Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

ΤΙ ΛΟΓΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ…

 (…όλο φύλλα στρογγυλά  κι  από το μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα …) 


Ζούσε ακόμη

μ’ ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου

όταν   πρώτη φορά μου πέρασε απ’ το νου

να βρω ένα τέλος μες στην ευτυχία  

 

Με τραβούσε ο θάνατος

όπως η λάμψη η δυνατή όπου δε βλέπεις τίποτε άλλο 

Και δεν ήθελα να ξέρω   δεν ήθελα να μάθω

τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο

 

Κάποτε

ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο

στύλωνε πέρα τα χρυσά του μάτια

κι ήταν τότε που ένιωθα μιαν αντιφεγγιά

να μου ’ρχεται απ’ αντίκρυ

σαν αγιάτρευτη όπως λένε νοσταλγία

 

Κι άλλες πάλι φορές

που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθημα του πιάνου

με το μέτωπο στο τζάμι  κοίταζα μακριά

πάνω απ’ τους σωρούς τα ξύλα

μια ψιχάλα κάτασπρα πουλιά

να σπάει στο μώλο  και  να γίνεται άχνη 

 

Άγνωστο πώς συζούσε μέσα μου ο αδικημένος 

αλλά ίσως

 

Να μου ’χε ακούσει

σε μια μακρινή πρωτομαγιά ο αέρας το παράπονο

επειδή να:

μία ή δύο φορές το Τέλειο φάνηκε στα μάτια μου

κι ύστερα πάλι τίποτε

 

Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά

που πάει το πήρε ο ήλιος  μεσ’  στα κόκκινα

και βασιλεύει.

ΙΙ

Κατέβαιναν οι άλλοι όταν ανέβαινα

κι άκουσα στ’ άδεια δωμάτια το τακούνι μου

Έτσι κάπως μεσ’ στην εκκλησιά όταν ο Θεός δεν είναι

Ειρηνικά γίνονται και τα χείριστα

 

Θα ερχόταν κάποιος όμως

Ίσως κι η αγάπη αλλά

Στις δυο το μεσημέρι που έσκυβα στο παράθυρό μου

να πετύχω κάτι θυμωμένο  ή  άτυχο

ήταν μόνο το φωτόδενδρο

 

Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής

μεσ’ στις βρωμούσες  και  στα παλιοσίδερα    όμως

Δίχως ποτέ κανείς να το ποτίσει   αλλά

Παίζοντας με το σάλιο μου να το ξαμώσω απ΄ψηλά

περνούσαμε τις μέρες   ώσπου

 

Μονομιάς

σπούσε η άνοιξη τους τοίχους

μου ’φευγε το περβάζι απ’ τον αγκώνα

κι έμενα μπρούμυτα μεσ’ στον αέρα να κοιτώ

 

Τι λογής είναι η αλήθεια

όλο φύλλα στρογγυλά

κι από το μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα

πέντε δέκα εκατοντάδες

αρπαγμένα εφ’ όρου ζωής απ’ το άγνωστο

 

Ακριβώς όπως εμείς

Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω

ας πεθαίναν οι άνθρωποι

ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού

ξανασταλμένος ο απόηχος του πολέμου

τίποτε αυτό

μια στιγμή σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ’ αντέξει

 

Τέλος

επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως

όπως ο Ιησούς Χριστός  κι  όλοι οι ερωτευμένοι

[ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ  Ι και ΙΙ    

συνέχεια με το ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΙΙΙ και IV

κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη 

ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1971]

 


ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ  ΙΙΙ  και  IV

(από τη συλλογή  του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ  και η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Εκδόσεις Ίκαρος 1971)

Ανάθεμα που ’χε πραΰνει όλ’ η όξω η θάλασσα

(και μέσα βάθαινε το σπίτι)

κι έμενα στο κρεβάτι μου παρατημένος

να με αγγίζουν όλων των λογιώ οι σταυροί

 

Των λουλουδιών και των ανθρώπων που δούλευαν στο σπίτι

απ’ τον καιρό των πρώτων Χριστιανών

Της θεία-Βατάνας που τρεμόσβηνε όλη νύχτα

μες στις άδειες κάμαρες σαν το καντήλι

 

Και της θεια-Μελισσινής

που ’χε μόλις γυρίσει απ τη Συντέλεια

κι έλεγες κάτι από το βυσσινί της Παναγίας

έσκεπε ακόμη τ’ αραιά της μαλλιά

 

(Λύπη - λύπη μου που δε μιλιέσαι

αλλά σκάφος βρεμένο στην πανσέληνο είσαι

και αστείρευτη παραμυθία

μεσ’ στον ύπνο μου να ρυμουλκείς μοσχονήσια

με αναμμένο το μισό στερέωμα

ένας

 

Αχ ερωτευμένος είμαι

και το μόνο που ζητώ

αχ μόνο αυτό δεν έχω)

 

Έπλεαν κομμάτια ξύλα

κι ευτυχίες καμένες απ’ το πέρασμα του θυμιατού

στης κοντινής Ανατολής τους λόγους

χρυσοποίκιλτα σεράγια  και  σοφία χυμένη στο γυαλί

 

Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ

IV

Τώρα στο μακρινό νησί κανένα σπίτι δεν υπήρχε πια

μόνο αν φυσούσε από νοτιά στη θέση που έβλεπες ένα Μοναστήρι

που ψηλά το συνέχιζαν τα σύννεφα

και από κάτω στα ύφαλα

γλουπακώντας τα πρασινωπά νερά του ’γλειφαν τα τοιχιά

με τις βαριές μεγάλες σιδερόπορτες

 

Έφερνα γύρους  κι  έβγαζα φως κοκκινωπό

από το να ’χω παιδευτεί  και από το να ’μαι μόνος

 

Άσκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν  και  μελετούσαν

και ούτε που μου άνοιγε κανείς  να ξαναδώ σε τι μέρος μεγάλωσα

σε τι μεριές με μάλωνε η μητέρα μου

πού πρωτοφύτρωσε  και  για ποιανού τη χάρη   το Φωτόδενδρο

εάν υπάρχει ακόμη

 

Από κάπου ο καπνός περνούσε

από το βλέμμα του Αγίου Ισίδωρου ίσως

πέμπονταν το μήνυμα ότι

 

Τα δεινά μας καλώς έχουν  

και η τάξη δεν πρόκειται  ν’ ανατραπεί

 

Αχ πού ’σαι τώρα καημένο μου φωτόδενδρο   πού ’σαι φωτόδενδρο

παραμιλούσα κι έτρεχα

τώρα σε θέλω

τώρα που έχασα ως και το όνομά μου!..

 

Που πια κανένας δεν πενθεί τ’ αηδόνια

κι όλοι γράφουν Ποιήματα

 

ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΝ

Θάρρος:    ο ουρανός αυτός είναι

Και τα πουλιά του εμείς

όσοι άλλου δε μοιάζουμε

 

Καταποντισμένη μέσα μας

Θάλασσα δημητριακή με γαίες και αχανή βουστάσια

 

Μόνος απ’ έξω απόμεινε ο ηλίανθος

 

Αλλά ποιος είναι αυτός που περπατάει στον ήλιο

Μαύρος   όσο το φως πιο δυνατό;

 

Θάρρος:   ο άνθρωπος αυτός είναι

Ο Κύων που λένε αλλ’

ο παρά λίγο   Αρχαλκυών

 

Απλές  αμάλαγες του Ιουνίου νομάδες άνεμοι

Χαρακωμένα καστανά χώματα που ανεβήκαμε

 

Διψασμένοι για λίγη λάμψη όρους Θαβώρ

 

Αλλά τι να ’ναι αυτό που χαμηλά περνάει κι ανατριχιάζει

Σαν άλλου κόσμου που έφτασε αεράκι;

 

Θάρρος:   ο θάνατος αυτός είναι

Στην παπαρούνα την πλατιά

και στο λιανό – λιανό χαμομηλάκι

 

(…έτσι κι αλλιώς χαμένος για χαμένος…) 

ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΠΟΥ Μ’ ΑΠΩΘΗΣΑΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΟΥΤΟΥ ΟΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ… 

(…θέλησα να επιχειρήσω  άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά…)

Κι όπως με το κεφάλι χαμηλά  και  ανάποδα  τα πόδια στον αέρα

πάλευα να βγω απ’ το βάρος μου

κείνος ο   ΠΟΘΟΣ   που με πήγαινε ψηλά

μέσα μου τόσο δυνατά γυρίστηκε

που ευρέθηκα λοξά και πάλι να σαλεύω

σ’ ένα κήπο ρεούμενο από βότσαλα λευκά

και διαύγεια κυανού της μέντας

 

Μ’ ευεξία μεγάλη προχωρούσα

σπούσα τις βέργες του νερού

να δω πού ανεβοκατεβαίναν

μ’ αναφτό φαναράκι στην κοιλιά τους

η Μίκα  η Ξένια   η Μανιώ   τ’ αστέρια

 

Κολλούσε το μαστίχι των μαλλιών τους και

πού-δω   πού-κει   τεντώνονταν μισοπλασμένη ακόμη

ν’ αποχωριστεί μια πεταλούδα υπέροχη

Και πάνω στα σημάδια που άφηνε 

με την πλατιά πατημασιά του ο πλάτανος

ξεχώριζες ακόμη τις γραμμές

απ’ το αίνιγμα του πρώτου ανθρώπου

 

(Νέε που υπόφερες πολλά

θυμήσου πώς ξεκίνησαν  κάποτε οι τριήρεις

φορτωμένες λαούς μ’ αγριεμένο μάτι

Κείνες τις πρωινές αντιφεγγιές επάνω στο χαλκό

τους γερόντους που χειρονομούσαν  κι  έσκουζαν

ιαί  ιαταταί   χτυπώντας ξύλινο ραβδί στις πλάκες

 

Αλλά τι λουλούδι ανέβαζαν οι τρικυμίες!..

Και τι φορητά βουνά οι μεγάλες νύχτες της Σελήνης!..

Τ’ άλογο  που σ’ ανάρπασε στην άκρη των ακρώ

κι ύστερα το κρυμμένο μεσ’ τα δένδρα σπίτι

λέω θυμήσου το βάρος της καρδιάς  και  τ’ όμορφο κεφάλι

που πήρες να φιλήσεις μέσα στου γιασεμιού τ’ αστράκια

 

Κι έχε στο νου σου

έχε στο νου σου πάντοτε   μ’ ακούς;

το  αχ  που βγάνει ο σκοτωμός

το αχ που βγάν’ η αγάπη)

 

Στάζανε πράσινο κουκί τα δένδρα

και στα φραγκοστάφυλα έπεφτε η ανταύγεια χρυσή

Πάγοι φρούτων έλιωναν  και  κατέβαζαν από ψηλά παράξενο θυμίαμα

Με πονούσε τόση ευδαιμονία

όμως γύρευα να ξαναζήσω αντίστροφα όλο μου το πεπρωμένο

 

Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μας σαν χελιδονένιο αέρι

που άλλαζε χρώμα στα νερά

ψυχρά  ή  δαχτυλιδένια  ή  διάφανα

με το μέτωπο καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα

Όπου αναπήδησε ο ήλιος

 

Πήρε μια ράβδωση ο αιθέρας

κι άκουσα να κυλούν κατά τη γης τα τέσσερα ποτάμια

τα ξακουστά με τ’ όνομα  Φεισών  Γεών  Τίγρης   Ευφράτης

 

Ήλιε μου  ήλιε μου κατάδικέ μου

πάρ’ τα μου   πάρ’ τα μου όλα

κι άσε μου   άσε μου την περηφάνεια

Να μη δείξω δάκρυ

Να σ’ αγγίξω μόνο  και  ας καώ

φώναξα  κι  άπλωσα το χέρι

 

Χάθηκε ο κήπος

τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια  σαν αμύγδαλο  

 

Και ορθός πάλι απόμεινα

μ’ ένα καμένο χέρι

εδώ στην άκρη που μ’ απώθησαν οι συμφορές

να πολεμώ  το  ΔΕΝ  και  το ΑΔΥΝΑΤΟΝ του κόσμου ετούτου!..

[Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΥΩΧΕΙΡ στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Ίκαρος 1971]

 

ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ

(από τη συλλογή  του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ,  Εκδόσεις Ίκαρος 1971)

Να ’χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παράθυρο έξω!..

Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!..

Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος

σαν από σχεδία κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός

 

Και ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο  με πήγε

μην κι από δική μου

 

Ακριτομύθια φανερωθείς

και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι

Όπως κι έγινε

Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή

που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι

 

Κι από το άλλο μέρος της αγάπης

από το άλλο μέρος του θανάτου

υπνοβατούμε ώσπου

αβάσταχτα περισφιγμένο

κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρκός

σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά

και ανάψει  και  ξυπνήσουμε

 

Ίσια να πάει ο χρόνος  αλλά   ο έρωτας κάθετα

και  ή  κόβονται στα δύο

ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ

Αλλ’ αυτό που μένει σαν

 

Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια

και η αράχνη κι έξω στο κατώφλι

 

Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει

πιθανά φαίνονται όλα

και προπάντων τα βουνά της Κρήτης που μικρός τα ’χα στο χιόνι

και τα ξαναβρήκα δροσερά

μα τι σημαίνει

 

Που κι ελεύθερος να μείνεις  που και νικητής

πάλι ο ήλιος γέρνει  κι  είναι ολόγυρά σου

 

Σιγαλά γεμάτη ακτές καταστραμμένες

όπου ακόμη κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο

λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει

 

Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι

και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί

 

ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ ΤΟ ΑΣΤΡΟ

Το καρπούζι μου πάγωνε τα δόντια κι έμενε

Η Ελένη μεσάνοιχτη όσο διαρκούσε το άστρο

 

«Αυτό που βλέπεις είναι το βάρος του βουνού

Βγαλμένο στην εσάρπα με τις έξι Χίμαιρες

 

Αυτός εκεί ο κομήτης Φελσφεβόρ

Χρόνους πολλούς πριν φτάσει και μοιάζει ακόμη του Χριστού

 

Στο πρόσωπο και στη χαρά που κάνει ο άνεμος πριν σβήσει

 

Αυτή με τα μαλλιά σαν κέρας είναι ο πυρετός

Που θα γυαλίσει τα παιδιά και ίσως τα πάρει

 

Και αυτά οι κλωστές στην άμμο της γαλήνης

 

Θα ιδούμε ακόμη και άλλα

Θα φανεί μια στιγμή ο Ερμής Τρισμέγιστος

 

Κάτω απ’ τους τσίγκους με τη συννεφιά και με το φθόριο

 

Ή μπορεί ν’ ακουστεί και η φυσαρμόνικα

Μαύρη στο μαύρο και που δεν εξηγείται»

 

Και τ’ άστρο διαρκούσε όσο η Ελένη κοίταζε

Και το καρπούζι πάγωνε τα δόντια.

 

ΤΑ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Βράδυ αράχνης   τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία

 

Έχει τη δύναμη σιμά πολύ  και  αόρατης γαζίας

όπως τότε που βάδιζα μ’ ένα κορίτσι

ανύποπτος μεσ’ στις περιοχές τις άγνωστες του Παραδείσου

και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο κόσμος

 

Ουριήλ Γαβριήλ    και απόψε τι

που ξανάρχομαι  και  πάω μεταμφιεσμένος σε ευτυχή

να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης!..

 

Έφυγαν βαυκαλισμένες

όπως βάρκες Ενετών από βιόλα ντ’ αμόρε οι μέρες  μου

στα ύπτια φορτωμένες μυτερά καρφιά  και  άσπρα γαρίφαλα

(ω παιδάκια

 

Με το λίγο σουσάμι ακόμη στο πιγούνι

βαρύ χρόνο σηκώσατε  και  αντάμα πήγατε στο φούντο

αλλ’ ευγένεια πήρε το χαμόγελό σας από του πρασίνου τη μεριά

Και από την άλλη πέτρωσε)

 

Άθελα έτσι

όλα πάνε μεσ’ στης Αλησμόνης τα νερά κλωνάρια γιούσουρι

και αργά βατίκια στο ταλάντεμα

τα λιγνοκάλαμα  και  η σέπια του βυθού

 

Σα να μόνο ονειρεύεται η Σελήνη   μα πραγματικά τα βλέπει εκείνη

 

Και την ώρα που κλαίμε  ή  τα μάτια κλείνουμε

να φανταστούμε τι γραμμένο ακόμη απομένει κατακέφαλά μας να βρει

αναστεναγμός ακούγεται άλλος κι από κει που πηγάζουνε οι ροδώνες

μια δροσιά μυριστική με συνοδεία κιθάρας χύνεται

 

Ποταμός του Αυγούστου μεσ’ στις πεδιάδες

Πού  και  πού επιπλέουν σπίτια  και  συστάδες ανθρώπων

που μισούνται  κι ερωτεύονται

κάτω απ’ τις φυστικιές ανάβουν τα

 

Πάλαι ποτέ φιλιά

ξανά  και  ξανά στις μύτες των ποδιών ο ίδιος όρκος

και τα ίδια εναντίον της μοίρας λόγια πικρά

έως ότου

 

Φτάσουν όλα στην περίφημη δέκατη τέταρτη ομορφιά

και αργότερα στην γέμιση την πλήρη

τέλος απ’ το ένα πλάι ξεφτίσουν και φανεί το γυμνό δέρμα της γης

με την άνοιξη έτοιμη να επιτεθεί  και  τους κέλητες φεύγοντας

 

Ουριήλ Γαβριήλ    

εσείς κρατούσατε τα ηνία όταν άκουσα τον καλπασμό

και αλήθεια ήταν

 

Σαν επιφοίτηση να μου ήρθε από ψηλά  μια στάλα υδρόγειος

που φωτίστηκε όλη των ονείρων η ερημιά

ενώ μέσα στα σκοτεινά φυλλώματα

 

Ζωή άλλη   τρίτη

από δυο ιδέες  κοντά – κοντά βαλμένες

να φωνάζει σα μωρό νεογέννητο άρχισε.

[από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Ίκαρος 1971]

 

ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ

(… θέλει χάδι το χώμα  και  ψιθύρισμα παρόμοιο με του καβαλάρη στο αυτί του αλόγου…)

Και το ρήγμα μέσα σου

 

Να μην έχει κιόλας απ’ τις πέτρες γίνει αντιληπτό

αλλά να περπατάς ξυπόλυτος

λίγη χαρά να δώσεις της τσουκνίδας

και από το γυμνό κορμί

 

Των δεκαπέντε χρόνων να γνωρίζεις

ποιο το μέρος της αθανασίας που χάνεται

για να το ξαναφέρεις πίσω εάν

 

Πεις ελληνικά τη λέξη  ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ

οπόταν και το χέρι που θ’ ακολουθήσει

 

Κοίτα!..

Ίδιοι μοιάζουν οι άνεμοι   που σκουραίνουν τα βράχια

και της θάλασσας δίνουν όψη προπατορική

όμως πιο μοναχική τότε η καρδιά σου

 

Κάτι άλλο αποζητάει

Έσωσε να ’ναι από θεού τα αισθήματα

Και ο ήλιος

 

Σ’ ένα του   μιας στιγμής σταμάτημα

που ο χρόνος ούτε το ’νιωσε

πρόφτασε ιερατική του ασβέστη

να προσδώσει αίγλη και ομορφιά

 

Την των ερωτευμένων   που χωρίς να το ξέρουν

της θεότητας το σχήμα έχουνε πάρει…

 

Ώστε λες   δίκαιο θα ’χε ο Υπερίων   που μιλούσε

«γι’ άλλες μνήμες ευγενέστερων καιρών»

και προσέθετε

«μας υπολείπεται πολλή  και  ωραία δουλειά

όσο να αγρεύσωμε  το Μεγαλείο»

[από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Ίκαρος 1971]

 

ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ… 

(… και  πως  η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο…)

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης  και  της εξορίας    Κι η πατρίδα  μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές  φράγκικες  ή  σλαβικές   που αν τύχει  και  βαλθείς για να την αποκαταστήσεις  πας αμέσως φυλακή  και  δίνεις λόγο   Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες   μέσω της δικής σου πάντοτε   Όπως γίνεται για τις συμφορές   Όμως   ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι  που μπορεί να ’ναι  και σε πολυκατοικία    ότι παίζουμε παιδιά  και  ότι αυτός που χάνει   Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς   να επι στους άλλους  και  να δώσει μιαν αλήθεια   Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό    Δώρο   Ασημένιο   Ποίημα    [ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ και η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Ίκαρος 1971

Παρασκευή, 3 Γενάρη 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΨΗΛΗΣ ΣΚΑΛΑΣ

  (… ή ένα επεισόδιο από τη ζωή του ζωγράφου Θεόφιλου…) Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέει ο ποιητής Απολλιναίρ, υπάρχουν,   οπωσδήποτε,...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ