Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΣΤΗ ΝΕΚΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

 (Κάποτε βλέπεις σε παρεκκλήσια, χτισμένα πάνω στις θρυλικές τοποθεσίες, τη σχετική περιγραφή του Ευαγγελίου γραμμένη αγγλικά και αποκάτω:

«THIS IS THE PLACE GENTEMEN»  -   Γράμμα του Τ.Ο. από την Ιερουσαλήμ)


Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία,

Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς.

 

Κάποτε βλέπεις το μεσημέρι

στην άσφαλτο του δρόμου να γλιστρά

ένα κοπάδι μαύρα φύλλα σκορπισμένα –

Περνούνε διαβατάρικα πουλιά κάτω απ’ τον ήλιο

μα δε σηκώνεις το κεφάλι.

 

Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία!

 

Άγνωστες γλώσσες της Βαβέλ,

χωρίς συγγένεια με τη γραμματική

το συναξάρι μήτε το ψαλτήρι

που σ’ έμαθαν να συλλαβίζεις το φθινόπωρο

σαν έδεναν τις ψαροπούλες στα μουράγια·

άγνωστες γλώσσες κολλημένες

σαν αποτσίγαρα σβηστά  σε χαλασμένα χείλια.

 

Ιερουσαλήμ,  πολιτεία της προσφυγιάς!..

.

Αλλά τα μάτια τους μιλούν τον  ίδιο λόγο,

όχι το λόγο που έγινε άνθρωπος, θεέ μου συμπάθα  μας,

όχι τα ταξίδια για να ιδείς καινούριος τόπους,  αλλά 

το σκοτεινό τρένο της φυγής,  όπου τα βρέφη

τρέφονται με τη βρωμιά  και  τις αμαρτίες των γονιών

και νιώθουν οι μεσόκοποι το χάσμα

να μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμα

που μένει πίσω σα γκαμήλα λαβωμένη

και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο,  καθώς λένε.

Είναι και τα καράβια που τους ταξιδεύουν

ολόρθους σα μπαλσαμωμένους δεσποτάδες

 μέσα στ’ αμπάρια,  για ν’ αράξουν ένα βράδυ

στα φύκια του βυθού απαλά.

 

Ιερουσαλήμ,  ακυβέρνητη πολιτεία!..

 

Στον ποταμό Γιορδάνη    τρεις καλογέροι φέραν

και δέσανε στην όχτη    κόκκινο τρεχαντήρι.

Τρεις από τ’ Αγιονόρος    αρμένισαν τρεις μήνες

και δέσαν σ’ ένα κλώνο    στην όχτη του Γιορδάνη

του πρόσφυγα το τάμα.

 

Πεινάσανε τρεις μήνες    διψάσανε τρεις μήνες,

ξαγρύπνησαν τρεις μήνες   κι ήρθαν απ’ τ’ Άγιονόρος

απ’ τη Θεσσαλονίκη    οι σκλάβοι καλογέροι. 

 

Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή Θάλασσα

πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου.

Έλα μαζί μου να σου δείξω το τοπίο:

 

Στη Νεκρή Θάλασσα

δεν είναι ψάρια    δεν είναι φύκια

μήτε αχινοί

δεν έχει ζωή.

 

Δεν είναι ζωντανά    που έχουν στομάχι

για να πεινούν

που θρέφουν νεύρα    για να πονούν.

 

THIS IS THE PLACE GENTEMEN!   

 

Στη Νεκρή θάλασσα   η καταφρόνια

είναι η πραμάτεια   του κανενού

έξω απ’ το νου. 

 

Καρδιά  και στόχαση   πήζουν στ’ αλάτι

που είναι πικρό

σμίγουν τον κόσμο   τον ορυχτό.

 

THIS IS THE PLACE GENTEMEN!   

 

Στη Νεκρή θάλασσα    οχτρούς  και φίλους

παιδιά γυναίκα  και  συγγενείς,

άει να τους βρεις.  

 

Είναι στα Γόμορα   κάτω στον πάτο

πολύ ευτυχείς    που δεν προσμένουν

καμιά γραφή.

 

GENTEMEN, 

συνεχίζουμε την περιοδεία μας

πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου   (ΙΟΥΝΙΟΣ 42)  

 [από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β  Πρώτη έκδοση 1944


 



ΣΗΜΕΙΩΣΗ:   Τα ποιήματα που περιέχονται στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  και Β   συνιστούν ένα

«παγερό προαίσθημα νέου παράλογου αιματοκυλίσματος, σε καιρούς που μια αμείλικτη μηχανή ξεκίνησε κάπου στην Ευρώπη και ενώ στην Ελλάδα κυβερνούν άνθρωποι μέτριοι» (M. Vitti).

«Ο κακός χειρισμός των ελληνικών υποθέσεων την περίοδο αυτή, οι δυσκολίες της δουλειάς του, ο καημός του εξόριστου και η αγωνία για την Ελλάδα χρωματίζουν τις αντιδράσεις του και τον κάνουν πιο ανυπόμονο με το περιβάλλον του, είτε πρόκειται για συγκεκριμένα πρόσωπα είτε για τις χώρες στις οποίες βρίσκεται» (Κ. Κρίκου-Davis).

Σ' αυτά τα θέματα αναφέρονται τα ποιήματα της συλλογής  «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'»,  μιας συλλογής στην οποία αποτυπώνεται, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη, η ευαισθησία του μεγάλου μας νομπελίστα ποιητή. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 

Από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β αποδελτιώνονται  εδώ τα ποιήματα:

ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΗΜΑ,  πανιά στο Νείλο,  πουλιά χωρίς κελάηδισμα…

 ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ’43,  Τρομπέτες, τραμ, βορβορυγμοί, τρίξιμο φρένων χλωροφορμίζουν…

ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ, Μ. Α.,  Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε…

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΕΔΩ,  μια μουσική…   και

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ,  Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν…

 

 

ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΗΜΑ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Β  1944)

Πανιά στο Νείλο,

πουλιά χωρίς κελάηδισμα με μια φτερούγα

γυρεύοντας σιωπηλά την άλλη·

ψηλαφώντας στην απουσία τ’ ουρανού

το σώμα ενός μαρμαρωμένου εφήβου·

γράφοντας με συμπαθητικό μελάνι στο γαλάζιο

μιαν απελπιστική κραυγή.

 

ΜΕΡΕΣ Τ’ ΑΠΡΙΛΗ ’43

Τρουμπέτες, τραμ, βορβορυγμοί, τρίξιμο φρένων

χλώροφορμίζουν το μυαλό όπως μετράς

όσο βαστάς κι έπειτα χάνεσαι

στη νάρκη  και  στο έλεος του χειρούργου.

 

Στους δρόμους περπατά με προσοχή, να μη γλιστρήσει

στις πεπονόφλουδες που ρίχνουν αδιαφόρετοι αραπάδες

ή πρόσφυγες πολιτικάντηδες  και  το σινάφι

παραμονεύοντας:  θα τηνε πατήσει;  - δε θα την πατήσει;

Όπως μαδάς μια μαργαρίτα·    προχωρεί

κουνώντας μιαν υπέρογκη αρμαθιά ανωφέλευτων  κλειδιών·

το στεγνό γαλάζιο μνημονεύει

ρεκλάμες ξεβαμμένες της Ελληνική Ακτοπλοΐας,

παράθυρα μανταλωμένα πάνω σε πρόσωπα ακριβά,

ή λίγο καθαρό νερό στη ρίζα ενός πλατάνου.

 

Προχωρεί πηγαίνοντας στη δουλειά του καθώς

χίλια λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκια

και τον γυμνώνωουν.

Προχωρεί,  παραπατώντας,   δαχτυλοδειχτούμενος,

κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα

σκουπίδια,  καβαλίνα,  μπόχα  και  καταλαλιά!..

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΤΣΡΩΜΑΤΟΣ Β 1944]

 

ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ, Μ.Α

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Β  1944)

Στήνουμε θέατρα  και τα  χαλνούμε

όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε

όμως η μοίρα μας πάντα νικά

 

και τα σαρώνει  και  μας σαρώνει

και τους θεατρίνους  και το θεατρώνη

υποβολέα  και  μουσικούς

στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

 

Σάρκες,  λινάτσες,   ξύλα,    φτιασίδια,

ρίμες  αισθήματα,   πέπλα στολίδια,

μάσκες,  λιογέρματα,,, γόοι  και  κραυγές

κι επιφωνήματα  και  χαραυγές

 

ριγμένα ανάκατα  μαζί μ’ εμάς

(πες μου πού πάμε;   πες μου πού πας;)

πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα

σαν τις λουρίδες ονάγρου  ή  ζέβρα

 

γυμνά κι ανάερα,  στεγνά στην κάψα

(πότε μας γέννησαν;   πότε μας θάψαν;)

και τεντωμένα σαν τις χορδές

μιας λύρας που ολοένα βουίζει.   Δες

 

και την καρδιά μας·  ένα σφουγγάρι,

στο δρόμο σέρνεται  και  στο παζάρι

πίνοντας το αίμα  και  τη χολή

και του τετράρχη  και  του ληστή.

 

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΕΔΩ

Ανάμεσα στα κόκαλα   μια μουσική:

περνάει την άμμο,   περνάει τη θάλασσα.

Ανάμεσα στα κόκαλα   ήχος φλογερός

ήχος τυμπάνου απόμακρος

κι ένα ψηλό κουδούνισμα, 

περνάει τους κάμπους  τους στεγνούς

περνάει τη θάλασσα με τα δελφίνια.

Ψηλά βουνά, δεν μας ακούτε!..

Βοήθεια!..  Βοήθεια!..

Ψηλά βουνά  θα λιώσουμε,   νεκροί με τους νεκρούς

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΤΣΡΩΜΑΤΟΣ Β 1944]

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ  ΣΤΑΘΜΟΣ 

(… οι στοχασμοί του Γιώργου Σεφέρη  για τη μοίρα και την τραγικότητα του ανθρώπου στον πόλεμο…)

 

 

«Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και στην Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγια του που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κλπ). Οι εμπειρίες αυτές του ποιητή  βρίσκουν την έκφραση τους  στα ποιήματα της συλλογής ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β’.

Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή στο λιμάνι CAVA DEI TIRRENI, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944.

Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές.

 

Ο Μάρκος Αυγέρης σχολιάζοντας το θέμα του ποιήματος γράφει:

«Στο ποίημα αυτό βρίσκει κανείς πολλούς υπαινιγμούς για το έγκλημα που ετοιμάζουν οι φυγάδες πολιτικοί ενάντια σε εκείνους που έμειναν , αγωνίστηκαν και έχυσαν το αίμα τους πολεμώντας το ξένο δυνάστη. Πολιτικάντηδες, υπολογιστές, κερδοσκόποι και κομπιναδόροι τυχοδιώκτες της Μ. Ανατολής, συνωμοτούν για να πάρουν από τα χέρια του λαού τους καρπούς των θυσιών του.

Ο Γ. Σεφέρης μιλάει στο ποίημα με απελπισμένα λόγια και όλες οι έγνοιες και οι ανησυχίες του είναι για την τύχη της χώρας του»

 

 ΛΙΓΕΣ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΠΟΥ Μ’ ΑΡΕΣΑΝ… 

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις   όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας     και  βγάζεις άλλα νοήματα  κι άλλες ελπίδες,   πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.   Τώρα που κάθομαι άνεργος   και  λογαριάζω   λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·   νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση  ή  φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε σε ταραφμένους δρόμους  ποταμούς  και  μέλη ανθρώπων   βαριά μια νάρκη.   Κι όμως χτες βράδυ εδώ,  σε τούτη τη στερνή μας σκάλα   όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει   σαν ένα χρέος παλιό,  μονέδα που έμεινε για χρόνια   στην κάσα ενός φιλάργυρου,  και  τέλος,   ήρθε η στιγμή της πληρωμής  κι  ακούγονται   νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·  σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο   πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού,  στην άκρη   μιας φθινοπωρινής μπόρας,  το φεγγάρι   ξεπέρασε τα σύννεφα  και  γίναν  τα σπίτια στην αντίπερα πλευρά από σμάλτο!..  Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.   Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης,  ένας τρόπος   ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς   δύσκολα,  σε ώρες όπου δε βαστάς,  σε φίλο   που ξέφυγε κρυφά και φέρνει   μαντάτα από το σπίτι και από τους συντρόφους   και  βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου   μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.   Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο  την  Παλαιστίνη  τη Συρία·   το κρατίδιο  της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι   πολλές φορές γυρίζει στο μαυλό μας  και  πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια  κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες   χωράφια για ζαχαρωκάλαμα  και  καλαμπόκια.   Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος  απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,   ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,   καθένας από ένα αξίωμα  σαν το πουλί μες το κλουβί του.   Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα   κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας   ή  αυτό που θα ΄λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα  ή  ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.   Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·  ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·  χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος   μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας  και  πόδια που θα τρέχανε  κι  ας είναι τόσο κουρασμένα   στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.   Ο άνθρωπος είναι μαλακός  και  διψασμένος σαν το χόρτο,   άπληστος σαν το χόρτο,  ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·  σαν έρθει ο θέρος   προτιμά να σφυρίζουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·   σαν έρθει ο θέρος    άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό   άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους,  άλλοι ρητορεύουν.   Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά  τις ρητορείες   σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι να τα κάνεις;   Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;   Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;   Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.   Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις φίλε.   Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα  τη σκέψη του αιχμάλωτου  τη σκέψη του ανθρώπου  σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια   δοκίμασε να την αλλάξεις,  δεν μπορείς.   Ίσως και να ΄θελε  να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων   ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,   να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων   ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω  απ’ το δένδρο του μπαμού,   καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.   Όμως ο τόπος που τον πελεκούν  και  που τον καίνε σαν το πεύκο  και  τον βλέπεις   είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,  νύχτες και νύχτες,   είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,    ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό  και  δεν αλλάζουν    ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δένδρα εκείνα   που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση   κι αυτά καρφώνονται στο χώμα  και  ξαναφυτρώνουν·  ρίχνουν κλωνάρια  και  ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας λεύγες και λεύγες·  ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.   Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές   είναι γιατί τ’ ακούς γλυκύτερα  κι  η φρίκη   δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή   γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·  στάζει τη μέρα,  στάζει στον ύπνο   μνησιπήμων πόνος!..  Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες:  ο Μιχάλης   που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο   ίσως μιλούσε για ήρωες όταν τη νύχτα εκείνη   που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,   ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας·  «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»!..   Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά!..   Λίγες οι νύχτες με γεγγάρι που μ’ αρέσουν…   [κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β  πρώτη έκδοση 1944]

ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ από το Ημερολόγιο του Γ. Σεφέρη  (σημειώσεις του Ποιητή που σχετίζονται με τις εμπειρίες που οδήγησαν στον ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΤΑΘΜΟ Καταστρώματος Β)  

Σάββατο, 16 Σεπτέμβρη 1944 Cava dei Tirreni

Φτάσαμε σήμερα το πρωί σε τούτη την τελευταία έδρα, υποθέτω, της ελληνικής προσφυγικής Κυβέρνησης. Η συνοδεία ολάκερη εξουθενωμένη. Ξεμπαρκάραμε στον Τάραντα κατά της 14.00, φορτωμένοι με τα πράγματα που μπορούσαμε να σηκώσουμε. Αυτοκίνητα σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Κέντρο αξιωματικών, όπου πήραμε καφέ και φάγαμε φρούτα. Έπειτα στο σταθμό. Τρομερή σκόνη. Πολλοί φωνάζουν για τις αποσκευές τους που έμειναν στο καράβι. Καβγάδες. Βραδιάζει, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Κατά τις 18.30, τρένο: ξύλινα καθίσματα, χωρίς φως, χωρίς νερό στους αποπάτους. βρομισιά. Το πρωί περνάμε τόπους με τα σημάδια του πολέμου. Στον προτελευταίο σταθμό καφές σε μια καντίνα. Καμιόνια κι έπειτα εδώ.

 

Κυριακή, 17 Σεπτέμβρη 1944 Cava dei Tirreni

Η Cava είναι ένα χωριουδάκι πάνω από το Salerno, τριγυρισμένο από λόφους, μισή ώρα μακριά από την Πομπηία και μια ώρα από την Νάπολη. Χαρά να βλέπεις λίγα λοφάκια, την πρασινάδα, και ν’ ανασαίνεις τον καθαρό αέρα ύστερα από το τέλμα της Αίγυπτος. Σωματική χαρά. Εκτός από αυτό, διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ. Είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κομπάρσους.

Κατέβηκα με το Γιώργο στη θάλασσα.... Η διεύθυνσή μας για τα επίσημα τηλεγραφήματα είναι: HELLAS FREEDOM CASERTA

 

Παρασκευή, 29 Σεπτέμβρη 1944 Cava dei Tirreni

... Συλλογίζομαι πως στο Κάιρο, μέσα στην αραπιά, τη βρώμα και την καβαλίνα (= η κοπριά του αλόγου και των άλλων υποζυγίων) στα μεγάλα ξενοδοχεία και στους φριχτούς καφενέδες, αυτά τα χαλκεία κάθε ραδιουργίας και απάτης, μέσα σ’ εκείνο το τοπίο το τόσο ξένο από την ψυχή μας, ήμασταν καλύτερα προφυλαγμένοι. Ζούσαμε με κλειστές τις μπουκαπόρτες την απάνθρωπη ζωή της προσφυγιάς. εδώ είναι πιο δύσκολο ν’ αμυνθείς. Είσαι στο κλίμα σου, στην ατμόσφαιρά σου, αφού είσαι στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη. Κι έχει τη ροπή ν’ αφεθείς, να αισθανθείς σαν άνθρωπος που είσαι επιτέλους. Κάνεις να μισανοίξεις ένα παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας και γεμίζεις βρωμόμυγες, τις άπειρες βρωμόμυγες τούτου του συρφετού των πολιτικατζήδων. Ίσως να είμαστε και κουρασμένοι. Ίσως η αντοχή που είχαμε όταν ξεκινήσαμε να έχει πια τριφτεί, ύστερα από τόσον καιρό. Άθλια βαριές μέρες. Και το περίεργο, ποιος θα το πίστευε, τέτοιες μέρες!

 

Κυριακή, 1 Οκτώβρη 1944 Cava dei Tirreni

Μπήκε ο Οκτώβρης χωρίς ελπίδα σύντομου ξεκινήματος. Κλειστοί χωρίς επαφές, χωρίς πληροφορίες. Ο στρατηγός - βάφτισε την CAVA DEI TIRENI Φάκα DEI GRECI. Τα ζητήματα που συζητά εδώ ο λαός μας, εκτός από τα παζάρια της πολιτικής, είναι το φαί και τι θα πάρει ο καθένας μας από τα N.A.A.F.I. Σήμερα ήρθε ένα αυτοκίνητο και μοίρασε στους στρατιωτικούς (και κάποιους υπουργούς) αδιάβροχα, παπούτσια, εσώρουχα. Τ’ απόγεμα έμοιαζαν όλοι σαν οικότροφοι ορφανοτροφείου που φόρεσαν καινούργια χειμωνιάτικα.

Φεγγάρι σήμερα βράδυ. Το χωριό στην αντικρινή πλαγιά από σμάλτο.

 

Δευτέρα, 16 Οκτώβρη 1944 Cava dei Tirreni

Χθες όλο το απόγευμα δοκίμασα να συνεχίσω ένα ποίημα που άρχισα εδώ και λίγες μέρες («Τελευταίος Σταθμός»). Αναγκάστηκα να το αφήσω. Βαρύς το βράδυ. Σκέπτομαι με φρίκη πως δεν έχω πια την ευκινησία να μπαινοβγαίνω στην ποιητική ατμόσφαιρα, που ίσως να είχα άλλοτε. Τώρα πρέπει να σύρω τον εαυτό μου από το σβέρκο, κι όταν μπω και πρόκειται να ξαναγυρίσω στην καθημερινή ζωή μου, μου φαίνεται πρόκειται να πέσω σ’ ένα βάραθρο.

Φεύγουμε την Τετάρτη. Η κυβέρνηση πρέπει να έφτασε στην Αθήνα. Η Κυβέρνηση πρέπει να έφτασε στην Αθήνα. Νέα δεν υπάρχουν. Μας έχουν πάρει και το ράδιο.

 

Τρίτη, 17 Οκτώβρη 1944 Cava dei Tirreni

Ξεκινούμε αύριο. Καμιά είδηση από την Κυβέρνηση. Ολωσδιόλου απομονωμένοι. Μόνο σήμερα, από διπλωματική πηγή, ότι φτάσανε σήμερα αλλά θα ξεμπαρκάρουν αύριο. Έφυγαν φαίνεται Κυριακή από τον Τάραντα εκτός από Παπανδρέου, Σβώλο και Λόντο που έφυγαν νωρίτερα καθώς λένε, με αεροπλάνο. Λένε ότι ο Ζέρβας, δυσαρεστημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων, δήλωσε ότι δεν κατεβαίνει από τα βουνά, αν η κρατική εξουσία δεν αποκατασταθεί...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΨΗΛΗΣ ΣΚΑΛΑΣ

  (… ή ένα επεισόδιο από τη ζωή του ζωγράφου Θεόφιλου…) Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέει ο ποιητής Απολλιναίρ, υπάρχουν,   οπωσδήποτε,...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ