Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

ΚΑΤΑΠΩΣ ΦΕΓΓΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΑ ΣΠΗΛΑΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΦΕΓΓΕΙ…

 (… μες στο κενό που είναι το μόνο αειθαλές μας φύλλωμα…  - XVI)


Ι

… μ’ εκείνη την αόριστη μαγεία της χαμένης   αρτιότητας.

Μ’ εκείνη την ξανθούλα μεταφυσική 

του απολεσθέντος μέλους.

 

Τι μεγάλη μητέρα  η   ΑΦΑΙΡΕΣΗ 

 

ΙΙ    (της νεαρής καθηγήτριας  και  κολυμβήτριας Π.Β

που χάθηκε στ’ ανοιχτά της Ιεράπετρας) 

 

Με υπέροχο κρόουλ μετράει την απόσταση

προς το όνειρο  και το χαμό. 

Με αδιάκοπες    απλωσιές μεγεθύνει το σώμα της.

Ντυμένη    το δέρμα του πελάγου

ανοίγει τις πτυσσόμενες   πόρτες του βυθού  και  μπαίνει

στην αίθουσα διδασκαλίας. 

Ακούει το γέλιο    των απέραντων παιδιών.   

V

Η μεσόκοπη γυναίκα

σκυφτή κοντά στο φιλιατρό του πηγαδιού

με τις νεκρές παιδούλες να την ακολουθούν

στα νερένια της βάθη!..

VΙ

Φθεγγόμενη κερασφόρο όλεθρο άνθησης

VΙΙΙ

Κάθε λεξούλα διασχίζει τη χαράδρα της

ένας φανός θυέλλης.

XIV

Αρχίζουν μυστικές φωνές να σ’ αναγγέλλουν.

Προς το βράδυ ακούω καθαρά

μια μάχη μυρμηγκιών στην πίσω μεριά του βουνού.

XV

Σ’ αυτόν που του έχει η θλίψη μεγαλώσει τα μάτια.

Στον αλαφρόμυαλο που φυσά καλαμένιο φιαμπόλι

και τον ακολουθούν οι ερημιές.

XVΙΙ

Νομάδες μου νεύουν με μάτια ποταμίσια.

Χορευτής ο αγέρας αύριο θα γίνει γιος μου.

Πλησιάζω με την ωραία μιγάδα αναχώρηση.

XVΙΙΙ

Απόψε η χλόη είναι με το μέρος μας. 

Ο αέρας από τα γύρω δένδρα μού φέρνει χαμένα χορικά.

Μου φέρνει νέα όπως ο σκύλος τα πρόβατα.

XIΧ

Νύχτα ανάβω ένα κερί μπροστά στο πέλαγος.

Για την ώρα του πένθους

να με λένε μόνο των μικρών ανέμων τα εγκώμια!..

[ΤΑ ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΑ  από τη συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη, ΤΑ ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ 1993

κι άλλα ποιήματα απ’  αυτή τη συλλογή

μ’ αντιγραφή και επικόλληση από

ΕΚΛΟΓΗ από το ΕΡΓΟ του Ποιητή, εκδόσεις Καλέντης 2014]

 


ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη  ΤΑ ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ 1993)

(δ)   Προσπαθώ να σου πω  πως κάθε λέξη

γυρεύει μέσα σου ρίζα κι ορυχείο.

Πως κάθε κραυγή φωτίζει   ακέραιο το βάραθρό της.

(Μέσα από ρήγματα και δίνες

μ’ εγκαλούν οι πορφυροί γεννήτορες)

 

(ε)   Προσπαθώ να σου πω 

πως αυτός που γράφει  κι  αυτός που διαβάζει

στέκονται μπροστά σε όμοιο καθρέφτη.

Αναζητούν τα ίχνη,  κάτω εδώ στου πηγαδιού τον πυθμένα.

Τα ίδια πανάρχαια οστά μες στα θεμέλια.

 

(θ)   Προσπαθώ να σου πω ο έρωτας είναι

η έμμονη ιδέα των ουρανών!..

 

(ι)   Σε παλιούς δρόμους να σου δείξω τις αδέσποτες σκυλίτσες:

αυτές τις χαμένες αγάπες,

που λίγο – λίγο δίνουν ένα νόημα

μεγαλειώδες στα χαλάσματα!..

 

(χ)   Τώρα πια δε ζητώ τίποτα άλλο παρά να ξανάβρω

την παλιά χαμένη αμεριμνησία.

Ίσως τότε το δάσος αρχίσει να μιλά με τη φωνή μου.

Κι αυτά τα στοιχεία πάνω στο χαρτί

να μην είναι φθόγγοι  και  λέξεις·

αλλά τα πατήματα των αγριμιών πάνω στο χιόνι.

 

(ω)   Τώρα εδώ  ούτε μια κίνηση που να μη μεταφέρει

έναν κρυμμένο φόβο μου·

και τις αδόκητες μεταμορφώσεις του στα όνειρα.

Καλώς ορίσατε λοιπόν στο σκότος του μυαλού μου

άγιοι εφιάλτες που σημαδεύετε την άνοιξη.

Καλώς ορίσατε της φρίκης γόνιμα φτερά!..

 

Καλώς ορίσατε σπασμοί που εκπροσωπείτε

τα ευρετήρια των ουρανών

 

ΥΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΚΙΑ

             Ι

Ένα βράδυ του είπα·  κάποτε μιλώ με τη φωνή σου.

Κάποτε με μιαν ορμή δική σου πέφτω στα σκοτάδια.

Κι άλλοτε του αρχαγγελικού Διονυσίου   ο άγριος κρίνος

τα δυο ανόμοια σώματά μας ευωδιάζει·

τις δυο ανόμοιες   σκέψεις μας  τραβάει στον πυθμένα το χορό.

Απαγγέλλοντας  «Γυναίκα της Ζάκυνθος».

Α!.. Υπέροχες του Ιουνίου νύχτες·

μακρινές στιγμές ραδιοφώνου.

Η φωνή σου ζωντάνευε   τα λόγια του,

βγαλμένα   απ’ το αίμα του λαγού·

«απ’ τα παλιά   νεύρα του ξύλου».

Τρέχαν εδώ,  τρέχαν εκεί  και  κάναν σαν αηδόνια.

 

Το ίδιο φως μας δείχνει  και μας ψάχνει·

στο έρημο στήθος μου άφησες μιαν άχνη   παντοτινή!..

Στο δένδρο το αειθαλές θα κλείσει  και  θα κρώζει

το ίδιο πουλί.   Κι εσύ θα λες

Αυτή η μακριά πορεία θα μας σώζει.

             ΙΙΙ

Με ανόμοια νήματα πλέκουμε το υφάδι

η μια στιγμή στο φως  και η άλλη στο σκοτάδι.

Για μια στιγμή σκοντάφτω στη Μορφή του

καθώς περνώ τους δρόμους σου.

Για μια στιγμή, ενώ το χέρι σου κρατώ,

ακούω το σφυγμό  Του.

Μέσα στο φως   του πρωινού  που χρύσιζε τα φύλλα

τρέμοντας από αγάπη   σαν εκείνα.

 

Σαν το πουλί

από τη φωλιά που σαστισμένο   βγαίνει·

μέσα στο φως   καθώς νογά κρυφά τον εαυτό του·

καθώς περνά απ’ τη λάμψη του   στο πιο πικρό σκοτάδι

κι αφήνει αργό κελάηδισμα   στον ταραγμένο Άδη.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΤΑ ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ 1993]

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ

(«… σας μιλώ από πέρα, φευγάτος!..   Κι αυτό είναι η Ποίηση…»,

 γράφει ο Μανόλης Πρατικάκης  στα ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ, 1993.

Και καταγράφοντας λεπτομέρειες από τη ζωή του Νίκου Καρούζου σημειώνει:

«… μ’ εκείνη την αόριστη μαγεία της χαμένης αρτιότητας!..

Μ’ εκείνη την ξανθούλα μεταφυσική του απολεσθέντος μέλους.

Τι μεγάλη μητέρα η Αφαίρεση!.».

 

 Ακολουθούν δέκα αποσπάσματα από την εν λόγω λυρική καταγραφή:

 

Ι. ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ

Καθισμένος σ’ ένα κοινό παγκάκι κήπου να λέει η λεζάντα

πως γεννήθηκε στο Ναύπλιο.

Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας   (τι είδηση!..)

Άνθη   σαν μικρές  άσπρες φλόγες του κρύβουνε τα γόνατα.

Πολλές  πέτρες·   πολλά θυμητικά αγκάθια ένα γύρο

αλλά κανένας βάλτος    (η περιοχή της τέχνης του;)

Αμίλητες φυλλωσιές ως χελιδόνες στους ακοίμητους κροτάφους

που τους έχρισε γαλάζιους η γλυκύτατη παραφροσύνη. 

(Το πλευρό του στο ξύλο,   μα το στόμα του στο φιλιατρό).

Με χέρι μαραμένο κρατάει το τσιγάρο, βαρύ από στάχτη,

σημάδι πως δεν ονειρεύεται καμιάν Ιθάκη.

Η βραχνή του λάμψη  - σαν φωταψία των βραχμάνων –

με ήσυχες κινήσεις αυξάνει τη γύρω φωτοσύνθεση.

Η φωνή του δε φαίνεται πουθενά

και για τούτο βλασταίνει μέσα στα πετρώματα.

Αυτό θα πει, αγαπητοί φωτορεπόρτερς,

πηγαία φωτογένεια των όντων!..

Αυτό θα πει απαθανάτιση αγρίου μελτεμιού.

Μουσική φωνή σ’ όλα τα έρημα καλάμια.

Ναι, αυτός ασθμαίνει.  Μα τ’ αρχαία του πνευμόνια

είναι κιόλας του μεγάλου πόντου τα αρμόνια!..

Κι οι σφυγμοί του κελαηδίσματα του παραδείσου.

 

ΙΙ. ΣΥΧΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΦΛΑΟΥΕΡ

Ένα βράδυ μας είπε:  είδα όνειρο.

Ένα δένδρο κοφτερό φύτρωνε στο στήθος.

Τα κλαδιά του μου ξέσκιζαν το νου.

Οι ρίζες έβγαιναν από τις φτέρνες, τρύπαγαν την άσφαλτο!..

Το δένδρο – θηρίο γκρέμισε το σπίτι

κι ήρθε ως εδώ αυτή η πλούσια σκιά.

(Σας μιλώ από πέρα, φευγάτος.   Κι αυτό είναι η Ποίηση)

Ήταν εκεί ο Αλφόνσος  κι  η Εύα·  η Αλκοόλη:

γνωριμίες παλιές μέσα του με πίσσα και με άνθρακα!..

Η Σούτσου προς τη Δορυλαίου ένας μισοφώτιστος  γκρεμός.

Στο βάθος ήταν το αμπρί:  το σπίτι του!..

Κι αυτός με αμπέχονο μια λεγεώνα αποδεκατισμένη

να συλλέγει ψιθύρους αγνοούμενους!..

Κι από χαράδρα σε χαράδρα 

η πιο απελπισμένη επιδρομή στο άναρθρο.

Έτσι μόνο έπαιρνε λάφυρο τη δόση του!..

Ησύχαζε λίγο.  Μα κι εκεί στον ύπνο κάτω πάλι πάλευε το δαίμονα!..

Τα δάχτυλά του θήλαζαν λαίμαργα τα πλήκτρα!..

Κι η κλεμμένη δόξα,

η τρελαμένη γραφομηχανή μέσα στον εφιάλτη

τρυφερό μαστοφόρο του κενού!..

Λαχάνιαζε ατμώδης σε αχυρένιο στρώμα.

 

Ν’ ακούς απ’ αυτόν τον μπρούτζινο βραχμάνο  κλάματα βρέφους!..

 

VI. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ

Ερχόταν από το θάλαμο 605  με σχεδόν συρόμενα βήματα

σα να ερχόταν μέσα από μεγάλη Σιωπή

και αυτή να ήταν η αληθινή του πατρίδα.

Κι όλα έλεγε με τ’ ανήσυχα χέρια του

«έχοντας πλέον ευωδιάσει τον ύπνο μου     σε πλουτοφόρα φρίκη·

η λέξη πέρασε σ’ αγκάθι·

στο ανάστημα χωρίς κεφάλι   το στεφάνι του τίποτα».

Μα εμείς τίποτα δεν ακούγαμε  από εκείνο το μίλημα των χεριών

γιατί είχαν πιάσει φωτά τα σεντόνια,

οι φλόγες έβγαιναν από παράθυρα  και  πόρτες

και έκαναν   ωσάν εκατομμύρια αγριεμένα μελίσσια!..

 

ΙΧ. ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟΣ

Σκοτεινό τάκλιν, μπρούμυτα με θλάση

στους προσαγωγούς η επελαύνουσα φήμη.

Νεκροψία οι λέξεις του στα γεγονότα.

Τι μεγάλος ζογκλέρ!.. Κάθε παιχνίδι

το ’νιωθε να είναι ο μεγάλος Τελικός.

(Παγκόσμιο ταλέντο που το είχε ο άτιμος   στο θάνατο)

 

(Μεγάλη αλήθεια η ένδοξη καριέρα, δίνοντας

δύναμη θηρίου στην απόγνωση.

Ιλαρή παρωδία πρωταθλήματος·  μαχόμενος πάντα

στη μικρή περιοχή της ιστορίας, με μακρόηχες

σκελέες φωνητικότητας, με περικνημίδες   Γραβιάς!..

 

VII.  Η ΕΚΠΥΡΩΣΗ 

(… όταν ο χρόνος μέσα του κηρύσσει πτώχευση στις επαφές…)

Κοιτώντας τ’ άσπρα του μαλλιά - 

αυτή την εκπύρωση του μαύρου χρώματος,

έως τη φρίκη της λευκότητας   που γνώρισε το κύτταρό του.

Τα βήματά του – σάπια σκάλα·  δεν μπορείς να δεις

την πόρτα που τον διώχνει.  Το βουβό βάραθρο

όταν ο χρόνος μέσα του κηρύσσει πτώχευση στις επαφές.

Λέει: θα γράψτε ιστόρημα  για  μυθιστόρημα;  Όχι, μωρό μου,

αυτή η δύσπνοια της ύπαρξης,  εκ γενετής

σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας  (για να μην αμολήσω αιώνες

πριν τη γέννηση·  και τότε θα σωθείς

υδροκεφαλή  διάγνωση – ακαταληψία).

Βρίζει τις νοσοκόμες,  βρίζει ολόκληρο νοικοκυριό

της υγείας,  σαν άπορος που είναι,  δεν πάει παρακάτω.

Τράβα τα σωληνάκια της εντατικής  και  αποσυνδέει

με κρότο τα πολύφυλλα μηχανήματα.

Σας το είπα, μπορείτε να μου κάνετε ενδοφλέβιες

εξ ουρανού;  Εμ, τότε ξεκρεμάστε το σακίδιο μου.

Θαρρώ μου νεύει κάτι από τη φύση.

Προς Θεού, κυρίες μου, βιαστείτε.  Φτιάχτε το γιακά μου

λιγάκι·  κι αρωματίστε το άθλιο ετούτο πέρασμα

μια στάλα.  Λέω να μη μ’ εύρει του θανάτου το φλας,

να μην αστράψει σε σώμα εξαχρειωμένο.  Τι λέτε κι εσείς 

κακορίζικες.  Ολονυχτίς σκυμμένες σε ραχούλες.

Σπλαχνικές σα βρυσούλες.  Έχετε γεια.

 

ΧΙΙ.  ΩΣΠΟΥ ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΕΜΕΙΝΕ ΑΠΟ ΕΔΩ ΜΟΝΑΧΑ Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Θα ’λεγα για τη φύση του,  ένα κράμα  σκληρότητας

και τρυφερής απελπισίας.

Συχνά μας άφηνε την αίσθηση

πως τον δαγκώνει η ιδέα της κλεμμένης δόξας!..

Ύστερα όλα πιο θαμπά και πιο θαμπά!..

Το δέρμα του πήρε να μνημονεύει τα χρώματα του τέλους!..

Ένας φθαρμένος χάρτης λίγο πριν τον διαβάσουν 

οι γλώσσες της φωτιάς!..

Κι η αόρατη μεμβράνη της όσμωσης:

πώς χωρίζει όνειρο από πραγματικότητα!..

Όλο γλιστρούν μορφές, όλο πυκνώνει και πληθαίνει

το φωσφορικό πετρώδες μαύρο –

Συνακροάται  ψιθύρους της νοσταλγίας με σιωπές από απέναντι!..

Όλο πληθαίνει.

 

Ώσπου ένα πρωί έμεινε από εδώ μονάχα η ανάμνηση!..

 

ΧΙ. ΗΣΥΧΙΑ!.. ΚΟΙΜΑΤΑΙ…

Το στόμα του ένα συρρικνωμένο σύκο

ανοιχτό στον εφιάλτη με μικρά χρυσά έντομα.

Αφήστε τον, κρατά τους σκοτεινούς ανέμους και πηγαίνει.

Ω, μην ξυπνάτε αυτόν που έκανε στίχους τα οστά του

και τα πέταξε στα σκυλιά.

Εκείνος θα ’ρθει αύριο να μας ξυπνήσει!..

 

ΤΩΡΑ ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΩ…

(… το σώμα μου ας είναι το τελευταίο κείμενο… XV)

ΧΙΙΙ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ   και  ΧVII ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ τελευταίες   ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ  

από τη ζωή και το θάνατο του Ποιητή Νίκου Καρούζου:

 Ήταν γενναίος  και απρεπής παρά τα πεσμένα του μαλλιά.     Πάλεψε σώμα με σώμα.   Μου λέει:  είκοσι μήνες τώρα τα κύτταρά μου μεταφράζουν το κοβάλτιο.   Είκοσι μήνες το αίμα μου μιλούσε με το   PLATINOL.   Μου λέει:  άραγε θα βρω εκδότη εκείθε;   Να κι ο αδελφός μου,  αυτή η χρυσόμυγα πάνω στο τραύμα   να με σέρνει προς το Ναύπλιο.   Αγναντεύω κιόλας βρομερή  Νέκυια.   Κι ένα βράδυ «παρντόν»  του λέει η δέσποινα των κήπων.  «Μα τι λέτε, Κυρά μου.  Εγώ περιμένω να μου ζητήσει συγγνώμη ο θάνατος»  είπε  κι  έστριψε στα υπόγεια των ουρανών!..     Μου είπε:  όλη τη νύχτα χτες αγγελοκρούσματα.   Όλη τη νύχτα στο παράθυρό μου λέξεις – αγγελοπετριές.  Μου είπε μαζί γράφουμε τώρα.  Εγώ χτυπώ τα πλήκτρα.  Αυτοί υπαγορεύουν.   Όμως βαθύτερα με τα οστά μου θα ταιριάξω  τα σανσκριτικά του παραδείσου.   Μα τα οστά μου:  αυτό το άγαλμα που μου αντιστοιχεί.   Ο θάνατος θέλει δε θέλει να τραβήξει  τις λινάτσες της σάρκας.   Θέλει δε θέλει  θα κάμει τ’ αποκαλυπτήρια!..  (ήταν κάποιες ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΑ ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ 1993) τ

Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ