ έχει άλλες δύο μεγάλες ενότητες:

Β. Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ,  Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα κάτω απ’ το παράθυρό μου·  θα ’ταν εφτά περίπου,   μια γυναίκα ήταν μαζί του…

Γ. ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ «ΚΙΧΛΗΣ»,  Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου  τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει.  Παρ ’το, σου το χαρίζω·  δες,  είναι ξύλο λεμονιάς…

 

Ο όλεθρος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής αποτυπώνεται στους στίχους της «Κίχλης»:

«Χώρες του ήλιου που δεν μπορείτε v’αντικρίσετε τον ήλιο.

Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο ...

   

Αντιγραφή  και  επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1924 – 1946, ένατη έκδοση  ΙΚΑΡΟΣ 1974

 

Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη  ΚΙΧΛΗ  1947)

Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα

κάτω από το παράθυρό μου·   θα ’ταν  εφτά περίπου·

μια γυναίκα ήταν μαζί του.

Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει

να τσακιστεί, κι όμως δέν ηταν μεθυσμένος.

Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη

κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·

τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση

κι έπειτα κοίταζε μ’ ανυπομονησία

εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.

Αυτός ψιθύριζε μ’ ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:

 

—Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι

τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι

ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς   — τ’ αγάλματα·

κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,

η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.

 

—Είναι το φως… ίσκιοι της νύχτας…

 

—Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,

σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα

κόβοντας τον καιρό.

Κι όμως τ’ αγάλματα   λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο

στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα

γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό

κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·

λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.

Δεν το ξεχνάς.
—Τ’ αγάλματά ειναι στο μουσείο.

 

—Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;

θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,

με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες

κι όμως την ξέρεις.

Όπως όταν  στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις

γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,

καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,

τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·

φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει

σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα

που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν

τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν

είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·

την ηδονή τους. 

Όπως όταν   γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις

παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό

και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες

σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα

πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν

και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας

μιας νέας μορφής.

Αλήθεια, τα συντρίμμια δεν είναι εκείνα·   εσύ ’σαι το ρημάδι·

σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά

στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις

των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·

μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν

ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,

κι αυτό είναι δύσκολο γιατί…


—Τ’ αγάλματά ειναι στο μουσείο.   Καληνύχτα.

—…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,

είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά… καληνύχτα.

 

Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε

την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο 

κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι

όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:

 

ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

«Πανιά στο φύσημα του αγέρα

ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.

Άρωμα πεύκου και σιγή

εύκολα θ’ απαλύνουν την πληγή

που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης

η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης. 

Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,

άκουσε των ανέμων την ταφή.

 

»Άδειασε το χρυσό βαρέλι

ο γήλιος έγινε κουρέλι

σε μιας μεσόκοπης λαιμό

που βήχει και δεν έχει τελειωμό·

το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει

με τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.

Γυναίκα που έχασες το φως,

άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.

 

»Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·

κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,

και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·

φωνάζουν μα δεν έχουν τί να πουν.

Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,

κρίνα απ’ την άμμο, κι απ’ τη θάλασσα ανεμώνες·

γυναίκα που έχασες το νου,

άκου, περνά το ξόδι του νερού…»

 

«Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως

τα γεγονότα που ήκουσε με δέος

η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός

εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…»

«…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες…

κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες…

γυναίκα…»

«…υπερτερεί συντριπτικώς.

Ο πόλεμος…»

 

ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ. 

 

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ «ΚΙΧΛΗΣ»

«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου

τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες

σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει.  Παρ’ το σου το χαρίζω

δεν είναι ξύλο λεμονιάς…»

 

Άκουσα τη φωνή

καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω

ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·

το ’λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,

σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια

ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του

στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού

σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.

 

Κι άλλες φωνές σιγά - σιγά με τη σειρά τους

ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι

που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·

θα ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα·

ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.

Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα

πέφτοντας στην καρδιά της μέρας

ήσυχη, σαν ακίνητη:

«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·

το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω

γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.

Το θάνατο τον προτιμώ·

ποιός πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.

Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.

 

Ο ΣΕΦΕΡΗΣ  ΚΑΙ  ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ ΚΙΧΛΗΣ 

(… ένα μικρό ναυάγιο·  τα κατάρτια σπασμένα, 

κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια  ή  μνήμη ονείρων,

δείχνοντας το σκαρί του   στόμα θαμπό

κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού σβησμένο στο νερό.  Μεγάλη απλώνονταν γαλήνη…)

Σε μια από τις βαρκάδες ο ποιητής στον Πόρο το 1946 παρατήρησε στο βυθό ένα ναυάγιο. Είχε προσεγγίσει το νησάκι Δασκαλιό όταν διέκρινε το όνομα ΚΙΧΛΗ  στη βυθισμένη πλώρη ενός σκάφους. Επρόκειτο για ένα βοηθητικό πλοίο  του ελληνικού στόλου που το είχε βυθίσει σκόπιμα ο καπετάνιος για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο Σεφέρης εκείνη την στιγμή «κεραυνοβολήθηκε» και εμπνεύστηκε το ποίημα του:   ΤΟ ΦΩΣ   Καθώς περνούν τα χρόνια   πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·   καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,   βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·   ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,   το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός   που τελειώνει στη γύμνια.   Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην   έρμη δημοσιά,   άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου   που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου·   τον ήλιο τον κοιτάς,   έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι·   ο δωρικός χιτώνας   που αγγίξανε τα   δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,   είναι ένα μάρμαρο στο φως,   μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.   Κι αυτούς που αφήσαν την   παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια   και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο   κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα   ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι   και να μαραίνουνται τα   νικηφόρα περιβόλια·   τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.   Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια   πηγαίνουν   σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,   σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα   στο μαύρο φως   μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,   καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες   πανιά και ξύλα υγρά    και χρώματα πελαγίσια·   ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά   προς τα   χαλίκια του βυθού   οι άσπρες λήκυθοι.   Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,   δακρυσμένο γέλιο,   σε   βλέπει ο γέροντας ικέτης   πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες   καθρεφτισμένο στο αίμα του   που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.   Αγγελική και μαύρη, μέρα·   η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο   βγαίνει απ’ το κύμα   δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.   Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη,   τραγούδησε, τραγούδησε…   δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·   στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·   η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,   ο τύραννος     μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,    κι όλες οι κόρες του πόντου,   Νηρηίδες, Γραίες   τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·   όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,   στο φως·   και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά   τρέχοντας από   κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα,   γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα   των πουλιών   θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από   βοριά και νότο  θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.  [Πόρος, "Γαλήνη", 31 του Οχτώβρη 1946   από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη  ΚΙΧΛΗ 1947]

Δευτέρα, 10 Μαρτίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ