Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

ΟΤΑΝ ΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ…

 

(… ξεκινάει από μακριά η  ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ    έρχεται και με κοιτάζει…)

… όταν σβήνω το φως

έρχεται ο θάνατος και μου φιλά τα χέρια!..  

(ΟΤΑΝ   από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ, Στιγμή 1986)

 


Άλλο ένα ποίημα,  δηλαδή όπου ο Σαχτούρης, ακολουθώντας ίσως το εισαγωγικό μότο της συλλογής:

 

 «Όλο και περισσότερο ξεμακραίνεις από τους ζωντανούς,

γρήγορα θα σε σβήσουν από τους καταλόγους τους!..

Μόνο μ’ αυτό το μέσον έχεις κι εσύ το προνόμιο των νεκρών.

Ποιο προνόμιο;

Να μην πεθάνεις πια!..» (Φρειδερίκος Νίτσε)…

 

αξιοποιεί – ποιητική αδεία – το προνόμιο της συνομιλίας με τους νεκρούς.

 

Καθόλου τυχαίο που στην εν λόγω συλλογή υπάρχουν ποιήματα όπως ο ΜΕΝΕΛΑΟΣ:

«Κοιτάξτε  τον Ισίδωρο ψηλά πώς λάμπει!

Πώς κατεβαίνει με σκοινί από το άστρο

 

Μενέλαο άρρωστο,   τονέ φωνάζουνε κάτω…»

 

 ή στίχοι αφιερωμένοι σε νεκρούς Ποιητές:

 

«το ποίημα κάθεσαι και το ξενυχτάς σαν το νεκρό» (στον Χρήστο Μπράβο)

 

«Ο Σκλάβος ήθελε να γίνει αεροπόρος

κάθε γλυπτό του είναι κι ένα χρυσό αεροπλάνο

στο τέλος ντυμένος στα χρυσά κι αυτός

πέταξε στον ουρανό»     (ο γλύπτης Γεράσιμος Σκλάβος 1927-1967)

 

Δύο ποιήματα αναφέρονται στον Franz Kafka

«… που ζούσε σ’ ένα μεγάλο υγρό δωμάτιο

στρωμένο μ’ ένα βρόμικο παλιό χαλί…»

 

«… πέθανε γιατί δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει

Κι ας είναι ευλογημένη η Dora Dymant*

* η νέα κοπέλα που έζησε με τον Κάφκα τον τελευταίο χρόνο της ζωής του και παραστάθηκε στοργικά στο θάνατό του

 

Εμβληματικός κι ο  διάλογος με τον Εμπειρίκο στο ποίημα

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ:

«Πώς απ’ τον Πόρο, Ανδρέα;

εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο»

«Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;»   

 

Στον Πόρο του  1985  που παρ’ όλα αυτά υπάρχει…

«… με την παλιά του άγκυρα μπηγμένη στην αμμουδιά

τις όμορφες τουρίστριες με τα καταπληκτικά πόδια

και πόσους έφαγε το χώμα αυτά τα χρόνια

πάει ο σκλάβος  κι  ο Καχτίτσης

ο Ιωάννου,  η Μέλπω Αξιώτη

ο Αλεξάνδρου  και  τόσοι άλλοι.

 

Θεέ μου, δώσε μου ένα θάνατο ειρηνικό!...» 

 

Η ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ   (στη σελ. 20):

«Το καφενείο που πίνω τον καφέ μου   είναι άδειο

μόνο εγώ υπάρχω

έτσι το καφενείο είναι τελείως άδειο

γιατί ούτε εγώ υπάρχω»

 

Η ΑΣΕΜΝΗ ΠΟΛΗ   (στη σελ. 25):

«Η βροχή μας κάρφωσε πάνω στα τζάμια

άγρια θηριοτροφεία μπροστά μας ξεκαρδίζονται…» 

 

 Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ   (στη σελ. 26):

«Εδώ και πολλά χρόνια   σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα

(αυτός)   ο νεκρός γεννιέται μέσα μου 

δε θέλει δώρα   δε θέλει χρήματα

πάγο και χρόνια   χιόνια και πάγο

σκισμένα ρούχα   αχνά παπούτσια

ο χρυσός νεκρός   θα βγει έξω

δεν τον γνωρίζει κανένας   τον αλήτη νεκρό

θα κάτσει στο πικρό καφενείο

να πιει τον καφέ του

κι ύστερα πάλι   σε λίγες μέρες

ήσυχα θα πεθάνει   (ο νεκρός)

 

όταν έρθει ο χρόνος

κι όλες οι ρόδες

κόκκινες όπως πρώτα   θα γυρίζουν πάλι»  

 

και ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΝΕΚΡΟΣ   (στη σελ. 29):

Ένας κόσμος νεκρός   πίνει το παγωμένο γάλα του

βάρκες  πηγαίνουν έρχονται 

φέρνουν κι άλλους νεκρούς

μητέρες χάνουν τα παιδιά τους

παιδιά κλαίνε γιατί χάνουν τις μητέρες τους

τέρατα χαρτοπαίζουν:

-Ρίξε το πέντε!..  ουρλιάζει ο νεκρός δολοφόνος

ξάφνου πάλι μιλάει

η κυρία σκατό  και  καρπούζι

ώσπου να βγάλει η κόκκινη σελήνη το μαχαίρι της

και ν’ αρχίσει να σφάζει!..

 

Μα η  πιο ιδιαίτερη περίπτωση, νομίζω, πως είναι το ποίημα Η ΑΓΙΑ στη σελ. 21,

η οποία, απ’ ότι φαίνεται από ένα κριτικό κείμενο  του Χρήστου Μπράβου στο ΒΡΑΧΝΟ ΠΡΟΦΗΤΗ,

ήταν η  ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ  χ  γυναίκα του Ποιητή   

με την οποία είχε ανοίξει λογαριασμούς (που ποτέ δεν έκλεισαν…)

στη συλλογή του Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960!..  

(βλέπε την ιστορία της στο υστερόγραφο  σχόλιο  -

ΕΠΙΜΥΘΙΟ σ’ αυτή την ανάρτηση)  

 

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ, ΣΤΙΓΜΗ 1986)

Στις δώδεκα και μισή   τη νύχτα

την ίδια ώρα και συγχρόνως

φάνηκε στον μεγάλο καθρέφτη και  στο παράθυρό μου

ο Ντύλαν Τόμας μ’ ένα αναμμένο κόκκινο κερί   στο στόμα

νεκρός βέβαια

κι άγιος   και   τρελός

όπως το έχω ξαναπεί

 

-Έλα αδελφέ, μου λέει, μαζί μου    σάπισες εδωπέρα

έλα στα βορεινά φαράγγια της πατρίδος μου

εδώ ζεις σ’ ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν

εκεί χαιρετάνε τους τρελούς και οι παπάδες

κι η πάπια δε γεννάει πια πάγο  

γεννάει κόκκινο αυγό

 

Αυτά τα λίγα μου είπε ο μεγάλος ποιητής

όχι πια στον καθρέφτη και στο παράθυρό μου

αλλά μέσα από τα ψηλά χορτάρια του θανάτου του

μισός από τη μέση κι επάνω στο φως, έξω από το χορτάρι

μισός από τη μέση και κάτω στο σκοτάδι

κάτω απ’ το φως.

[15 Αυγούστου 1981 της Παναγίας]

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μην το φοβάσαι το φεγγάρι με το σίδερο

είπε το πορτοκάλι το σπασμένο μέσα μου

μην τον φοβάστε τον ήλιο τον σκοτεινιασμένο

τα ρημαγμένα φέρετρα

τη μάνα της βροχής με τα βγαλμένα μάτια

μην τις φοβάστε τις μαύρες τις φτερούγες

του πουλιού

μες στο κεφάλι σας

στον ύπνο

και ξάφνου αρχίζει

να τις τινάζει λυσσασμένα

και ξυπνάτε

 

Κοιτάξτε τον Ισίδωρο ψηλά πώς λάμπει!

Πώς κατεβαίνει με σκοινί από το άστρο

 

Μενέλαο άρρωστο, τονέ φωνάζουν κάτω.

 

 

ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ

Είναι γενναίοι, όπως κλαίνε

πιστεύουνε σαν τα μικρά παιδιά

 

φορούν κουρέλια

ακριβά κουστούμια

 

ζούνε μέσα σε κήπους ή επαύλεις

ή μέσα σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό

 

άλλοι μέσα σε δρόμους τρόμους τριγυρίζουν

άλλοι σε σύρματα πάνω κρεμασμένοι ανεμίζουν

 

άλλοι κλεισμένοι μέσα σε φυλακές

 

όλοι πασκίζουνε ιδρώνουν

χάνουνε, πετυχαίνουν ή

νομίζουν ότι χάνουνε ή

νομίζουν ότι πετυχαίνουν

 

πάντοτε ο δαίμονας τους παραστέκει

σηκώνει την κάννη, το τουφέκι του

 

στο κέντρο της καρδιάς

τους σημαδεύει

 

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

… στο πλαϊνό μου διαμέρισμα μεταφέραν συνεχώς τους πληγωμένους

τυλιγμένοι με άσπρες γάζες απ’ την κορφή ως τα νύχια, τραγουδούσαν.

Στ’ απέναντι δωμάτιο ένα πουλάκι τοσοδά, ήτανε, λέει, ο Χάρος

και μπρος στο δικό μου δωμάτιο το λιοντάρι που είχε ανεβεί

από τις σκάλες, έγδερνε  με λύσσα την πόρτα μου να τήνε σπάσει!..

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις Στιγμή 1986]

 

 

ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ , εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1986)

Σαν τα φυλλώματα των δένδρων   είναι τα μαλλιά

που τα αναμαλλιάζει ο αέρας

-στο καφενείο που πίνω τον πικρό καφέ μου -

μαλλιά μαύρα μακριά που άσπρισαν

και χάθηκαν και πάνε

 

μαύρα μαλλιά   στις ξενιτιές

που χάθηκαν κι αυτά

στην υγρασία στο πηχτό σκοτάδι

 

κοιτάζω στον καθρέφτη

τα γένια μου είναι γκρίζα

όμως τα μαλλιά μου   είναι μακριά

και είναι μαύρα

 

Franz Kafka

Ο Φρανς Κάφκα ζούσε σ’ ένα μεγάλο υγρό δωμάτιο

στρωμένο μ’ ένα βρώμικο παλιό χαλί.

Πού και πού διάτρεχε το χαλί ένας μεγάλος

γκρίζος ποντικός.

Ο πόντικας αυτός, έλεγε συχνά ο Φρανς

ο πόντικας αυτός, είναι η αγαπημένη μου κι εγώ.

 

Ο Κάφκα και τα ψάρια

Στη φωτογραφία του Κάφκα που έχω κολλήσει

στον καθρέφτη της κάμεράς μου, έβαλα δεξιά κι αριστερά από ένα ψάρι.

Γιατί ο Κάφκα αγαπούσε τα ψάρια και δεν τα έτρωγε.

Το χειμώνα μαζί με τα ψάρια έκανε μπάνιο

στο κρύο νερό μιας λίμνης, όπως κι ένας

άγριος πρόγονός του, που έσπαζε τον πάγο της λίμνης κι έμπαινε μέσα.

Άλλωστε η αγάπη του για τα ψάρια φάνηκε

και στο θάνατό του. Τον τελευταίο καιρό

δε μιλούσε, έγραφε ό,τι ήθελε να πει κι ο θάνατός του έμοιαζε μα θάνατο ψαριού που το βγάλαν στη στεριά.

Πέθανε γιατί δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει.

Κι ας είναι ευλογημένη η Dora Dymant*

 

*DORA DYMANT:  η νέα κοπέλα που έζησε με τον ΚΑΦΚΑ τον τελευταίο χρόνο της ζωής του και παραστάθηκε στοργικά στο θάνατό του


 

ΠΟΡΟΣ 1985

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ , εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1986)

Κι όταν εφάνη στο φλιτζάνι του καφέ   η γοργόνα η μαύρη

όλη τη νύχτα αδιέξοδα  και  εξορίες

έξαλλος λέω στίχους του  Holderlin

στίχους του Charles Cros

και πώς λυπάμαι τον άνθρωπο με το καροτσάκι

γυρίζει

πουλάει γλειφιτζούρια  -  γεωμτρικά τοποθετημένα

το ένα πλάι  στο άλλο  στη σειρά –

κανένας δεν τα αγοράζει

κι έτσι κι αυτός είναι τώρα χρόνια πεθαμένος

τα ρούχα του έχουν λιώσει πάνω του

και πίσω του τρέχει ο άγγελός του.

 

Όμως παρ’ όλα αυτά ο Πόρος υπάρχει

και μ’ όλα τα χαϊμαλιά του

με την παλιά του άγκυρα μπηγμένη   στην αμμουδιά

τις όμορφες τουρίστριες  με τα καταπληκτικά πόδια

και πόσους έφαγε το χώμα αυτά τα χρόνια

πάει ο σκλάβος  κι  ο Καχτίτσης

ο Ιωάννου,  η Μέλπω Αξιώτη

ο Αλεξάνδρου  και  τόσοι άλλοι.

 

Θεέ μου, δώσε μου ένα θάνατο ειρηνικό!...

 

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ

Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος    στον Πόρο

τα δάχτυλά του κίτρινα  καμένα απ’ τα τσιγάρα

τσιγάρα να καίνε σαν κεριά

γύρω – γύρω στα τραπέζια

τσιγάρα πάνω στις καρέκλες   τσιγάρα παντού

κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.

Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος

τα μάτια του να καίνε.

-Πώς απ’ τον Πόρο,  Ανδρέα;

εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο!..

-Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα

στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;

Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο   το φοβερό το γέλιο του·

πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια

ένα σύννεφο σπουργίτια

πέρα απ’ το θάνατό του!..

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις Στιγμή 1986]


Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ , εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1986)

Εκείνο τ’ απόγευμα ξύπνησα με μιαν έντονη επιθυμία να κατέβω στον Πειραιά να επισκεφτώ την οικογένεια Κ.  Με την οικογένεια αυτή, τα παλιά χρόνια, είχαμε πολλές φιλίες.  Όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, σιγά – σιγά αραίωσαν οι συναντήσεις μας, ώσπου κατάντησε στο τέλος να μη βλεπόμαστε καθόλου.  Θα ’χαν περάσει πέντε – έξι χρόνια από την τελευταία συνάντησή μας.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς ξύπνησα εκείνο τ’ απόγευμα με την τυραννική, την έντονη κι επίμονη επιθυμία να κατέβω αυτό το ίδιο απόγευμα να επισκεφτώ τους Κ.

Όταν βγήκα στο δρόμο κατάλαβα πως κάτι ασυνήθιστο μου συνέβαινε.  Μι’ αφάνταστη γαλήνη, μι’ αλλόκοτη χαρά με είχε πλημμυρίσει.  Μ’ αυτή τη διάθεση μπήκα στο πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου και είπα:

«Στον Πειραιά»!..

Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγεμα, ήτανε Μάρτης. Απ’ τα παράθυρα τ’ αυτοκινήτου, καθώς προχωρούσαμε, κοίταζα τα σύννεφα που κι αυτά είχαν πάρει κάτι από τη Χάρη, κάτι από την ελαφράδα που ένιωθα μέσα μου.
Σαν φτάσαμε στον Πειραιά, τ’ αυτοκίνητο κατευθύνθηκε στην προκυμαία.

Εκεί κατέβηκα μπροστά σ’ ένα πελώριο άσπρο πλοίο που σφύριζε κιόλας, έβγαζε καπνούς κι ήταν πλημμυρισμένο με κόσμο.

Ανέβηκα πάνω και ζήτησα τον καπετάνιο.

«Εντάξει», μου είπε χαμογελώντας, «φεύγετε επιτέλους, τα έξοδά σας είναι κανονισμένα για πάντα και για όποιο μέρος κάθε φορά βρισκόμαστε».

Φεύγετε επιτέλους», επανέλαβε. Και πραγματικά καθώς έριξα μια μάτια απ’ το παράθυρο της καμπίνας, είχαμε βγει κιόλας έξω από το λιμάνι του  Πειραιά. 

 

Η ΑΓΙΑ   Χ. στα ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ του Μίλτου Σαχτούρη ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ στον ΠΑΛΙΟ ΔΡΟΜΟ απ’ τη συλλογή Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ του ίδιου Ποιητή:

«Ήταν εκείνο το φθινοπωρινό απόγεμα που   η Αγία    με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε   στο μικρό σκοτεινό δρόμο,    που στην πραγματικότητα  δεν υπήρχε καν.    Γιατί αν υπήρχε τότε τι ήταν αυτά τα αίματα  κι οι στρατιώτες    που ξεπετάχθηκαν από τους γύρω δρόμους   και με δέσανε σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι, τέσσερις μήνες,    κι όταν πια με λύσανε ήτανε χειμώνας,    έβρεχε συνέχεια κι η Αγία χάθηκε    κι ούτε που ξαναφάνηκε πια».    Ο Χρήστος Μπράβος σ’ ένα κριτικό κείμενό του σχολιάζοντας το παραπάνω ποίημα γράφει:   «Στο προσκήνιο του ποιήματος μια γυναίκα, που αναγορεύεται σε αγία απ’ τον ποιητή, τον οδηγεί σε «μικρό σκοτεινό δρόμο».    Το ποίημα μας βεβαιώνει με τον τρόπο του πως τα αίματα, οι στρατιώτες, η καθήλωση στο ξύλινο κρεβάτι, συνιστούν  την αντιστροφή και, εν τέλει, την ακύρωση όσων προσδόκησε ο ποιητής όταν αφέθηκε στο χέρι της «Αγίας». Η σχέση των δυο τους, ωστόσο, παραμένει θαμπή κι αδιευκρίνιστη.    Με μαγνητίζει η αναφορά - αφιέρωση:   Χ.    Υποθέτω πως είναι το αρχικό του ονόματος εκείνης που, στην έξοδο τους ποιήματος,    «χάθηκε κι ούτε που ξαναφάνηκε πια»…    Απ’ τα σκοτάδια της μνήμης τότε, αναδύεται το ποίημα ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΔΡΟΜΟ (στη Χ.Ν) απ’ τη συλλογή Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960:    «Ένα θηρίο έφαγε την αγαπημένη μου. Είχαμε βγει περίπατο   όπως πάντα, είχαμε δει και το σπίτι με τους μαιάνδρους κι άρχισε   να ψιλοβρέχει.  Τότε βγήκε ένας σαλτιμπάγκος ντυμένος χρώματα   παρδαλά να κάνει τούμπες και να γελάει μέσα στο δρόμο κι ούτε   που ζητούσε χρήματα καθόλου. Πιο πέρα ένας άνθρωπος έπαιζε   βιολί κοιτώντας κάτι παράξενα κόκκινα σύννεφα στον ουρανό.   Κι όταν δυνάμωσε η βροχή γίναν πολλά αυλάκια με νερό και παρασέρναν το αίμα»    Το δράμα των δυο ποιημάτων, γράφει στο κριτικό του σημείωμα ο Χρήστος Μπράβος, «παριστάνεται στην ίδια σκηνή, που στήνουν:  ο δρόμος (μικρός σκοτεινός στο ένα, παλιός στο άλλο)· η βροχή· το αίμα.    Εδώ «Αγία», εκεί «αγαπημένη», η γυναίκα χάνεται απ’ τη ζωή του ποιητή, για να εμφανιστεί ως μνήμη και μαρτύριο του. Ως αντίτιμο, θα ’λεγα, του ποιήματος. Αντίτιμο συμφωνημένο από παλιά· απ’ όταν ο Σαχτούρης δήλωνε υποταγή στο Θηρίο της Ποίησης:    «Μη φεύγεις θηρίο με τα σιδερένια δόντια!..    Θα σου δώσω κι άλλα αίμα να παίξεις…   Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι   να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ…» Πιστεύω, συνεχίζει το σχολιασμό του ο Χρήστος Μπράβος, πως τα δύο ποιήματα και οι αναφορές – αφιερώσεις τους υποδεικνύουν αυτό «το ίδιο κορίτσι»…    Και, παραπέρα, πως η «Αγία» του πρόσφατου ποιήματος και η «Αγαπημένη» του προγενέστερου αποτελούν μετωνυμίες ενός και του αυτού προσώπου· που δεν είναι ποιητικό εφεύρημα.    Ο Γιάννης Δάλλας, σε κείμενό του για το ποίημα ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ, μεταφέρει σχετική μαρτυρία του Σαχτούρη:    «Το κορίτσι υπήρξε στην πραγματικότητα. Είχα το βράδυ ραντεβού μαζί του. Και ξαφνικά ξεσπά η αιμόπτυση. Έστειλα και το ειδοποίησα να μη με περιμένει μες στο σκοτάδι»   Προχωρούμε: Απ’ τη Χ.Ν του «Παλιού Δρόμου» έμεινε μόνο το Χ. του ονόματός της. Το αρχικό του επώνυμου της καταργήθηκε: Το κορίτσι, ως βορά του «θηρίου», πληροί την αρχετυπική προϋπόθεση για την ένταξη σε κοινόχρηστο ή ιδιωτικό αγιολόγιο· και οι άγιοι δεν έχουν επώνυμο. Μετατοπίζω την αναφορά - αφιέρωση Χ. στην αράδα του τίτλου και διαβάζω: Η ΑΓΙΑ Χ.    Η οποία, αν οι λογαριασμοί μου γίναν σωστά, είναι το ερωτικό εκτόπλασμα στον χορό εκτοπλασμάτων (Ντύλαν Τόμας, Κάφκα, Εμπειρίκος κλπ.) που στήνεται στην τελευταία ποιητική κατάθεση του Μίλτου Σαχτούρη.   [σχόλιο του Χρήστου Μπράβου – απόσπασμα από το κείμενό του «Μίλτου Σαχτούρη: Εκτοπλάσματα» – περιέχεται στο βιβλίο ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ, Ποιήματα και Κριτικά κείμενα 1981-1987]

Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΨΗΛΗΣ ΣΚΑΛΑΣ

  (… ή ένα επεισόδιο από τη ζωή του ζωγράφου Θεόφιλου…) Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέει ο ποιητής Απολλιναίρ, υπάρχουν,   οπωσδήποτε,...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ