Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

ΙΣΩΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ…

 (… φλεγόμενους εξαπολύει μονομάχους… )


Μαργαρίτες ταγμένες στη νύχτα των κλειστών βιβλίων

Και υπνοβασίες παιδικές που βγαίνουν να τις μαζέψουν

 

Μ’ ένα ασημένιο μαχαιράκι απειλούνε τις λέξεις

Που αποξήραναν τα πέταλα

Να παραδοθούν τις εξαναγκάζουν  

μνήμη,    Ιούνιος,     φυρονεριά,      ενιαυτός   

μικρό μου,     λιποτάχτες

Κι εκείνες ν’ αντιστέκονται.   Τι δύναμη,    τι πείσμα

Γαντζωμένες από μια φράση θεατρικού στο τέλος της σελίδας: 

…άλλοτε ήμουν η φλόγα σου, τώρα έγινα στάχτη…

Ξορκίζουν τη μετοικεσία  και  απειλούν με πυρκαγιές

Ποιες πυρκαγιές; 

Ξέρουν καλά τα όνειρα να υπερασπίζονται τους νεκρούς τους

Τους κρύβουν μες στις φλέβες μας

Τους φυγαδεύουνε στις λέξεις

Σε τέφρα που λαμπυρίζει τους μεταμορφώνουν

 

ΙΣΩΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

φλεγόμενους εξαπολύει μονομάχους!..

[από τη συλλογή της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]




 

ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ από την ίδια συλλογή:

ΔΙΑΣΩΣΗ ΑΠΩΛΕΙΩΝ  Καθώς πια όλα είναι εφικτά πλην της αθανασίας…

ΟΣΟ ΒΑΣΤΑΕΙ ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ  ή  Η Λιτάνευση του φωτός

ΕΞΑΦΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ  Ριγμένα πέταλα φωτός  στις στοιχειωμένες μοναξιές…

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ  Σπανίως  Κάποτε όμως συμβαίνει  σε ακατοίκητες νύχτες…

ΜΟΝΑΧΟΣ ΞΕΠΑΓΙΑΖΕΙ   Κι αν σου μιλάω με χρησμούς και ραγισμένες λέξεις…

ΕΙΣ ΜΑΤΗΝ  Το νυστέρι του χρόνου πάντα κρυμμένο…

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ   Κι απ’ τις λευκές σελίδες μου τα δάκρυα που αστράφτουνε  κι υπνοβατούν…

ΜΙΑ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ   Κι ύστερα όλοι έφυγαν…

ΣΗΜΑΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ   Όταν η σιωπηλή ανάσα των ρόδων  σ’ εκρήξεις λυγμών αναλύεται…

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ   Μ’ όνειρα πάντα γαλανά…

ΝΑ ΟΛΙΣΘΑΙΝΕΙ   Ξαφνικά στην πανσέληνο μιας θλίψης εαρινά τα άνθη της αναπνοής σου…

ΚΑΤΙ ΝΟΤΕΣ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ   Μέσα σε τριγμούς απελπισίας

ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΠΟΝΕΣΑΜΕ   Κι άλλο ποτέ δε θέλησα από το να ραγίσω τη μεγάλη νύχτα…   και επιμύθιο

ΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ  προορισμού  για το ΥΠΟΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥ ΒΙΟΥ… Τους ψάχνουνε ν’ αγαπηθούν, ν’ αγκαλιαστούν  για να μπορέσουν να πετάξουν    

 

ΔΙΑΣΩΣΗ ΑΠΩΛΕΙΩΝ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Καθώς πια όλα είναι εφικτά   Πλην της αθανασίας

 

Φύλαξέ μου

Πάνω σε φτερό ερωδιού

Την πτώση ενός άστρου

Για τα στερνά Χριστούγεννα

Του αναιμικού παιδιού

 

Δυο λευκά σανδάλια

Καθώς αναπαύονται

Σε ράχη πολυθρόνας

Για τις χωλές ελπίδες μας

 

Το παλιό σχολικό κουδούνι

Για να ξυπνάει τους νεκρούς

Μέσα στο κοιμητήρι

Κι άστεγοι αυτοί

Να βηματίζουν σιγανά

Μέσα στα παραμύθια

 

Του ηλιοκαμένου κοριτσιού

Τον ηλιοκαμένο ώμο

Για να δανείσει στο σούρουπο

Τη σκοτεινιά του

 

Και ίσως τέλος μια χαλασμένη οροφή

Για να ψιχαλίζει από εκεί

Το πένθος του ο ουρανός

Στη μελαγχολία του ποιήματος.

 

ΟΣΟ ΒΑΣΤΑΕΙ ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ  ή  Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Το σιωπηλό εσπέριο φως   Του Απρίλη

Σεργιανίζει τη γαλήνη των χρωμάτων

Στις διάφανες παλάμες σου

 

Κάνιστρα που ανθοφορούν

Νυχτερινοί λυγμοί

 

Χρυσαφιές σημαιούλες

Φλεγόμενων φωνήεντων

Ανεμίζει στ’ ακροδάχτυλά σου

Που ανάμεσά τους

Ο ίσκιος των δικών μου ιχνογραφείται

 

Με το σύθαμπο

Μια λιτάνευση φωτός

Διασχίζει τη γραμμή της ζωής

Κι απιθώνει χαμομήλια

Στο σφυγμό σου

[από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999]

 

ΕΞΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Ριγμένα πέταλα φωτός   Στις στοιχειωμένες μοναξιές

 

Αυγή θρυμματισμένη

Από σαλπίσματα τυφλών αγγέλων

Πάνω στις στέγες των σπιτιών

Που εντός τους ενδημεί

Η αναμονή του πένθους

 

Μα,  εκεί στην άκρη της αυλής

Στης κλαίουσας τον ίσκιο

Μια χορωδία μαρτύρων

Με μωβ αγκάθια στα μαλλιά

Στήνει μιαν ανεμόσκαλα
Το θάνατο αποπλανά

Κι ένα μπουκέτο νότες

Αναπέμπει

 

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ

Σπανίως  

Κάποτε όμως συμβαίνει

Σ’ ακατοίκητες νύχτες   Να διανυκτερεύουνε ήλιοι

Επικηρυγμένοι δραπέτες   Των δειλινών περιπάτων μας

Κρατώντας ψηλά

Πάνω από σεντόνια ξέστρωτα

Αναρριχώμενα φιλιά

Όμοια με της Πασχαλιάς   Τα πολύχρωμα χαρτοφάναρα

Καταγράφοντας άφωνοι

Αφηγήσεις χεριών

 

Και αργά προς το χάραμα

Να παρακολουθούν εκστατικοί

Τον επαναπατρισμό μου

Στην κυριακάτικη αγκαλιά σου

[από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999]

 

ΜΟΝΑΧΟΣ ΞΕΠΑΓΙΑΖΕΙ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Κι αν σου μιλάω με χρησμούς

Και ραγισμένες λέξεις

Κι αν στις τεφρές τους συλλαβές

Κοιμίζω έναν Απρίλη

Ή ένα γυάλινο πουλί

Που αρδεύει λάμψεις απ’ τα νέφη

 

Είναι γιατί ένας άγγελος

Παραμονεύει πάντα

Χτυπώντας τις φτερούγες του

Στο θαμπωμένο τζάμι

 

Κι άλλοτε κάποιο θρόισμα

Απ’ του μαθητικού παλτού μου   Τα κουρέλια

Τις νύχτες με ακολουθεί

Στ’ αυτί μου ψιθυρίζοντας

Πως στην αυλή της Εκκλησιάς

Στο πέτρινο παγκάκι

 

Ένας Χριστός που ανέστη

Μονάχος ξεπαγιάζει

 

ΕΙΣΑ ΜΑΤΗΝ

Το νυστέρι του χρόνου πάντα κρυμμένο

Στο πέτο των αποχωρισμών

Κι όλοι εκείνοι στην άκρη της μέρας

Που κλαίνε κρυφά

Τυλιγμένοι στην αγρύπνια της μνήμης

Περιφέροντας την εφημερότητά τους

Να εναποθέτουν σε μελλούμενους καιρούς

Ένα μπουκέτο Ιούληδες

Να ψαχουλεύουν στην τσέπη τους

Μ’ ένα κομμένο χέρι

Για εκείνο το χρυσό κλειδί

Που ανοίγει όλα τα χείλη

Και ρέουν φωσφορίζοντας

Τα έγχρωμα φιλιά

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ

Κι απ’ τις λευκές σελίδες μου

Τα δάκρυα

Που αστράφτουνε κι υπνοβατούν

Εμβλήματα φωσφορικά

Μιας απουσίας θροΐζουσας

Μ’ ένα χρυσάνθεμο φιλί

Θα ’ρθω να εξατμίσω.

 

Κι όλες τις σκουριασμένες κλειδαριές

Που του θανάτου κυοφορούν

Το κεφαλαίο θήτα

Καρτερικά συνάζοντας

Των ίσκιων μόνο τα ίχνη

Με δέσμη ανέσπερου φωτός

Νύχτα θα διαρρήξω

 

Κι ίσως πια να ’μαι βέβαιη

Πως θα ’ναι αδιάβροχη η ψυχή

Στην τόση νοσταλγία

[από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999]

 

ΜΙΑ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Κι ύστερα όλοι έφυγαν

 

Οι στρατοδίκες  κι  οι βασιλιάδες

Οι Φαρισαίοι  κι  οι αρχηγοί

Ακόμα κι οι δεινοί σοφοί

Που λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους

Υψωμένοι

Την πλήξη της ματαιότητας

Ιερουργούσαν

 

Κατέβηκαν την κλίμακα   Των παλαιών πληγών

Ενώθηκαν με την οσμή   Πυρπολημένων ονείρων

Και μες τις φλέβες γλίστρησαν

Της λήθης που χορτάριασε

Εκεί να κρύψουν στις ρωγμές

Την Όραση που άνθιζε

Μέσα από το Εικόνισμα

 

Λίγο πριν την σταυρώσουν

 

ΣΗΜΑΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Όταν η σιωπηλή ανάσα των ρόδων

Σ’ εκρήξεις λυγμών αναλύεται

Είναι που το Προφήτη η προσευχή

Φεγγίτες ζωγραφίζει μέσα στο χάος

Για να χωρέσει  Κύριε

Ο πορφυρός χιτώνας  Σου

Ή για να δεις στο σκοτάδι

Τ’ αδιάκοπα σινιάλα

Που ένας κόσμος εφήμερος

Μέρα και νύχτα στέλνει

Σείοντας στα χαλάσματα

Φανάρια αναμμένα

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ

Με όνειρα πάντα γαλανά

Στο πλάι της καρδιάς σου

Να ξέρεις θα κοιμάμαι

Μόνη στην άδεια κάμαρη

Σε πέπλους σκιάς καταχωμένη

Μόνη με τους αγγέλους μου

Σιωπηλή

 

Όμως η μνήμη των ματιών σου

Πάντα θα κρύβεται στο μαξιλάρι μου

Επίμονη και τρυφερή

Και τα μαλλιά μου θ’ αναδεύει

[από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999]

 

ΝΑ ΟΛΙΣΘΑΙΝΕΙ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Ξαφνικά στην πανσέληνο μιας θλίψης ανάβλυσαν

Εαρινά τα άνθη της αναπνοής σου

Όμως, αλήθεια, αιώνιο τι θ’ απομείνει, όταν φιλέρημες

Ψυχές βυθίζονται στη νύχτα,  όταν ο άνεμος ωθεί την

Καταχνιά στους τάφους  και  αιμόφυρτα τα ρόδα

Ξεψυχούν,  για να φορούν οι εξώθυρες Μαγιάτικα

Στεφάνια    

 

Στις αιωρήσεις του εκκρεμούς ο πόνος πολλαπλάσιος

Φωλιάζει, εμβατήριο των ωρών που αναχωρούν, ύμνος

Νεκρώσιμος ιερός εξόριστων ονείρων που έστειλαν πίσω

Αδειανή τη βάρκα της επιστροφής, στην αναπόληση του

Έρωτα αποξεχασμένα

 

Όμως, εκείνος ήδη να ολισθαίνει άρχιζε σε γερασμένα

Χέρια και ως σκιά περαστικού να φθίνει βαθμηδόν!..

 

ΚΑΤΙ ΝΟΤΕΣ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ

Μέσα σε τριγμούς απελπισίας

Πίσω από ήχους λυγμών

Μιας μελωδίας λάμψη

Εκτινάσσεται πάντοτε

Με χίλιους δυο φωσφορισμούς

Με ουράνιας αιθρίας

Μύριους καταιγισμούς

Που με το θάνατο

Θαρρώ πως συνορεύει

Αφού σαν πάψει

Του Θεού το φλάουτο

Να παίζει

Ποθεί η ψυχή μας να σβηστεί

Κι ως ένα φάντασμα φωτός

Μες στης αντήχησης το σύμπαν

Αθόρυβα φτερουγίζει

 

ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΠΟΝΕΣΑΜΕ

Κι άλλο ποτέ δε θέλησα από το να ραγίσω τη

Μεγάλη νύχτα

Ενός αιώνα βυθισμένου κάτω από σωρούς ονείρων

Και λυγμών και μέσα από τη μικρή σχισμή

Κήπους να ρίξω ηλιόφωτους σαν ωσαννά αιωρούμενα

 

Να φυγαδεύσω το λευκό στον ύπνο μιας γαρδένια

Σε επίθυρα χεράκια να κρύψω το γαλάζιο

Και πάνω απ’ τα ερείπια

Την τέφρα του θανάτου ν’ αφανίσω

 

Γιατί πολύ πονέσαμε μες στο μακρύ χειμώνα

Κι ούτε ένα τριαντάφυλλο

Απ’ την παλάμη του Θεού

Δεν γλίστρησε στην άδεια αγκαλιά μας

 [από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999] 

ΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ  προορισμού  ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥ ΒΙΟΥ

(… τους ψάχνουνε ν’ αγαπηθούν,  ν’ αγκαλιαστούν   για να μπορέσουν να πετάξουν …)

Μέσα στις χαρές που κυκλώνουν τις μέρες σου   Ανάμεσα από τις ρόδινες ταινίες στολισμού του   Ακατάληπτου αλφαβήτου σου   Ξεχώρισε για μια στιγμή το πρώτο βροχερό φιλί   Της δεύτερης βδομάδας του Γενάρη   Και φόρα του κατάσαρκα να εξοστρακίζει   Τις σκιές των πεθαμένων φίλων   Τα σαββατόβραδα να σου φυλάει σκοπιά – τότε συνήθως έρχονται – Να σου θυμίζει αδιάκοπα  τι απόγινε η προσευχής   Της καρδιάς σου   Κι έπειτα όπως οι διαδηλωτές  τυλίξου με λευκά πανιά  και   Άπλωσε επάνω με μπογιές όλα τα παραμύθια που   Σκάρωνα για εμάς τους δυο στις νύχτες της αγρύπνιας – ξεκλείδωτες τότε οι ψυχές  και  η χαρά μπαινόβγαινε -  Κι έλα να χαιρετήσουμε την άλλη αυγή του κόσμου   Στις μαύρες λίμνες των ματιών να βγούμε πυροφάνι   Και να ξαφνιάσουμε εκείνους  που θα δουν πώς σμίγουν   Οι ματιές μας στης σκοτεινιάς τα βάθη  //  Νύχτωσε   Κι από τους κατιφέδες το φως μεταναστεύει   Στου γαλαξία την οροσειρά   Νύχτωσε   Κι έξω από τις πόρτες του νησιού   Τη φυσαρμόνικά του παίζει ένας παρωρίτης   Ενώ μια απόχη βιολετιά της μελωδίας τα σμήνη   Σε δίχτυα παγιδεύει   Νύχτωσε   Και σε δρομάκια αφώτιστα, μες σε φριχτά χαμώγια   Αρχάγγελοι μοναχικοί  με μια φτερούγα στο πλευρό   Θλιμμένοι τριγυρίζουν  και  ψηλαφούν στα σκοτεινά   Να βρουν άλλους αγγέλους που τη φτερούγα τους   Κι αυτοί έχασαν  και  θρηνούνε   Τους ψάχνουνε ν’ αγαπηθούν, ν’ αγκαλιαστούν   Για να μπορέσουν να πετάξουν!..     [ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΡΟΣ  ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥ ΒΙΟΥ  και ΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ από τη συλλογή της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ Εκδόσεις Αρμός 1999)

Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ