(… μικρών κοριτσιών με αλλαγμένο τ’ όνομα…
όταν τα αγαπούν… )
Και των βιβλίων οι ήρωες, όταν αναστενάζουν
Νικούν μέσα από όνειρα που κάποτε
συλήθηκαν
Καταλύουν τις ήρεμες συνήθειες του
βλέμματος
Και ως σπαράγματα φωτός
Το βαθύ μπλε του λήθαργου
Με πτυχές χιτώνων και
ολόλευκες λαμπάδες
Διασχίζουν
Αναχωρητές που αναζητούν την τέλεια αιθρία
Παράφωνοι ντελάληδες μιας
Κυριακάτικης εκδρομής
Που όλο αναβάλλεται
Προσκυνητές και
νοσταλγοί
Ενός παραδείσου παρθένου
και ερημικού
Κι όμως η αιθρία παραμένει ακατοίκητη
Ας επιλέξουμε λοιπόν μια τόση δα
μικρή καρδιά
Σ’ όλη την οικουμένη
Κι ας περιφράξουμε εκεί το
εδεμικό κηπίο!..
Μ’ ένα φιλί επιληπτικό Να μου στοιχειώνει το κορμί
Με μυρωδιά βασιλικού και
ήλεκτρου σπινθήρες
Τις αρθρώσεις Τυλίγοντας τριγύρω τους
Το νήμα που απλώνεται Από το χάρτη της αφής
Κι απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
Εισβάλλει σαν Πανσέληνος Σε τοίχους και πατώματα
Για
ν’ απειλήσει με πνιγμό Λυγμούς ονειροβάτες
Πάνω σε ποιήματα άγραφα
Που να θυμίσουν πολεμούν Κάτι απ’ τις παλιές πληγές!..
[ΠΑΡΑΦΩΝΟΙ ΝΤΕΛΑΛΗΔΕΣ Μ’ ΕΝΑ ΦΙΛΙ ΕΠΙΛΗΠΤΙΚΟ,
δυο ποιήματα από τη συλλογή της
Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου
ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός
1999]
ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ από την ίδια συλλογή:
ΗΡΩΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, Έγειρες πάνω μου το βλέμμα των δαχτύλων
ΤΩΝ ΠΛΗΓΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ
, Μα όταν κλαίμε ολομόναχοι σε σκοτεινά δωμάτια…
ΠΟΙΟΣ, Στης νύχτας μέσα την παλίρροια βγαίνει γυμνός…
ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΩΤΩΝ ΚΑΙ ΣΚΙΩΝ, Θέλω να σου μιλήσω…
ΑΝ ΕΦΕΥΓΕΣ, Ανάπηρη θα ήταν η ψυχή μου…
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, λίμνες δακρύων σιωπηλές που εντός τους καθρεπτίζονται έρωτες…
ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΗΘΕΙΣ, Θα ’ρθουνε νυχτοβάτες φορτωμένοι την
αγρύπνια…
ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ Οι μέλισσες είχανε φύγει από καιρό…
ΤΟ
ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ, Κανένας δεν Τον είδε
πια…
ΤΑ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ, Τα μεσάνυχτα
που διάττοντα ποιήματα λυμαίνονται τον ύπνο σου…
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ…
ΛΕΩ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΜΑΖΙ, Γιατί η λιμνάζουσα ζωή συνομιλεί τις Κυριακές με αγάπες πεθαμένες… και
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΗΡΘΑΝΕ ΠΟΤΕ, Άφωνοι μαντατοφόροι βιαστικοί σε αχθοφόρους φιλιών μεταμφιεσμένοι…
ΗΡΩΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
(από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ
ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)
Έγειρες
πάνω μου Το βλέμμα των δαχτύλων
Κι
αμέσως αποδήμησαν
Σμήνη
ονειροβόρα
Απ’
όλες τις αδιάβατες Του σώματος πληγές
Κι ενώ
τριγύρω μου
Οι
πιερότοι των φιλιών Ακούραστοι χορεύαν
Κάπου
αλλού
Σε
δροσερό κελάρι
Αειθαλών
αναπνοών
Νιφάδες
συλλαβών
Ηρωικά
αντιστέκονταν Στην άλωση των λέξεων
ΤΩΝ ΠΛΗΓΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ
Μα
όταν κλαίμε ολομόναχοι Σε σκοτεινά
δωμάτια
Ξάφνου
τοπία κατακλυσμού Γλιστρούν απ’ τις
κορνίζες
Ποτάμια
ξεχειλίζουνε Στο ξύλινο πάτωμα
Υδάτινοι
ευκάλυπτοι Εκτείνονται στους τοίχους
Τότε
νοτίζονται οι φτερούγες μας
Κι οι
λέξεις που δεν είπαμε
Μεσίστιες
κρεμιούνται Απ’ το κοντάρι της καρδιάς
Και
ξεθωριάζουν
Σκουριάζουνε και οι
λοστοί
Που
χαραμάδες θα άνοιγαν
Στο
κρύο κενοτάφιο Των οραμάτων
Να
καταπλεύσουν ως εμάς
Κάτασπροι
ταχυδρόμοι της χαράς
Κι
έτσι αθόρυβα κι αργά
Των
πληγών συντελείται η βλάστηση!..
ΠΟΙΟΣ
Στης
νύχτας μέσα την παλίρροια
Βγαίνει
γυμνός
Και
ταριχεύει
Τη
λύπη έκπτωτων αγγέλων
Καθώς
αδιάκοπα
Χιονίζει
στην ψυχή τους
Όπως
και την ψυχή της μυφδαλιάς.
[από τη συλλογή της Ευτυχίας
Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999]
ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΩΤΩΝ ΚΑΙ ΣΚΙΩΝ
(από τη συλλογή της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ
ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)
Θέλω
να σου μιλήσω
Για
του μελανιού τον ιδρώτα
Σε
ουράνιες περγαμηνές
Σαν
καταγράφει Τις διδαχές ερώτων και σκιών
Κι
ύστερα
Μια
άνθηση φωνηέντων Στίξεων και
αναστεναγμών
Να
στρώνει των άστρων τις αυλές
Με
ποιήματα ολόφρεσκα
Κι
άλλα κατόπι που σκορπούν
Ή
βηματίζουν ρυθμικά
Στου
Πολιούχου Νόστου Τη λιτάνευση
Που
αναζητά μια αποβάθρα γυάλινη
Τη
θλίψη του ν’ αποβιβάσει
ΑΝ ΕΦΕΥΓΕΣ
Ανάπηρη
θα ήταν η ψυχή μου
Αν
άνεμοι τρικύμιζαν τα μάτια σου
Και
χερουβίμ αρμένιζαν θρυμματισμένα
Σαν
ψίθυροι θα χάνονταν στη χλόη Τα
τραγούδια
Αν
μουσικές δεν άνθιζαν με το χαμόγελό σου
Πώς να
στο πω;
Αν
έφευγες
Μια
εκκλησιά χωρίς Εσταυρωμένο
Θα
ήταν η αγκαλιά μου
ΥΠΑΡΧΟΥΝ
Υπάρχουν
λίμνες δακρύων σιωπηλές
Που
εντός τους καθρεφτίζονται
Έρωτες
που καταποντίστηκαν
Απομεινάρια
από πέταλα και ξεραμένες πεταλούδες
Σ’
εφηβικά λευκώματα
Άνθρωποι
που πέρασαν απ’ τη ζωή μας
Κι
άλλοι που πέρασαν απ’ την ψυχή μας
Υπάρχει
κάποιος πλανόδιος θίασος
Που
φεύγοντας αφήνει γλάρους ξεψυχισμένους
Υπάρχουν
ξεχασμένα τα σανδάλια ενός αγγέλου
Στις
σκαλωσιές του φεγγαριού
Ένα
παρατημένο όνειρο στην προκυμαία
Ένα
άδειο μπαλκόνι
Ένα κιτρινισμένο
άκοπο βιβλίο
Στο
βιβλιοπώλη του πεζοδρομίου
Ένα
μικρό κορίτσι
Που
περπατά με ανοιχτή τη Σύνοψη
Διαβάζοντας ψιθυριστά
«Άσπιλε αμόλυντε…»
Υπάρχει
ένα φωτοστέφανο που ακροβατεί
Στο
μέτωπο του θλιβερού παλιάτσου
Μια
νύχτα κεντημένη με ναυάγια
Και
κάποια πένθιμη φωνή
Να μας
υπαγορεύει ποιήματα.
ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΗΘΕΙΣ
Θα
’ρθουνε οι νυχτοβάτες
Φορτωμένοι
την αγρύπνια
Της
συνείδησής τους
Θα
’ρθουν Για να φυσήξουν στο κερί
Και
κάτω απ’ τ’ άστρα Να σταθούν
Τη
νύχτα να λατρέψουν
[από τη συλλογή της Ευτυχίας
Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999]
ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ
(από τη συλλογή της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ
ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)
Οι
μέλισσες είχανε φύγει από καιρό
Μέσα
στις άδειες κυψέλες τους ένα πιάνο ξεκούρδιστο συνωθούμε στα πλήκτρα του την
τυραννία των περασμένων
Εσύ
είχες φύγει από χρόνια. Ή μήπως θα
’φευγες αύριο;
Πάνω
απ’ το σώμα του μικρού καλοκαιριού
οι
κραυγές των γλάρων μάταια ικέτευαν τον θαυματοποιό
να
βγάλει απ’ το καπέλο του
την
παιδική ηλικία του ήλιου.
Μάλλον
θα ’φευγες αύριο.
Το
πλοίο σφύριζε στην προκυμαία κι οι
λιγοστοί ταξιδευτές.
λαθραία
επιβιβάζοντας το προσωπικό τους μουσείο φαντασμάτων,
καλύπταν
τα πορτραίτα, επειδή χαμογελούσανε
πολύ.
Πώς
γίνεται κάποιος να χαμογελά πολύ;
Το
μοναδικό κορίτσι που έστεκε στην προκυμαία
ίσως να το γνώριζε.
-Να
φροντίζεις τα τριαντάφυλλά μου,
κάποιος
από το κατάστρωμα του φώναξε.
Θα
’ξερε άραγε, τόσο μικρό που ήταν,
ότι
στο σώμα που αγαπήθηκε.
στη γη
που ξενιτεύτηκε η αφή,
σαν
πέφτει η δροσιά νυχτερινών φιλιών,
μπορεί
και να φυτρώνουν τριαντάφυλλα;
ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ
Κανένας
δεν Τον είδε πια.
Μόνο
ένα αποτύπωμα
Στο
ασβέστωμα του τοίχου
Αφήσαν
οι παλάμες Του
Που
πίσω τους κρυφόβλεπαν
Διάτρητα
από όνειρα
Τα
έναστρά Του μάτια
Μόνο
ένα αποτύπωμα
Όμοιο
μ’ εκείνες
Τις θαμπές
παλιές χαλκομανίες
Που
ξεχασμένες μέσα σε τετράδια σχολικά
Υψώνονται
ψηλότερα
Κι απ’
τις σημαίες των Ισχυρών
Για να
υπερασπίζονται
Της
αθωότητας το βλέμμα.
ΤΑ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ
Τα
μεσάνυχτα - συνήθως μεσάνυχτα –
Που
διάττοντα ποιήματα Λυμαίνονται τον ύπνο
σου
Η
γυναίκα μες στα μαύρα
Κατεβαίνει
από το κάδρο της Στο άυπνο δωμάτιο
Πρόχειρα
κάπου ακουμπά Τα λουλούδια
Που
όλη μέρα ασάλευτα Διχοτομούνε τις
παλάμες της
Ή
εξαγοράζει μ΄αυτά
Τη
σιωπή γειτονικών θαλασσογραφιών
Λύνει
τους επιδέσμους από τα παράθυρα
Που τα
πληγώνει κάθε τι που αντικρίζουνε
Στο
φως της ημέρας
Κι
ακροπατώντας
Με
επιθέματα μέντας και γάζες
Πλησιάζει
το κρεβάτι σου
Το
ξέρει άλλωστε καλά
Τόσοι
πόλεμοι άδοξοι
Τόσες
μάχες χαμένες
Ξέρει
καλά τι απομένει μετά
Ένας
στρατός νικημένος
Από
την εύφλεκτη αφή
Κι
εγκαύματα που διανυκτερεύουν
Κάτω
από τα σκεπάσματα
[από τη συλλογή της Ευτυχίας
Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999]
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
(από τη συλλογή της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ
ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)
«Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια;
Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά;
Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυτά
Οι γυναίκες μας φόρεσαν όλα τα δάκρυα…»
ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Δεν
είναι που στρίβει τη γωνιά
Πυρπολημένη
υάκινθους η αθωότητά μας
Με
μάτια τόσο σιωπηλά
Σαν
στοχασμός του δειλινού
Στα
τέλη του Σεπτέμβρη
Δεν
είναι που πλέουν πένθιμα
Μικρά
σεντούκια ψάθινα
Γεμάτα
παραμύθια
Γυάλινους
βώλους που σκορπά
Τη
νύχτα ο γαλαξίας
Μολύβια
και σφεντόνες
Όμως
γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά;
Δεν
είναι που αποφοιτήσαντες Θεοί
Με
αποσκευές στο χέρι
Κοιτάζουν
το ρολόι του σταθμού
Την
ύστατη αναχώρηση
Πάνω
από ουράνιους εξώστες
Καρτερώντας
Είναι
που τα γαλάζια μας τετράδια
Στη
νύχτα εξατμίζονται
Κι
ύστερα γίνονται πουλιά
Και
τραβηγμένα στη στεριά καΐκια
Ερωτεύονται
Μα
επιτέλους γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά;
Το
σφύριγμα του τρένου ολοένα πλησιάζει
Γιατί
λοιπόν δεν τραγουδούνε;
Ίσως
τα προσπεράσει
Κι
ύστερα πούνε αδιάφορα:
Το
τραίνο δεν το είδαμε
Το
σφύριγμά του πνίγηκε απ’ τις μελωδικές φωνές
Εμείς
μονάχα τραγουδούσαμε
Πάντα
σ’ όλο τον κόσμο
Χωρίς
ποτέ κανείς να μας ακούει
ΛΕΩ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΜΑΖΙ
Γιατί
η λιμνάζουσα ζωή
Συνομιλεί
τις Κυριακές
Με αγάπες
πεθαμένες
Κι
ύστερα απ’ το παράθυρο
Μέσα
στ’ αγιάζι της νύχτας
Σχισμένα
ποιήματα σκορπά
Που
μοναχά τα αγάλματα
Κρυφά
περισυλλέγουν
Για να
σκεπάζουνε μ’ αυτά
Της
λαξευτής τους μοναξιάς
Το
ανελέητο ψύχος
Γι’
αυτό σου λέω:
Θα
’ρθεις να φύγουμε μαζί;
[από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας
Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999]
ΣΕ ΑΧΘΟΦΟΡΟΥΣ ΦΙΛΙΩΝ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΙ
(… η εποχή των όρκων έχει περάσει ανεπιστρεπτί …)
Κάποτε εν ώρα απουσίας του
αναχωρητή Σεπτεμβρίου κι ενώ το μεσημέρι γδύνεται τα τζιτζίκια
του Άφωνοι μαντατοφόροι βιαστικοί Σε αχθοφόρους φιλιών μεταμφιεσμένοι Παραβιάζουνε τις κάμαρες όπου γερνούνε οι
γυναίκες Για να κρύψουν στα χαλασμένα
στήθη τους ένα κουτάκι Σπίρτα για τις νύχτες που δεν θα έχει φεγγάρι για τις νύχτες που θα ξανάρθουν οι
πόθοι για τις νύχτες που θα βάλουν
φωτιά στα αφόρετα φτερά και
τις θαλασσογραφίες Αιφνιδιάζουν
οι ανάγωγοι ακόμη Και τα προσηλωμένα
δένδρα στο δυσανάγνωστο ουρανό
(μπερδεύει τελευταία τις ημερομηνίες που αποδήμησαν οι άτολμες αγάπες με τις νέες διευθύνσεις
των νεκρών) Ευτυχώς την ώρα εκείνη τα
παιδιά είναι συνήθως Απασχολημένα· γράφουνε το όνομά τους στο γύψο του Φίλου τους
- η εποχή των όρκων έχει περάσει
ανεπιστρεπτί Φεύγοντας καρφιτσώνουμε στις πόρτες των
σπιτιών Χαρτάκια με αλλόκοτα σημειώματα και
υπογραφές Αγνώστων, όπως:
«Σ’ αφήνω Βίργκω, για να διατηρήσουμε ακέραιο τον έρωτά μας» Παύλος
«Υπάρχουν και πολλοί
πιερότοι» Μαριάμπας «Λίλη αγάπα με» Βλαδίμηρος
Κι άλλα τέτοια ακατάληπτα Ύστερα
χάνονται κι ούτε ίχνη στα φρέατα Μήτε αποτυπώματα στους φεγγίτες Σαν να μην ήρθανε ποτέ. Κάθε Σεπτέμβρηη. Μονάχα λίγη περισσότερη σκόνη πάνω στα
κάδρα Έπιπλα που, όταν όλοι κοιμηθούν, κάπως παράξενα Αστράφτει
κι ο σκύλος ως την αυγή Δε σταματά να της γαυγίοζει!.. [ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΗΡΘΑΝΕ ΠΟΤΕ από τη συλλογή της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου
ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ Εκδόσεις Αρμός 1999)
Δευτέρα,
17 Φεβρουαρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου