(… κεντισμένο
με ρόδα και με βάγια
με ήλιους και με άστρα
που τα απλών’ η Μάγια απάνω στης αλήθειας το σκοτάδι…)
Δεν σ’ ονειρεύτηκα –
Πριν καν σ’ αγγίξω μες το φως εσύ ήσουν η αναμενόμενη
σπέρμα ζωής
όπως σαρκώνεται - σαν θαύμα –
κάθε αναμενόμενη
έτσι κι εσύ μου φανερώθηκες
από τα σπλάχνα της μητρός σου σπλάχνο μου
με του πατρός την αύρα
και τα χρώματα
μάτια σχιστά που μέσα τους
φέγγει μια ανταύγεια τ’ ουρανού
στόμα μπουμπούκι που μισάνοιξε
χεράκια που ακροβατούν γυρεύοντας
να πιάσουν να πιαστούν
να ξετυλίξουν
-μαγνάδι και
ειλητάρι της Ανατολής
που κόμισες μαζί με τ’ όνομά σου –
το δίχτυ μιας ζωής αραχνοΰφαντης
κι εκεί χοροπηδάς, η πρώτη κίνηση
ύστερα κι άλλες… Να πετάς
να χάνεσαι
ανάερη στους μαιάνδρους της αγάπης
κι από τα χείλη να κυλούν νοήματα
και γέλια σαν φυλλορροήματα
κι εγώ ν’ αντιχαιρετώ, προβαίνοντας
απ’ το κελί μου στο κατώφλι του ποιήματος
[ήταν το ποίημα ΜΑΓΙΑ, εισαγωγικό στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011
ΣΥΝΕΧΕΙΑ μ’ άλλα ποιήματα από την πρώτη ενότητα της συλλογής:
ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ / ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ:
Ανάμεσα γης και ουρανού το γεννηθήτω
το ευοί ευάν του παφλασμού και του
οργασμού τους…
Αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο
συγκεντρωτικό τόμο:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013,
εκδόσεις Νεφέλη]
ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ
(…Ανάμεσα γης και νερού το γεννηθήτω
το ευοί ευάν
του παφλασμού και του οργασμού τους…)
Θα σε ξανάβρω γη μου ψηλοκρεμαστή καμηλοπάρδαλη
από μια υδάτινη αποβάθρα με γιγάντια σάλτα να
φλιστράς κάτω απ’ τα δένδρα
με τη δορά σου κεντημένη από τους κυνηγούς του
βάλτου με χιλιάδες σκάγια
μ’ όλα τα χρώματα του νότου στο κορμί σου
παρδαλόστικτη
απ’ το ουρανί της Αμβρακίας μέχρι το βαθύ μαβί
του Ιονίου
κι όταν περνούσε στ’ ανοικτά πομπή σημαιοστόλιστη με θυρεούς
και βούκινα η ιστορία
να βγάζεις το κεφάλι και να βλέπεις μεσ’ απ’ τα
φυλλώματα
λάβαρα
- κι έμβολα σπασμένα από ρωμαϊκές γαλέρες
Να σε ξανάβρω
να σ’ ανακαλύψω κάτω απ’ τα ερείπια
να μπω στην πρώτη μου φωλιά να ξαναγεννηθώ μαζί
σου
[ΘΑ ΣΕ ΞΑΝΑΒΡΩ ΓΗ ΜΟΥ από τη συλλογή
του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011 / πρώτη
ενότητα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ / ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ]
Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΙΑΣ
Ο άναρχος κόλπος της
Ροδιάς είναι η φωλιά σου
για εκεί κινήσαμε και
φτάσαμε τρεις φίλοι
ο πιο ψηλός που έφυγε
πρώτος έλυσε τη βάρκα
ετοιμασθείτε είπ’ ο
πορθμέας να περάσομε
στην υγρασία και στ’
άφεγγα των σπλάχνων της
μ’ ένα πριάρι στην
κοιλιά του κήτους
Τότε η γυναίκα ήταν
λύχνος της σαρκός μου
ξεκόπηκε από μπρος μας
πέταξε τα πέπλα
κι απλώθηκε επί των
υδάτων σ’ όλον τον ορίζοντα
με το κορμί της
υδατόσημο και μήτρα
Κλείνω τα μάτια ακούω
την εκκόλαψη
τ’ ανοίγω κι ο
οργασμός της με τρελαίνει
η χαρακιά της ήβης που
έσκυψε και φίλησε
ο πειρατής ακόμα
πάλλεται
κι ο κόλπος
σπαρταρά κι ανοιγοκλείνει
γεμίζει αλλόκοτα
πουλιά και όντα
μεσ’ από ρίζες και χυμούς σπόρους και
σπέρματα
κι αυγά
που σπάζουν η ζωή
ξανά γεννιέται.
[από την πρώτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη
Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]
Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
(από τα ΝΕΡΑ
ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ πρώτη ενότητα στη συλλογή του
Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)
Και ξαφνικά για δείτε πίσω είπ’ ο
δεύτερος
τώρα που αφήσαμε τη γέφυρα της
Πέτρας
και βυθιστήκαμε στην πιο παρθένα
φύση
δείτε τα’ οδόφραγμα τις κάννες των
Ρετζαίων
ριπή κατά ριπή πίσω απ’ τα βράχια
να πέφτει ο μηχανοδηγός να φλέγεται τ’ οδόστρωμα
κι η αμαξοστοιχία να πνίγεται στο
αίμα
(Η αμαξοστοιχία που αποβιβάστηκε
στην Πρέβεζα
η πιο γερή χρηματαποστολή του αιώνα
φύλλα – φτερά στις αγορές
Βορρά και Νότου)
Ξέρω από Τράπεζες μα αναρωτιέμαι
είπε ο φίλος μου
σε τόση μπάζα και ρεμούλα τι ν’ απόγινε
του άχαρου εκείνου υπαλληλάκου τ’
οβολάκι
«πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα»;
ΤΟ ΠΛΑΓΚΤΟΝ
(«Το
πλαγκτόν ενός υδροβιότοπου έχει μεγάλη σημασία για τα διαστημικά ταξίδια: η
ύπαρξη του διοξειδίου του άνθρακος μεταβολίζεται σε ουσία οργανική κατά την
εισπνοή του αστροναύτη, ενώ η απελευθέρωση του οξυγόνου με τη φωτοσύνθεση
ζωογονεί τη διαστημική αναπνοή του» ΤΑ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ ΛΕΞΙΚΑ)
Κι εκεί που πλέαμε ο χρόνος πισωπάτησε
το σκάφος έγινε σκαφίδι και
πιρόγα
κι εμείς ντυμένοι με δορές πλειστόικαινες
στο έλεος του τιμονιέρη που μας φώναζε:
κοιτάξτε εκεί την άπλαστη μορφή
κι εκείνη τη μισοπλασμένη
αρθρόποδα πτερόποδα
αντινόποδα
ανάμεσα ένας νεροβούβαλος
και με φτερά φανταστικά
αργυροπελεκάνοι ερωδιοί
να τρίζει στους αρμούς ο σίδηρος
να σπινθηρίζει ο πυριτόλιθος
σε κάθε βλέμμα η σκόνη η αστρική
και το πλαγκτόν
βαθιά να φωσφορίζει
Και κάθε νύχτα απ’ το στερέωμα
σαν εξωγήινος αρχάγγελος
να κατεβαίνει ο αναμενόμενος
για την καινούργια πτήση του
αστροναύτης
[από τα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ πρώτη ενότητα
στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]
Ο ΝΕΡΟΒΟΥΒΑΛΟΣ
(από τα ΝΕΡΑ
ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του
Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)
Κέρβερος των ακτών ο νεροβούβαλος
γλιστρώντας από τα χυτήρια του
βυθού
σύρθηκε στο εκκλησάκι των Ρωγών
κι εκεί άλλαξε δέρμα έγινε αίλουρος
σκαρφάλωσε στο κλίτος κι
είδε απ’ τον φεγγίτη
τις δύο αντιμαχόμενες σκηνές
μια αγία εν μέσω ελλήνων σοφιστών
να τους μυεί στην υπεργήινη ζωή
και τη φριχτή σκηνή: σιδήρω ετελειώθη
Είδε τη διαμάχη εθνικών και
χριστιανών
Και στρέφοντας το βλέμμα έξω απ’ το
φεγγίτη
στη γήινη κοσμογονία των νερών
βλέπει και
στους μυχούς του Αμβρακικού
να ορμούν αρπακτικά με σιδερένια
ράμφη
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΔΟΥΚΑΣ
Μέρα φαρμακερή του δεσποτάτου μας
που ο κυρ Θεόδωρος Αγγελοδούκας
Κομνηνός
δραπέτευσε και γύρισε σαν φάντασμα
Γύρισε αγνώριστος στην κοιμισμένην
Άρτα
δεν βλέπει γύρω τα δουκάτα τα
μετόχια του
τα κάστρα που όριζε τις εκκλησίες
του αλιτάνευτες
τα πλούσια ψαροχώρια τα διβάρια του
τα ερημωμένα τελωνεία με τους
φάρους τους
Ας όψεται η πανωλεθρία του Έβρου…
Του ανέσπασαν το σπέρμα τον
φραγγέλωσαν
ξερίζωσαν τις κόρες των ματιών του
και τώρα επαρχιώτης αυτοκράτορας
να σκύβει επάνω από την όχθη κι
απ’ τις κώχες του
να κατεβάζει ο στοιχειωμένος Άραχθος
αίμα και
δάκρυα ανάμικτα στη θάλασσα
Μα ξαφνικά τινάχθηκε κι ανέβλεψε
του νεύει από μακριά η Βασιλεύουσα
κι εύκολα δεν πτοείται ένας
Θεόδωρος
Άγγελος, γιος σχεδόν των Κομνηνών
[από τα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, πρώτη ενότητα στη
συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]
ΑΜΒΡΑΚΙΚΕ…
(ΩΔΗ)
(Πες την ωδή του Αμβρακικού καλέ μου
σε μια σχεδία του θυμήσου αγαπηθήκαμε
πες την κι ας ακουστεί απ’ τους ανίδεους
σαν μια φτηνή ρητορική ρομάντζα)
Αμβακικέ η σύρτις των ακτών σου
είναι το πάτημα για τα βουνά που οι
γρανιτένιες κεφαλές του χύνονται στα σύννεφα
κι οι ρίζες τρίζουν στα θεμέλια
απ’ όπου στον ορίζοντα αναδύονται το Μακρυνόρος την αυγή κι η
Κοιμωμένη του Ζαλόγγου προς το ηλιόγερμα
Οι δυο ακρίτες σου… Κι ανάμεσα η Βίγλα η Σαλαώρα
η Κορακονησιά πολύφωτα πλεούμενα εκεί ο ψαράς με το καμάκι κι οι
φαέθοντες από ψηλά ορμώντας και καρφώνοντας το ψάρι που του ξέφυγε κι οι κορμοράνοι στ’ ανοιχτά ν’ ακολουθούν με
μακροβούτια τη μεγάλη λεία Κι εσύ
οληνύχτα να θηλάζεις τους μαστούς δυο
ποταμών αείροων κι από την μπούκα του
Άκτιου να αντιχαιρετάς τα Ιόνια κύματα
Έτσι η ζωή… Μ’ απ’ τη στιγμή που
στ’ αντιμέτωπα νερά σου παίχθηκε κορώνα
– γράμματα το ιμπέριουμ του έρωτα ακόμα
βγαίνει για τους ταπεινούς σου εδώ μια αυτοκρατορική Σελήνη κι ο μώλος όλος απ’ τον Παντοκράτορα ως τη
Μαργαρώνα ασημωμένος απ’ το σεληνόφως
κάθε βράδυ ταξιδεύει τα εφηβικά κορμιά
με τις φωνές τους τανυσμένες σαν τόξα
λύρας με χορδές λιπόθυμες επάνω στα
σμιλεμένα στα φτωχά καρνάγια σου
ξεκορμισμένα απ’ τις ελιές
και λεμονιές των μυροβόλων κήπων σου κι εκεί μέχρι πρωίας πτερυγίζοντα τ’ αμβρακικά θαλάσσια ξύλα [από τα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, πρώτη ενότητα στη
συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011, εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το
δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις
Νεφέλη]
Δευτέρα,
23 Δεκεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου