Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΝΤΑ ΤΑΞΙΔΕΥΑΜΕ

 

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο…
όπου οι άνθρωποι γυρίζουν στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό
και, όπως έχουν να λένε, δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες,
μικρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι
έπεφταν συνεχώς σαν απαλές νιφάδες …
 
Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ’ τους δρόμους τους γνωστούς
όπου δεν ήταν εύκολο να πιάσεις
και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες…
 
Η Άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι
που οσμίζεται μπλε και ροζ μυριάδες
σε τριών ή τεσσάρων ημερών απόσταση…  
 
Έσκυβα ν’ ακούσω μέσα μου και μια ζεστασιά
σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε
κι έβγαιναν κιόλας άσπρα
σαν να είχα αγαπηθεί στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα…
 
Έφερνα γύρους μεσ’ στον ουρανό και φώναζα
με κίνδυνο ν’ αγγίξω μια ευτυχία.
Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά:
μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα έκανε πως δεν έβλεπε.
Και το πουλί του κοριτσιού πήρε ένα ψίχουλο θαλάσσης
και αναλήφθη.

 


Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ  

(από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ  Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)

Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες τα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια του θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά μια ν’ ανεβαίνουνε ως τα ύψη πάλι

Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ’ ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά κι αριστερά ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι, ποιος να μαζέψει βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας μπατάρει

Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξειδεύαμε

 

Πρόσω

 

Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε η πίκρα κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ

 

Πρόσω ηρέμα

 

Έπρησεν δ’ άνεμος μέσον ιστίον αμφί δε κύμα στείρη πορφύρεο μεγάλ. ίαχε νηός ιούσης

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων μα τη διαρκή πανσέληνο ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη άλλοτε ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γυρίζουν στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό

Κι όπως έχουν να λένε δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες μικρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι έπεφταν συνεχώς σαν απαλές νιφάδες και με το πρώτο που άγγιζαν έλιωναν κι έμενε η δροσιά

Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ’ τους δρόμους τους γνωστούς όπου δεν ήταν εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες

Δόξα να ’χει ο θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι και κρασί και παίρναμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ’ αυτά που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλάκι με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμα και γυναίκες

Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη απ’ το βλέμμα του Ταξιάρχη που την πήρα σκλάβα μου κι αακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή μου παραστέκει

 

Όλο δεξιά

 

Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι που οι στεριές αργούσαν να φανούν

«Νόμισες εσύ σταμάτησες αλλά οι άλλοι που μάκρυναν αυτοί σε ακινητούν» έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη του ο πατέρας

Και τα λόγια του ένα-ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα

Μ’ άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή απ’ της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε γνώση από τα βουνά)

Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο παραδείγματος χάριν «Το νερό που ’σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου» ή «τίποτα να μην έχω μονάχα εσένα»

Κι ό,τι άρχιζα να σκέφτομαι μου το συνέχιζε ο αέρας και πολλές φορές μου το ’παιρναν τα ιστιοφόρα με σωρούς καρπούζια κι άλλα οπωρικά

Στο επάνω καμαράκι με τον στρογγυλό φεγγίτη

Ολοένα η γύφτισσα έψαχνε μες στο φλιτζάνι του καφέ κι ολοένα σκυφτοί πάνω από χάρτες παλαιούς κι εξάντες συζητούσανε οι εφτά σοφοί του κόσμου: ο Θαλής ο Μιλήσιος ο Ιμπν Αλ Μανσούρ ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ο Παράκελσος ο Χάρντεμπεργκ ο Γιώργης ο ψαράς κι ο Ανδρέας Μπρετόν

 

Γραμμή

 

Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι αλλά να μπεις έτσι στα μελλούμενα θέλει ευπιστία

Θέλει να ’χεις γνωρίσει τη Μαρία τη μεγάλη και τη Μαρία τη μικρή που το ρόδο το βάζουν στο κρεβάτι κι είναι Μάιος πάντα ως το πρωί

Κάπου εκεί πρέπει να ’τανε κι η δική μου Εγγύς Ανατολή επειδή

Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη που ’χε από το ’να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ’ τ’ άλλο τ’ ασημένια μεσ’ την κλειδαρότρυπα τις είχα

Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε μια δω και κει κι εγώ το ισορροπούσα

Με λαχτάρα να δω πώς το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει απ’ το άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο αχινός μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νερά κι μέντας μου έτρεχε στον ουρανίσκο άνδρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα ’χα κι εγώ

 

Κράτει

 

Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:

Η Άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι

 

Πόντισον

 

Έσκυβα ν’ ακούσω μέσα μου

Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που δεν ήξεραν τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σα να είχα αγαπηθεί

Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ’ έπιανε από τα ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνώτα και το κάτουρο του δένδρου άξαφνα η άλλη όψη

Ριπιδωτός ιωδοσκόπος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα τα σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου

Που και μόνον το παγόνι του έπιανε μια τετραωρία επάνω στα νερά με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας

Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών ή τεσσάρων ημερών απόσταση καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια

Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν

Αλλ’ ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή και τότε όλο το σύνδενδρο αγκυροβολούσε

 

ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ 

Του βοτσάλου που εκρούστηκε η μπαρούτη μου ξανάφερε το Λιγονέρι και μιαν Ακρογιαλιά

Όπου ως φαίνεται είχα πρωτοϊδεί Γυναίκα και τι πάει να πει

τα μεσάνυχτα φωτιστικά ροδόδεντρα να βλέπεις  ύστερα κατάλαβα

Που τη βρήκα να είναι περιστέρι

Που τη βρήκα να είναι ο ύπνος με τσαμπιά σταγόνων μες την αγκαλιά

Που την βρήκα σ’ ένα ταρατσάκι να την ξυλώνει ο δυνατός αέρας

Ώσπου τέλος δεν έμεινε παρά ένας ώμος και το μέρος το δεξί από τα μαλλιά

Πάνω απ’ τα χαλάσματα και ο πρώτος Έσπερος

 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ: Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μεσ’ τη θάλασσα έμαθα γραφή κι ανάγνωση ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές  όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο να κοιτάζω. Και μπροστά πάλι το ίδιο: το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη να γεμίζει κρασί της Παναγίας, το μισό το σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μεσ’ τον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους

Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΝΤΑ ΤΑΞΙΔΕΥΑΜΕ

  Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο… όπου οι άνθρωποι γυρίζουν στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό και, όπως έχ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ