Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΤΟΙΧΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

 (… καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή… ):


Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς    μπρος στο παράθυρο,
ένα κλαδάκι μοναχά    σου κρύβει το μισό χωριό.
 
Ο έρωτας με την παλάμη του    
σου κρύβει όλο τον κόσμο!..
 
Ένας άνεμος σιγανός φυσούσε μέσα της
κι έπαιζε μ’ ένα μόνο φύλλο – το χαμόγελό της.
Όλοι αγαπήσαν το χαμόγελό της
Εκείνη δεν αγάπησε κανέναν.
Έμεινε μόνη με τον άφαντο άνεμό της
χάνοντας και το μόνο εκείνο φύλλο.
«Το άπειρο, είπε, είναι ο τέταρτος τοίχος της μοναξιάς μας, όχι η στέγη»!..
 
Έμεινε ανύπαντρη, γέρασε, δεν έγινε ούτε άγαλμα.
Σχολαστική στην καθαριότητα· απ’ τα χαράματα, χειμώνα καλοκαίρι, σκούπιζε ως πέρα το πεζοδρόμιο.
Μια μέρα, μάλιστα, φωτογραφήθηκε έτσι με τη σκούπα της
 στο δρόμο εκεί, μπρος σε μια ξένη πόρτα.
Κι αυτή η φωτογραφία της
απόμεινε όλο κι όλο από κείνον τον άνεμο και το χαμόγελό της…
 
Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή…
 
Στη γωνιά της αυλής, μέσα στα σαπουνόνερα,
κάτι τριαντάφυλλα καμπούριασαν απ’ το βάρος της ευωδιάς τους
Κανένας δε μύρισε αυτά τα τριαντάφυλλα!..
 
Μένει το φως μονάχα…

 [ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΑΝΕΜΟ, ΜΙΚΡΗ ΜΟΝΑΞΙΑ και λίγο ΦΩΣ από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΑΣΚΗΣΕΙΣ όπου περιλαμβάνονται ποιήματα της περιόδου 1950-1960]

 

 


ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ

Έβγαλαν το αλέτρι στο χωράφι·

έφεραν το χωράφι στο σπίτι –

μια ατέλειωτη ανταλλαγή διαμόρφωνε

τη σημασία των πραγμάτων.

 

Η γυναίκα άλλαξε θέση με το χελιδόνι,

κάθισε στη χελιδονοφωλιά της στέγης και κελάηδησε.

Το χελιδόνι κάθισε στον αργαλειό της κι ύφαινε

άστρα,  πουλιά,   ψάρια,    λουλούδια  κι  ανεμότρατες.

 

Αν ήξερες τι ωραίο που ’ναι το στόμα σου,

θα με φιλούσες μες στα μάτια να μη βλέπω.

 

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ

Είναι ορισμένοι στίχοι –κάποτε ολόκληρα ποιήματα-

που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω

ακόμη με κρατάει.  Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.

Δεν ξέρω σου λέω

Δυο παράλληλα φώτα από το ίδιο κέντρο.

Ο ήχος του νερού που πέφτει, το χειμώνα από το ξεχειλισμένο λούκι

ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει

από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο

αργά - αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο

σαν το λυγμό ενός πουλιού. Δεν ξέρω

τι σημαίνει αυτός ο ήχος· ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.

Τ’ άλλα που ξέρω στα εξηγώ. Δεν το αμελώ.

Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα,

όπως κοιμότανε, το γόνατό της να γωνιάζει το σεντόνι -

Δεν είναι μόνο ο έρωτας.   Αυτή η γωνία

ήταν η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα

του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν

εκείνο το ανεξήγητο που ζητούσα, άσκοπα και πάλι, να στο εξηγήσω

 

ΔΥΟ

Την ώρα που σφίγγαμε τα χέρια, δεν άκουγες

τον αγέρα που χώνονταν ανάμεσα στις παλάμες μας.

Ήταν η μνήμη κιόλας που προετοιμαζόταν.

Ήταν ο χωρισμός πριν από την ένωση. Δεν άκουγες.

 

Ήσουνα ολόκληρη· ζωσμένη όλη τη γύμνια σου,

τόσο περήφανα απροστάτευτη, σαν ένα δάσος μες την πυρκαγιά.

 

ΕΤΣΙ ΠΑΝΤΑ

Κάθε νύχτα, όλα τα πράγματα γκρεμίζονται μες το σκοτάδι,

όμως ο θόρυβος απ’ την κατάρρευσή τους επιζεί. Αυτός ο ήχος

μοιάζει να ξαναχτίζει απ’ την  αρχή τα πάντα.

Και, πράγματι,

την άλλη μέρα, με τη δροσιά της αυγής, ανάμεσα

στα καινουργιοχτισμένα οικήματα, μέσα στα φώτα

που εκπέμπουν τα μεγάλα κάτασπρα και κίτρινα τετράγωνα,

στέκει η ζωή

μπρος στον αξύριστο χρόνο, έτσι που στέκει η γυναίκα μπρος στον άνδρα

περιμένοντας αμίλητη να φιληθεί και να τραγουδηθεί

κι ύστερα να γεννήσει και να τραγουδήσει μόνη.

 

ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Ένα παιδί τρώει το ψωμί του στο βράχο, κοιτάζοντας πίσω απ’ τα βουνά.

Ένα πουλί έριξε  την άγκυρα της σκιάς του σε μια κόκκινη στέγη.

Ο ψαράς έριξε την πετονιά του στη θάλασσα.

Ο κυνηγός μια ντουφεκιά στο δάσος.

 

Όλοι προσμένουν τη συγκομιδή τους – τη δική του ο καθένας –

για ν’ ανταλλάξουνε τα προϊόντα τους, αύριο μεθαύριο,

ωραίοι μέσα στο φως, εργατικοί κι ενάρετοι,

ευτυχισμένοι απ’ τη σεμνότητα της αρετής τους.

 

Κάτω απ’ το μόνο δένδρο της ακτής, η έγκυα στάμνα ιδρωμένη,

παγώνει το νερό·  και το φαρδύ της στόμα,

κλεισμένο μ’ ένα κουκουνάρι, ευωδιάζει αγιασμένο απ’ τα στόματα

των ποιητών, των ξυλουργών και των ψαράδων που το ασπάστηκαν.

 

ΟΡΘΡΟΣ

Το πρωί, πριν ακόμη καλά - καλά πλύνουν και ντύσουν τα παιδιά, έξω απ’ τα σπίτια

ακούγονται να παρελαύνουν στο μεγάλο φως, τα μικρά, πλανόδια επαγγέλματα,

η χορταρού,  ο παγοπώλης,   ο καρβουνιάρης

ο τροχιστής,  ο καρεκλάς,   ο παπλωματάς·  παρελαύνουν

με τα φτωχά τους σύνεργα, τον τροχό,  το σφυρί,   το μαχαίρι,

το φτυάρι,  το πριόνι,   το δοξάρι· - προχωρούν, και μπροστά τους

βαδίζουνε οι μεγάλες,  γυμνασμένες,   ψαλμωδικές φωνές τους.

Έτσι ο δρόμος

γίνεται ο φωτισμένος νάρθηκας, με τις φαρδιές, ακτινωτές ραβδώσεις

από τους ίσκιους μιας αόριστης κιονοστοιχίας. Πάνω απ’ τις δυο σειρές τα σπίτια

ορθώνονται οι ολόλευκοι τρούλοι της μέρας.   Κι εκείνοι

προχωρούν στο εσωτερικό του ναού,  όπου τελείται η λειτουργία.

Τα φτωχά σύνεργά τους

αστράφτουν σα χρυσά αφιερώματα.  Κι ενώ

τα σπίτια είναι ακόμη από μέσα υγρά, κι ενώ κι εσύ ’σαι

ανέτοιμος ακόμη κι απρόθυμος, βγαίνεις ωστόσο στο κατώφλι

με τις σταγόνες του νερού στα μαλλιά σου, με την τσατσάρα στο χέρι σου.

Απέναντι,

η πόρτα του φτωχόσπιτου είναι μια ολόσωμη εικόνα της Παρθένου,

και το μεγάλο δοξάρι του παπλωματά, ακουμπισμένο εκεί πλάι,

είναι η άρπα της δόξας, με μια χορδή μονάχα. Και τότε,

ό,τι κάνεις ολόκληρη τη μέρα, είναι να συμπληρώσεις τις χορδές που λείπουν

για τη βαθιά, σιωπηλή εσπερινή δοξολογία

 

ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

Ένας ζωγράφος, μες στο απόγευμα, σχεδίασε ένα τραίνο.

Το τελευταίο βαγόνι ξέκοψε απ’ το χαρτί

και ξαναγύρισε μονάχο του στην αποθήκη.

 

Μέσα σ’ αυτό ακριβώς το βαγόνι καθόταν ο ζωγράφος.

 

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ,  ΠΡΟΤΟΥ ΠΛΑΓΙΑΣΕΙ… 

(…έβαλε το ρολόι του κάτω απ’ το προσκέφαλό του…)

Ύστερα κοιμήθηκε. Κι έξω φυσούσε. Εσύ που ξέρεις

τη θαυμαστή συνέχεια των μικρών κινήσεων, καταλαβαίνεις.

Ένας άνθρωπος,  το ρολόι του,   ο άνεμος.    Τίποτ’ άλλο.

 

Μόνος.

Τ’ άσπρο και σκοτεινό σώμα της νύχτας,

κολλημένο στο σώμα του.

Υπάρχει;   Δεν υπάρχει;  Μες στα σπίτια, οι καρέκλες

έχουν τέσσερα πόδια.

Τόσο απλός είναι ο κόσμος.   Τόσο σύνθετος

[ΘΑΥΜΑ  και  ΤΑΥΤΙΣΗ, δυο ποιήματα  από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΑΣΚΗΣΕΙΣ που περιλαμβάνει ποιήματα της περιόδου 1950 – 1960]

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ,  «ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ  προ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΙΑΣ»:

 Αυτό το αισιόδοξο μήνυμα έστελνε ο ποιητής μέσα απ' τον κατοχικό ζόφο, τον Αύγουστο του 1942, όταν η Αντίσταση ανδρωνόταν κι η υπόσχεση ενός κόσμου ωραίου που θα αναδυόταν απ' τα ερείπια έμοιαζε να παίρνει σάρκα. Από τότε, η βαρβαρότητα άλλαξε πολλά πρόσωπα. Τα νέα δεινά του τόπου έμελλε να τα νιώσει στο πετσί του, μάρτυρας (με τη διπλή σημασία) της μισαλλοδοξίας και της απανθρωπιάς στις αλλεπάλληλες εκτοπίσεις του. Του 'μελλε ακόμα, εκείνες τις σημαίες που ονειρευόταν, να τις δει να κουρελιάζονται μία - μία. «Σκισμένες όλες οι σημαίες κατά μήκος όλου του χρόνου», έγραφε κιόλας μες στη δικτατορία, όταν ξεσπούσε η κρίση στις σοσιαλιστικές χώρες.  «Μεθαύριο», λοιπόν, αν κάποιος θα 'θελε να διαβάσει την ιστορία της εκατονταετίας, θα την εύρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: Στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό· στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία· στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατασπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά.

Δευτέρα, 4 Νοεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΨΗΛΗΣ ΣΚΑΛΑΣ

  (… ή ένα επεισόδιο από τη ζωή του ζωγράφου Θεόφιλου…) Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέει ο ποιητής Απολλιναίρ, υπάρχουν,   οπωσδήποτε,...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ