(… κι ακόμη απόλυτα δεν έχει
αποχωρήσει η μέρα…)
… μα ούτε και τ’ απόγεμα έχει απλωθεί
ολότελα
κι εμείς ανάμεσα στην πλήξη του
μεσημεριού
και την ελπίδα την κρυφή για ό,τι
φέρνει η νύχτα
νιώθουμε διχασμένοι,
κι ακουστεί το χτύπημα στην πόρτα μας
απρόβλεπτο
και ανοίξουμε απορημένοι και δούμε απέναντι
φίλο
ή γνωστό,
που τι κι αν είδαμε τόσες φορές,
τώρα σαν γνώριμο άγνωστο τον
αντικρίζουμε, ακαριαία,
με άφιξη όχι θνητού αλλ’ απ’ αλλού
σταλμένου μοιάζει
αυτή η καθημερινή και τόσο ασήμαντη
μα ξαφνική,
ωστόσο, παρουσία.
Μ’ αυτό τον τρόπο μοναχά στο μυστικό
μετέχουμε,
μεσ’ από αβέβαιες φρεναπάτες,
μια και τ’ απόκρυφο για μας
στο πιο κοινό κι αδιάφορο φωλιάζει,
στο σχόλιο του αέρα, όταν σαλεύει μια κουρτίνα,
ή στο
τυχαίο πέσιμο ενός χαρτιού στο πάτωμα,
που όμως κάποτε το χαρακτήρα παίρνουν
μιας ακατάληπτης μεταφοράς…
Τάγματα του Θεού, εσείς που όλα τα μπορείτε
μα τίποτε δεν στέργετε πάρεξ σιωπή
και φρόνηση
μες στη μεγάλη μοναξιά της παντοδυναμίας
εμάς που δεν αξιωθούμε ουδέποτε μιαν
οπτασία,
που μόνο με όνειρα και
ψευδαισθήσεις
πάντα ο ίδιος μας ο εαυτός θα
φανερώνεται
ως εν εσόπτρω,
όχι στα πρόθυρα της πτώσης μα τη στιγμή της έξαρσης
παρασταθείτε μας,
να ’μαστε ανύποπτοι τουλάχιστον και
ταπεινοί
όπως τα περιστέρια μέσα στο άσπρο
πέταγμα!..
[ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΥΣΗ τελευταία ενότητα στη
συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996
κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό
τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις
Μεταίχμιο 2013]
ΚΑΝΕΝΑΣ ΠΙΑ ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ
ΕΔΩ, ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ…
(…τόσο ψηλά, όπου η ψυχή μου φεύγει…)
κι όμως μου φαίνεται τώρα η ζωή πιο υπαρκτή,
τα πρόσωπα πιο κοντινά
και ο πηλός της γης πιο οικείος,
έτσι που μάκρυνα μες στην αιώρηση,
παράξενο να νιώθω
πανέτοιμος όσο ποτέ
να φιλήσω ένα στόμα.
Θυμάμαι κάποτε σε μια κοιλάδα απόμακρη γύρω
τριγύρω είδα
τα σύννεφα να φτάνουν χαμηλά,
καθώς πλησίασμα του ανέφικτου στο χθόνιο και τετριμμένο,
κι αυτή η άπλα του
ορίζοντα ήταν ολόκληρη απ’ το διάστημα
τόσο στενά πολιορκημένη
ώστε να μοιάζει, αν
και καθηλωμένη, με ιπτάμενο σώμα·
κι η αμεσότητα του
μακρινού τόσο πολύ δυνάμωνε
που και τ’ απέναντι βουνό
το χέρι απλώνοντας θα το ’χα αγγίξει,
ενώ η καρδιά μου τρέμοντας σα να ’βλεπε εικόνα
ξαναϊδωμένη σ’ άλλης στιγμής το φευγαλέο όνειρο,
για πάντα κέρδιζε μια έστω και προσωρινή αντίληψη
αθανασίας…
Τάγματα του Θεού, πώς γίνεται να ζει κανείς
λες και είναι η κάθε ώρα του η τελευταία
να ’χει πετάξει αποδώ
κι όμως εδώ να μένει
και να μπορεί εκεί που κάθεται στην κάμαρα, σκλάβος της μέριμνας,
και συλλογιέται
να νιώθει απρόοπτα,
όπως ο ετοιμοθάνατος από αιθέριες μορφές
ίδιες με σύννεφα
χρυσά τριγυρισμένος;
[κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή
Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996]
ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΚΑΙ ΘΡΙΑΜΒΟΥ…
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996)
Ω υψηλά τοπία της ανάβασης,
κεκλιμμένοι ουρανοί σε λαμπερό μυστήριο
σας είδα στο μεταίχμιο παρακμής και θριάμβου.
Έπεφτε η πίκρα του καιρού,
μενεξεδένιο ημίφως,
όταν στα απώτατα της γης βγήκε ένα φως εσπέριο
ή μάλλον φάσμα αχνού φωτός,
πάνω απ’ των λόφων τη γραμμή κι από
τους αμπελώνες,
χαλκοπράσινο φως,
δίχως σκοπό ή αιτία,
μια φωταψία ευοίωνη,
όπως ανοίγει η πόρτα
και ξεχύνεται από κλειστό δωμάτιο ένα φέγγος.
Κι εγώ που κοίταζα
χωρίς να σκέφτομαι,
από το κοίταγμα του διπλανού μου που ξαφνικά
το είδα να βουρκώνει
κατάλαβα ότι εκεί κάτι βαθύ συνέβαινε
γεννώντας μια συγκίνηση ανάμεικτη με φόβο,
καθώς μακριά
κοπάδια αμνών
μου θύμιζαν καμπάνες κάποιας αλήθειας φυσικής
για πάντα θυσιασμένης,
καθώς μπροστά μου αντίκριζα
στ’ αγκάθια καρφωμένο
μια κατακόκκινη καρδιά το τριαντάφυλλο
στην ώρα αυτή του δέους να συμμετέχει σκύβοντας
μ’ όλα μαζί τα πέταλά του ανοιγμένα…
Τάγματα του Θεού, έρχεται κάποτε μια ώρα
που πάνω από βάσανα
και δοκιμασίες
βγαίνει ένα σύθαμπο γλυκό
και ξαστερώνει του
βίου μας την καταχνιά·
κι ενώ η νύχτα επίκειται,
πέρασμα εκείνο ανοιίγει,
και μας καλεί προσωρινά
μόνο σ’ αυτό μόνο
σ’ αυτό
που θ’ άξιζε να ’χαμε ζήσει.
ΡΟΧΘΕ ΜΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΗΣ ΖΩΗΣ
(… ύμνε απεγνωσμένε
που τυραννάς τα χείλη…)
μίλα και πες γι’
αυτή την άπειρη στιγμή όπου ανυψώθηκα
κι είδα μια δύναμη να διαπερνά ολόκληρο το βίο μου
και να τον κρίνει,
μέλλον μπροστά μου δεν υπήρχε
κι είχα ξεχάσει ότι γεννήθηκα
κι ο θάνατος ήταν μια λέξη ματαιωμένη,
μνήμη και πράξη
κι όνειρο είχανε γίνει ένα.
Στο δρόμο πήγαινα όπως πάντα, χαμένος περιπατητής
και η αιθρία σκόρπιζε μ’ αέρα καλοκαιρινό
την καταχνιά της άνοιξης απ’ τα ουράνια,
όταν μια αίσθηση ερημιάς
ράγισε απότομα το κρύσταλλο του εαυτού μου,
κι ολόκληρο το
παρελθόν τριγύρω μου αναπήδησε
κι είδα ν’ αστράφτουνε ψηλά
πέτρες πολύτιμες τα σφάλματά μου
κι ήταν αργά για μεταμέλεια
ή τύψη
κι ήταν αμείλικτες
οι όψεις των ανθρώπων
κι έσταζα δάκρυα παντού
λες κι είχα βγει πρωτύτερα μέσα απ’ της μετάνοιας την
τρικυμία,
βότσαλο
εργασμένο, αφού με
περικύκλωναν κύματα,
στίφη μοναξιάς, κύματα
η πρώτη μου ζωή εξαγνισμένη
κατέφτανε από παλιά σ’ ένα καινούργιο έδαφος να με
προϋπαντήσει…
Τάγματα του Θεού,
ποιο ρήγμα σπάει το είναι μας
κι αιμορροεί ένα θάμβος,
όταν πια όλα χάνονται
κι όμως εμείς μπροστά μας τότε
να τ’ αντικρίζουμε όλα δικαιωμένα
και να ’ναι όλα ένας
παλμός
ίδια η ψυχή του κόσμου.
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996
αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013,
εκδόσεις Μεταίχμιο 2013]
ΒΙΑΙΟ ΦΩΣ ΠΙΟ ΒΛΟΣΥΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΣΚΟΤΑΔΙ…
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996)
… άσπιλο γέννημα του πάθους, κρίνο
αγγελικό που φύεται στη λάσπη,
εσένα τώρα ευαγγελίζομαι
στου αναθέματος την αγκαλιά
όπου είμαι δέσμιος
και γαληνεύω.
Εκεί που σφύζει το παρόν σ’ όλη του την ικμάδα
κόπος και πόνος
του να ζεις από ψηλά
είδα ένα πλήθος από αιχμές
ένα γιγάντιο ΕΙΜΑΙ
να μυρμηγκιάζει αέναα
γύρω από κάτι άσπρο που φωσφόριζε
να το συσφίγγει ασφυκτικά
για να το καταπνίξει
μα τέλος να υποτάσσεται
μια δύναμη φυγόκεντρη
γύρω από τον πυρήνα
σκλάβων ορδή
εξεγερμένη αιώνια κι αιώνια πειθήνια
στ’ απόλυτο αυτό κέντρο.
Κι από τα βάθη της καρδιάς
του οράματος τότε ανέβηκε ένας κλαυθμός κι αυτό το φως
έγινε ύλη και
αναπόδραστη ορμή
γεμίζοντας ολόκληρη ως πέρα
την κοσμοπλημμύρα,
ωκεανός ήλιου ρευστού
που αδύνατο κατάματα να τον κοιτάξεις…
Τάγματα του Θεού, τι
να ’ναι τούτος ο λυγμός
που βγαίνει από τα έγκατα παμπάλαιης θυσίας
κι αυτό το φως που
ξάπλωσε, μάζα αιθέριας φωτιάς
απρόσιτη απ’ τα μάτια
κι αποτεφρώνει το έρεβος
πώς ανασταίνει πώς νικά
πώς δικαιώνει καίγοντας
στοίβες από
συντρίμμια;
ΚΑΠΝΟΣ ΚΙ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΤΩΝ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΜΟΥ ΟΙ ΣΚΙΕΣ…
(… κι απ’ την ακμή της νεότητάς μου βγαίνει ένα σκέλεθρο εαυτού, ίδιο των γηρατειών μου…)
του χρόνου φόβητρο για ν’ απειλήσει
αυτό που είμαι τώρα εδώ,
στην κόψη της απάρνησης
άθυρμα του ανέμου.
Δεν είναι ο κόσμος φάντασμα, είναι μια πέτρα
και πάνω της χαράγματα,
σημάδια των ανθρώπων,
όπως το δέρμα κάποιων αντρών παλιών που άντεξαν
και βασανίστηκαν βουβοί μες σο μυστήριο του πόνου·
γι’ αυτό κι εγώ εκλιπαρώ
να βρω ένα σώμα για ν’ ακουμπήσω στέρεο,
ένα σημείο σύνορο, μοναχικό λιθάρι
και μια ζωή απλοϊκή
στα πέρατα της εξοχής
τα χώματα τ’ αρχέτυπα, σα να ’χα προϋπάρξει…
Τάγματα του Θεού , μες στο προαύλιο της εκκλησίας είδα
τυχαία μια φορά της Σύναξης σας το εικόνισμα
να κρέμεται σε κόγχη ασβεστωμένη
κι όπως σκυθρώπιαζε το άλσος των κυπαρισσιών
και σιωπούσε η κρήνη,
φτάνει ένα σύμφυρα πουλιών.
λευκά και γκρίζα περιστέρια.
κι εκεί στη μέση της αυλής,
πάνω στα μάρμαρα των τάφων.
στάθηκε απότομα όλο μαζί
κι ανίδεο έβοσκε
χωρίς καμιά συνείδηση της ομορφιάς του.
[αποσπάσματα
από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό
τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις
Μεταίχμιο 2013]
ΚΑΤΑΙΓΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝ…
(… πάνω απ’ τις
αντηρίδες ένα τοπίο ανάληψης…)
… στον κήπο που φιλοξενεί ό,τι
αδελφωμένο, εκεί που ως και τα ζώα κοιτάζονται στα μάτια πονετικά με βλέμμα ανθρώπινο, κι η βασιλεία του αγαθού βουβά
επισφραγίζει ένα θλιμμένο σούρουπο, μια σιωπή,
ένα τέλος… Τάγματα του Θεού, όταν ριγμένα καταγής κάτω απ’ τη λόγχη του
θανάτου θα δούμε να ’ναι οι πόθοι μας
κρύοι όπως οι τοίχοι, αυτή μόνο η
αίσθηση μιας έγερσης πουλιών θα μας
κυριαρχεί, απόσταγμα ορμής απ’ τον
επίγειο κόσμο, και πια οι τόποι θα
μακραίνουν μες στην απόκοσμη ερημιά,
εκεί που αλλιώς θα εικονιστούμε,
κι ούτε καν πρόσωπα για μια στιγμή έστω θα θυμηθούμε που κάποτε με πάθος
αγαπήσαμε, μα κάποιο ρίγος σαν κι
αυτό σμήνος που φλέγεται από φως άσπρο
κι ασημένιο, ενσαρκωμένη
ανάμνηση, δίνη αστραπιαία κι αγνότητα που πλαταγίζει και
σβήνει αναρπάζοντας ολόκληρο το
είναι μας έβς το τέλειο μηδέν, θ’ ακούγεται να διαγράφεται, να σπαρταράει ξοπίσω μας λυτρωτικά, τα πάντα εκπληρώνοντας έτσι σαν ένα Χαίρε!.. [αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη
ΜΙΧΑΗΛ 1996, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ
ΑΛΛΟΥ, Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003]
Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου