(… ν’ αλλάξω παρελθόν.…)
Ξύπνησα. Βαθιά μέσα
σε μια πολυθρόνα.
Και μπροστά σε
μια θάλασσα. Όπου κανείς!..
Μόνη κίνηση το βλέμμα επάνω στα κύματα.
Όπου πηγαίναν.
Έτσι έμεινα.
Καλοκαίρια
αθέατος. Και χειμώνες ολόκληρους.
Κάπως έτσι θα
γέρασα.
Γιατί ποτέ δε σηκώθηκα.
Άρα έζησα νέος.
Θα το πούνε τα
κύματα που είναι κάπως αμφίβια.
Δε
σηκώνομαι. Θα ’ρθουν.
Όπου να
’ναι πρέπει να ’ρθουν τα κύματα!..
Λίγο – λίγο να
γίνω ένα κύμα τους.
Και να έχω όπου πάω
επάνω μου βλέμματα.
Αμφίβιο να ’ρχομαι,
να ’ρχομαι.
Και να γίνει
αργά
η στεριά
όλη θάλασσα!..
[ΦΙΛΕΑΣ ΦΟΓΚ,
πρώτο ποίημα στη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]
Συγκεντρωτική
έκδοση:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]
Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ 80 ΗΜΕΡΕΣ
Παίζοντας χρόνια
ουίστ στη «Λέσχη των Παλαιών Λονδρέζων»
κάποτε αντελήφθη ο κύριος
Φογκ
περίεργοι άνθρωποι να
κάθονται στα διπλανά τραπέζια
άλλα να παίζουνε παιχνίδια
κι άλλες φωνές κι
άλλα ποσά
τα οποία ποτέ του
εκείνος δεν είχε φανταστεί.
-Το γύρο του κόσμου σε 80
μέρες αναφωνεί
κι όλη τν τώρα πια μικρή
του περιουσία στοιχηματίζει.
Και τα χρήματα έφερε
και βεβαίως μετά
πουθενά δεν υπήρχε
μόνο χάθηκε
εκεί όπου τώρα τον
βρίσκουμε
βαθιά μέσα σε μια
πολυθρόνα
και μπροστά σε μια
θάλασσα·
ναι, ως γνήσιος τζέντλεμαν
αδιάφορος για κάθε
μετακίνηση
εραστής των εξ αρχής χαμένων στοιχημάτων!..
[κι άλλες
επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993 με αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’ 1975 – 1996, ΚΕΔΡΟΣ]
ΤΙ ΕΠΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΟΜΙΧΛΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)
-Ήμουν όλος Λονδίνο.
Ήμουν όλος η Λέσχη.
Μια ζάλη καπνού.
Εικασία υγρασίας ό,τι έβλεπα.
Κι όταν έβλεπα κρύωνα.
Κι όταν κρύωνα δάκρυζα.
Τότε πια να τι έβλεπα.
Κι όλα χάρη σε δυο φώτα ομίχλης.
ΟΠΟΥ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΑΠΟΛΥΕΙ ΤΟΝ
ΠΟΛΥΤΕΧΝΆ
Ή ταξιδεύει μόνος του
κανείς στο στοίχημα ή
ταξίδι δεν υπάρχει ούτε
και στοίχημα.
Πολυτεχνά, ήδη από το
όνομα ήσουνα μια εγγύηση
μα κατά βάθος απειλή κι
αλαζονεία.
Και πιστός γιατί; Κι ως πότε;
Και σε τι; Τι διακινδύνευες;
Αν κέρδιζα το στοίχημα θα
επέστρεφες
ξανά υπηρέτης ασφαλώς μα ενός πλουσιότερου Κυρίου.
Όμως ποντάριζες στο
πιθανότερο: να χάσω.
Την προσδοκία ταπείνωσης
μου
σκουλήκι εσύ ανάξιο
ευεργεσίας, την είδα
στις ακαριαίες ματιές με
το προσωπικό
όταν μαζί μου πρωτομπήκες
μες στη Λέσχη.
Είσαι από τις αράχνες που
όλο υφαίνουν
μ’ αυτοθυσία τον
εφησυχασμό και την αγάπη μας
μόνο για να χαρούν πριν
απ’ το τέλος
την ικετευτική απορία στο
βλέμμα του ευεργέτη.
ΟΠΟΥ Ο ΠΟΛΥΤΕΧΝΆΣ ΑΠΟΛΥΕΙ ΤΝ ΚΥΡΙΟ ΦΟΓΚ
-Τώρα που πια έχουν τα
πάντα ματαιωθεί
ε ναι λοιπόν, κάτι
Λονδρέζοι σαν εσένα
στοιχειώσανε τον κόσμο
μέσα από τις λέσχες του.
Ποιοι είσαστε εσείς που
βάζετε στοιχήματα
μιας τερατώδους
ακριβείας μ’ έξοδα άλλων
ποιοι που απαιτείτε την
ευγνωμοσύνη
για κάτι ψιχουλάκια
συγκατάβασης.
Κι εσύ πώς καν διανοήθηκες
ισόβια πίστη
ενός που ισόβια τάχθηκε να
υπηρετεί.
Κι αν υποθέσουμε πως
κέρδιζες το στοίχημα
βέβαια θα εισέπραττες όλη
το δόξα μόνος
προσθέτοντάς τη στο ποσό
και στην καταγωγή σου.
Κι ύστερα πάλι εγώ
Πολυτεχνάς όπως και πάντα
διπλά υπηρέτης πια του
πολλαπλασιασμένου μου Κυρίου.
Αλλά, επηρμένο κάθαρμα,
από ένστικτο φοβήθηκες
το κύτταρο δουλείας μέσα
μου
και γλίτωσες την τελευταία
στιγμή.
Όσο για τις ματιές με τα
γκαρσόνια έπεσες μέσα –
αργά ή γρήγορα η Λέσχη
αλλάζει χέρια.
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)
-Βλέποντας μας για
χρόνια να ερχόμαστε
ξέρετε πια καλά πόσο θέλαμε να ’ναι
όλα θάλασσα.
Και μαζί μας κι εσείς ένα κύμα.
Αλλά πώς να σας φτάσουμε;
Μας χωρίζει ο νόμος της στεριάς και της θάλασσας!..
Όμως ξέρω πως μοιάζουμε.
Τη στεριά όλο ποθούμε όπως εσείς τη θάλασσα
χωρίς ελπίδα.
Σ’ ένα διαφέρουμε:
πάντοτε νέος δε σηκωθήκανε ποτέ·
ενώ εμείς γερνάμε
μόνο και μόνο για ν’ αυτοκτονήσουμε
μια μέρα εδώ
μπρος στο απρόσιτο βωμό
σας.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΨΑΡΕΥΕΙ
Από την πολυθρόνα του έσκυβε μάζευε
μικρά ζωντανά της ακτής που περνούσαν
ο κύριος Φογκ.
Δόλωνε και περίμενε.
Όταν σήκωνε το καλάμι
τα έβλεπε φαγωμένα.
Και είπε ν’ αλλάξει
δολώματα.
Έβαλε στ’ αγκίστρι μικρά κομματάκια
απ’ το κρέας του.
Σήκωνε το καλάμι
και τα έβλεπε ανέπαφα.
Και μια μέρα δεν έβαλε
δόλωμα.
Τότε τσίμπησε αμέσως ένα ψάρι
το οποίο με τη λίγη του
δύναμη
έβγαλε ο κύριος Φογκ στη
στεριά.
Πολύ συμπαθητικό.
Κι αφού συζητήσανε
λίγη ώρα εγκάρδια
κι εκεί που ήτανε ο κύριος
Φογκ πολύ ευτυχισμένος:
-Εγώ το ήξερα πως δε θα με
φας
αλλά τώρα πρέπει να φύγω, του είπε το ψάρι
και μόλις που πρόλαβε
να ξαναπέσει στο νερό.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ
Ήρθε μια μέρα ένα
πουλί αποδημητικό
να ξαποστάσει.
Ρωτούσε το πουλί και
απαντούσε ο Φογκ.
Κάποτε το πουλί:
-Τώρα πρέπει να φύγω κύρια
Φογκ
μα πείτε μου αν δεν είμαι
αδιάκριτο
άραγε πόσων ετών είστε;
Κι ο Φογκ:
-Θα σου το πω στο τέλος.
Και τότε το πουλί πήρε τ’
αψήλου.
-Τόσων φτερών, τόσων φτερών
φώναξε ο Φογκ
κοιτάζοντάς το από την
πολυθρόνα.
Κι έκρυψε μες στα χέρια
του
το πρόσωπό του.
ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ
Χειμώνα καλοκαίρι καθότανε στην πολυθρόνα του·
γάντια, καπέλο,
μπαστούνι.
Φορούσε δε μια ρομπ ντε
σαμπρ
σε χρώμα παρελθόντος.
Γάντια, καπέλο
- από τότε
Το μπαστούνι - ένα
παρόν που ενέδρευε·
ξέρει κανείς ποτέ αν θα
σηκωθεί και πώς
σε ποιαν αγκύλωση;
Και βέβαια η ρομπ ντε
σαμπρ
βαριά, παχιά και
νυσταγμένη
σαν τέλεια τυλιγμένο
μέλλον.
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΥΠΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)
Ενώ μια μέρα
ήτανε λάδι η θάλασσα
και ο ήλιος και τα
βουνά και ο αέρας
ο κύριος Φογκ
βαθιά μέσα στην πολυθρόνα του
έβαλε πάλι τα κλάματα
γιατί σκέφτηκε
πως αν και λίγο πριν
είχε δει να ’ναι λάδι
η θάλασσα ο ήλιος
τα βουνά
πάλι αυτός είχε βάλει τα κλάματα
20.000 ΦΟΓΚ ΥΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μόλις νυστάζανε τα
γράμματα
κολλούσαν κι οι γραμμές
χασμουρητό·
πλευρό γύριζε αμέσως.
Τα νώτα του έστρεφε στον
κόσμο
διακόπτοντας την κάθε
σχέση
με το πορτατίφ του.
Απόψε σ’ άλλο σινεμά·
ο Βερν σκηνοθετεί ταξίδι
υπό τη θάλασσα.
-Ωραία, θα ξενυχτήσω
κατεβαίνοντας
είπε ο Φογκ
μα πέφτοντας όλο άγγιζε
ίσως άκρα
θηρίων που δεν υπήρξανε
ποτέ
λέπια ψαριών ακίνητων
υποχωρούσαν γύρω τα
πετρώματα στο χάδι
τον έλουζαν κάτι νερά
που του μυρίζαν σώματα.
Μα ποιους λουζόταν
ποιοι είχανε τόσο
κουραστεί που πέφτοντας
από το σώμα τους δεν είχε
μείνει
παρά μόνο ιδρώτας;
Αυτά, α δεν του τα ’πε η
νύστα·
μα έναν υπνάκο ζήτησε
τη νόμιζε κολύμπι,
μακροβούτι, φεγγαρόφωτο
πιάνο βυθού
αυτή λοιπόν ήταν
Ιούλιε η θάλασσα;
ΘΡΙΛΕΡ ΜΕ ΔΑΧΤΥΛΑ
Β τι ανείπωτη ευτυχία
ο Φογκ αισθάνθηκε μια μέρα
που μέτρησε τα δάχτυλά του
και τα βρήκε δέκα.
Κι αποκοιμήθηκε με λίγο
σάλιο
στην άκρη του χαμόγελου.
Στον ύπνο του είδε
πως μέτρησε τα δάχτυλά του
και τα βρήκε εννιά.
Καιρό δεν χάνει μες στον ύπνο του
μετράει τα δάχτυλά του:
δέκα.
Έσπαγε το κεφάλι του
την άλλη μέρα
ποιο δάχτυλο τον νοιάζεται
τόσο πολύ
που ξαγρυπνάει.
ΚΥΡΙΕ ΦΟΓΚ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΑΠ’ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ;
Μία μέρα ο κύριος
Φογκ καθόταν ακίνητος
βαθιά μέσα στην πολυθρόνα
του.
Με μπροστά του τη θάλασσα.
Κανέναν δεν έβλεπε κανείς δεν τον έβλεπε.
Όπου μέσα από τα κύματα
ένα κάτι όλο μάτια
πλησίασε
και στα πόδια του κάθισε
κι ούτε κύμα δε σάλεψε
εκτός μόνο τα μάτια του
-Φιλέα είμαι εγώ
αυτή που έπρεπε να ’ρθει
μόνο αν ήταν να φύγει για
πάντα
είπε και
πάει απ’ τα μάτια του χάθηκε
και ποτέ του ξανά δεν την
είδε
γιατί πώς θα μπορούσε να
δει
κάτι που ήταν βαθιά πολύ βαθιά
μέσα στα μάτια του!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΠΑΕΙ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ…
(… ο κύριος Φογκ θυμάται τη μητέρα του
η μητέρα του θυμάται τον κύριο Φογκ…
και
Τι απάντησε ο κύριος Φογκ στη μητέρα του
όταν σκέφτηκε το μελλοντικό παράπονό της…)
Είπε κάποτε ο κύριος Φογκ
να πάει διακοπές. – Βαθιά μέσα σε
μια πολυθρόνα έχω μπροστά μου μια
θάλασσα σκέφτηκε αμέσως. Πού να πηγαίνω τώρα σ’ άλλη αφού είναι ίδια όλη η θάλασσα. Εξάλλου εγώ δεν κολυμπώ διότι δεν είμαι ψάρι. – Βουνό λοιπόν, αναφώνησε ο κύριος Φογκ και
φύρισε από την άλλη μεριά την πολυθρόνα του!.. Ό,τι ήθελε το είχε ο κύριος Φογκ φτάνει πολύ να το ήθελε. Νερό;
Αμέσως ψιχάλιζε γύρω τριγύρω του.
Μήλο; Τσουπ, εκεί δίπλα του
φύτρωνε μια μηλιά μ’ ένα μήλο. Και κάθε
πρωί ξυριζόταν χαϊδεύοντας τα μάγουλά
του. Αλλά ποιος να του κόψει τα
νύχια του δεξιού του χεριού; Τα ’τρωγε βέβαια με μανία, προσπαθούσε
και τότε ήταν που σκεφτόταν τη
μητέρα του με πόση φροντίδα θα του
έκοβε τα νύχια του δεξιού του χεριού.
Τη σκεπτόταν πολύ έντονα και με θλίψη βαθύτατη γιατί ενώ θυμόταν τη μορφή της ήξερε καλά τα παιχνίδια της μοίρας ήξερε πως η μητέρα του θα γεννηθεί αφού εκείνος πεθάνει!.. –Παιδί μου, Φιλέα μου τώρα ξέρω καλά τα παιχνίδια της μοίρας τώρα πανέτοιμη να σε γεννούσα κατάδικη μια φριχτής νοσταλγίας στο
αίμα ένα μέλλον ασήκωτο εγώ πετρωμένο μου γάλα πού να πάω
και πού να το πάω γιατί μ’ έφεραν ποιος γιατί πώς από μένα με πήραν ποιος θεός είναι αυτός που γεννά μάνα στείρα
ενός γιου που δεν πρόλαβε!.. – Ω μητέρα,
μητέρα μην κλαίτε κι έτσι ακόμα το ίδιο εγώ σας αφαπώ και τα
νύχια όπως – όπως τα κόβω μη
λυπάστε κοιτάξτε τα σύννεφα όπως τώρα κι εγώ τα κοιτάζω που όσο πάνε μαζί είναι καλά αλλά ξάφνου χωρίζουν για πάντα ναι μητέρα, δεν πρέπει να κλαίτε όπως κάθε παιδί που θα έρθει ή που
έχει πεθάνει πριν έρθει εγώ βρίσκομαι
μέσα σας πάντα πιο καλά ίσως έτσι μητέρα αντί να μας χωρίσει ο θάνατος καλύτερα ο θάνατος ας μας χωρίζει [από τη
συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΑΓΚ
1993, εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ
Α 1975 – 1996, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ]
Δευτέρα, 16
Δεκεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου