(αποσπάσματα από το «Ενοχικόν, Ο Μονόλογος ενός Δράστη» του Σταύρου Ζαφειρίου)
«Αυτό που
διαβάζετε είναι ένα χαμένο χειρόγραφο.
Ή για να
γίνω περισσότερο ακριβής, είναι λίγες χαμένες, εκτυπωμένες σελίδες, λίγα φύλλα
χαρτιού μεγέθους Α4 που ανεξήγητα έπαψαν πια να βρίσκονται στα υπάρχοντά μου».
Αυτή την,
τρόπον τινά, σκηνοθετική οδηγία, διαβάζει κανείς ανοίγοντας το βιβλίο του
Σταύρου Ζαφειρίου ΕΝΟΧΙΚΟΝ, Ο Μονόλογος ενός Δράστη, εκδόσεις Νεφέλη 2010.
Είναι μια
«σύμβαση» που πρέπει να την αποδεχθείς, αν είσαι αποφασισμένος να διαβάσεις τα
αποσπάσματα συμμετέχοντας ενεργά στις «συνθήκες» που προσδιορίζονται από το
συγγραφέα στο πρώτο εισαγωγικό μέρος με τον τίτλο:
ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (Corpus
Delicti):
«Παίρνω
βαθιές ανάσες ανακούφισης όταν φαντάζομαι πως το γραπτό μου ίσως και να μην
έχει απολεσθεί οριστικά, πως ακόμη και τούτη ακριβώς τη στιγμή κάποιος μπορεί
να το κρατά στα χέρια του και να το ξεφυλλίζει.
Όταν
φαντάζομαι κάποιον ν’ αφοπλίζει μία
προς μία τις φράσεις μου,
αλώνοντας
τα χαρακώματά τους.
Μου είναι
δύσκολο ωστόσο να προβλέψω πόσο ενδιαφέρουσες ενδέχεται να υπάρξουν για κάποιον
αυτές οι λίγες εκτυπωμένες σελίδες, όπου δεν συντελείται το παραμικρό.
Όπου ο
χώρος παραείναι ασφυκτικός για να
συμβούν οι πράξεις
ή να ειπωθούν τα λόγια που τις πράξεις περιγράφουν.
Ήταν η εποχή των συχνών μου μετακομίσεων από
το ένα τοπίο στο άλλο και εκείνη ακριβώς
η περίοδος που σκόπιμα έμενα μόνος σ’ ένα μικρό, παράγωνο ανώγειο…
Κρατούσα
τότε επιμελώς σημειώσεις στο περιθώριο των κειμένων του Κάφκα, λεηλατώντας με
ζήλο τα Μπλε Τετράδια και όσα σαν σύντομες σκέψεις ή σαν προσχέδια, κατέγραφε
στα Ημερολόγιά του.
Ανακάλυπτα
αράδα-αράδα την Αποικία των Τιμωρημένων και ανεβοκατέβαινα λαχανιάζοντας τα σκοτεινά
σκαλοπάτια των αλληλέγγυων, ταλμουδικών του κτισμάτων, ακούγοντας παράλληλα, σε
ενστικτώδεις εντάσεις, τα πιανιστικά πρελούδια του Ντεμπυσσύ.
Είχα μόλις
ξεμπερδέψει από μια δύσκολη άνοιξη, με όλο το δίκιο να είναι με το μέρος μου.
Ίσως είναι
εντιμότερο να πω ότι τα έβγαλα πέρα με τον πιο πρέποντα τρόπο εκείνη την
άνοιξη…
με μια
βαθιά οδυνηρή αποφασιστικότητα που άφησε έκπληκτο κι εμένα τον ίδιο»
«Ήμουν
καλά. Οι επιθυμίες μου περνούσαν για
ζωή·
ευχόμουν,
όποια στιγμή και ν’ άνοιγα την πόρτα μου,
ν’ αντικρίζω τα πράγματα για πρώτη φορά,
σαν να ήταν
η πρώτη φορά που έχουν έρθει στον
κόσμο.
Όλα εκεί· το καθένα να υπάρχει καινούριο
στην ουσία
της φύσης του,
μέσα στις
συλλαβές του ονόματός του.
Ο χρόνος
μου επιζούσε των ενδείξεων·
το αίμα
είχε σχεδόν ξεθυμάνει στις φλέβες μου
και των
δαιμόνων μου το βλέμμα
περιγελούσε
τα μέλλοντα.
Ανελλιπώς
τα Κυριακάτικα πρωινά έριχνα
κι έριχνα
σπόρους καλαμποκιού
στα
λαίμαργα περιστέρια των δημόσιων κήπων
με την
πλάτη στραμμένη στη θάλασσα·
στο υγρό,
χλιαρό αεράκι του νότου.
Νωρίς το
απόγευμα επισκεπτόμουν το νεκροταφείο.
Οι μωβ
ιβίσκοι έγερναν νωθρά τα πληκτικά τους
φύλλα·
μια κίνηση
τόσο απόλυτα πειστική,
όσο το
απαγόρευαν οι συμβάσεις του βίου τους.
Αντέγραφα με
ακρίβεια απ’ τις ταφόπλακες
χρονολογίες
γεννήσεων και θανάτων
και
υπολόγιζα ψύχραιμα το ενδιάμεσο
γεγονός.
Τα βράδια
τροφοδοτούσα σχολαστικά
αυτές τις
στατιστικές εμμονές μου.
Θα μου
αρκούσε να επέστρεφα
με έστω
και μία λιγότερη
αρκεί να
μην έπαυα να είμαι ο επικείμενος
άνθρωπος:
διαιρετός, μεταβλητός
και αεικίνητος.
Σαν πλήθος.
Μετά τα
μεσάνυχτα, ο φωτεινός σηματοδότης του δρόμου
-έξω
ακριβώς απ’ το παράθυρό μου –
παλλόταν και
παλλόταν μονότονα στο πορτοκαλί,
σαν άγρυπνη
εικόνα πειθαρχημένη στον ωφέλιμο ρόλο
της,
δίνοντας
προεκτάσεις μηχανικές στις αισθήσεις
μου·
περιμένοντας
ανυπόμονα τη στιγμή
που το
αυτάρεσκο σώμα μου, όμοιο με παραβολή
θα επιλέξει
την ακόμα πιο αυτάρεσκη στάση του» (σελ. 11 -15)
Το
ΕΝΟΧΙΚΟΝ, Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΔΡΑΣΤΗ είναι
από τη μια αφετηρία μιας ποιητικής κορύφωσης
που θα
συνεχιστεί στις δύο επόμενες συλλογές ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ (2012) και ΔΥΣΚΟΛΟ (2012)
κι από την
άλλη η συνέχεια μιας διαδρομής, «φιλοσοφικής και αυτοαναφορικής διερώτησης»,
που είχε
αφετηρία την ΑΤΡΟΠΟ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ (1998) και τη συλλογή ΣΩΜΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (2004).
Δηλαδή, με
κάποια έννοια, σ’ αυτή τη συλλογή ο
Σταύρος Ζαφειρίου συνοψίζει θέματα που τον έχουν απασχολήσει στα προηγούμενα
έργα του συμπυκνώνοντας «σε ένα πρωτεϊκό ποιητικό υποκείμενο τον ΔΡΑΣΤΗ, που με
το μονόλογό του κατευθύνει τον γνωσιοθεωρητικό προσανατολισμό κάθε μιας από τις
δεκαπέντε ενότητες…» (Κατερίνα Κωστίου)
Σ’ αυτή την ανάρτηση αποδελτιώνονται οι
πέντε πρώτες ενότητες, που οι τίτλοι τους προέρχονται από λατινικές φράσεις που
έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ
γνωμικών και αποφθεγματικών διατυπώσεων:
1.
Corpus delicti: Το σώμα του εγκλήματος
2.
Vae victis: Ουαί τοις ηττημένοις
3.
Guarda e passa: Βλέπε και πέρνα
4.
Desinit in pissem: Απολήγει σε ιχθύ και
5.
Ita res est: Έτσι έχει το πράγμα
Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΔΕΝ
ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΙΑ
(το 2ο
απόσπασμα από το χαμένο χειρόγραφο:
ΙΙ. Vae Victis : Ουαί τοις ηττημένοις σελ. 16- 19)
Όταν αποφάσισα να καταπιαστώ με το
χειρόγραφο, ν’ αρχίσω εννοώ τη φράση με φράση επίμονη συγγραφή του, τ’ αδέσποτα
ασφυκτιούσαν μπαϊλντισμένα από τη ζέστη, ο ορίζοντας ήταν βρώμικος και
αλμυρός κι εγώ είχα μόλις
επιστρατεύσει τις αντιθέσεις μου.
Γινόταν απαραίτητο πλέον, ανάμεσα
στους όρους της ζωής μου να τοποθετώ όλο και πιο συχνά τη διάζευξη ή την
παύλα ή
μια κάθετη πλάγια γραμμή, την πλάγια γραμμή των αντιθέτων…
…σκέφτηκα:
Ο παλιός κόσμος δεν υφίσταται πια.
Κανείς δεν γέλασε με τον αφανισμό
του
ούτε τον μοιρολόγησε κανείς.
Και σκέφτηκα:
Ο επόμενος κόσμος έχει ήδη ηττηθεί
μέσα στις δύσοσμες εκκρίσεις του
φόβου του.
Το κάθε βήμα προς τα εμπρός το επαληθεύει.
Σηματωροί εγκαταλείπουν ένας – ένας
τη θέση του,
τα ρύγχη των δελφινιών εμβολίζουν
τις πρύμνες·
γαλάζιες μέδουσες χυλώνουν τις
ακτές.
Εκατοντάδες γραπτά υπονομεύουν τις
νομοτέλειες.
Ζούμε σε αμείλικτους καιρούς,
λυγίζοντας στο πρώτο χτύπημά τους.
Σκέφτηκα:
Θηλάζει η γη γάλα κακό απ’ το κακό
της στήθος,
μελάνι μαύρο λιγοστεύει το λευκό,
κερδοσκοπώντας.
Όπου κι αν στρέψουμε το πρόσωπο θα
δούμε
την υποτιμημένη επιτάχυνση
μιας προδιαγεγραμμένης εντροπίας.
Φουσκονεριές κλονίζουν τα θεμέλια,
παρασύρουν στη λάσπη τους τα υλικά
των σημείων.
Τίποτε αντίθετο απ’ αυτά δεν έχει
γίνει.
Καμίας Σίβυλλας χρησμός δεν έχει
διαψευστεί
στη λογική της έκφραση ή στο
εκστατικό της παραλήρημα.
Περνούν τα σύνορα των ψευδαισθήσεων
φωτίζοντας τον μύθο τους στο φως
των συνωνύμων.
Σαν όντα υποταγμένα στη φυγή τους,
το ίδιο ποτάμι κολυμπούν που τα
διασχίζει.
Οι σκλάβοι ντύνουν με κουρέλια τα
πόδια τους,
βαδίζοντας ανύποπτοι ανάμεσα σ’
ενέδρες/
Ένας σκλάβος πεθαίνει καλύτερα,
σκέφτηκα,
όταν κινείται στον κατάντη της
πυξίδας
σε τόπους όπου ο θάνατος αυτόματα
κεφαλαιοποιείται.
-Εξυπακούεται ασφαλώς πως ένας
σκλάβος είναι πάντα σε θέση να πετύχει έναν καλύτερο θάνατο από τον θάνατό
του· ακόμη κι έναν θάνατο εφάμιλλο της
τέχνης του ως σκλάβου.
… διατηρώντας κατά νου την έγνοια
να γράφω μόνο εν ονόματι του ανήσυχού μου εαυτού, αναρωτιόμουν:
Τι είδους λέξεις πρέπει να υποθέσω
για να εναρμονίσω τα προσχήματα
στη νέα υβριδική χιλιετία;
Και σκέφτηκα:
Μεγεθυσμένες κλίμακες, από το ασήμαντο ως το δραματικό,
τώρα ερμηνεύουν την καινούρια τάξη.
Σαν πρότυπο μορφοκλασματικό
στην πιο ανεστραμμένη αυτό –
ομοιότητα.
Κι αναρωτιόμουν πάλι:
Να είμαι άφαγε αυτός που
αβοήθητος θα πρέπει να ορίσει
με ποια σειρά θα εμφανιστούν
τα ύψη, το αίμα,
ο ουρανός, ο ύπουλος υπαινιγμός
του χρόνου;
Θα είμαι άραγε ικανός να φανταστώ
όλο το εύρος της σκηνής και
της κουίντας
στο απόλυτο σκοτάδι του θεάτρου;
Όλους τους χαρακτήρες, τη σιωπή τους
τα φαινόμενα, σ’ ένα χώρο τόσο ανασφαλή,
όσο ο μηχανισμός των γεγονότων;
Σε τελευταία ανάλυση, θα είμαι
άραγε ικανός να ενστερνίζομαι, αμέσως
και χωρίς ενδοιασμούς, κάθε
αναγωγή που επιχειρούν οι αντιφάσεις;
Και σκέφτηκα:
Όλες οι μαθητείες μου μαζί
συνηγορούν στ μέχρι τέλους
παρανάγνωση της πλάνης.
Μου είναι ωστόσο αδύνατο να
εναντιωθώ
στο διαρκώς και πιο ακατανόητο·
ούτε έχω λόγο ν’ αρνηθώ πως είμαι
μέσα μου
όλα εκείνα που έξω μου και
φαινομενικά, αποποιούμαι
ΠΩΣ ΕΚΠΛΗΡΩΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥ;
(το 3ο
απόσπασμα από το χαμένο χειρόγραφο:
ΙΙΙ. guarda e passa: βλέπε και πέρνα σελ. 20-22)
Θέλω να πω: πώς κάνει πράξη απρόβλεπτη
το προσχεδιασμένο; Λίγο με νοιάζει ό,τι διδάσκεται γι’ αυτό ή όσα οι αγυρτείες
της ανάγκης συμβουλεύουν. Λίγο με νοιάζει η γνώμη (η πεποίθηση) νόθων
συλλογισμών.
Θέλω να πω: με ποιον ώμο μπορεί να σπρώξει κανείς, να
σωριάσει κανείς σε ερείπια το επόμενο τείχος; Με ποιο πέλμα μπορεί να σκορπίσει τ’ οδόφραγμα
και τους σάκους της άμμου στο πιο κάτω σημείο ελέγχου; Με ποιο τρόπο μπορεί ν’ αφαιρέσει κανείς το
πράσινο χρώμα από τις θλιβερές γραμμές της εγκατάλειψης;
Κατακτημένη πόλη, κατεχόμενη πόλη,
πόλη κομμένη στα δυο, συρματοπλέγματα, ουδέτερη ζώνη, συρματοπλέγματα, κόκκινη
οβάλ σφραγίδα εισόδου, γαλάζια τετράγωνη σφραγίδα εξόδου. Χαρτιά.
Ένας άντρας διαβάζει την πύλη τού
Άουσβιτς.
Διαβάζει ψηλά, στην πύλη τού
Άουσβιτς,
το καλαίσθητο, σφυρήλατο κύμα.
Περνά επιτέλους την
ανοιχτόκαρδη πύλη τού Άουσβιτς και πιάνει αμέσως δουλειά.
Ξέρει καλά πως η δουλειά
απελευθερώνει·
αυτός είναι ο λόγος που πιάνει
αμέσως δουλειά.
Φωτογραφίζει:
τα σύρματα, τους προβολείς, τα
φυλάκια, τους χαλικόστρωτους δρόμους,
τα φροντισμένα κτίρια με τα
νούμερα και το κόκκινο τούβλο,
τον τοίχο των εκτελέσεων, τις
κεραμοσκεπές, το σιδερένιο Π του
ικριώματος·
αλλάζει φακό, φωτογραφίζει:
στις βιτρίνες τις τούφες των
μαλλιών,
τις βούρτσες των δοντιών και τις
βούρτσες ξυρίσματος,
των παπουτσιών τις στοίβες,
τις βούρτσες γυαλίσματος, τα
γυαλιά, τις θήκες των γυαλιών,
τις χτένες των αντρών, τα
χτενάκια, τις βούρτσες των μαλλιών,
τ’ ακριβά δαντελένια ριπίδια, τις ομπρέλες τού ήλιου·
φωτογραφίζει, στις βιτρίνες φωτογραφίζει:
τους ξύλινους βραχίονες, τους
ξύλινους πήχεις, τις ξύλινες κνήμες των
αναπήρων,
τις σκουριασμένες ομπρέλες της
βροχής,
τις σκουριασμένες λεπίδες
ξυρίσματος,
τις βαλίτσες με τ’ άσπρα ονόματα,
τις ριγωτές ασώματες στολές,
τις τρομαγμένες φωτογραφίες των
Häftlinge,
τον τρομερό στικτό τους
αριθμό,
τους κοιτώνες, τα στρώματα από
τσουβάλι και άχυρο,
τα σκεύη μαγειρικής και τα
υπολείμματα της τροφής στα τσίγκινα
πιάτα·
αλλάζει φακό, φωτογραφίζει,
χωρίς να έχει διόλου κουραστεί φωτογραφίζει:
τα υπόγεια κελιά της τιμωρίας, τον θάλαμο αερίων, τον προθάλαμο,
τους άφθαρτους πάγκους των
ρούχων,
τα δίδυμα φουρνάκια από χάλυβα και
πυρίμαχο τούβλο·
φωτογραφίζει, χωρίς να έχει διόλου
κουραστεί
φωτογραφίζει, χωρίς να έχει αντιληφθεί ή δίχως να έχει ακριβώς συνειδητοποιήσει
πως οι εντολές μεταγωγής και οι
λίστες πορείας,
τα υπερπλήρη δρομολόγια των
τραίνων
και τα στοιχεία συσκευασίας του
Zyklon-B
είναι γραμμένα σε στίχους·
λυτρωτικούς, φλογερούς,
τολμηρούς ανομοιοκατάληκτους στίχους.
Φωτογραφίζει, φωτογραφίζει, αλλάζει
φακό, αλλάζει μπαταρίες,
φωτογραφίζεται, μπροστά
στα φουρνάκια φωτογραφίζεται,
με την πρέπουσα βεβαίως συνθήκη τού
χώρου,
ολόκληρη η μνήμη της φωτογραφικής
μηχανής φορτωμένη
από αυτή την ψηφιακή βεβαιότητα της
συνθήκης τού χώρου,
της συνθήκης τού άπρεπου χτες και της συνθήκης τού πρέποντος σήμερα,
ενός ολόκληρου χτες και ενός ασυμπλήρωτου σήμερα,
όπου η καμένη σάρκα της ιστορίας θα
εκτυπωθεί,
μετά την εξαήμερη εκδρομή,
στην υψηλή ανάλυση των οχτώ
μεγαπίξελ.
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΕΜΑΘΑ
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΩΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ…
(… για να επιβιώσω απ’
την αλήθεια!..
το 4ο
απόσπασμα από το Χαμένο Χειρόγραφο Σταύρου Ζαφειρίου:
ΙV. Desinit in pissem : Απολήγει
σε ιχθύ σελ. 23 - 26)
Γινόταν ολοένα πιο σαφές πως ο τρόπος μου ήταν οι άλλοι·
εκείνοι που η άπληστη γλώσσα τους
γλείφει τη μνήμη
ως να ξεσπάσουν τα υγρά του
απροστάτευτου φύλου της
Στοίβες ολόκληρες με όρους ζωής που
είχαν γίνει συνήθεια
κατέκλυζαν το πάτωμα, τις καρέκλες και τις
προθέσεις μου.
Διαπίστωνα ότι είχα αναπτύξει
ασυναίσθητα τις ιδιότητες του ανθρώπου που ενδίδει διαρκώς,
δίχως αναστολές και
διλήμματα,
ως τη στιγμή που θ’ αποκτήσει
πλεονέκτημα.
Μια που απέβλεπα μάλλον σε κάποιου
είδους εκλεπτυσμένη παραπληροφόρηση,
παρά στην κακόγουστη θέση του να
είμαι στ’ αλήθεια,
υποβάθμιζα αμέσως σε δευτερεύουσα πρόταση
-αν δεν τη διέγραψα ήδη εντελώς –
κάθε αυθόρμητη εντύπωση,
που μπορεί να μετέτρεπε ένα
ελεγχόμενο σχέδιο σε δωρεά.
Διαβάζοντας ακατάπαυστα πλέον τ’
αδυσώπητα βιβλία του Κάφκα·
ένα προς ένα τ’ αποσπάσματα στα
Μπλε του Τετράδια,
και μία προς μία τις ημερολογιακές
του καταγραφές,
όχι για να εισβάλω στο ευάλωτο
κέντρο μιας αυτοένοχης ύπαρξης,
ούτε ασφαλώς για να διεισδύσω στις ροπές
της,
αλλά για ν’ αποφύγω ίσα – ίσα τα
σύμβολα και τους συσχετισμούς,
ή τις πιθανόν κακόβουλα υπονοημένες
εκλεκτικές συγγένειες·
διαβάζοντας λοιπόν ακατάπαυστα τις σελίδες
του Κάφκα,
και κρατώντας εκτενείς σημειώσεις
στο περιθώριό τους·
ακούγοντας επιπλέον τα πρελούδια
του Ντεμπυσσύ,
ανέθετα στον εαυτό μου αποστολές
από πριν καταδικασμένες:
να εκστομίζω, λόγου χάριν,
απροσδόκητα συνθήματα,
διχάζοντας το ανώνυμο πλήθος,
να σταματώ δια της βίας τα μέσα
μαζικής μεταφοράς σε τυχαία σημεία
ή να επιβάλω μειώσεις στα δίδακτρα
των ξενόγλωσσων σχολών και κολλεγίων.
Αυτές οι αποτυχίες, η εντελώς
γκροτέσκα κατάληξη των γραφικών,
χαριτωμένων ωστόσο, τούτων
παρεκτροπών,
αποτέλεσαν την πρώτη μου άσκηση,
δείχνοντας μου θαρρώ πώς πρέπει ν’
αντλώ απ’ τις πράξεις τους τρόπους.
Τα δάχτυλα πήγαιναν απ’ το ένα
γράμμα στο άλλο,
από το κέρινο ήχο των πλήκτρων
στη σπογγώδη ηχώ του φορτίου τους·
οι αντίχειρες άχρηστοι,
και οι μικροί και οι
παράμεσοι·
μόνον οι δείκτες και οι
μέσοι διπόδιζαν
σε κουτσό καλπασμό.
Βέβαιος κιόλας πως η έμπνευση
είναι κατάλυμα για τους ερασιτέχνες,
αναζητούσα μια γεωγραφία εφικτή
για να χωρέσω μέσα της το λόγο.
Με μια λέξη αν είναι δυνατόν, με μια πράξη,
γύρευα να επινοήσω το απόλυτο,
την έλλογη αποκάλυψη του
δημιουργημένου.
Μέχρι που έμαθα επιτέλους πως ποτέ
δεν πρόκειται να μοιραστώ
τον ίδιο χρόνο με κανέναν
και ότι η γλώσσα είναι αυτή που
επινοεί
το λόγο εκείνον που εικονίζει τη
μορφή της.
Μέχρι που έμαθα επιτέλους
πως χρειάζομαι τα ψέματα
για να επιβιώσω από την αλήθεια.
Ούτε για μια στιγμή δεν είχα
παρακάμψει την ιδεοληψία του εφικτού,
τούτη τη δεύτερη τέχνη που με
απάλλασσε απ’ τ’ αδιέξοδα της πρώτης.
Απεναντίας, απολάμβανα τη
διαδικασία της επίδρασης πάνω μου
του ανεκμετάλλευτου εν γένει αυτού
μυστηρίου,
του μυστηρίου της δεύτερης τέχνης,
που παραδόξως βάθαινε και
βάθαινε την πίστη μου,
κάνοντάς με ανεπιφύλακτα αρνητικό προς
την έμπνευση
και τα επακόλουθά της.
ΕΝΑΣ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ…
(… ένας άνθρωπος του
οποίου η σκέψη ακολουθεί έναν ειρμό υποταγμένο στις περιστάσεις –
το 5ο
απόσπασμα από το ΧΑΜΕΝΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ Σταύρου Ζαφειρίου:
V. Ita res est :
Έτσι έχει το πράγμα σελ. 27 -
30)
«Όλες οι ευθείες περνούν από έναν
λαβύρινθο»!..
Έκανα ευλόγως τούτη τη σκέψη,
καθώς διαπίστωνα πως η αρχική μου
πρόθεση να μπω κατευθείαν στο θέμα μου είχε ουσιαστικά εκτροχιαστεί.
Η διαδρομή που ακολουθούσα τώρα πια,
ξεκινούσε από τα φαινόμενα,
διακλαδίζονταν ανάμεσα σ’
αυτά, χωρίς καθόλου να είναι σίγουρο
ότι θα έφτανε κάποια στιγμή στις
αιτίες.
Μετεωριζόμουν συνεχώς, κατά την
προσφιλή μου συνήθεια, μεταξύ λογικής
και παραδόξου, μεταξύ παιχνιδιού και πειράματος.
Μέχρι σ’ ένα βαθμό ιδιοτελής – και
ασφαλής συνάμα -
υιοθετούσα καλόπιστα, όλα τα μέσα
που μου ερχόταν στο νου,
απωθώντας με τον τρόπο αυτό το θέμα
μου στο μη περαιτέρω,
κατευθύνοντάς το εκεί όπου υπήρχε ο
κίνδυνος να συνθλιβεί
ή
να εκπαραθυρωθεί οριστικά, αφήνοντας, ως συνέπεια, το γραπτό μου να
παραδέρνει ανερμάτιστο και έκκεντρο.
Έχοντας κιόλας αμφισβητήσει κάθε
μεταφυσική ερμηνευτική,
ότι τα πράγματα δηλαδή μπορεί να
αποκτήσουν οντότητα μέσω του λόγου
– πολύ περισσότερο βέβαια μέσω ενός
λόγου δηλωτικού –
και μην έχοντας παρακάμψει
παράλληλα ούτε για μια στιγμή την ιδεοληψία του εφικτού·
εγκατεστημένος επιπλέον, και μάλιστα εσκεμμένα, στο ανώγειο μιας κατηφούς
οικοδομής, ανεγερμένης στην αντιπαροχική δεκαετία του ’60,
τηρούσα στάση επιφυλακτική απέναντι
στο πολλαπλό των μύθων…
Αυτή η κοινότοπη διαπίστωση της αδυναμίας
του ανθρώπινου λόγου,
που ήταν ταυτόχρονα και
αυταπόδεικτη διαπίστωση της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης μου·
το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση μου
αδυνατούσε ν’ αποκαλύψει, ονομάζοντάς
την, την ουσία της, αρκούμενη μόνο στην
άνευρη αναπαράστασή της,
με οδηγούσε σε μιαν αναπόφευκτη
διόρθωση, στην αναπόφευκτη κίνηση ενός τακτικού ελιγμού…
Ό,τι προείχε στις συνθήκες που
διαμόρφωνε η παρούσα δυνητική συγκυρία, ήταν η εκ του ασφαλούς
επαναδιαπραγμάτευση του αρχικού μου μύθου,
μία εκ νέου διευθέτηση του
χαρίεντος χώρου των αντιφάσεων και
παραδοξοτήτων,
έτσι ώστε όλα να στηριχθούν
επιτέλους στην τάξη της κοινής παραδοχής, με όρους πλέον μιας μητροπολιτικής
διαλεκτικής, απαλλαγμένης από τ’ αδίκαστα
εγκλήματα, τα σκάνδαλα και
τις παρανοήσεις της άκοπης γλώσσας…
Επανερχόμενος στο χρόνο συγγραφής
του χειρογράφου μου:
ένας σκεπτόμενος άνθρωπος,
σκεφτόμουν·
ένας άνθρωπος του οποίου η σκέψη
ακολουθεί έναν ειρμό υποταγμένο στις περιστάσεις·
ένας άνθρωπος ο οποίος ανακαλύπτει
ξαφνικά ότι η μέχρι τώρα ενασχόλησή του με το θέμα του υπήρξε επιπόλαιη και
μάταιη…
ένας άνθρωπος που αναζητούσε τους τρόπους να
ελέγχει διαρκώς κάθε είδους χρονική προβολή αιτίας και
αποτελέσματος…
Αυτός ο σκεπτόμενος άνθρωπος όφειλε
τώρα ν’ αμφισβητήσει, να επανεκτιμήσει καλύτερα, ό,τι ως τότε με παρρησία προέκρινε σαν τη μοναδικά
ενδεδειγμένη του επιλογή. Αρκετά!..
[από τη
συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου ΕΝΟΧΙΚΟΝ,
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΔΡΑΣΤΗ, εκδόσεις Νεφέλη 2010]
ΚΑΦΚΙΚΗ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΑΣΦΥΚΤΙΚΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ…
«Μέσα σε μια καφκική ατμόσφαιρα
ασφυκτικού εγκλεισμού, σε αόριστο χωροχρόνο ο οποίος περιγράφεται επιμελώς για
να ακυρωθεί μέσα από τον διαχρονικό οντολογικό προβληματισμό που ακολουθεί, το
ποιητικό υποκείμενο θα ορίσει εξαρχής τη διακειμενική του σταθερά, τα Μπλε
Τετράδια του Κάφκα, ένα οδοιπορικό ανθρωπογνωσίας και αυτογνωσίας, και την
Αποικία των τιμωρημένων, έργο γραμμένο ακριβώς πριν από έναν αιώνα, μια
ανατομία των εννοιών της ενοχής, της τιμωρίας, της εξουσίας και κάθε μορφής
ολοκληρωτισμού, εννοιών που διατρέχουν και την ποιητική σύνθεση του Ζαφειρίου… [ΣΧΟΛΙΟ Κατερίνας Κωστίου, Περιοδικό
«Ποιητική», τεύχος 17]
Δευτέρα, 13 Ιανουαρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου