(… μασάει
μέλλον κι αφοδεύει παρελθόν…)
… Κάποτε παύει να μας ιστορεί.
Μένει για λίγο σιωπηλός κοιτώντας το άπειρο.
Μετά σηκώνεται ήρεμα απ’ τη θέση του
ρουφάει την τελευταία γουλιά απ’ την κούπα του
και λέει με τη βαριά κι αργή φωνή του
«Φεύγω κι όταν θα κλείσει η θύρα πίσω μου θα βρίσκομαι ήδη πια στο παρελθόν
σας.
Όμως από το μέλλον θα σας γνέφω
και θα σας θυμίζω την αιώνια μας
συνύπαρξη στο μη αισθητό το ασάλευτο παρόν μας.
Καλά κι απόψε ξεγελάσαμε τη μοίρα
καλά γλυκάναμε την ορφανή ψυχή μας.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν στο ανεξιχνίαστο
που έτσι κι αλλιώς κυκλώνει τη ζωή μας.
Ο χρόνος άλογο είναι που καλπάζει
- πάντα σ’ ανεξερεύνητα
πεδία.
Μασάει μέλλον κι αφοδεύει παρελθόν.
Ωστόσο η κόπρος τρέφει το χορτάρι.
Όσα σας είπα τα ’χω ο ίδιος ζήσει.
Όμως αυτά που ζούμε δεν υπάρχουν.
Και τα υπαρκτά δεν είναι της ζωής μας.
Και μη νομίζετε πως είστε ο εαυτός σας.
Μέσα σας κρύβεται ένας ξένος.
Που ατάραχος παρατηρεί όσα ορατά
ή αθέατα συντελούνται
Άγνωστο τι καραδοκώντας
Με βλέπετε όπως τώρα φαίνομαι
Όταν θα γίνω το άλλο που είμαι θα ξανάρθω»
Είπε κι ανοίγοντας την πόρτα χάθηκε
Στο μέλλον ή στο παρελθόν κανείς δεν ξέρει…
[ΠΡΟΛΟΓΟΣ στη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006
Κι άλλες
επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]
ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη
ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
κι
όταν τη νύχτα κλείναμε τα μάτια κι
έσβηνε «φου» η μητέρα το καντήλι
ακούγαμε βοές νερών πολλών βόγγους των δένδρων που ξερίζωνε το
ρέμα κρωγμούς πουλιών που τρόμαζε ο
αχός
κι
απόμακρα φωνές που μας καλούσαν
από
τη χώρα των λησμονημένων
Για
δες αλήθεια η μάνα μου
χειμώνας
ομίχλη η πόλη πένθιμη στους δρόμους
κανείς
κι
εκείνη αμέριμνη να ράβει με την παλιά της ραπτομηχανή
Στη
μέση αυτής της έρημης και σκυθρωπής πλατείας
ΑΓΡΙΟΣ ΑΓΕΡΑΣ
ΚΑΙ ΒΡΟΧΗ ΛΥΣΣΟΜΑΝΟΥΝ
κι
εγώ ξυπνώ σ’ ένα καλύβι -
φτωχοκάλυβο - σκεπασμένος μ’ ένα βρώμικο κιλίμι
Στο
βάθος μια μικρή φωτιά που σπάζει κάπως το πυκνό σκοτάδι
Ντυμένη
με κουρέλια μια γριά – που κάθεται στην παραστιά ανακούρκουδα – γυρνά την
κεφαλή και με κοιτά
-Καταραμένες
εποχές παιδί μου λέει
μόλις
που βάζω να σου ψήσω λίγα κάστανα
υα
πιάνει ευτύς η φλόγα και τα καίει
Πράματα
θάματα λοιπόν στο λόφο αντίκρυ
Το
βράδυ βλέπουμε απ’ το παραθύρι κυρτές γυναίκες στη σειρά μ’ ανηφορίζουν την
πλαγιά μαυροντυμένες κρατώντας τ’ αναμμένα τους κεριά - που
σβήνουν όταν φτάσουν στην κορφή και το βαθύ σκοτάδι τις ρουφάει
Και
την αυγή μόλις που πάει να ξαμυτίσει ο
ήλιος
ανθοστεφανωμένες κορασιές
με γέλια και φωνές
κατηγορίζουν
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ
ΕΞΕΔΡΑ 2006]
ΤΗΝ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ ΞΥΛΙΑΣΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΥΟ
ΒΡΗΚΑΜΕ ΚΑΠΟΙΟ ΧΑΝΙ ΚΙ ΑΠΑΓΚΙΑΣΑΜΕ…
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
Δέσαμε
τα’ άλογα στο στάβλο τα ταΐσαμε και
μαζευτήκαμε τριγύρω στη φωτιά
Μας
έφεραν ζεστό ζωμό κρέας στα κάρβουνα
ψημένο και κόκκινο κρασί λιαστό
Κορίτσια
μέσα σε καπνούς και αχλή του ονείρου χτυπούσαν ντέφια και χορεύαν
ξέφρενα
Φάγαμε κι
ήπιαμε κι απέ μας πήρε ο ύπνος εκεί στην ίδια θέση που
καθόμαστε
Του
εικοστού αιώνος λήγοντος ξυπνήσαμε
Απόβλητοι
όλων των παραμυθιών
Στα
χιόνια πάλι
Καιρό
θρηνούσα τον χαμένο φίλο τον μια ζωή
καταδιωγμένο κι άτυχο.
Μέχρι
που κάποια μέρα - μέρα
ή νύχτα – βρίσκομαι σ’ ένα
αλλόκοτο τοπίο.
Γύρω - σε
κύκλο - δένδρα σκοτεινά
Στη
μέση η λίμνη - μια σταχτιά κηλίδα - γεμάτη βούρλα
και καλάμια και
πάχνη που αναθρώσκει σαν καπνός
Κι
αυτός - ο φίλος - μέσα σε μια βάρκα μ’ ένα μοναδικό κουπί να
σπρώχνει
Μ’
άφατη θλίψη μου χαμογελά και με φωνή εγγαστρίμυθου μου λέει
-Άτυχος
πάλι καταφρονεμένος
Ζω με
φιλοδωρήματα νεκρών
Σκιών
περαματάρη μ’ έχουν κάνει
ΑΝΟΙΓΕ Ι Η
ΘΥΡΑ ΚΙ
Η ΜΟΥΓΚΗ ΜΟΥ ΓΝΕΦΕΙ
Μπαίνω Πυκνό σκοτάδι με τυλίγει
Σκοντάφτω
πάνω σε παλιά θρανία
Στο
βάθος όμως τώρα πια φεγγίζει χαμηλωμένη λάμπα πετρελαίου
Βλέπω
τον μαυροπίνακα στον τοίχο
κι ο
δάσκαλος στην έδρα του κοιτώντας
πάνω
απ’ τα γυαλιά του με αποπαίρνει
Σε
κάλεσα στο μάθημα μου λέει
Τι
περιμένεις τόσα μαύρα χρόνια;
Άκουγα
τον παπά να με μαλώνει
Δίπλα
του -
πάντα αμίλητη – η μητέρα
Στο
βάθος εικονίσματα θαμπά
Λίγα
χλωμά κεριά που τρεμοσβήναν
Ποιο
το έγκλημά μου δε θυμάμαι μόνο θυμάμαι
που άνοιξε η Ωραία Πύλη και βγήκε ο συνομήλικος Ιησούς -
ήμουν κι εγώ στα δώδεκά μου τότε
-Τι
κάθεσαι κι ακούς έλα μαζί μου πάμε να παίξουμε στον κήπο, μου ’πε
Λιακάδα δένδρα
πράσινα λουλούδια
Γιορτάζει
ο κόσμος Άνοιξη δε βλέπεις;
Και
φιλικά με τράβηξε απ’ το χέρι
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006]
ΨΑΡΑΔΕΣ
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
Σούρουπο
μαζευτήκαν στα μουράγια και σιωπηλοί κοιτούσαν
από
’κει - κεριά στα χέρια τους κρατώντας
αναμμένα - τις βάρκες που ξεκίνησαν
αθόρυβα η κάθε μια την άλλη ακολουθώντας
και
μπρος απ’ όλες τη μεγάλη βάρκα
μ’
ένα μικρό φανάρι μωβ στην πρύμνη
με
τους σωρούς των λουλουδιών με το σταυρό
με
τον παπά φορώντας άμφια
με το
φέρετρο
Καιρό
περίμενα να λάβω μήνυμά του κατά πως μου ’χε τάξει πριν πεθάνει
Κι
άξαφνα σήμερα χαράματα και πριν τινάξω από τα μάτια μου τη σκόνη του
ύπνου φωνές και γέλια ακούγονται στον
κήπο
Κι
ανάμεσά τους ξεχωρίζω τη φωνή του να με καλεί με τ’ όνομά μου
-Ορέστη
Πετιέμαι
απ’ το κρεβάτι αλαφιασμένος και με λαχτάρα τρέχω στο παράθυρο
Κανείς Σαν άδειος από ανθρώπους μοιάζει ο κόσμος
Ο
κήπος έρημος και μελαγχολικός
Και
μοναχά ένας γέρος κηπουρός - που άλλη
φορά δεν έχω ξαναδεί – σκυφτός ξεχορταριάζει το παρτέρι
ΜΑ ΠΟΥ ΞΑΝΑΔΑ
ΤΟΥΤΕΣ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Σε
ποια λησμονημένη μου ζωή;
Γέροι
σακατεμένοι από τα χρόνια γυναίκες μα
μωρά στην αγκαλιά παιδιά που χάσαν τους
γονιούς τους και τσιρίζαν
Καταδιωγμένοι
από το φόβο του θανάτου στη γέφυρα ν’
ανέβουν προσπαθούσαν το σκοτεινό ποτάμι
να διαβούν στην όχθη την αντίπερα να
φτάσουν
Μα
εμένα με στα μάτησε ο φρουρός
-Λυπάμαι
κύριε, μου ’πε βλοσυρός.
Εδώ
είναι μόνο για τους επιζώντες
Εσείς
στην άλλη γέφυρα να πάτε
Πιο
κάτω ακόμη κάπου πέρα εκεί…
Και
με το χέρι του έδειξε μακριά μέσα στην
αδιαπέραστην ομίχλη.
Κι
άλλοτε ακούω το θόρυβο μιας άμαξας στις
πλάκες της οδού
Αγίων
Πάντων με τα παλαιικά φθαρμένα κτίρια
και τις παντοτινά βρεγμένες
στέγες
Πετιέμαι
τότε από τον ύπνο μου – παιδί - και
τρέχω στο παράθυρο να δω
Έστω
και μέσα απ’ τις κρυμμένες γρίλιες
Αμάξια
τέτοια δεν υπάρχουν πια
Μαύρα
κλειστά με χρυσαφιές μπορντούρες και
κουρτινάκια μωβ στα παραθύρια
Τα
σέρνουν πάντα δυο κατάμαυρα άλογα
Κι ο
αμαξάς με μαύρη ρεντικγκότα – πώς με διακρίνει
πίσω απ’ τα παντζούρια και μάλιστα ψηλά στον τέταρτο όροφο - κάθε φορά με χαιρετάει ευγενικά
βγάζοντας
σιωπηλός το ημίψηλό του
ΚΙ
ΕΚΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΑΝΗΣΥΧΟΣ
(… πώς βρέθηκα να περπατώ βράδυ θαμπό και
βουρκωμένο – με τόση ορφάνια τόση θλίψη μέσα μου – σ’ αυτό το γκρίζο κι
άδενδρο τοπίο…)
…
προβάλλει εμπρός μου πάμφωτο το σπίτι
Διώροφο
παλιό πέτρινο κτίσμα που πρώτη μου φορά το συναντώ
Πέφτει
χιονόνερο έξω κι απορώ
που βλέπω στο μπαλκόνι τη μητέρα μου
γυναίκα πάντοτε θλιμμένη και σεμνή
τώρα χαρούμενη κι ευτυχισμένη
πολύ πιο νέα απ’ τον καιρό που πέθανε
φορώντας ρούχα καλοκαιρινά να με καλεί χειρονομώντας ν’ ανέβω
καθώς
φωνές και γέλια ακούγονται από μέσα
και
στο πικάπ ένα ταγκό στη διαπασών
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006]
ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ
(από
τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
Πυκνή και πένθιμη
σιωπή το σπίτι λες κι έχει προσαράξει
στο βυθό
Κι
άξαφνα μπαίνουν μέσα ορμητικά σαν
αφρισμένο κύμα οι μασκοφόροι ρούχα
πολύχρωμα και μάσκες ασημένιες φορώντας
και κραδαίνοντας ραβδιά - με κίτρινες
και κόκκινες κορδέλες στολισμένα
-
χο –χοχ
- αού χο –χοχ - αού
φωνάζοντας
την
ώρα που σαν σκιά στρώνει τραπέζι η μάνα
μας
-ρουφώντας
σιωπηλή τα δάκρυά της –
ενώ
στο βάθος
σκοτεινό
δωμάτιο
λάμψεις χλωμών κεριών αντιφεγγίζει.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Κι όπως
φεγγοβολούν οι εκκλησιές κι αντιλαλούν οι κωδωνοκρουσίες
κινούν
αργά απ’ τα μνήματα – σε μιαν αλλόκοσμη
πομπή
– μεσάνυχτα Σαββάτου οι πεθαμένοι.
Και
φτάνουν μπρος στις θύρες των σπιτιών
Χριστός Ανέστη ψάλλοντας
και
κράζουν
να ’ρθουν
οι μάνες με τα γιορτινά
κι οι
αρραβωνιαστικές με τ’ άσπρα πέπλα
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006]
Σ’
ΕΙΔΑ ΚΑΙ
ΜΕ ΕΙΔΕΣ όμως ΔΕ ΜΕ ΓΝΩΡΙΣΕΣ
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη
ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
Και
πώς να με γνωρίσεις όπως ήμουν
ένας
ζητιάνος κουρελής και βρώμικος
και με κεφάλι ξυρισμένο
ανάμεσα
σε τόσους ευγενείς προσκεκλημένους που μπρος στη θύρα του σπιτιού σου
συνωστίζονταν
και
με υποκλίσεις χειραψίες και τέτοια περνούσαν μέσα στην κατάφωτη αίθουσα
Όμως
αργότερα καθώς και πάλι βρήκες κάποιον επίσημο θαρρώ να υποδεχθείς
–
λαμποκοπώντας στο λαμέ σου φόρεμα με τις αστραφτερές του διαμαντόπετρες -
το
βλέμμα σου έπεσε ξανά σε μένα κι όπως την ώρα εκείνη οι θυρωροί με πρόσωπα
στεγνά με σταματούσαν
πάρτε
τον κύριο πίσω στην κουζίνα και δώστε του να γευματίσει κι όσο
κρασί θελήσει ας πιει
τους
είπες και συμπονετικά μου χαμογέλασες
- ή
μήπως κιόλας λίγο τρυφερά; -
τόσο
που νόμισα πως μέσα στης ματιάς μου τη λάμψη κάτι γνώρισες απ’ όταν
ένδοξος
και περιφανής
το
στιβαρό μου τότε χέρι απλώνοντας
από
βαθύ πηγάδι σε τραβούσα
ΓΙΑΤΙ
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΕΛΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ
ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΖΗΤΟΥΣΑ -
(… τόσων περιπλανήσεων ο σκοπός τόσων σκληρών προσπαθειών ο στόχος…)
δε
τόλμησα ποτέ μου να χτυπήσω μιας τέτοιας θύρας άγνωστης το ρόπτρο μ’ όλο που ξέρω πως με περιμένουν
– σε
μια ασαφή καμπή του μέλλοντος μου –
μυστηριώδεις
αγγελιοφόροι κάτι σπουδαίο πολύ να μου αναγγείλουν
Κι
έτσι βαδίζω σιωπηλός και μόνος άτολμος αναζητητής ψάχνοντας μέρα νύχτα
το απροσδόκητο
περιφερόμενος
– ασκόπως λένε – στα στενορύμια των συνοικιών
ή στις πλατιές ασφάλτους των
λεωφόρων
Μέχρι
που κάποτε αποκαρδιωμένος απαυδημένος από τόση πίκρα χωρίς κουράγιο πια χωρίς ελπίδα να προκαλέσω
θέλησα τη μοίρα δίνοντας ένα τέλος στο παιχνίδι
Κι
ενός τυχαίου σπιτιού το ρόπτρο χτύπησα
Ποιον
όμως να ζητήσω; αναρωτιόμουν
Μα το
κορίτσι που άνοιξε τη θύρα ποιος
είμαι ή
τι γυρεύω δε με ρώτησε
Με
βλέμμα συμπονετικό με κοίταξε κι ως να ’ξερε το δράμα της ζωής μου
μ’
ένα σεμνό κι ευγενικό χαμόγελο προτού προλάβω να μιλήσω
μου ’πε
-Δεν
είναι εδώ
Σας
περιμένουν όμως
ΤΗΝ ΕΒΛΕΠΑ ΣΑΝ
Σ’ ΟΝΕΙΡΟ…
ν’
ατμίζεται με λάμψεις εκτυφλωτικές κοιτώντας με
με στοργικό χαμόγελο κι ένιωσα να
με παίρνει το παράπονο
Κι
όχι μονάχα για το χωρισμό που έτσι κι αλλιώς τον είχε προαναγγείλει μα πιο πολύ
γιατί αφανέρωτο άφηνε
-
μέσα σε τόση πίκρα τόση ερήμωση –
το
μυστικό της φωτεινότητάς της
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006]
Η
ΔΙΚΗ
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη
ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
Αίθουσα
παγερή σκοτεινιασμένη
Γύρω
μου βλοσυρές φυσιογνωμίες
Ριγμένος
στο σκαμνί μου περιμένω
Έδρανα
δικαστών αντίκρυ απ’ όπου κέρινα πρόσωπα το χώρο κατοπτεύουν
Στο
κάδρο ένας περίλυπος Ιησούς που με κοιτάζει με θλιμμένο βλέμμα.
Κάποιοι - δεν ξέρω ποιοι – θα με δικάσουν
Πίσω
μου νιώθω το λαό – τον όχλο – με την κραυγή στα δόντια σταυρωθήτω
Άγνωστοι
μάρτυρες εκθέτουν τα συμβάντα μα ωστόσο
εγώ δεν εννοώ τι λένε γιατί μιλούν μιαν
άγνωστή μου γλώσσα
Στο
τέλος βγάζουν άναρθρες κραυγές με
δαχτυλοδείχνουν εξαγριωμένοι
Ενώ
το ακροατήριο φρικιά κι έξω ο λαός ανάβει την οργή του
Και
μόνο οι δικαστές μαρμαρωμένοι σαν προτομές ηρωικών προγόνων
Μέχρι
που ακούγεται η βαριά φωνή θαρρείς από
ένα αθέατο υπερώον ένοχος - ένοχος
κι ευθύς ξεσπούν καμπάνες γιορταστικές στη νυχτωμένη πόλη
Αλαλαγμοί
και φωταψίες στους δρόμους ένοχος - ένοχος
αντιφωνούν τα πλήθη
Στην
αίθουσα όμως παγερή σιωπή
Σε
στάση προσοχής προσμένουν όλοι την έσχατη κορύφωση του δράματος
Την
κάθαρση Τον έλεο και το
φόβο
Με
βήμα αργό και τελετουργικό δυο που φορούν κουκούλες με
πλησιάζουν
Μα
εγώ είμαι τώρα πια πολύ μακριά
Πολύ
βαθιά μες στο γαλάζιο μέλλον
Σε
μια πλαγιά με κόκκινες μηλιές κι αστραφτερές
σαν ήλιους ορτανσίες
Ακούγοντας
και πάλι εκστατικός
το
νοερό μου κουαρτέτο εγχόρδων
ΣΑΝ Ν’ ΑΝΑΔΥΘΗΚΕ
ΑΠ’ ΤΑ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ…
Κορίτσι
δώδεκα χρονών λευκοντυμένο
Κρατάει
ένα ματσάκι μαργαρίτες και τρέχει γελαστό να μου το δώσει
-Είσαι
ο πατέρας μου μού λέει
Στον
άλλο Τον μακρινό κι ευλογημένο κόσμο
Όπου τ’
αστέρια ξέρουν να μιλούν
Κι οι
ταπεινές μολόχες να χορεύουν
Χρόνια
σε περιμένω πέρα εκεί
Χαίρομαι
που μαθαίνω πως πλησιάζεις
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006]
ΑΚΟΥΩ
ΒΑΘΙΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗ
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
Λες
και μια μπάντα κάτω παιανίζει
Κάτω; Πού κάτω;
Αυλή
δεν έχει αυτό το σπίτι
Βράχια
τριγύρω το στηρίζουν μυτερά και κύματα που γλείφουν τα θεμέλια
Κι
έπειτα εδώ στη μαύρη ερημιά νυχτιάτικα ν’ ακούγεται μια μπάντα
Σηκώνομαι και
τρέχω στο παράθυρο
Μέσα
στη θάλασσα ένα πάλκο ολόφωτο
Και
πάνω η μπάντα με τις κόκκινες στολές
και τις χρυσές περικεφαλαίες
Άριες
γνωστές του παρελθόντος παίζοντας
Ενώ
ταυτόχρονα στον ορίζοντα το φόντο – σαν μέσα σε γιγαντιαία οθόνη - προβάλλονται παράξενες εικόνες
Πρωτόγνωρες
για με – σα να ’χει γκρεμιστεί του χρόνου ο τοίχος – κοιτώ και βλέπω πίσω από
τη μνήμη
Τον
οδοιπόρο μ’ αδειανό φλασκί σε πυρωμένη στέπα να βαδίζει
Τον
λήσταρχο που κάνει το σταυρό του μπροστά σ’ ένα πουγγί κι ένα
μαχαίρι
Τον
ασκητή στην άκρη του γκρεμού κρατώντας
θυμιατό και πυροφάνι
Το
αγόρι που ξυπόλυτο γυρνά και ψάχνει – ποιον; - σε νυχτωμένο δάσος
Τον
γέροντα που μόνος ξεψυχά σε βρώμικη καλύβα
και που ακούει την ίδια πάλι
παιδική φωνή να τον καλεί στα βυθισμένα χρόνια
Σπίτια
που φλόγες άγριες τα τυλίγουν όπως τα φίδια του Λαοκόωντα και
τους γιους του
Λάκκο
νωπό κι ολάνοιχτο που μέσα μικρό κορίτσι παίζει με τις κούκλες του
Κι
άξαφνα το αναπάντεχο μπροστά μου
Σ’
ένα λουλουδιασμένο περιβόλι το ίδιο αυτό κορίτσι τραγουδά – γυρνά με
βλέπει μου χαμογελά μου δείχνει στον ορίζοντα ένα κάστρο
Μια
μοχθηρή ζητιάνα στη γωνιά στρέφει στο πρόσωπό μου έναν καθρέφτη
Διαβαίνει
μια κηδεία κι ο νεκρός χαμογελά – σαν κάτι να μας κρύβει
Χιονίζει
κι ένα λύκος πληγωμένος στενάζοντας φωνάζει το όνομά μου
Κάποιος
σημαίνει σε καμπαναριό που ορθό πάνω στα κύματα επιπλέει
Τι
φωτεινή παράκρουση η ζωή
Τι εξέδρα
φαντασμάτων ο πλανήτης
ΚΙ
ΑΞΑΦΝΑ Η ΜΠΑΝΤΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΣΒΗΝΟΥΝ
(…κι οι μουσικοί σε στάση προσοχής βυθίζονται κι αυτοί στο υγρό σκοτάδι
Κανένα
φως κανένας ήχος πια Τίποτα
και ποτέ δεν έχει υπάρξει… )
Άνοιξε η θύρα ξαφνικά και πρόβαλε Ένας
γιατρός φορώντας άσπρη μπλούζα
Χαμογελούσε φιλικά σαν να με γνώριζε Κοιτάζω γύρω
Το δωμάτιο μου Τα κάδρα το γραφείο
τα βιβλία μου «Ποιος είστε και
πώς ήρθατε;» ρωτώ «Από τη σκάλα του ύπνου» μου απαντά
«Χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα
Θυμάστε; Με τα κόκκινα πουλιά και
τις μεγάλες μύγες στο φεγγάρι» Και πρόσθεσε καθησυχαστικά «Χαμογελάστε δεν υπάρχει λόγος Έχουμε πλέον ανελκυστεί στο φως Και
προχωρούμε ολοταχώς Στο θαύμα» [ΕΠΙΛΟΓΟΣ στη συλλογή του Ορέστη
Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης]
Παρασκευή, 6
Δεκεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου