(… στους πίνακες απλώνονται χρώματα μυστικά…):
όταν ανθίζει
κρύβεται
και με τους ήχους χάνεται
το κάτι αυτής
της άλλης μουσικής
και εμφανίζονται σκιές θρυμματισμένα σύμβολα
ίχνη που οδηγούν σε νέα αινίγματα
και η σιγή
η απόλυτη
πυκνότητα
το ανέκφραστο
λυτρωτικό σαν μοίρα
σαν πατρίδα
αν είναι να
χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
τότε γιατί
ανοίγει μέρα και νύχτα ο ουρανός
γιατί η ψυχή μας
δειλά προφέρει τα μυστικά φωνήεντα
γιατί αλάνθαστα
γνωρίζει την πατρίδα.
αν είναι να
μοχθούμε για πάντα στο σκοτάδι
γιατί ο δρόμος με τα χίλια αινίγματα
η μουσική τα χρώματα
η ποίηση γιατί
αν είναι να
χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
τότε γιατί μας
δόθηκε το φως
κι έμεινα
μόνος
με το γαλάζιο
έλεος
της τελευταίας
στιγμής στα μάτια σου
γαλάζιο ωκεανός
και σιωπητήριο
γαλάζιο που με
γέννησε
με φώτιζε και με
σκοτείνιαζε
που
ακτινοβολούσε και φτερούγιζε
έμεινα μόνος με
το βαθύ γαλάζιο
σαν αντίο στα
μάτια σου
μητέρα
[ΟΤΑΝ ΑΝΘΙΖΕΙ ΚΡΥΒΕΤΑΙ, ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ και
ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ, τρία ποιήματα
από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου
ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999.
κι άλλες επιλογές από την ίδια
συλλογή έτσι όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων: Τόλης Νικηφόρου ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ, Επιλεγμένα
Ποιήματα 1966-2017, εκδόσεις Ρώμη]
ΜΑΘΗΤΕΙΑ 2
(κι
άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999)
και πάλι υπέβαλα στο άγνωστο
τις πέντε αισθήσεις μου και
την ψυχή μου
και έγινα δεκτός στην πρώτη τάξη
του σύμπαντος σχολείου της αγάπης
τα τραύματά μου γράφοντας σαν όνομα
στο εξώφυλλο της καθημερινής ζωής
είναι καλός για άνθρωπος λένε οι δάσκαλοί μου με τον τρόπο τους
μια φλαμουριά που αγγίζει το μπαλκόνι
μου
ένα γιατί που περπατάει νωχελικά στον
ήλιο
θα μάθει γρήγορα όσα μπορεί να μάθει
κι εγώ επιμένω
αφού δεν έχω πού αλλού να πάω
μερόνυχτα εγκύπτω
και λέω πως συνεχίζω τις σπουδές μου
σ’ αυτό το πρώτο και
πιο δύσκολο σχολείο
απ’ το οποίο δεν προβλέπεται
αποφοίτηση
ΚΙ ΟΣΟ ΠΛΗΣΙΑΖΕΣ ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ
δένδρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά
και κάτω απ’ τις κραυγές των
γλάρων το ωδείο
στο πάρκο της Ηλεκτρικής από νωρίς
περίμενα
κοιτάζοντας προς τη μεριά της θάλασσας
κάποτε φάνηκες
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
και μέσα στην ομίχλη μου χαμογελούσες.
στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις
κι ύστερα έφυγες.
κι όσο, χρόνο το χρόνο, στο βάθος σβήνεις
τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου.
μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα
πως είσαι δεκαοχτώ χρονών
κάπου έξι μήνες πιο μικρή από μένα
πηγαίνεις στο παλιό ωδείο
σε λεν
Σιμόνη
κι αγαπιόμαστε τρελά
[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΓΑΛΑΖΙΟ
ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999]
ΛΕΠΤΗ ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ ΚΛΩΣΤΗ
(κι
άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999)
από τα παιδικά σου χρόνια ξύπνησες πλάι μου
και μέσα στο σκοτάδι λάμπεις
με τις οικείες κινήσεις των χεριών σου
με χώρες μακρινές να φτερουγίζουν στην ανάσα σου.
ξύπνησες πλάι μου με θαύματα μικρά
και μέσα στο σκοτάδι λάμπεις
λεπτή πολύχρωμη κλωστή
που με κρατάει ακέραιο πάνω απ’ την άβυσσο
ΕΥΤΥΧΙΑ
σε γνώρισα σε χρόνο παρελθόντα ή
μέλλοντα
με κάτι από γαλαξίες στο βλέμμα σου
στην κίνησή σου κάτι από γατάκι ή
τίγρη
στο φόρεμά σου κάτι από το φως
σε κάποιαν άλλη εποχή πρέπει να ζήσαμε
μαζί
σε κάποια χώρα μακρινή σε ξέρω
ξέρω
όταν χαμογελάς κάθε ρυτίδα σου
κι όταν σωπαίνεις ξέρω
το σκοτεινό βελούδο των ματιών σου
σε νιώθω τώρα μέσα μου να αναδύεσαι
γεύομαι και
μυρίζω κάθε σου τόπο μυστικό
είσαι ο αρχικός μου κωδικός
ψυχή αιώνια παρούσα
και απρόσιτη
ΣΤΗΝ ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ
κι αν κάποτε περάσουμε τ’ αγκαθωτά
συρματοπλέγματα
τα πλαγιομετωπικά πολυβολεία του
χρόνου
κι αντικρίσουμε πάνω απ’ τα μνήματα
σαν όνειρο να λάμπει η πολιτεία του
χρυσού
για πάντα στην κινούμενη άμμο της
ψυχής μας
απροσπέλαστο θα παραμένει το μυθικό Ελντοράντο
[από τη συλλογή
του Τόλη Νικηφόρου ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999]
ΣΕ ΑΚΥΜΑΝΤΑ ΝΕΡΑ
(από τη συλλογή του Τόλη
Νικηφόρου ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999)
καθώς η θάλασσα έρρεε προς την αμμουδιά
η σκάλα με τα βαποράκια απτόητη
προχωρούσε στ’ ανοιχτά
ξεχείλιζε στις κουπαστές ο κόσμος
κι εγώ από τις χαραμάδες
βυθιζόμουνα σε ακύμαντα νερά
Μπαξέ Τσιφλίκι μήνα καλοκαιρινό
κι ενώ μακριά αχνά χαμογελούσε η πόλη
και πίσω μου αντηχούσαν μουσικές
ΛΑΜΠΟΥΝ ΣΑΝ ΔΑΚΡΥΑ ΤΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ένα μικρός χριστός γεννιέται πάλι
αύριο
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει
θαμπά στο τζάμι
δένδρα για τα παιδιά καράβια για τα όνειρα
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους
παραμονή
και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα
ΜΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΠΩΣ ΔΑΚΡΥΣΕ ΤΟ ΦΩΣ
αυτή την άνοιξη μου φάνηκε
στα μάτια των παιδιών πως δάκρυσε το
φως
είναι μεγάλη η γειτονιά μας
κι έχει πολλά παράξενα ονόματα
όμως το φως δεν το γνωρίζει.
δεν ξέρει καν το φως από σημαίες και λάβαρα.
το φως μιλάει τη δική του γλώσσα
και τη μιλάει καλύτερα
όταν αστράφτει στα μάτια των παιδιών.
κι αυτή την άνοιξη
καθώς ξεκίνησε γυμνό
για τη μοναχική πορεία στο άγνωστο
μου φάνηκε στα μάτια των παιδιών
πως δάκρυσε το φως
[από τη συλλογή
του Τόλη Νικηφόρου ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999]
ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
(από τη συλλογή του Τόλη
Νικηφόρου ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999)
μια φορά κι ένα καιρό
στα βάθη της ανατολής
ζούσε ένας ήλιος μόνος.
σχεδόν παράνομος
με την πυρακτωμένη του καρδιά
προορισμένος ν’ ανατέλλει να φωτίζει
πάντα να βρίσκεται στον ουρανό
και να τα βλέπει όλα.
είπε η γιαγιά του κόσμου
γι’ ακόμα μια φορά θλιμμένη.
εδώ τελειώνει κάπως πρόωρα
αυτό το παραμύθι
ώρα να πάτε για ύπνο.
ε,
όπως πάντα,
ο ήλιος έζησε καλά κι εμείς βεβαίως καλύτερα
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΩΣ ΓΛΙΣΤΡΟΥΣΕ
ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ
απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο
το τελευταίο φως γλιστρούσε
κατακόκκινο
και πυρπολούσε το ελάχιστο διάστημα
ανάμεσα στην πόρτα και το
πάτωμα.
απελπισμένο
σαν κάτι να ζητούσε
σαν κάτι να ήθελε να πει στα παιδικά μου μάτια.
όμως εγώ δεν ήξερα το χρώμα του
αγνοούσα τη φωνή του
κι έμεινα εκεί αμίλητος
να το κοιτάζω εκστατικά να αργοσβήνει
κάτω απ’ την πόρτα
στο δωμάτιο του βάθους
[από τη συλλογή
του Τόλη Νικηφόρου ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999]
ΕΖΗΣΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΑΞΙΔΕΨΑ
όμως ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΜΑΘΑ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ…
(… λοιπόν,
μπορείτε να μαζέψετε τα ζάρια
για μας
τέλειωσε πια το παιχνίδι και
χάσαμε, όπως
ήταν φυσικό, τα πάντα… )
τι είναι αυτός ο δρόμος και
πού βγάζει ίσως τα μάτια μου να
θάμπωσαν ίχνη ζωής κρυσταλλωμένα στις σελίδες κάτω απ’ το φως όσα κοιτούσα και δεν
έβλεπα εκείνοι που πολύ αγάπησα ανίδεοι σαν κι εμένα έζησα χρόνια και δεν πήρα απάντηση γι’ αυτό που αστράφτει μέσα μου αυτό που μου ’δωσε ζωή και με σκοτώνει έζησα χρόνια
και δεν έμαθα λοιπόν, μπορείτε να μαζέψετε τα ζάρια για μας τέλειωσε πια το παιχνίδι και χάσαμε,
όπως ήταν φυσικό, τα πάντα ήδη χαράζει
και οι σιερήνες μας καλούν για ένα τελευταίο καφέ στην παραλία πάνω απ’ τους γλάρους και τα
πλοία έξω απ’ το γκρίζο φράγμα του
κυματοθραύστη βραχνά οι σειρήνες μας καλούν μες στην ομίχλη είμαι όσα μου δόθηκαν μια στάλα κόκκινο στο απέραντο του μπλε ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίποτα ήχους που κάποτε στον άνεμο σκορπίζω με το δικό μου όνομα γράφω για το δικό σας πόνο που ούτε δικός μου είναι ούτε δικός σας δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ γιατί εγώ είμαι όσα μου δόθηκαν γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι τώρα απομένει να επιστρέψω εκεί που κάποτε ξεκίνησα να επιστρέψω εκεί που οφείλω το εγώ που είμαι και
ποτέ δεν γνώρισα [ΕΖΗΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΜΑΘΑ, ΒΡΑΧΝΑ ΜΕΣ ΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ και
ΕΙΜΑΙ ΟΣΑ ΜΟΥ ΔΟΘΗΚΑΝ, τρία ποιήματα από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου
ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΑΘΥ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟ 1999 εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση: ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ επιλεγμένα ποιήματα 1966 –
2017]
Δευτέρα, 3 Ιουνίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου