(… Πτωχεία Έρωτας και Πλούτος μ’ ένα στέμμα περίεργο σαθρό φεγγάρι της ανάστατης παραμονής των Χριστουγέννων…)
Κάπου πρέπει να βάλω το Amen-
όχι στο τέλος ούτε στην αρχή
θα βάλω το Amen πάνω σ’ ένα φύλλωμα…
Ο Scardanelli κατάφυτος-
μα όχι τόση λυρικότητα κάποια έκφραση πιο φυσική:
κατάξανθος αφέθηκε στους παγετώνες
είχε πολλά και σπάνια ουρανόσημα
κράξιμο νεαρού θανάτου τον άρτο και
τον εύοσμο οίνο
τα βέλη της ωραιότητας βαθιά μέσα στο
στήθος.
Μετέωρος νίκησε τους επισήμους τα
επίχρυσα πρόσωπα
την ανούσια δοξολογία στη μητρόπολη
τα στιλβωμένα ύψη του Γκαίτε τη
Βαϊμάρη στο σύνολό της
είναι αυτός που αφέθηκε κάπου μέσα στον άκρατο κίνδυνο
μόνος και δίπτερος που ’νιωθε πως η
φιλάρεσκη τύρβη
δεν κατάχωσε της καρδιάς το δουκάτο
(σοβούσε μέσα του τυφλός αετός όταν
έρημος δάγκωσε
τα ολόχρυσα Μήλα των Εσπερίδων)
έριξε σαν ένα κουρελάκι την ασθένεια
στην άβυσσο
σχεδόν ασκεπής, αλλά τι λέω;
δίχως καν το κεφάλι του το εξαϋλωμένο
πραγματικός Φρειδερίκος
εκείθε στον ορίζοντα της Θήβας
ωρυόμενος
δίχως ιμάτιο διψαλέο για καταιγίδα
δίχως το κλειδοκύμβαλο του Τειρεσία
μα ολόσωμα σαβανωμένος απ’ τη Διοτίμα
στην τρισυπόστατη εκκλησία στο θαλερό
θυσιαστήριο:
Πτωχεία Έρωτας και Πλούτος με ένα στέμμα περίεργο
σαθρό φεγγάρι της ανάστασης παραμονής
των Χριστουγέννων.
Ως πότε θα ’ναι, μα ον Ήφαιστο,
μυστικός ο Ελικώνας
η μονάζουσα Λάμψη…
Στη μέση του ουρανού: στο fatum
ο ήλιος θα περάσει τα μεσάνυχτα
στο βάθος του ουρανού με δεκανίκια.
Στη μέση του κεραυνού μεθώντας ο
ειδωλοθραύστης
αγγίζει παταγώδη μυστήρια κι
αστράφτει
λίγο πιο πάνω απ’ τις κνήμες της
Αλήθειας
η όλως ορφική πορεία προς τον Άδη
που δεν έχει όμως τον Ορφέα της.
Ο ανάπηρος ήλιος αντηχώντας ολοένα
στο πέλαγος
ανοιγοκλείνει τη βίβλο της πυράς τη
δυσανάγνωστη
λείψανα τα νερά τον καθρεπτίζουν
ελεύθερα και γαλανά νερά σαν Υπόθεση
στα νοερά και αόρατα μάτια.
Σάρμα εική κεχυμένον ο κάλλιστος
κόσμος.
[ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ
ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΥ SCARDANELLI από
τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974
κι άλλες
επιλογές εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο:
ΝΙΚΟΣ
ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, ΙΚΑΡΟΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ]
ΤΟ
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΜΕ ΤΑ ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ
(από
τη συλλογή του Νίκου Καρούζου
ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)
… Τότε σηκώθηκε λοιπόν απ’ τη μεγάλη
σπασμένη πολυθρόνα
δίχως αίμα στη σχοινένια σάρκα την
ανάλαφρη
θα ’λεγα μάλιστα και
δίχως έλεος
Εκείνος που δε γυρίζει ποτέ το
διακόπτη
μασώντας ένα μπαγιάτικο σκοτάδι
στα φρεσκοφουντωμένα λιβάδια
μαζί με όλους τους καθαιρεμένους
φωτοδότες
που ’χαν αποκηρύξει με το δίκιο τους το
Πυρσοφόρο
γιατί
- καθώς έλεγα στην αρχή και θα
πρέπει
να το κρατήσετε για πάντα στη μνήμη σας
–
πουλούσε το ανέσπερο φως ο αλιτήριος
με τη λίτρα
κι έβγαλε χρήμα με ουρά στη Νέα Τυραννούπολη.
Βέβαια, κείνη την ίδια εποχή – πώς πέρασαν
τα χρόνια! –
μπήκε στη μέση το ζήτημα: Πυρφόρος
ή Πυρσοφόρος
μα οπωσδήποτε δεν τη λύγισε την
πούληση.
Πώς πέρασαν, αλήθεια, που χαιρόμασταν
άδολα
την άγρια πατημασιά του αλόγου δίπλα στο λουλουδάκι
τα πουπουλένια βήματα της Ήρας
όταν
ο καταπράσινος Γελασίνος και οι
Άγιοι Αίγαγροι
πιότερο κι από μια τοποθεσία
γίνονταν εύοσμες διάρκειες της αγνότητας
όπως ο ήλιος κρεμότανε σαν έρημη
φράουλα
στη δύση της Σαλαμίνας…
(Ευρύτερο φανταστικό περιεχόμενο:
σκοντάφτω στο θαλάσσιο αγέρι)
Πώς πέρασαν, αλήθεια τα χρόνια που
φιλούσα
τα μύρα της Μαίρης ανάμεσα στ’
ανθισμένα κλωνάρια
που μ’ εμπόδιζαν εύκολα κι έβλεπα τον
άνεμο
να κομματιάζεται σε τόσα φύλλα θροΐζοντας…
Έλεγα τότε να φτάσω και ν’
ανοίξω τις ηλιόπορτες
κι ας γυρίζει ο Μάο τον κόσμο σαν καλόγερος
με μια τρύπια ομπρέλα.
Είν’ άλλος, έλεγα, ο διάβολος… Εκείνος
που θέλει τη ζωή μας να την
ξεσηκώνουμε
για να λάμπει η τέχνη.
Σ’ αυτό το σώμα που βρεθήκαμε
κείνο που ξέρουμε μονάχα είν’ η ομορφιά!..
Προσπαθώ να γυρίσω την αίσθηση
και ν’ ακούσω του ήλιου το συναξάρι
μα όταν κανείς πεθάνει είναι τόσο
μακριά…
Δροσερή κόλαση η μη χρονικότητα του
χρόνου
κι ο γονατιστός αντίκρυ καταρράχτης
ουρλιάζοντας
ωσάν κεραυνοβόλο ευαγγέλιο.
Τι ωραίος ο ουρανός, ο λαύρος ουρανός
που δείχνει πιο μεγάλος απ’ την
Ελλάδα!..
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Στη δρακολίμνη του κακού ρεματιανός ο
κόσμος…
Εκεί θολά χαράματα, βλαμμένα μεσημέρια
και των στοιχειών το μάλλωμα τεράστιο
φαράσι!..
Βλέπω βουνά χαρούμενα, μαβιά και
πετραχήλια,
βλέπω ξανά στην άσφαλτο τ’ άγρια
λυκοράχια
τον άτιμο διαφεντευτή που βόσκει τα λεφτά του
τι να ’ναι γιδοπρόβατα τι να ’ναι
καμινάδες…
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ
ΟΝΟΜΑΤΑ
Το σκοτάδι μοιάζει πάντα με πηγάδι.
Το ζαρκάδι τρέπει πάντα προς τον Άδη.
Το ποτάμι μοιάζει πάντα με ποτάμι.
Το καλάμι κιτρινίζει σαν καλάμι
Το ζουλάπι δεν αρνιέται το δρολάπι
Το χαλίκι δεν ηξέρει χαμαλίκι.
Το πηγάδι μοιάζει όμως με υφάδι.
Το ζαρκάδι τρέχει τώρα προς το χάδι.
Το ποτάμι μοιάζει πάντα με ποτάμι.
Το καλάμι δεν αρνιέται το ζουλάπι.
Το δρολάπι ξετυλίγει την αγάπη.
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]
ΚΥΚΕΩΝΑΣ
(από
τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)
1
Όλο το αίμα που περνά μεσ’ απ’ τους
πνεύμονες
αφήνει κάτι για το ποίημα στο στήθος
2
Είναι ένα γράψιμο το δικό μου σαν το
φτάρνισμα
το βήξιμο ή το
ρούφηγμα της μύτης.
3
Κάθε βιβλίο που τυπώνω με γκρεμίζει
περισσότερο
βαραίνει στην καρδιά μου σαν κατάμαυρο
λιθάρι.
4
Τι ωραία κι αργά κατηφόριζε
στον ουράνιο θόλο το φεγγάρι
πλένοντας άλλη μια φορά την τόση
πραγματικότητα.
5
Θα ’μαστε πάντα ένα πέσιμο μα δίχως
να μην είμαστε ταυτόχρονα το ύψος
6
Ο
θάνατος με συδαυλίζει κι ολοένα λιγοστεύω.
7
Βαραίνουν άραγε τα χιόνια στα θεόρατα
βουνά
κι οι καταρράχτες τάχα ναν τα
εκνευρίζουν;
8
Έχει πέτρες ακόμα σαν εκείνες του
Αμφίονα;
9
Στα χρώματα ποτέ του δεν κουράστηκε
να λάμπει ο ξουραφομύτης
Ο ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα
της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας
που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του ύψος
αγνοώντας και δημοτισκισμούς και
εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας
εξυπνάδας
ο ανοξείδωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα
σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και
φρέσκο φεγγάρι.
Μα είναι αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη
ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με
τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]
ΤΟ
ΕΥΚΡΑΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ Saint-Just
(από
τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ
ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)
Ένας ακοίμητος επαναστάτης μεταφέρει
στο κεφάλι του
το πεπτικό του σύστημα και χωνεύει
περίφημα
τα πικρά ιδεώδη και θεωρήματα
φορώντας το πορτοκαλί σακάκι του
Μαγιακόφσκι.
Τέτοιος υπήρξε και ο σκοτεινός Άδωνις του παρόντος ποιήματος
μ’ εκείνη την ανοιχτόχρωμη εικασία
στην όσφρηση
ρεκάζοντας ή κάλλιο
ρεμβάζοντας
ανάμεσα στους αέρηδες του Γιώργη Couthon και του Ροβεσπιέρου
Δεν πρόφτασε κανέναν κίνδυνο για
καρδιοπάθεια
ή νεφρίτιδα ή συκώτι
λόγου χάρη
στην πηχυαία ζωή του την απέραντη
μερικές πιθαμάδες απ’ την άδηλη
κούνια.
Είχε πράξει το μέλλον όταν έβαλε
τον τρυφερό του τράχηλο στην ακόπαστη
καρμανιόλα
τη λάμψη του σκότους με τέτοια
καθαρότητα λουσμένος…
-Μια τρομερή κλωτσιά τι ξάστερη! Το
ίδιο κι ένα χάδι;
Μα, κάτι σκεφτότανε, που φέρνει
συνήθως
ημικρανία στα τριαντάφυλλα
κι η συχνότητα της αηδόνας αλλάζει…
Μα όμως ό,τι κρύσταλλο και να σπάσει
κανένας
το στήθος είναι το πτηνό στον άνθρωπο
το δώρο του θηλαστικού στην ιστορία
το πήλινο δοχειάκι που δέχεται την
ταραχή των αθώων.
Είχε βραδιάσει στο Παρίσι της Convention και οι κότες
ενοχλούσαν τη νύχτα κουρνιάζοντας.
Ένας μεγάλος νερόλακκος είχε κιόλας
αρχίσει
να καθρεφτίζει τ’ αστέρια.
ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΡΟΝΤΑ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Για δες απόψε τη φεγγαράδα:
τι χυδαιότητα τι φασουλάδα!..
Το φεγγαράκι εγώ μονάχα χαιρετίζω
το λιγνό χορταράκι γευματίζω.
Σαν πρώτος θέλω να ’ρχομαι στο μέγα
τίποτα
γιατί και το φραγγέλιο
υπάρχει μεσ’ στο ευαγγέλιο
μα όμως
του Τρότσκυ τη διαρκή επανάσταση
τη γκρέμισα στου Ιησού τη διαρκή
συγγνώμη
ΤΡΥΦΕΡΑ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Δεν είναι πάντα το νερό σαν ξόδι και η
κίνηση;
Δεν είναι μια μακρόσυρτη κηδεία το
ποτάμι
κι οι λιτανείες των ήχων ανάμεσα
σε σκονισμένα γιασεμιά και
τριαντάφυλλα;
Σου γράφω λοιπόν…
Οι άγγελοι θα γίνουν επιθετικότεροι
κι όλο το σύμπαν από κάποιο δρόμο
φρικαλέο
θα χωρέσει κάποτε σε μια δαχτυλήθρα.
Ό,τι στο στήθος μοιάζει με κειμήλιο
θέλω να το πετάξω
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]
ΑΝΑΜΕΣΑ
ΣΤΗΝ ΑΚΑΘΙΣΤΗ ΦΥΣΗ
(από
τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)
Να την η θάλασσα με θρήνους
γοερούς και πάλι
σωριάζεται πάνω σε βατραχόμορφους
βράχους –
τι παράξενο! –
σέρνοντας δώθε – κείθε τα πλούσια
μαλλιά της όπως η ξέφρενη
κι ατέρμονη κείνη γυναίκα που πέφτει
στα πόδια
του τόσου φευγαλέου της έρωτα
ΨΙΧΑΛΕΣ και
ΨΙΧΟΥΛΑ
1
Franz Kafka: μια στήλη
αίματος που δε σωριάζεται
2
Σ’ άνθια και κρίνα του αγρού να περισσεύεις
3
Δε θα ξανάρθει ο καιρός που θα
λαλήσουν τα σπλαχνα.
4
Μ’ έχει πολύ επηρεάσει τ’
αστραποβόλημα
5
Ο κόσμος είναι στο άπειρο: στη ναφθαλίνη.
6
Να διώχνουμε σιγά – σιγά τις βλέψεις
απ’ τα μάτια.
Να διώχνουμε λίγο – λίγο την Ποίηση.
7
Δεν είναι γυαλί και μάλαμα η άδοξη
σελήνη
8
Κατάφωτη μια ζυγαρά η μέρα
και η νύχτα
9
Βρέθηκα στο μαβί ποθούμενο και του
γκρεμού θα μείνω!..
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου
ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]
ΠΩΣ
ΒΟΥΛΙΑΞΕ ΣΤΑ ΜΥΡΩΜΕΝΑ ΓΙΑΣΕΜΟΚΛΩΝΑ
(…εκείνη
η εποχή που νοικιάζαμε ποδήλατα και τρέχαμε λάμποντας μισή ωρίτσα… - ΠΕΡΙΤΤΗ
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ)
Η νόηση εκείνη που καθορίζει το
πυκνότατο χιόνι της Δουλσινέας ως να μοιάζει, θα ’λεγα, προς θανάσιμη
καλλιέργεια ή ανάθεμα της υπάρξεως. Η
νόηση εκείνη που κλαψουρίζει στη γέμιση της νύχτας, ανοίγοντας τα τρομερά κι
αδάκρυτα παράθυρα, για να πικράνει ολούθε την Ειμαρμένη δίχως κανένα ωφέλιμο
σκοτάδι και χορτάριασμα. Η νόηση κείνη
που ’χει χαλκέψει την ελπίδα, τους αέτειους μύθους και τον αγέρωχο πάταγο της
νεότερης κιθάρας. Η νόηση εκείνη που
ρυθμίζει τους αέρηδες με την άδοξη σπάθη και την όποια διάρθρωση και δόμηση της
δόξας. Η νόηση της ακούραστης Αρκαδίας
ή ο λεγόμενος Πάνας, που συμμετέχει ολοένα των αστραπηβόλων τράγων, η νόηση
τούτη, βέβαια, δεν μας ανήκει. [ΤΡΟΠΟΙ ΤΗΣ
ΝΥΧΤΑΣ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]
Κυριακή, 19
Ιανουαρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου