(… σε τσακισμένα δάχτυλα και καταφαγωμένα
καθώς χιμούσε πάντα
πάνω μου το λυσσασμένο τίποτε της ζωής…)
Δεν έχω χρόνο πια με εγκαταλείπουν
οι πράξεις και τα
λόγια
Όλα έχουν τώρα την ευπρέπεια αυτών
που αποσύρονται
τα χέρια των αγαπημένων μας ψάχνοντας
για άλλες χειροπέδες
κι η άμπωτη απ’ τα σπασμένα κρύσταλλα του έρωτα
κι ο δήμιος που τελειώνει τη δουλειά
του
και κάνει το σταυρό του
και γυρνάει κι αυτός στο σπιτικό του
όλα έχουν την ευπρέπεια αυτών που
αποσύρονται
και μόνο η φωνή μιας γυναίκας να τρέμει
και να τρίζει σα σπασμένη σκάλα
«…το
βράδυ μην αργήσεις…»
ποιο βράδυ, θεέ μου, τι να μην αργήσω
μέσα σ’ αυτό το αβυσσαλέο παθητικό
του χρόνου
Πώς τον καιρόν εν ατοπήμασιν
εβιότευσα ρεμβόμενος…
Μαρτύρια πάνω στα μαρτύρια
και κρίματα πάνω στα κρίματα
χρεωκόπος του καιρού ασύγγνωστος
και φτάνει τώρα ξαφνικά το μήνυμα
ο Αγώνιος πεθαίνει…
Να τον προφτάσω πρέπει, ανάγκη πάσα
τώρα,
σ’ αυτό το τώρα που δεν είναι χρόνος πια
αραιώνει – αραιώνει το παρόν τριγύρω
μου κι ο Αγώνιος πεθαίνει
να τον προφτάσω κι ας μην τον προφτάσω πια
να ξεκινήσω αμέσως… από πού για πού
σε μια κατάκοπη ακαταστασία σωριασμένα όλα του βίου μου
-έτσι τα βρίσκει όταν έρχεται το μήνυμα
έτσι όπως πριν από μετοίκηση μες σ’
έξαλλα δωμάτια
σκόρπια χρειώδη και άχρηστα ευτελή
και
τιμαλφή ενθύμια και φυλαχτά
φτωχές παρηγοριές της καθημερινής
αφής
και της χαμοζωής μας
απελπισία του τι να πάρεις και τι
ν’ αφήσεις
απελπισία του να σε νοιάζει ακόμη τι
να πάρεις τι ν’ αφήσεις… -
σε μια κατάκοπη ακαταστασία
σωριασμένα όλα τα του βίου μου
σ’ αυτό το τώρα που δεν είναι χρόνος
πια
αραιώνει – αραιώνει το παρόν τριγύρω
μου
κι είμαι στο πουθενά
και μόνο η φωνή μιας γυναίκας να
τρέμει και να τρίζει σα σπασμένη σκάλα
«…το βράδυ μην αργήσεις…»
[πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986
Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα από την ίδια συλλογή
Αντιγραφή και επικόλληση από
το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις
Ύψιλον 2017]
ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΤΑΞΙΤΖΗ, ΠΕΡΑΜΑΤΑΡΗ,
(… πώς θες να σε
πληρώσω, πε μου, με χρόνο
ή με απόσταση;…)
-Άνθρωπε μου, πώς έμπλεξες σε τούτο το σαφάρι;
Μου φαίνεται στα ρούχα
σου έχεις αίμα·
δικό σου ή ξένο, δεν ξεφεύγεις…
Πού πας και
ποιο το τέρμα που γυρεύεις;
-Αφετηρία γυρεύω εγώ,
όχι τέρμα.
Διαδηλώσεις, λιτανείες,
ναυάγια,
συνθήματα σεληνιασμένα,
σταυροί και σφυροδρέπανα μπλεγμένα
στους δρόμους πάθη
κολασμένα κι άγια.
Στην άκρη της κραυγής «ελευθερία»
γκρεμνός ανοίγεται· και σκότος
εγένετο ναθύ μέσα στο
σκότος της πίστης…
-Και
ζητάς αφετηρία;
Είναι όλα όπως σ’
εκείνη την πλημμύρα
που ξέχωσε το κοιμητήρι
Απ’ τον Κόκκινο Μήλο τα
κουφάρια
τα ρεύματα ως την
Αίγινα τα πήραν…
-Α, είμαστε στίχοι και
δεν μας ακούνε
κι ούτε μπορούν να μας προφέρουν…
Κάποιος πεθαίνει και δεν τον προφταίνω
κι οι δρόμοι αδιέξοδοι
παραληρούνε
σειρήνες προβολείς
ντελίριουμ τρέμεις…
Βάστα, λοιπόν, της μηχανής
σου
τα άτια που λάδια και βενζίνα
αχνίζουν,
πάρε τον οβολό μου κι άφησέ με
εδώ που δεν υπάρχει
μπρος ή
πίσω
ούτε σκοτάδι ούτε μέρα.
Σημείο νεκρό… Όπως – όπως
παραπέρα
λόγος πεζός μπορεί να
συνεχίσω.
Χωρίς πανί, με το κουπί στα βάλτα…
Σαπίζει η γλώσσα και το
πνεύμα·
διήγηση δε θα γίνουμε
ποτέ μας
μπάζει νερά, βουλιάζει η παλιά ριμάτα.
Φωνήεντα, φωνήεντα… Πεθαίνω
μέσα σε μαύρα
σύμφωνα!..
[δεύτερο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΚ
ΠΕΡΑΤΩΝ 1986]
ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟ ΚΥΛΑΕ ΤΟ
ΠΟΤΑΜΙ
(τρίτο απόσπασμα από τη
συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ
1986)
αλλά κρατώντας οι
άνθρωποι τις ξεχωμένες ρίζες τους
θαρρούν από κάπου κρατιούνται
και φυλάνε οράματα κι
οστά προγόνων και τέφρες ονείρων και
τηρούν ευλαβικά κανόνες και
νηστείες κι έτσι κατέβαιναν με προαιώνια
εμβατήρια ψαλμωδίες και θρήνους
Ανδρείοι και μαζί
περίτρομοι στο ποθούμενο και το επερχόμενο επιζητούσαν τάξη στις γραμμές τους και
ακλινή και άτρωτον την πίστιν μη ταραχθεί
ο ρους τους από αχαλίνωτες επιθυμίες
και πάθη κι απ’ τα κακά τα
πνεύματα ή μη πεταχθεί από καμιά μερά
άξαφνα του Κίτσου η μάνα που δε νογάει από Ιστορία κι αρχίσει τις κατάρες και το πετροβόλημα
γι’ αυτό και όσοι ήτανε
στις παρυφές του πλήθους κρατιούνταν
χέρι – χέρι ο ένας με τον άλλον κάνοντας γύρω – γύρω μια σφιχτή αλυσίδα φράχτη από κορμιά μπλεγμένα σαν τις κληματίδες και τα
πολυτρίχια που τα σέρνει το νερό κι
έτσι ξεριζωμένο και μαζί του ο φράχτης κύλαε το ποτάμι
Κι απέξω από κοντά και δίπλα με όψη αλλοπαρμένη
και περίλυπη πήγαιναν κάποιοι άλλοι αποδιωγμένοι απ’ το
ποτάμι γιατί είχαν γεννηθεί
απελπισμένοι Κι αντιμιλούσανε σ’ αυτούς
που κύλααν στο ποτάμι «…που πάτε έτσι ζωσμένοι το ίδιο σας το δίχτυ
και τις αλυσίδες σας… ποτέ σας δε θα βγείτε από την κοίτη… πιο κάτω θα σας
θάψουν όπως τόσα ποτάμια που τα κάναν υπονόμους…» έτσι πικρά μιλούσανε γιατί είχαν είχαν γεννηθεί απελπισμένοι
Μα αυτοί που κύλααν στο
ποτάμι εν πνέοντες, προς εν βλέποντες, μίαν οδόν ζώης ευράμενοι ούτε ν’ ακούσουν ούτε οι άλλοι ν’ ακουστούν αφήναν και με
τις ρυθμικές ιαχές τους βούλωσαν τ’
αυτιά τους και έβριζαν τους απέξω αιρετικά βδελύγματα προδότες
προβοκάτορες και ανώμαλους
και τοξικομανείς και
τέτοια κι όλο
και πιο πολύ συσφίγγονταν κοτσίδα
μουσκεμένη πυρετό και
παραλήρημα
Κι οι απέξω όσο κι
αν αποδιώχνονταν και βρίζονταν δεν έφευγαν Από Κοντά και δίπλα πάντα πήγαιναν
μαγνητισμένοι απ’ το ποτάμι Γιατί
ήξεραν που μέσα εκεί ανέκαθεν κυλούσαν μάρτυρες καρτερόψυχοι συντριβόμεοι
ποιναίς και θηρίοις
βρώμα αδόμενοι και τεμνόμενοι μεληδόν τω ξίγει
και εις βυθόν θαλάσσης ριπτόμενοι
πυρί δαπανώμενοι και ωμοτάτη κρίσει καταξεόμενοι θύματα χθες
και σήμερα και αύριο
και πάντα σε άνιση πάλη κι αγώνα μες σε φριχτές σκοτεινές φυλακές τροχούς τε
και αρθρέμβολα και
τροχαντήρες και καταπέλτας
και λένητας τηγανά τε
και δαχτυλήθρας και
ζώπυρα πυρός και ηλεκτρόδια
και παραισθησιογόνα
Αλλά σκληρή κι
αχάριστη η μοίρα της θυσίας η
ανταμοιβή της κίβδηλη και τιποτένια
κι η αμάχη και τα
βάσανα των ανθρώπων ατελεύτητα κι έτσι όπως
συσπειρώνονταν και κύλαε σα φίδι το ποτάμι όλο άλλαζε
κι άλλοτε διαδήλωση άλλοτε επιτάφιος άλλοτε σιδερόφραχτη λεγεώνα και
πάλι επιτάφιος και πάλι διαδήλωση κι αξεδιάλυτο το αίνιγμα του κόσμου
Γιατί κρυφές κι ανείπωτες οι τριβές των ανθρώπων μεταξύ τους
Αγγίγματα σκοντάματα
συντρίμματα στο κύλισμα τους και
σκοτεινιάζουν τα νερά ρεύματα
κι αντιρρεύματα σπειροειδείς τροχιές δίνες
αναφουσκώματα χωνιά
στροβιλισμών κι επάνω κάτω τα κορμιά κουτρουβαλούν
χτυπιούνται και τσακίζονται κι
όταν το Περιστέρι καταβαίναν ακράγγιζε τα άγρια νερά της Πράξης αρπάχτηκε
μαδήθηκε σε ματωμένα ξέφτια και φτερά
σέρνοντας και τον ξεσκισμένο
ουρανό μαζί μες στις ρουφήχτρες και πού είναι ο ρους και
πού η οδός πού ο κόσμος
Ξεριζωμένο κύλαε το
ποτάμι καταραμένο κύλαε το ποτάμι Από όχθη σε όχθη να χτυπιέται που φάνηκε
πως μια στιγμή τον είδα -
Αγώνιε, φώναξα, μα αυτός τσακίζονταν σε πέτρες
και σε αγκάθια!..
ΔΥΟ ΓΟΝΑΤΑ ΓΥΜΝΑ ΚΙ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑ…
Είκοσι χρόνια πριν τα
είχα σβήσει μες στις χούφτες μου
όμως και τώρα ακόμα
η ανταύγεια της
χλωμάδας αναθρώσκει
ως το ναυαγισμένο
πρόσωπο
κι ως το τρεμάμενο
ποτήρι που υψώνεται αγγίζοντας τα χείλη
σα μετάληψη – Θα πιεις
κι εσύ;
Οίνος μονάχα κι όχι
άρτος
τίποτα πια απ’ το σώμα
του
Έλαβαν έφαγαν
οι πάντες εξ αυτού
οι έγνοιες των
άλλων, του πλησίον τα βάσανα κι οι
λάμιες υποθέσεις
η υπόθεση του λαού κι η
υπόθεση της ποίησης
Μη με ρωτάς λοιπόν
μπορεί εγώ να ’μαι που
τον είδα τελευταία
μα δεν τον σκότωσα εγώ
Κι ύστερα εσύ ποιος
είσαι και πώς μπαίνεις έτσι
σπάζοντας το κάδρο
κι από πού πνέεις
ανασηκώνοντας με λύσσα την κουρτίνα
σαν το φάντασμα μιας
φούστας
Δεν έχω τίποτε να
πω ή
να ομολογήσω
λόγια τρεκλίζοντα και
σαλεμένη μνήμη ηχούσης θαλάσσης και σάλου
έρεβος κάμαρη ξυλάρμενη
με πόρτες κι έπιπλα ξυλόγλυπτα
σκαλίσματα σαν βράχια
αγκαθωτά
δέρνεται το κενό απάνω τους
αγρίζοντας
προσάραξέ με κάπου, άνεμε,
προσάραξέ με!..
Και μη σαρώνεις τα
συρτάρια και τα σωθικά μου
δε γράφω πια φοβάμαι
απ’ τους βυθούς οι
στίχοι ανεβαίνουνε φύκια θανατερά και σαρκοβόρα
κι ούτε εμπιστεύομαι –
τι εμπιστοσύνη μπορώ να έχω – στους αιώνες
είναι τρελοί νεκρόφιλοι
σε ανάπαυση δεν θα μ’
αφήσουν θάβοντας και ξεθάβοντάς με αδιάκοπα
Τα ασήμαντα τα
τιποτένια αυτά μονάχα σώζονται στο χρόνο
αυτά έχουν ανάγκη οι άνθρωποι
μ’ αυτά παρηγορούνται όχι με τ’ άλλα
Ως εμαγαλύνθη τα
σκύβαλά σου, Αιωνιότητα,
ως εμεγαλύνθη τα
σκύβαλα…
Πρέπει να κάνεις το
αντίδρομο ταξίδι
όσα έχεις πει να τα
ξεπείς
κι όσα έζησες να τα ξεζήσεις
αλλιώς τίποτε δε θα
βρεις και δε θα μάθεις
Ξέχασες τη ζωή σου
κρεμασμένη πάνω μου
πάρε την πίσω φόρεσέ την
τυλίξου καλά
δεν ξέρεις τι σε
περιμένει…
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ
ΠΟΙΗΤΩΝ, ΠΟΥ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΑΦΗΣΑΝ ΑΤΑΦΑ … ΕΙΜΑΣΤΕ…
(… από δειλία ή δόξας λύσσα
ή ξαφνικό χαμό…)
Σε δίχτυ πληροφοριών μπλεγένος
τα ίχνη εμένα του ίδιου που πεθαίνω
μάταια ζητώ. Ανεξιχνίαστος
φόνος. Τι έγινε ό,τι ητανε τόπος και
χρόνος της ύπαρξής μου; Ανύπαρκτες διευθύνσεις και
ημερομηνίες… Παραισθήσεις κάνουνε το κορμί μου άγνωστο μέρος, ονόματα που μόλις τα προφέρω στάχτη στο στόμα γίνονται, χωρία ανερμήνευτα σε μαντικά βιβλία ενέδρες φονικές με τριγυρίζουν, σελίδες στο κενό γυρνούν και
τρίζουν πορτόφυλλα στον αέρα
δίχως πόρτες λέξεις – λέξεις φονιάδες και προδότες… Κι έτσι στο περιθώριο σφαγμένος τη νέκυια μου
τελώ και
κατεβαίνω στης Ποίησης τον Άδη… Έσχατο
ρίγος μ’ αρπάει και στα έγκατα με πάει δίχως
ακόμη να περάσω τα σκοτάδια
τρέχουνε καταπάνω μου κοπάδια
σαρκονεφέλες αέρινες
σπιλιάδες αλλάζοντας αδιάκοπα
χιλιάδες σχήματα όπως απλώνουν και
τανύζουν ρευστές φωνές και χέρια και μ’ αγγίζουν «Τα λόγια των ποιητών, που οι ίδιοι αφήσαν άταφα από δειλία
ή δόξας λύσσα ή ξαφνικό χαμό,
είμαστε· ούτε μνήμα πονετικής
σιωπής μας δέχτηκε ούτε Ποίημα. Θνητά
και καθημερινά και γήινα
έξω από τέχνη και ζωή απομείναμε
άλυωτα στο μαρτύριο της σάπιας αθανασίας… [ΠΕΜΠΤΟ απόσπασμα από τη συλλογή του
Βύρωνα Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986 –
συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]
Παρασκευή, 7 Φεβρουαρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου