(…κοιμούνται και
θυμούνται ξυπνούν και
ξεχνούν
μα
πάντα φτιάχνουν τα εικοσιτετράωρα ποιήματα της ζωής τους…)
Κοίτα τον πώς
πηδάει απ’ τα ξερόκλαδα της καρδιάς μου!..
Η βροχή
ξεφαντώνει στην ουρά του
αλλά αυτός
σταθερός ξεδιαλέγει φύλλα ξερά
ψάχνει για το
θείο καρύδι.
Το φθινόπωρο
εκθέτει σχέδια
που ταιριάζουν
σε γυναίκες «ώριμες»
μύθοι μιας
εκθαμβωτικής τελευταίας λάμψης
αναδύονται απ’
τα γκρίζα κι αιχμαλωτίζουν.
Κι όπως
άνοιξη αβέβαιη κυκλοφορεί στα φυλλοβόλα
έτσι και στον
κορμό της στη σπασμένη φλοίδα της
χαράζεται μια
αιθρία
που μόνο τα
πουλιά της θα χαρούν.
Ρωτάει το
σκίουρο η γυναίκα
-μόνο που αυτόν
τον σώζει η ευφάνταστη ουρά του
και δεν
λογαριάζει πως ό,τι και να κάνει
όσον ουρανό κι
αν μεταλάβει
τρωκτικό πάντα
θα ’ναι του ποντικού αδέλφι –
ρωτάει λοιπόν
αν υπάρχει
ποίηση πέρ’ απ’ το σώμα.
Η Γιαννούσα δεν
το ’χε φανταστεί ποτέ αυτό
ότι θα ’ταν
χωρίς σώμα ή και
χωρίς ποίηση!..
κι Ο ΣΚΙΟΥΡΟΣ ΑΠΑΝΤΑΕΙ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Σ’ έπιασε στον
ύπνο κι ήσουνα ζεστός…
Από τη φαντασία
στη στέρηση
κάνω κι εγώ τους
πήδους μου
κι όλες οι
έρευνές μου για τροφή - και οι πιο
μάταιες –
συνοδεύονται από
φουντωτές κινήσεις.
Όμως, τις μαύρες
μέρες
όταν το άφθαρτο
ύψος γίνεται η μόνη δυσβάστακτη αλήθεια
εκδηλώνεται ο
ποντικός εαυτός μου
και κοροϊδεύει
το γαλάζιο δωμάτιο που πάω να διασχίσω.
Μια ακόμη
άσκηση μου μένει πια να μάθω
-λέω τότε για να
πάρω θάρρος - η μνήμη.
Αν θυμηθώ του
καρπού την εσωτερική ιστορία,
θα ’ρθει ξανά η
γεύση του χωρίς να τον ανοίξω.
Γιατί μνήμη
κι όνειρο στα ζώα είναι ένα.
Δες πώς με το
σούρουπο
χώνουν τα
τριχωτά τους πρόσωπα στα φύλλα
βαθιά στην άμμο,
κάτω απ’ τα χώματα
και στο νερό
μέσα λουφάζουν.
Στην ουράνια
ησυχία της σκέψης τους
βγαίνει απ’ την
κρυψώνα της η ποίηση
και περπατάει
ανάμεσά τους.
Ονειρεύονται ή
θυμούνται τότε
τον μυτερό και
μοχθηρό εχθρό τους
να τρέχει αγαθά
πάνω στα κύματα
κι όλα τα φαγητά
της φύσης
να λάμπουν
γυμνά χωρίς περίβλημα.
Κοιμούνται και
θυμούνται
ξυπνούν και
ξεχνούν
μα πάντα
φτιάχνουν
τα
εικοσιτετράωρα ποιήματα της ζωής τους.
Την ποίηση, αν
ξέραμε να τη δούμε
έξω απ’ τα
θλιμμένα σώματά μας
θα τη βρίσκαμε
στον ύπνο των ζώων!..
[Ο ΣΚΙΟΥΡΟΣ ΚΑΙ
ΠΑΛΙ κι άλλα ποιήματα από τον ΕΠΙΛΟΓΟ
ΑΕΡΑΣ 1990
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ… Η ΓΙΑΝΝΟΥΣΑ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΤΗΣ
(στη δεύτερη ενότητα του ΕΠΙΛΟΓΟΥ
ΑΕΡΑ Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ 1990)
Φαίνομαι στο φως ή στο
σκοτάδι καλύτερα;
Η φύση παλιώνει σιγά – σιγά μέσα στην όραση της γυναίκας
που ακίνητη κάθεται στην καρέκλα
σαν τη στάλα πάνω στο φύλλο.
Η Γιαννούσα είναι στο σημείο
εκείνο που τίποτα δεν προχωρά
και τίποτα δεν συμβαίνει ακαριαία.
Είναι σ’ όλα μέσα και
παντού απ’ έξω·
όλα τη
θρέφουν και πια δεν
θρέφεται.
Ποιος έφυγε; Ποιος θα ’ρθει; Σιωπή.
Μετράει λοιπόν. Ένα περιβόλι έχει.
Απέναντι απ’ τα δένδρα το
Γυμνάσιο και πέρα η θάλασσα.
Και το σκύλο έχει. Και το συγγενή της.
Οι μέρες περνούν. Λεφτά βγάζει πολύ λίγα.
Πίνει,
πίνει η γη σήμερα. Βροχή
καλή.
Θα δέσει ο κάμπος, συλλογίζεται,
θα βαρύνουν οι κλώνοι
ή πόσες φορές αυτό θα το δει ακόμη
ετών σαράντα εννιά, παλιά δαιμονισμένη!..
ΘΥΜΑΤΑΙ ΕΝΑΝ ΑΝΔΡΑ, ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ
Τόσο σίγουρος καρφώθηκε μέσα μου!..
Μικρή ρεματιά, μες στους κίτρινους
κάκτους το καλύβι του ξένου.
Το ’χε πάρει ερείπιο, το ’χε στήσει ξανά με τα χεράκια του.
Άσπρα μαλλιά, φάτσα μωρουδίστικη
σαν παιδιού σε σχολική εορτή που παίζει τον παππού
βελόνι η μυτερή φωνή του έραβε τον
αέρα.
Και ξαφνικά ένα τεράστιο πέος.
Μιλούσε πάντα για ήρωες σε ταινίες
ποτέ για ήρωες ανθρώπους.
Χρόνια μετά τον βρήκανε σε άλλη ερημιά
στην άλλη άκρη της γης
με το μεγάλο το κατόρθωμα το θάνατο
να καλοκάθεται στη νυφίτσα μούρη του.
Πιο πολύ απ’ τα φυσικά του προσόντα
εκτιμούσε αυτό το θάνατο.
Κι εκείνη; Το ίδιο!..
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]
Η ΗΡΩΙΔΑ ΚΟΙΤΑΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ
(στη δεύτερη ενότητα ΕΠΙΛΟΓΟΥ ΑΕΡΑ Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ 1990)
Έχω ένα μεγάλο κι ένα
μικρό…
Για τον εαυτό της έχει μιαν ακαθόριστη εικόνα
αλλά καθαρά τον βλέπει εκείνον
φυλακισμένο στο σλιπάκι του.
Ξέρει τη δυστυχία του:
να υπάρχεις σαν να ’σουν κάποιος
άλλος.
Εκεί τους πιάνει όλους στην άκρη της λύπης τους.
Είναι πότε όμορφοι και
αδύναμοι
πότε χοντροπρόσωποι και
δυνατοί.
Την αφήνουν και τους αγγίζει
γιατί μόνο εκείνη ξέρει
πόσο τους ερεθίζει ο άλλος τους
εαυτός.
Στο μαύρο τζάμι – νύχτα σιωπή… ακούγονται μόνο
οι σκουπιδομηχανές που μασούν
σκουπίδια –
αντικρίζει την εικόνα της
όπως κάθεται και σκέφτεται τους
εραστές της.
Νοερά χαϊδεύει την αυταπάτη τους
με το ατροφικό της χέρι.
Η ΓΙΑΝΝΟΥΣΑ ΚΑΙ
Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ
Θα μου φανερώνονταν αν δεν είχα υποφέρει;
Πέτρες και χόρτα
πράγματα που με κόκκινο θάνατο τα σκεπάζει η δύση
βγαίνουν απ’ τη σιωπή τους
κι όχι μιλούν - θα
’ταν αντίθετο απ’ τη φύση τους –
αλλά σημαίνουν τη φύση της γυναίκας
γιατί της φανερώνουν τη δική τους.
Η θάλασσα έχει ένα άλλο πρόσωπο, το βράχο
ο κότσυφας το κλαρί η ώθηση του λουλουδιού τη λάσπη.
Η δύναμη της σκοτεινής ζωής
ξεσπάει σε ύπερους, σε στήμονες
σ’ ανάσες πολυτάραχες σαν κείνες που σε σκλάβωναν κάποτε.
Τώρα κάτω, κάτω βαθιά,
μυρίζεις
μυρίζεις πώς ευωδιάζει ό,τι δε
φαίνεται;
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]
ΤΙΠΟΤΑ
ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΝΑ ΣΑΛΕΥΕΙ ΕΚΕΙ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΑΕΡΑΣ 1990)
Στο μέλλον θα το προτιμώ που λείπει·
θα ’χω πεθάνει τότε.
Όταν της δείχνουν ένα τοπίο
ψάχνει το ζωντανό που σαλεύει εκεί
όπως στην κοιλιά της τα αισθάνεται όλα.
Κι αν δεν βρει
φαντάζεται μέσα του ζωές, επισκέψεις
λεπτές αποχρώσεις του αντίο
πρόσωπα μισοκρυμμένα απ’ το καπέλο
ή χαμογελάει
όπως χαμογελούν μοναχοί τους οι
άνθρωποι
όταν κοιτάν έξω απ’ το παράθυρο ένα τοπίο
χωρίς τίποτα το ζωντανό να σαλεύει εκεί.
ΤΩΡΑ ΛΕΕΙ
ΠΩΣ ΗΤΑΝ
Από τα μάτια θα προχωρούσα μέσα…
Στο τραπεζάκι μαζί του κάθισε
μονότονη πρωταγωνίστρια αυτή
τόσων μονότονων ποιημάτων
κι όπως κρατούσε εκείνος το ψωμάκι του
και γέλαγε μεσ’ απ’ τις ψίχες
δάκρυα περαστικά σταμάτησαν στα μάτια της.
Έτσι ερχόταν κύμα ξαφνικό
αναγνώριση απροσδόκητη παλιάς γραφής
τραγούδι με φωνούλα παιδική
π’ ακούς μες στους λυγμούς σου
ερχόταν ο έρωτας τότε και
συνέπαιρνε·
έννοια του νέου που σβήνει όλες τις έννοιες.
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]
ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ
(στη δεύτερη ενότητα ΕΠΙΛΟΓΟΥ ΑΕΡΑ Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
1990)
Σε φιλώ Γιαννούσα.
Στ’
όνειρό μου απόψε ένας ατέλειωτος
διάδρομος κι
έπρεπε να τον σφουγγαρίσω.
Εξαντλημένη, με τρόμο αναλογιζόμουνα
τα μαύρα κενά που είχα αφήσει πίσω.
Ξύπνησα κι είπα: Θέλω να γράφω
όπως ζουν οι ρίζες, διενεργούν την
άνοιξη
χωρίς να δημιουργούν εντυπώσεις.
Σου ’στειλα ένα γράμμα σήμερα
κι όπως γλιστρούσε στο κουτί
κατάλαβα πως δεν υπάρχεις.
Έστησα τη φωτογραφία σου
-απότυχε στο φως - μπροστά μου·
κρατάς το σκύλο μου μωρό
και χαμογελάς σε κάποιον
πέρα απ’ τα κρεμαστά αυτιά του.
Θυμάσαι την οδό Αναπαύσεως;
Εκεί κοντά είναι θαμμένη η μάνα μου
κι εμείς πίναμε καφέ πρωινό
ναρκωμένοι ακόμα από τον ύπνο – έρωτα.
Το καφενείο ήταν βαθύ και σκοτεινό·
σαν μέσα απ’ τη γη βγαίναν αχνιστοί καφέδες.
Οι μαυροφόρες είχαν κιόλας αρχίσει
τις αγέρωχες βόλτες τους
κι εμείς ψάχναμε κάτι να πούμε κομψό
για το τέλος. Αλλά τι;
Από καιρό έχουμε προγραμματίσει
το θάνατό μας χωριστά.
Σε χαιρετώ τώρα
κι εύχομαι ορθή και
γερή
να διαβάζω πάντα τα γράμματά σου.
Ας είναι η υγεία
ένα δώρο που στέλνουμε ο ένας στον άλλο.
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ
Σαν αίμα έτρεχε απ’ τα μάτια μου η
εικόνα τους στο στρώμα.
Το πρόσωπο φαίνεται να κολυμπά σ’ αόρατα δάκρυα·
έχει στραπατσαριστεί το γυαλιστερό
χαρτί
και σαν μαραμένο χρυσάνθεμο
κρέμεται έξω η καρδιά της.
Όρμησε στον μέσα μαύρο θάλαμο
κι άλλο περισσότερο σκοτάδι
Εκεί εμφανίστηκε μαχαιρωμένη η ζωή της!..
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Ανοιχτή μέρα και το
φως
περνάει σφιχτά πάνω απ’ τα φύλλα να τα γυαλίσει.
Έτοιμος κι ο χρόνος για αναχώρηση
βαστάει τις αποσκευές του, τα
πράγματα.
Αναποφάσιστος.
Να πάει μπρος, πού;
Να πάει πίσω, σε ποιον;
Ώρα των γέρων με την πένα στο χέρι
όταν πριν απ’ την τελεία
έρχεται ο θάνατος και τους παίρνει!..
Θα’ γράφαν κι άλλο άραγε για την αιωνιότητα
που παν να συναντήσουν;
[από τη συλλογή Κατερίνας Αγγελάκη –
Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990)
ΜΟΝΑΧΙΚΟ
(από τη 2η ενότητα ΕΠΙΛΟΓΟΥ ΑΕΡΑ Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
1990)
Τόπια – τόπια το μαύρο περίμενε να με
τυλίξει, το ’ξερα.
Ο μοναχός κοίταζε μες στο στόμα της
άδειο από δόντια και φιλιά.
Το μαύρο του καπέλο
κι η γαλήνη του ήταν όλο πτυχές
σαν τα χοντρά μεταξωτά στους πίνακες των Ολλανδών.
Φαντάστηκε η Γιαννούσα τις ώρες της σωτηρία του
βουτηγμένες στο λάδι και τη σιωπή
και τους μοναχικούς του περιπάτους
ξυστά στην ολόδροση του πειρασμού
χαράδρα.
Κι όπως η πολική αρκούδα
με το λίπος -
όραμα του κορμιού της
αντέχει το κρύο γιατί στην παγωμένη
τρύπα της
μιμείται το θάνατο
τούτου δω η ψυχή μες στον γκρίζο σάκο του μυαλού
μιμείται το απόλυτο για ν’ αντέξει στη ζωή.
Μόνο τα κλάματά του ακούγονται
τη νύχτα στο φεγγάρι
κι οι κληματίδες που σπαν σαν γονατίζει.
Η ΓΙΑΝΝΟΥΣΑ ΚΙ ΕΝΑ
ΠΟΙΗΜΑ
Σαν αγαπούσα, άνθιζε.
Ο ήλιος άνθος λευκό κι απόμακρο
το κρύο ευωδιάζει.
Η Γιαννούσα αρχίζει ένα ποίημα.
Το βλέπει να τεντώνεται σαν τη μαστίχα
που μασάγαμε μικρές
να μικραίνει, να βγαίνει απ’ το παράθυρο
και να χάνεται στη γαλάζια στροφή του
ουρανού.
Τι έλεγε το ποίημα;
Ξέχασε. Κάποια μνήμη θα σημείωνε
που κι αυτή χάθηκε στη στροφή του νου.
Γιατί γράφουν οι άνθρωποι ποιήματα;
Για να τα ’χουν όταν το φως τους σβήσει
η φύση.
ΑΒΟΗΘΗΤΟΣ ΚΙ Ο
ΡΑΦΑΗΛΟΣ
Μαχαίρι κράταγα τον έρωτα
και κάρφωνα το άσχημο σ’ ωραία
ακινησία.
Ανηφορίζει και σέρνει πίσω του
τον αέρα ο Ραφαήλος.
Το ’χε από καιρό ζωγραφίσει
το πέτρινο τοιχάκι που τον χωρίζει από το χώμα
και
των φύλλων είχε σχεδιάσει τα
στροβιλίσματα πριν πέσουν.
Τη ζωή του που τον χωρίζει από τον ουρανό
την είχε εικονογραφήσει
καθώς πήγαινε προς τα στενόκαρδα
σπίτια με τα μακρούλα παράθυρα
κι έσφιγγε η ματιά του
τις πέτρες μία – μία σαν ροζ στήθος.
Όμως τι θλίψη που ο αέρας
και ο βήχας του και τ’
άπορα δένδρα
είναι πιο πραγματικά απ’ όλες τις εκθαμβωτικές Μαντόνες
που βγαίνουν απ’ τον πολύχρωμο νου του
ενώ η μαύρη τύχη του είναι πιο χτυπητή
απ’ τις ολογάλανες μοίρες
που ανεβαίνουν παρηγορήτρες
μεσ’ απ’ την κασετίνα του,
ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΗ ΖΩΗ
ΤΗΣ
Σ’ έναν τόπο κενό, μα δεν πικραίνομαι…
Μεσ’ απ’ τη ζωή της βγαίνει μια άλλη ζωή
πιο αβέβαιη απ’ την πριν
μ’ άφωνα ζώα να στέκουν γύρω
και να κρατούν το σώμα της
σαν να ’τανε πηγάδι, με λιγουλάκι νερό
στο βάθος να λιμνάζει.
Κανένας τρόμος δεν τη σταματά
ούτε ο θάνατος·
τον τοποθετεί εκεί όπου αυτή δε θα ’ναι.
Πιο σημαντικό
αν φτάσει στο τέλος να χωρέσει κάτι από τη φύση
σαν έναν εραστή που πολεμάς
να μπεις μες στο ρυθμό του
και με μια κίνηση πουθενά
να μην πηγαίνετε οι δυο σας
παρά πίσω στη θάλασσα του «είμαι».
Χάρη τότε στη ευστροφία
που χαρίζει αυτή η ακραία άσκηση
κρυμμένη μες στο χρόνο η σταχτιά γυναίκα
μήνυμα της άνοιξης λαβαίνει
απ’ ορισμένα άνθη που σιωπούν.
[από τη συλλογή Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΟ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΧΡΟΝΟ
(από τη 2η ενότητα ΕΠΙΛΟΓΟΥ ΑΕΡΑ Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
1990)
α
Γύρισα στο σπίτι μου απ’ το παλάτι της Βαρβάρας.
Τα μάρμαρά της αστραφτερά
είχαν εντοιχίσει το νου μου
μα όταν αντίκρισα τα κόκκινα
ντουβάρια μιας ολόκληρης ζωής
ανάσανα ελεύθερα κι ας ήταν
ο χρόνος
εδώ βαρύς από συνείδηση.
β, γ, δ, ε, στ
κτλ στις σελίδες 304 - 307
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ
ΑΡΙΕΛ…
(… Άριελ, πνεύμα του
καλού έρωτα ξαναγύρνα για μια μόνο στιγμή …)
Κοίτα πώς έχω
απορροφηθεί τη σκόνη να διαβάζω, είμαι σοβαρή – παράπονο δεν θα ’χεις - ελάχιστες οι διασκεδάσεις, εννοώ της φαντασίας τα τρελά γλέντια. Πέφτω σε κάτι νύχτες και
βυθίζομαι σ’ άγευστη
καραμέλα στα όνειρά μου
φυλακίζομαι κι επινοώ ακατόρθωτους
συνδυασμούς βημάτων να ξεφύγω. Είμαι συνεπής -
παράπονο δεν θα ’χεις - βρίσκομαι
κει που ’μουνα πάντοτε ταγμένη κι απουσιάζω απ’ το πλάι του μελλοθάνατου
έρωτα όπως εσύ με είχες
παροτρύνει. Τη φύση χαίρομαι και την
υγεία κι
είμαι ως και στ’ αγάλματα ανοιχτή·
μ’ αγγίζει η συντριβή της Ιπποδάμειας
κι ο Ισθμός, ολόφωτη καισαρική
τομή στης νύχτας τη δύσκολη γέννα. Γι’ αυτό σου λέω, έλα
φανερώσου για μια μόνο στιγμή
την κοσμιωτάτη διαγωγή μου ν’ ανταμείψεις… Και να ’ναι πάλι σαν τότε που με υπηρετούσες - ή
μήπως εγω σου δούλευα πιστά; - κι όλα
ανέβαιναν, κι γύρω τους τα χνούδια, τα χλοερά περιτυλίγματα ακόμη και τ’
ανεξήγητα άνθιζαν σε εξήγηση καμιά
φορά. Τότε π’ άλειβες τα κορμιά με
μυρωδάτη θλίψη σκόνη φανταχτερή
πασπάλιζες τα μικρά γεγονότα της ημέρας κι ένα καλάθι στη γωνιά ήτανε σαν να το ’χανε γιομίσει σημασία. Με την κίνησή σου – πετάς εδώ πετάς εκεί -
φτιάχνεις ένα τετράγωνο και κύκλο
και τ’ απέραντο στο κέντρο της αγάπης. Αυτό το δωμάτιο – νόημα νοσταλγώ κι από τα μάτια πιο πολύ κι απ’ τα φιλιά κι απ’ της κοιλιάς τις θείες δονήσεις. Να με ξαναπάς, Άριελ,
εκεί για μια μόνο στίγμη, να δω
τα πράγματα στην παλιά μαγική τους θέση
όπως είναι όταν πέφτει ο ήλιος του γέλιου σου πάνω τους κι όλα τα φαινόμενα αναδίνουν του ζωντανού
κορμιού την ευωδία. Μου το
χρωστάς, Άριελ, γιατί κι εσύ δεν φέρθηκες σωστά· μου είχες πει πως, μοναχή ή με
σκιές, πάντα θα μπορούσα να κατοικώ μες
στο ντεκόρ που μαζί είχαμε στήσει. Όμως εσύ, πετώντας μακριά ελευθερωμένος απ’ τις δικές μου αχόρταγες
απαιτήσεις, κατάργησες μεμιάς κι όλο το χώρο,
σαν να μην ήτανε ποτέ σαν να μην
είχε ζήσει. Έλα λοιπόν, άνοιξε για μια
τελευταία φορά τ’ αόρατα φτερά σου, που σαν βεντάλια μυστική τα φως του κόσμου κρύβουν. [κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της
Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990
– συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011,
εκδόσεις Καστανιώτη]
Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου