Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

SO LONG, MARIANNE ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ

 

[Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα. 

Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής.

Έτσι όπως είναι συνήθως οι ζωές των ανθρώπων.

Μου έγραψε:

«Μέσα στο άρωμα των ματιών σου είδα να σβήνουν οι τελευταίες ανάσες των Θεών».

 

Την έλεγαν Μάριαν,  Μαριάννα,  Μαίρη,   Μαρίλια,

Μαίριλυν ,  Μαριλού,  Μαριάμ,  Μαρία.

Αλλά μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο κόσμος.

Μετά εξαφανίστηκε.]

 

Υπάρχει κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ

την φαινομενική κατανυκτικότητα

αυτής της ενότητας ποιημάτων στο 21ο βιβλίο

του Σταύρου Σταυρόπουλου. 

Είναι οι σιωπές ενδιάμεσα που αιχμαλωτίζουν το κείμενο,

το συγκροτούν σε σώμα και μετά το σπέρνουν

 στις σελίδες, τοποθετώντας το ως βίωμα ενικό

στην κορυφή μιας μυθολογικής πυραμίδας. 

Είναι οι ακέραιες λέξεις που επιδαψιλεύουν

εκείνον τον εξοπλισμό που χρειάζεται

το ολομόναχο συναίσθημα. 

Είναι η αισθητική του υποθετικά εύκολου,

του αυτονόητου, του διαρκούς.  

Που είναι και το πιο δύσκολο.

Αυτό, όμως, είναι και η αγάπη:

Η κατακτημένη από αληθινό άλγος

υπομονή της διάρκειας.

Ένα αιώνιο οικόσημο αυτοεκπαίδευσης,   αυτομύησης,

ένα μνημείο των εποχών που παρέρχονται,

περιμένοντας να ολοκληρωθούν στην λήθη.

 

ΥΓ. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το βιβλίο γράφηκε

για την σχέση του Λέοναρντ Κοέν με την Μαριάν Ιλέν,

στα χρόνια της Ύδρας   

και τα ερωτικά ποιήματα

που περιλαμβάνονται σε αυτή την συλλογή

αφορούν σε μια υποτιθέμενη ανταλλαγή

ερωτικών μηνυμάτων ή ποιημάτων,

μια προσομοίωση διαλόγου μεταξύ των δυο εραστών.

Αφορμή υπήρξε ο θάνατος της Μαριάν Ιλέν

στις 28 Ιουλίου του 2016, σε ηλικία 81 ετών

και η επιστολή του Λέοναρντ Κόεν προς αυτήν

που πρόλαβε να διαβάσει και δημοσιεύτηκε παντού.

Υπάρχει, όμως, και το προσωπικό βίωμα.




 

I

Τα ρούχα μου που βασάνιζες

Οι λέξεις μου που μιλούσες

Η αντίθετη λύπη μου

Τα ξυπόλυτα χέρια μας

Οι δαγκάνες του φθινοπώρου

Το απόρθητο σύνορο

Τα χρόνια χιαστί

Που λυσσούσαν

 

Η θάλασσα

Πριν την σφαγή

Τελεσίδικα μαζί σου

 

Αναπόφευκτα μπλε   Αναπόφευκτα ίδια

 

Αυτή η μικρή σύνοψη   Σε σειρές

 

Που δεν συνοψίζονται

 

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ αποσπασμάτων από τη συλλογή Σταύρου Σταυρόπουλου.

SO LONG, MARIANNE: Ποιήματα στη Μαρία, Σμίλη, 2017, β’ έκδοση 2017, γ’ έκδοση 2018.

 

Ακολουθούν αποσπάσματα και από τη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου:   

ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΟΚ ΔΕΝ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΠΟΤΕ, Απόπειρα 2018

 

 

ΘΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΩ  ΣΤΟ ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ…

(…για να πλύνω τα μάτια μου  με την ομορφιά σου και να πεθάνω αθώος…) 

 

IV

Αν και ακόμα αγέννητη

Θέλω να σ’ αναστήσω

Να σε συνθέσω ξανά

Από υπερκόσμια υλικά

Να μην σβήνεις

Να μην προσπερνάς

Να μην φοβάσαι

 

Να σε χορτάσω   Χωρίς σκιά

 

Χωρίς άλλα ενθύμια θαύματα

 

VI

Το παρόν είναι ακατάλληλο τώρα

Τα γάντια υπήρξαν τέλεια

Το άγγιγμα ατελές

Κι εγώ   Στην αυλή του  Θεού

Χωρίς σημερινό ίχνος

Σου αφήνω τα βλέμματα της ζωής

Στις κρυφές διχάλες των λόγων μου

Για να τα βρίσκεις   Και να τα φυλάς

 

Προσπαθώ με τις λέξεις

Να σε θυμηθώ

Και ξοδεύω   Άδικα δέντρα

Απελπισμένες πορείες   Και χώματα

 

Για να υποκαταστήσω κάτι

Που δεν ξανάγινε ποτέ

Στην ιστορία της μουσικής:

 

Τον τρόπο που με κοίταγες

Και γινόταν ξαφνικά Μάρτιος

 

Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΤΑΙ ΠΟΤΕ

(…απ’ το μέλλον της   (VII)

 

IX

Σε παντρεύτηκα αργά σιωπηλά σωτήρια

Παντρεύτηκα τα οστά σου που έκαιγαν

Πήρα την οδύνη που έπεφτε απ’ το δέρμα σου

Σε μπάλες χιονιού

Και την ζέστανα μαλακά   Με την ανάσα μου

 

Παντρεύτηκα τις ρωγμές των μελών σου

Την άνοιξη εκείνων των γενναίων μαλλιών

Το κίτρινο καμπαναριό της ψυχής

Που σιγούσε

Και την τρύπα που είχε ανοίξει ο χρόνος

 

Έφτασα αμίλητος έως τα νύχια

Τα άναψα

Και πέρασα εκεί

Στα μικρά σου χάλκινα δάχτυλα

Δύο εκκωφαντικές βέρες

 

Η μία έγραφε σήμερα   Η άλλη αύριο

Εσύ μου είπες ποτέ

 

Και κατάλαβα ότι ήταν για πάντα

 

XI

Με σένα

Επισκεύασα μέσα μου   Το πρόσωπο του θεού

Σε όλες του τις θρησκείες

Ευλογήθηκα

Όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά

 

Τώρα που εσύ δεν βλέπεις

Κι εγώ

Έχω μείνει εδώ   Να σε εύχομαι

Θέλω να είμαι σίγουρος ότι ξέρεις

 

Πως αγαπήθηκες   Από έναν άγιο

 

XII

Θέλω να σε αγγίξω ξανά

Για να γίνεις πιο όμορφη

Από τις απελπισίες των δαχτύλων μου

Πιο απέραντη απ’ τη θάλασσα

Που θα ξαπλώνει στα πόδια σου   Ανίσχυρη

Υποταγμένη στις επιδόσεις σου

 

Κανένας θάνατος

Ποτέ

Δεν μπορεί να είναι πιο όμορφος

Από σένα

 

Έζησες σε όλα τα μέρη   Που ήμουν παιδί  (XV)

XVII

Χθες ονειρεύτηκα πως ξανάρθες

Ήσουν σαν ηλικιωμένος κήπος

Που δεν απομακρύνθηκε ποτέ

Απ’ το μέλλον του

Έσκυψα και σε μάζεψα

Με εκείνη την βιασύνη στα δάχτυλα

Που έχουν οι τυφλοί

 

Πήρα τα λουλούδια σου

Από το αμαξοστάσιο των θνητών

Το δέρμα τους ήταν σαρκώδες

Είδα τον λούτρινο μίσχο

Να αναρριχάται αργά

Από μέσα μου   Σαν κισσός

Έφτασε στο λαρύγγι μου

 

Σε κατάπια

Και βγήκες απ’ τα μάτια μου

Όπως το παράξενο φως

Που γεννήθηκε

 

Για να εξιλεώσει τον κόσμο

 

XXI

Υπήρχε ένας καιρός

Μέχρι να αλλάξεις το όνομά σου

Που όλα όσα μάθαινα για την αγάπη

Τα μάθαινα επειδή με κοιτούσες

Μ’ εκείνο το λανθασμένο κίνημα

Και τον άγγελο

Που ανέπνεε κάτω απ’ το πρόσωπό σου

Κρυφά

Σαν βάτραχος

Κρατώντας στα χέρια του

Ένα παγωμένο κουκλάκι

 

Δεν έχει αλλάξει αυτό

 

Τα φτερά είναι ίδια

Οι λέξεις πράσινες

Ο άγγελος στη σειρά

Έως την πόρτα σου

Μένουν οι τίτλοι

 

Έχω φωνή

Μόνο για να προφέρω το όνομά σου

 

Και να το κάνω καλύτερο

 

XXIV 

Κάθε που βρέχει

Νομίζω πως ενώνονται τα σύννεφα

Σαν στρατός

Για να σε συναρμολογήσουν απ’ την αρχή

 

Τότε σ’ αγαπώ περισσότερο

Εσύ λιγότερο

Το σύνολο όμως   Είναι πάντα το ίδιο

 

Το ίδιο εμείς

 

XXVII

Καμιά φορά σκέφτομαι

Ότι όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο

Παρά λογοτεχνία

Αλλά όχι   Πρόκειται για ζωή

Γιατί μόνο έτσι μπορεί να συνεχίζεται ο κόσμος

Μόνο έτσι μπορείς να τον αντέχεις

 

Ο χάρτης ψεύδεται αν δεν σε συμπεριλαμβάνει

 

IXXX

Ανεβαίνω και κατεβαίνω

Τις σκάλες του εαυτού μου

Για να σε βρω

Τα δάκρυά μου είναι κίτρινα

 

Είσαι παντού   Εκτός από σένα

Όλη εκ μέρους μου

Με την πλήρη συγκατάθεση του εαυτού μου

Εξαιτίας μου

Πραγματική όσο και η φαντασία μου

 

Σου πιάνω το χέρι και λιώνει

Κολλάει πάνω μου

Γίνεται γάμος

Ρεύμα ζεστό

Δέρμα κάτω απ’ το δέρμα μου

 

Όλα τα υπόλοιπα είναι νεκρός χρόνος

Σαν να γράφεις σταγόνες

Πάνω στην επιφάνεια του νερού

 

Δεν ξέρω άλλο τρόπο

Να σε επινοήσω στον κόσμο

Άλλωστε   Είναι αναμενόμενο

Να αγαπά κανείς έτσι

 

Την ίδια την αγάπη

 

XXXII

Ήρθες πάλι

Αναγνωρίζω τα βήματά σου στο χολ

Το χάδι ανάμεσα στις πατούσες σου

Και το πάτωμα

Ακούω το θρόισμα που κάνουν τα χέρια σου

Προσπαθώντας να με αγγίξουν

 

Βλέπω το βαθούλωμα στο στρώμα

Που κάθεσαι

Μια τρύπα ζωής

Το παρατηρώ για ώρα προσεκτικά

 

Μετά καταλαβαίνω ότι δεν κάθεσαι

Απλώς κοιμάσαι

 

XXXIII

ΑΝ ΘΕΣ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΦΟΡΕΣΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

(…να βλέπουμε τουλάχιστον   Τον ίδιο κόσμο… - ΧΧΧΙΙΙ)

 

 

XXXIV

Στρέφομαι πάλι προς την φωτογραφία σου

Σου ζητάω ακόμα να ζήσεις

Δεν ξέρω αν μιλούν οι φωτογραφίες

Ή αν αρκούνται στα ψίχουλα

Πάντως εγώ θα μπουσουλήσω

Θα τα μαζέψω σπυρί - σπυρί

Θα ενώσω τα χρόνια σου

 

Και θα φτιάξω έναν άφωνο σιδηρόδρομο

 

Ένα σμήνος από σιδερένιες πεταλούδες

Μια ατέλειωτη σειρά από υστερόγραφα αγάπης

Δύο πράσινες βιβλιοθήκες από λέξεις

Μια κρούστα αληθινού ύπνου

Ένα στρογγυλό οικοδομικό τετράγωνο κήπων

Μια γενέθλια πόλη αγγέλων

Μια συρμάτινη χώρα

Έναν ολόκληρο μαραθώνιο από βλέμματα

Έναν αθώο κόσμο καινούριο

 

Κι εκεί θα ετοιμάσω ένα βασίλειο για σένα

Ή μια νέα απώλεια

Δική μου

 

Αφού όπως και αν το κάνεις   Η αγάπη

 

Μόνο να συνεχίζεται μπορεί

 

XXXVI

Γεννιέσαι από αγάπη

Σε γεννάω εγώ

Μετά πεθαίνω

Και με γεννάς εσύ

Ξανά

Ανταποδίδοντας ένα μέρος του θανάτου

Στην γέννηση

 

Αυτό το αέναο θαύμα

Που συνεχίζεται

Το λένε αγάπη

Σπάνιους ήρωες

 

Ή αλλιώς εμείς

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΟΚ ΔΕΝ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΠΟΤΕ

(αποσπάσματα από την 3η έκδοση σε έναν ενιαίο τόμο της συλλογής που περιλαμβάνει τα δυο παλαιότερα βιβλία:

 ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ   και

ΓΙΑ ΟΣΟ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ - ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2018).

 

ΔΥΟ

Τα χρόνια που έρχονται θα ’ναι ακόμα πιο δύσκολα, πιο οδυνηρά. Και τα ταξίδια περισσότερα.

Όσο περισσότερο πλησιάζω, τόσο περισσότερο απομακρύνομαι, τόσο χάνομαι στα στενά.

Φοβίζει η απόσταση καμιά φορά.

Θολώνουν τα βλέμματα στην απεραντοσύνη του δρόμου, πεισμώνουν τα όνειρα.

Οι εποχές τώρα σκυφτές, παρακαλούν να τους χαρίσω τα παιδιά μου.

Κι εσύ, κουκίδα στο χάρτη, πας. Ξεμακραίνεις όλο και πιο πολύ.

Άραγε κάτω από ποιον αστερισμό στεγνώνουν τ’ όνειρά μας, πού ’ναι τα καλοκαίρια που υποσχέθηκες, πού ’ναι τα φώτα, οι γιορτές, αχ πού χαθήκανε όλοι, πού πήγανε όλοι, λείπω μόνο εγώ απ’ το χορό… ήμασταν χρόνια χαμένοι, χρόνια κυνηγημένοι, ήμασταν χρόνια τυφλοί…

Σβηστά φώτα,

σβηστή μουσική,

σβηστός,

έσβησα.

Όταν η μουσική τελειώσει, σβήσε το φως.

Θα σβήσω μακριά σου.

 

Να επιστρέψω θέλω, να ’ρθώ ξανά, να βάλω στο αμάξι μια από εκείνες τις μπαλάντες των Aerosmith, το «Amazing» ή το «What it takes», ένα μαντιλάκι των Zeppelin στα μαλλιά, να ’ναι full moon, κατακαλόκαιρο, ανοιχτά τζάμια, η άσπρη γραμμή τού δρόμου να χάνεται απ’ την ταχύτητα,

όλες οι αποστάσεις ένα λεπτό και να ξανάρθω αιώνιος κύκλος,

να ακουμπήσω τις μέρες μου πάνω σου, στο βάρος τού κορμιού σου, να σε σφίξω απαλά, έτσι, όπως ψηλώνει ο καλοκαιριάτικος ήλιος, όπως μακραίνουν τα απογεύματα, όπως γέρνουν οι μήνες πάνω σου,

και καθώς θα τρέμεις κάτω από λευκές δέσμες Αιγαίου φωτός, να γίνω μόνιμος ένοικος των νότιων προαστίων σου, εκείνων των πολύ ιδιαίτερων διαμερισμάτων σου που συνήθως κατοικούν οι πρωτόπλαστοι και οι διαλεχτοί,

να πιω κι εγώ λιγάκι απ’ το κρασί των Θεών, να ψηλώσω, να πάρω φωτιά, να κονταροχτυπηθώ με τις μνήμες μου κι όλα να γίνουν θολά, ακαθόριστα, σαν καμένη φωτογραφία, για να μη βλέπω άλλο την ασχήμια,

να χωθώ βαθιά στα κυκλαδίτικα μάτια σου ναυαγός, να υγράνω τους έρωτες,

λίγο πριν το τελευταίο χάσιμο κι αυτής της σελήνης,

λίγο πριν ο χρόνος βουλιάξει μέσα μας και απομακρυνθούμε οριστικά,

λίγο πριν ακουμπήσουμε τα σύννεφα και γίνουμε φυσαλίδες,

λίγο πριν μεταμορφωθούμε σε πάγους και χαράξουμε πάνω τους πληγές,

λίγο πριν τα παραχωρήσουμε όλα στη μοίρα και κάνουμε πρόσω ολοταχώς,

γι’ αυτό, λίγο πριν, για να μη βλέπω άλλο την ασχήμια,

έλα, θα πω όλα τα γράμματα μαζί, θα μιλήσω με την εκπνοή των ανέμων,

μήπως και μπορέσουμε να συνθέσουμε τις τελευταίες μελωδίες των καιρών,

μήπως και καταφέρουμε να σφραγίσουμε τους καινούριους θριάμβους,

μήπως και προλάβουμε να εκτρέψουμε την τροχιά κι αυτής της Σελήνης,

γι’ αυτό, για να γίνουμε τοπία Αναγέννησης,

έλα, έλα, μωρό μου,

αχ αυτή η μαύρη, ηφαιστειογενής πύλη σου που μέσα της λιώνουν όλα τα κατακτητικά σχέδια, καίγονται όλες οι αποφάσεις, σταυρώνονται όλοι οι Χριστοί,

κοίτα, κοίτα πώς ξέρει και λικνίζεται στο μέλλον, πώς ατιμάζει τα βλέμματα, πώς φτάνει και ξεγράφει τους ορίζοντες μεμιάς, πώς χάσκει στην αιωνιότητα και σβήνει τους χρόνους, πώς τρελαίνει τα χρώματα, πώς ακουμπά στις φθορές,

αχ, Μιλένα, Μιλένα μου!

στη ζωή μου θα κρύψω τη ζωή μας σκηνές, σκηνές καρέ καρέ από ένα έργο που δεν ανέβηκε ποτέ, πριν προλάβουμε να διαβάσουμε τους ρόλους, οι υπότιτλοι του τέλους, αυλαία πριν καν ξεκινήσουμε, κατάλαβες μωρό μου;

ιστορίες σκηνών είμαστε, αμοντάριστων και άνισων, θολών σκηνών, χωρίς άκρη, μέση και τέλος, χωρίς πολλή διάρκεια,

όπως εσύ, όπως εγώ,

όπως εκείνη η ταινία της Agnés Varda Δίχως στέγη δίχως νόμο, όπως το βλέμμα σου εκείνη τη νύχτα,

εξωτερικά γυρίσματα ενός φιλμ που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ήταν too much, μελαγχολικά στιγμιότυπα που τελειώνουν στο ανοιγόκλειμα των ματιών, στο travelling τού φακού κάποιου αόρατου σκηνοθέτη που βιάζεται,

a tale that wasn’t right, αυτό είμαστε,

ένα μαγικό παραμύθι των Helloween, το γλυκό παραμύθι τού ροκ εντ ρολ, μόνο που στα παραμύθια χρειάζεται γιαγιά στο τζάκι με άσπρα μαλλιά, αφηγηματικό ταλέντο και υπομονή, χρειάζονται παιδιά και μυστήριο για να κρατήσουν, ιδίως σ’ αυτά που δεν είναι σωστά, ιδίως σ’ αυτά που στο τέλος νικάνε οι κακοί και οι καλοί συντρίβονται,

it’s alright, we’ll stay friends, άλλωστε όλα τελειώνουν κάποτε, όλα ιστορίες είναι που κάποτε τελειώνουν,

το θέμα είναι να υπάρχουν παραμύθια, γιαγιάδες, παιδιά, ταινίες που να μένουν στη μέση, σκηνές ανολοκλήρωτες, ηθοποιοί, ιστορίες, ροκ εντ ρολ, ένα παραμύθι άλλωστε δεν είναι κι η ζωή; άλλοτε βιαστικό, άλλοτε απρόβλεπτο, πάντως παραμύθι,

ένα γοητευτικό παραμύθι που χάνεται μέσα σε ένα άλλο παραμύθι, πιο μεγάλο, που γίνεται της πουτάνας, δυσκολεύεσαι να το παρακολουθήσεις κι οι χρόνοι φθίνουν σαν ξέφτια από παλιό παλτό,

γι’ αυτό, για να φανεί ο επίλογος,

έλα, έλα, το μουνί σου με τρελαίνει, δεν μπορώ, θα χύσω βολβούς μέσα του να φυτρώσουν θεοί, θα το ξεκολλήσω να το κρεμάσω σταυρουδάκι στο λαιμό μου για να ξορκίσω τις μέρες που έρχονται γυμνές, υστερικές, κακόγουστες, μέρες αργίας, χωρίς εσένα,

να σου διηγηθώ χαμηλόφωνα τα τελευταία αποσπάσματα while my guitar gently weeps,

σοφία και αιώνια γαλήνη και αγάπη, αγάπη μου, αυτό θέλω, τελευταία χαρά μου,

ίσως να φτάνει μόνο αυτό, μια ματιά σαν βροχή,
μια τελευταία προσευχή…,

να σε ξεκάνω, να φύγω εντός σου, να φύγω μωρέ, να φύγω,

ούτε φαρμακεία δεν υπάρχουν για τις ψυχές που διανυκτερεύουν — έτσι διάβασα κάπου — να σταματήσει αυτός ο πόνος και να μη βλέπω την ασχήμια,

αχ! κορίτσι μου, έλα,

αφού time is on my side, αφού το ξέρουμε, αφού σκοτεινιάζει, αφού εσύ είσαι ζωγράφος ψυχών, γνωρίζεις το μυστικό που σκοτώνει, αφού η Τροία είναι μίλια μακριά κι η ωραία Ελένη θα ’ναι τώρα γριά, αφού σαλπάρουμε,

είναι και τα τραγούδια βλέπεις που περιμένουν, όσο αγαπάω μένω πίσω κι όλο μ’ αφήνεις να σ’ αφήσω, κυλούν σαν τα χρόνια γοργά, χάνονται αστραπιαία μπροστά στα μάτια μας και μένουμε μόνοι, έρημοι έρωτες σε 33,3 στροφές,

σου μοιάζει η σελήνη, πού να βρω γαλήνη,
στον Άδη ανατέλλω, πόσο σε θέλω,
πόσο σε θέλωωωω, αα-αα-αααα…,

α όχι, δεν είσαι γυναίκα εσύ, δεν μπορεί να είσαι γυναίκα, πλοίο είσαι, σε θυμάμαι καλά,

Μιλένα, Παρασκευή 29 Ιουνίου 1990, το καλοκαίρι με τα χιλιάδες χρώματα,

σ’ έχω πάρει πολλές φορές, μπρος πίσω η ίδια διαδρομή, Νάξος–Πειραιάς, μπρος πίσω, με εννιά μποφόρ βοριά στην άκρη του Κάβο Ντόρο, κρεμασμένος από ένα σκοινί και τα ελενίτ να σκορπίζουν στη θάλασσα,

είσαι πλοίο μεταμφιεσμένο σε γυναίκα και θες να σε παίρνω συνέχεια, μπρος πίσω κι εγώ δεν μπορώ, θέλω να φύγω, να κρυφτώ,

κι ας μη μετράω πια στις εποχές τη ζεστασιά του κόλπου σου, ας μην ξυπνάω κάθε πρωί με την αύρα της θάλασσας, ας μη χορταίνω τα χρώματα,

χρειάζομαι τη φωτιά σου για να καώ, να ξαναβρώ τις βόλτες σου,

αφού το βλέπεις, δύω στη σάρκα σου,

έλα,

μπρος πίσω, μπρος πίσω,

έλα,

το ξέρω πως δεν είμαι αυτός που πάνω του θα στηριχτείς, ούτε λεφτάς, πίσω γυρνάς, πιωμένο μες στα μπαρ να με βρεις, όμως εγώ θα σου μετρώ της πόλης το σφυγμό μ’ αγκαλιές, θα σου χαϊδεύω το μυαλό με χίλιες και μια νύχτα γλυκές…,

έλα,

χύσε,

χύσε,

χύσε μαζί μου,

είσαι πλοίο που φεύγει ντυμένο γυναίκα και πάνω του εγώ, αρμενίζω πειρατής στο πέλαγος του κορμιού σου,

σε παίρνω,

σε λιώνω,

σε στάζω,

σε σκίζω,

μπρος πίσω, μπρος πίσω,

μέχρι να βγάλει μέλι η μήτρα σου, μέχρι να σταματήσουν οι ώρες, μέχρι να αρχίσουν να ηχούν οι γκουαχίρες, τα τύμπανα του Jack Dejohnette, οι κουβανέζικες τρομπέτες των Buena Vista και να τρυπώσω βαθιά μες στο μπλε σου,

εκείνο το αχλύ, γλυκό μπλε που ρίχνει καμιά φορά ο Θεός για να κρύβεται.

Για να μη βλέπω την ασχήμια.

 

ΕΝΑ

Τα βιβλία συνήθως δεν μεταφέρουν μηνύματα. Αυτό το κάνουν με επιτυχία τα κινητά. Οι ταχυδρόμοι. Τα συλλαλητήρια του ΚΚΕ που ψηφίζεις. Παλιότερα, και οι πελαργοί. Ούτε καν λέξεις: Ρήματα, πρόσωπα, χρονολογίες, γεγονότα, οδόσημα.

Η εξαιρετική σημειολογία τους βασίζει την επιτυχημένη της συνταγή σε μια εσωτερική διασπορά λέξεων και εικόνων που σπαρταράνε στο σύμπαν σαν ανεξίτηλα όνειρα. Έχουν παράνομες μελωδίες και αγαπησιάρικους αναστεναγμούς. Είναι η σκόνη που αφήνουν οι άγγελοι τη νύχτα όταν πετούν χαμηλά.

Οι άγγελοι καμιά φορά επιζητούν να μας συναντήσουν. Κατεβαίνουν στη γη γιατί βαρέθηκαν, αφού δεν μπορούν να υπακούν άλλο σε εντολές που δεν καταλαβαίνουν. Περπατούν ανάμεσά μας αόρατοι, φοβούνται ότι θα τους τιμωρήσει ο Θεός. Γι’ αυτό πολλές φορές μαζεύονται και γλεντάνε σιωπηρά, προσποιούμενοι ότι δεν υπάρχουν. Χορεύουν ελαφρά πάνω στον πάγο και οι πιρουέτες τους μοιάζουν αδύναμες και εύθραυστες σαν ενοχές. Κάνουν τάχα ότι πονάνε, ότι δεν μπορούν.

Όμως ξεγελούν το θάνατο.

Είναι η σιωπή που ακούγεται στη διαπασών. Το αδυσώπητο χνάρι μιας παράξενης και αιώνιας οίησης.

Αγγελόσκονη, όπως τα βιβλία.

Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα βιβλία είναι φέιγ-βολάν. Θα ’πρεπε λογικά να έχουν στόχους, να υποστηρίζουν συνθήματα, να περιέχουν ιδέες, να παρουσιάζουν πρακτικούς οδηγούς συμπεριφοράς.

Μπερδεύουν τους συγγραφείς με ταξιδιωτικά γραφεία, με χάρτες χαμένων θησαυρών, με εγχειρίδια ψυχολογίας που εγκρίθηκαν από Πανεπιστήμια, με φιλοσοφικά ρεύματα που προηγήθηκαν της εποχής τους.

Εγώ μπερδεύω το ροκ εν ρολ με σένα, τους ανθρώπους με τους αγγέλους, την Patti Smith με την P. J. Harvey. Πώς να παρηγορηθώ μακριά σου; Με τι υποκατάστατο υποκαθίσταται η μοναδικότητα;

Μονόπρακτα όνειρα, πεισματικά ακίνητα, από τους Frumpy στην άκρη του πικάπ…

Ohhh it’s not easy all the time
when you’re standing on your side and I’m on mine, maybe you want me to act like a star
but just this night I’ve got a completely empty heart…

*

Χθες ονειρεύτηκα πάλι ότι άνοιξα μια τρύπα στο χρόνο προσπαθώντας να εξηγήσω τις ημερομηνίες που έλειπαν. Τις τράβαγα να ξεχειλώσουν, να γίνουν ελαστικές, για να μπορέσω να ενώσω τις άκρες τους, τράβαγε και ο Keith Richards μαζί μου κεντώντας πάνω στις παρτιτούρες τού «Under My Thumb» σχέδια κόκκινα, τράβαγε κι ο Lou Reed στο «My House», στις ροκ εν ρολ βοήθειες που ανασύρονται αυτόματα όταν οι βότκες δεν επαρκούν, όμως ο χρόνος είχε στυλώσει τα πόδια του για τα καλά και δεν έλεγε να μετακινηθεί ούτε βήμα. Τίποτα.

Για μια στιγμή τα ’χασα. Ο Μπατάιγ λέει ότι κάτι τέτοιες στιγμές έχουμε «μια επιθυμία να ζήσουμε σταματώντας να ζούμε και μια επιθυμία να πεθάνουμε χωρίς να σταματήσουμε να ζούμε». Η έλλειψη αποτελεί βασικό άξονα κάθε επιθυμίας.

Ο χρόνος αντιστεκόταν γερά. Δεν ήθελε να τρυπήσει. Την τελευταία στιγμή, και ενώ η απουσία σου έκαμπτε διαρκώς τις αντιστάσεις του, διασπάστηκε στα δυο με μια μεγαλοπρεπή έκρηξη.

Χωρίστηκε σε ασύμμετρα μέρη.

Έγινε κόκκινα κομμάτια ονείρων που ξεχύθηκαν στο δωμάτιο.

*

Θα ανοίξουμε μια πλωτή διώρυγα για ερωτευμένους, τα μάτια σου θα είναι πάλι κατάμαυρα και θα δεσπόζουν στους δρόμους, θα φοράς εκείνη την κοντή φουστίτσα που φορούσες στην Αίγινα, θα φοράω το μακό της Κεφαλονιάς, θα έχω μακρύνει τα μαλλιά μου πολύ, θα έχεις διαβάσει Ρολάν Μπαρτ, θα έχω αντέξει την πίεση των ημερών, θα μου έχεις αγοράσει ένα καινούριο βραχιολάκι, θα σου αφήνω cd τού Van Morrison κάτω απ’ το μαξιλάρι μαζί με σοκολάτες υγείας και σημειώματα «μ’ αγαπάς;», τα πρωινά θα μου σερβίρεις κέικ βανίλια με παγωτό σε στρογγυλούς δίσκους, θα έχω δερμάτινο παντελόνι, δερμάτινα βιβλία, δερμάτινο βλέμμα, ο χρόνος θα επιπλέει μέσα μας σαν φελλός, όταν ξημερώνει θα με παίρνεις αγκαλιά και θα πηγαίνουμε βόλτα στη θάλασσα, θα φτιάχνουμε γοργόνες στην άμμο, θα τις ζωντανεύουμε και θα μας ταξιδεύουν μακριά, τα βράδια, όταν θα πέφτει σκοτάδι πηχτό, θα με κολλάς στο σώμα σου σαν αυτοκόλλητο σηματάκι από παιδικό παιχνίδι, εγώ θα σου διαβάζω ποιήματα του Ελυάρ και δοκίμια του Ντεμπόρ και του Πας, θα είσαι απροσδόκητα όμορφη, θα είμαι απροσδόκητα τυχερός, θα βλέπω στα μάτια σου όλες τις συναυλίες των Who, θα βλέπεις στα χέρια μου όλες τις τροχιές των άστρων, δεν θα σταματήσεις ποτέ να αγαπάς τη σιωπή, δεν θα σταματήσω ποτέ να καπνίζω, δεν θα χρειάζεται πια να μιλάω, θα σου λέω στίχους από τραγούδια κι εσύ θα τα καταλαβαίνεις όλα, όταν ζαλίζεσαι θα σου αγοράζω σκουλαρίκια από πλανόδιους ή αλυσιδίτσες για τη μέση, όταν απελπίζομαι θα μου κλείνεις το μάτι και θα χαμογελάς πονηρά, τα όνειρα που θα κάνουμε θα τα αριθμούμε και θα τα κρεμάμε πόστερ στους τοίχους, θα πιστεύεις ότι ο έρωτας καταβροχθίζει το χρόνο, σε όλα τα παραμύθια θα πέφτει χρυσόσκονη ανακατεμένη με αθωότητα, τα ρολόγια στους πίνακες του Νταλί δεν θα λιώνουν γιατί ο χρόνος θα ’ναι αιώνιος, ένα απόγευμα θα χτυπήσει η πόρτα και θα μπει η Patti Smith, θα σου χαρίσει το άσπρο φόρεμα που φοράει στο εξώφυλλο του Wave, θα κρατήσω τα περιστέρια, οι επόμενες κόπιες του άλμπουμ θα εκδοθούν χωρίς περιστέρια και με την Patti Smith γυμνή, το «Dancing Barefoot» θα κοπεί απ’ τη λογοκρισία γιατί θα έχουν προστεθεί στίχοι που θα λένε για μας, θα συναντιόμαστε κρυφά στη χώρα των θαυμάτων κάτω από ουρανούς με μαρμελάδα και μεγάλα σοκολατένια βουνά, μέσα σε κίτρινα υποβρύχια, εκεί θα μας περιμένουν οι καρδιές του λοχία Πέππερ που δεν θα είναι μοναχικές, μανταρινιές από σελοφάν και η μικρή Αλίκη, μια μέρα με λιακάδα θα καβαλήσουμε το διαστημόπλοιο της αγάπης και θα χωθούμε στα σύννεφα, δεν θα φοβάσαι στις στροφές, θα φτιάξω ένα ροκ συγκρότημα και θα το πω «Διαμαντένια Προβλήτα», θα παίζεις μπάσο και θα γράφουμε τους στίχους μαζί, τα καλοκαίρια θα περιοδεύουμε σε τουρνέ, τους χειμώνες θα αγοράζεις τελάρα και θα ζωγραφίζουμε τις ψυχές μας, θα ζούμε ακόμα τόσο μακριά που θα μπορείς να απλώσεις το χέρι σου και να κατεβάσεις τον ήλιο, θα σου πω «το τέλος δεν είναι παρά μόνο η αρχή», θα μ’ αγαπήσεις ως την άκρη του χρόνου.

*

Κι έτσι αποκοιμήθηκα ενώ ο ήλιος ξεφλουδιζόταν.

Αποσπάσματα από τη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου

ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΟΚ ΔΕΝ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΠΟΤΕ, Απόπειρα, 2018

(Τρίτη έκδοση σε έναν ενιαίο τόμο που περιλαμβάνει τα δυο παλαιότερα βιβλία “Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου” και “Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

SO LONG, MARIANNE ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ

  [Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα.  Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής. Έτσι όπως είναι συνήθως οι ζωές των ανθ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ