(…σαν διάψευση των ελπίδων
σαν ένα από τα
δευτερεύοντα πρόσωπα του δράματος…)
Μου είπαν πως είχες
πεθάνει.
Και σε ξαναβρίσκω στο καφενείο να παίζεις τάβλι με τους
ζωντανούς.
Κερδίζεις κιόλας. Φοράς και γραβάτα.
Εσύ ποτέ δε φορούσες
γραβάτα.
Ποτέ δεν κατέβαινες
στην πλατεία.
Κλεινόσουν πάντα σ’
εκείνο το σπίτι
και κοίταζες αμίλητος
τους γείτονες και τους περαστικούς
Μου είπαν πως είχες
πεθάνει. Ποιον να πιστέψω.
Χάθηκες ξαφνικά χωρίς
να πεις ούτε λέξη
Χωρίς ν’ αφήσεις ούτε
σημείωμα.
Τα παντζούρια σου
κλειστά. Το κουδούνι χαλασμένο.
Το σκυλί πικραμένο. Και τα φώτα σβηστά.
Είσαι; Δεν
είσαι; Ποιον να πιστέψω;
Πόσο έχει αλλάξει η
φωνή σου.
Οι άλλοι δεν μιλούν. Σε κοιτάζουν που παίζεις.
Σε κοιτάζουν που
ρίχνεις χαμογελώντας τα ζάρια
Κι όλο κερδίζεις. Κι
όλο κερδίζεις.
Μα εσύ ποτέ δεν
κέρδιζες. Ήσουν πάντα ο χαμένος.
[ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ,
πέμπτο ποίημα
από την ενότητα με τον
ίδιο τίτλο - ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ
στη συλλογή του Νάσου
Βαγενά ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ
που σε πρώτη έκδοση
κυκλοφόρησε το 1974 από τις εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ.
Με το τετράστιχο
ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
ΤΟΥ RAFAELLO («Incoronazione della Vergine»
κλείνει η πρώτη ενότητα
αυτής της συλλογής:
Οι αόρατοι άγγελοι
του ορατού ουρανού
έχουν άρπες στα χέρια
που τις παίζουν με
μαχαίρια.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, λοιπόν, με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο
είναι παρών σ’ όλα τα
ποιήματα της πρώτης ενότητας και
«πιθανόν από ’δω να προέρχεται η πεζολογία των στίχων…
Η αισθητή έλλειψη λυρικής
εξάρσεως…»,
γράφει στην ΑΠΟΛΟΓΙΑ
του ο Ποιητής (σελ. 11)
ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ του όμως
είναι άλλο:
«Λάθεψα πάλι στις
μεταφορές μου.
Οι λέξεις μου ξεφεύγουν.
Πέφτουν σαν αργυρά νομίσματα της προδοσίας.
Οι στίχοι μου μ’ εκθέτουν.
Κάνουν του κεφαλιού τους.
Διαστρεβλώνουν το προσωπικό μου όραμα.
Θυμίζουν ασύστολα ποιητές της παρακμής.
Κι όμως οι πρώτες λέξεις ήταν σωστές.
Ο πρώτος στίχος έξοχος στην έκφραση των αισθημάτων.
Μα γρήγορα νοθεύτηκε
απ’ τη μνήμη
κάποιων απαίσιων ξένων ποιημάτων» (ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ
σελ. 12).
[κι άλλες επιλογές από το ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ, πρώτη
ενότητα στη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ,
αντιγραφή και επικόλληση από τη δεύτερη έκδοση ΓΝΩΣΗ 1982
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ «περισσεύει»
και στη δεύτερη ενότητα
που έδωσε τον τίτλο σ’ όλη τη συλλογή: ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ
«Οι στίχοι σπάνε σαν παλιά σανίδια.
Ένα χέρι νεκρού βγαίνει από το Ποίημα…» στη σελ. 25 ]
ΑΠΟΛΟΓΙΑ
(από
τη συλλογή Νάσου Βαγενά ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ,
πρώτη έκδοση 1974)
Παρά τα γεγονότα δεν άλλαξα πεποιθήσεις
Παραμένω ο αυτός με τις ίδιες ιδέες
που τρυπούν σαν αγκάθια το μυαλό μου. Είναι
τα πράγματα που αλλάζουν γύρω.
Το ύψος οικοδομών. Οι τιμές των αυτοκινήτων.
Οι απόψεις των φίλων. Παραμένω ο αυτός
με ιδέες που μ’ έχουν για τα καλά σημαδέψει
με ιδέες που περπατούν στο κρανίο μου σαν
μυρμήγκια.
Πιθανόν από δω να προέρχεται η πεζολογία
των στίχων μου. Η αισθητή
έλλειψη λυρικής εξάρσεως.
Που κάνει τόσους φίλους
να με βλέπουν με οίκτο
σαν υπόθεση χαμένη
σαν διάψευση των ελπίδων
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Ήταν η ώρα σου να βγεις. Μα εσύ δεν βγήκες.
Δεν ήρθες καν στο θέατρο. Κάθισες στο σπίτι
κοιτάζοντας τα δένδρα απ’ το παράθυρο. Ή
γυρνώντας
βαριεστημένος στ’ άλλο πλευρό
πριν σε πάρει ο ύπνος.
Κι αυτοί να παρακολουθούν αμίλητοι.
Ν’ αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Να κοιτάζονται
με απόγνωση για τα εμφανή κενά.
Για τις απρόβλεπτες σιωπές και παύσεις.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, ΙΙ
κι ας είναι
ένα από τα δευτερεύοντα πρόσωπα του δράματος.
Σαν εκείνα που ανοίγουν μια σκηνή.
Παραστέκουν
τον ήρωα τη στιγμή της μονομαχίας. Συνοδεύουν
το βασιλιά. Ή χάνονται στην πρώτη πράξη.
Ωστόσο μένουνε κρυμμένα στο πίσω
μέρος της σκηνής (εκεί που χαρτοπαίζουν
αδιάφοροι μηχανικοί και ηλεκτρολόγοι).
Κοιτάζοντας κρυφά απ’ τις κουρτίνες
τα πτώματα να πέφτουν ένα - ένα.
Προσμένοντας την ώρα για να μπούνε
όταν όλοι τους έχουνε ξεχάσει
όταν κανείς πια δεν τους περιμένει.
[επιλογές
από το ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΠΕΔΙΟΝ
ΑΡΕΩΣ, πρώτη έκδοση 1974]
Ο
ΤΥΦΛΟΣ
(από
τη συλλογή Νάσου Βαγενά ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ,
πρώτη έκδοση 1974)
Σταμάτα να έρχεσαι κάθε πρωί.
Οι πεθαμένοι φεύγουνε πριν ξημερώσει.
Οι πεθαμένοι έρχονται το βράδυ
Πηδούν στον κήπο. Ανεβαίνουν στα παράθυρα.
Κρύβονται μες στα φύλλα. Ή σκαρφαλώνουν
στα δένδρα για να βλέπουν μες στο σπίτι.
Άλλοτε έρχεσαι σαν χωροφύλακας.
Άλλοτε έρχεσαι σα γυρολόγος.
Κι άλλοτε παλιατζής χτυπάς την πόρτα
και με ρωτάς αν έχω τίποτα να δώσω.
Όμως τις πιο πολλές φορές έρχεσαι σαν ζητιάνος.
Τυφλός. Αλλάζεις τη φωνή και μου ζητάς
ελεημοσύνη.
Μα εγώ κάτω από τα ρούχα βλέπω την πληγή.
Βλέπω στο στήθος το λοξό μαχαίρι.
Βλέπω τα μάτια σου κάτω απ’ τα ματογυάλια
να με κοιτούν μ’ όλο το θάνατό τους.
Και στ’ ανοιχτό σου χέρι το απλωμένο
βλέπω το μέλλον μου το ολόκληρο και το παρόν
μου.
ΘΑ ’ΡΘΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Θα ’ρθει ο θάνατος και θα με βρει αναπάντεχα
Αυτός ο θάνατος που με συντροφεύει
από το πρωί ως το βράδυ.
Κρύβεται μες στα ρούχα μου και στα μαλλιά
μου.
Βγαίνει σαν ξαφνικός λεκές στο πουκάμισο.
Κολλάει σαν ψίχουλο στον ουρανίσκο.
Ή σαν μικρό ανατρίχιασμα μετατοπίζεται
πάνω στο δέρμα.
Εσύ θα κοιμάσαι ανύποπτη. Όμως τα στήθια σου
θα στέκονται τρομαγμένα μες στο σκοτάδι.
Θ’ αφουγκράζονται τα βήματα στα σκαλοπάτια.
Το τρίξιμο της πόρτας. Θα κοιτούν
τις σκιές στα παράθυρα όλη τη νύχτα.
Δε θα ’χω ούτε τελειώσει αυτό το ποίημα
ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ
Σε κράτησα γυμνή στα χέρια μου
πολλά βράδια.
Δυο χαρακιές βαθιές στους ώμους σου
έβαφαν κόκκινους τους τοίχους.
Κάποτε άνοιγες τα μάτια.
Τα χείλια σου έπαυαν.
Τα δόντια σου γυμνά κάτω απ’ τη λάμπα
καθρέφτιζαν το στήθος μου κομματιασμένο.
Ο θάνατος
ανάμεσα
σε δυο σου ανάσες
ΟΛΟΝΥΧΤΙΑ
Πότε θα πάψεις
Έρχεσαι κάθε βράδυ
με την πικρή σου προσωπίδα
με το μαύρο σου φόρεμα.
Κάθεσαι στο κρεβάτι αμίλητη.
Και με στολίζεις
με κόκκινα λουλούδια
με κεριά αναμμένα.
Κρεμάς χρυσά καντήλια απ’ το ταβάνι.
Σκύβεις και με φιλάς για τελευταία φορά.
Φεύγεις μονάχα όταν ξυπνούν οι γείτονες.
ΦΟΒΟΜΟΥΝ ΜΗΝ
ΠΕΘΑΝΕΙΣ
Πάνω σ’ αυτό το φράχτη
ακούμπησες το σώμα σου.
Φοβόμουν μην πεθάνεις.
Οι βάτοι σε σκεπάζαν ολοένα.
Κλαδιά τρυπούσαν το ζεστό σου στήθος.
Τα χείλια σου σφθγμένα στην αστροφεγγιά.
Φοβόμουν μην πεθάνεις.
Κι έμεινα
όλη τη νύχτα πλάι σου.
Γονατιστός.
Διώχνοντας με τα χέρια μου αδιάκοπα
εκείνο τον επίμονο άγγελο.
Η ΠΑΡΤΙΔΑ
Πώς να σε κερδίσω.
Με παίζεις όπως θέλεις. Και μου παίρνεις
έναν-έναν τους στρατιώτες. Μου κυκλώνεις
τους πύργους. Τ’ άλογα μου έχουν τρομάξει
και τριγυρνούν εδώ κι εκεί χαμένα.
Μα πώς να σε κερδίσω. Που ακόμα
κι αυτή η βασίλισσά μου ξεπορτίζει.
Και με προδίδει αδιάντροπα μέσα στα χόρτα
με τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς σου.
[επιλογές
από το ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΠΕΔΙΟΝ
ΑΡΕΩΣ, πρώτη έκδοση 1974]
Η ΛΕΞΗ
ΠΟΡΤΑ
(στη 2η ενότητα της συλλογής Νάσου Βαγενά ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ, 1974)
Έτσι όπως έγραφα το Ποίημα
η λέξη
πόρτα άνοιξε τρίζοντας
κι ο αέρας μπήκε μες το σπίτι!..
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ
Οι πάπιες κατεβαίνουν στο νερό.
Τα περιστέρια ανέβηκαν στη βρύση.
Και τα παγόνια μας κοιτούν ακίνητα
με μάτια ανθρώπων που είχαμε γνωρίσει!..
ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ
Τουλάχιστον τα δένδρα είναι ζεστά.
Και τη νύχτα
το χορτάρι φυτρώνει με κρότο!..
ΣΑΒΒΑΤΟ
Απόψε είναι ζεστά. Οι Αμερικάνοι
φοράνε νάιλον καμπαρντίνες. Στο Μουσείο
μπλεχτήκανε το πούλμαν και
φωνάζει ο τροχονόμος.
Το σύννεφο βαμβάκι στην πληγή. Κι όπως βραδιάζει
ανάβουν ένα – ένα τα πουλιά στα δένδρα.
Στα δένδρα ανάβουν τα πουλιά ένα – ένα.
ΩΔΗ (απόσπασμα)
Πατρίδα είναι το σκοτεινό κελί. Το ξεσοβατισμένο.
Πατρίδα είναι ο ανάπηρος στη δημοσιά. Και το κομμένο πόδι στο μουσείο.
Ο Θάνατος εισπράκτορας στο πρωινό λεωφορείο.
Ο κόρακας που ξέβαψε στην αντηλιά. Η καβαλίνα στο χορτάρι.
Η γριούλα στο σκουπιδοτενεκέ και το
σκυλί στο μαξιλάρι.
Πατρίδα είναι τούτο το κορμί. Τα γόνατα που δεν προσμένουν.
Η εκκλησία με το σακάτη άγιο. Τα δένδρα με τους κρεμασμένους.
Τα ρημαγμένα πλήθη της ζωής. Τα ρημαγμένα πλήθη του θανάτου.
Ο ανδριάντας του Βελεστινλή κι ο
ανδριάντας του Μαυροκορδάτου.
[επιλογές
από το ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ, δεύτερη ενότητα στην ομότιτλη συλλογή του Νάσου
Βαγενά, πρώτη έκδοση 1974, 2η έκδοση ΓΝΩΣΗ 1982]
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΤΡΙΖΕΙ…
(…είναι ο νεκρός που
έθαψα με τόσο κόπο.
Τα γένια του
φυτρώνουν μέσα από τις λέξεις.
Τα νύχια του
μεγαλώνουν με κρότο.
Τη νύχτα με ξυπνά βογκώντας.
Παλεύοντας να βγει έξω από το Ποίημα… -
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ στη
δεύτερη ενότητα της συλλογής του Νάσου Βαγενά ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ, πρώτη έκδοση 1974)
FRAGMENTA: Τα πόμολα
γυρίζουν τη νύχτα. Τα όνειρα ανοίγουν
σαν πόρτες. Στα πόδια μου μπερδεύεται η αιωνιότητα σαν γέρικο σκυλί. Συφοριασμένο. Οι τοίχοι σπάνε σαν παλιά σανίδια. Ένα χέρι νεκρού βγαίνει από το
Ποίημα!.. Ω πώς με κομματιάζουνε τούτα
τα χρόνια που τρέχουνε σφυρίζοντας σαν
άρματα δρεπανηφόρα μέσα από ακίνητα
πρωινά κι από σταματημένα μεσημέρια!.. ΠΕΔΙΟΝ
ΑΡΕΩΣ (σχεδίασμα): Και τα
πουλιά δεν κελαηδούν. Πετούν ξυστά σαν σφαίρες. Και τα κορμιά στο χώμα σαν ριγμένα ζάρια. Μένουνε μονάχα σκόνη στα μαλλιά σου τα παλιά τραγούδια. (Δεν το ’ξερα πως η ζωή σκοτεινιάζει το
θάνατο. Κι ο ουρανός ένας τόπος
χορταριασμένος) (οι άγγελοι) Ήρθαν.
Ακούω βήματα στα κεραμίδια. Ακούω τον χτύπο των καρφιών. Τον ήχο των αρμάτων. Νιώθω στο δέρμα μου το νόημα των
πραγμάτων. (εκείνοι μας κοιτούν) από βαθιά παράθυρα. Κι όπως του βγάλαν τη λόγχη του χύθηκε όλο
το αίμα. γιατί γιατί
γιατί Αυτοί που ξέρουν δεν
μιλούν. Κι όσοι μιλούν δεν ξέρουν [ΝΑΣΟΣ
ΒΑΓΕΝΑΣ, ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ, πρώτη έκδοση 1974, 2η ΓΝΩΣΗ 1982]
Παρασκευή,
13 Δεκεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου