Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ ΤΗ ΦΩΝΑΖΑΝ ΕΛΕΝΗ…

 

(… δώδεκα χρονώ!.. Στα δεκαεφτά Μαρίνα!..  

Δεν ήταν αίνιγμα, λεγόταν Δέσποινα…

Λεγόταν  Όλγα   Ρίτσα  και  Νανά… 

Μες στο καμίνι όλα τα ΠΡΟΣΩΠΑ  γινήκανε ένα ΠΡΟΣΩΠΟ,  κανένα πρόσωπο…)

 

Φτάνανε χρόνια δύσκολα,  μαύρες ημέρες   αίμα.

Τότε η Ρωξάνη,  απόγευμα ήτανε,  φαρμακωμένο φως.

Τον άλλο μήνα Οχτώβρη εχάθηκε.   Τρελός

τη γύρευα παντού.   Την άνοιξη

την είδα ξαφνικά στον ήλιο  και χαρούμενος

τη φώναξα.   Δεν ήταν,  έστριψε το πρόσωπο

μισό χαμόγελο.   Κι ονομαζόταν Έρικα.

Ύστερα  μόλεψε ο καιρός.

Ύστερα η νύχτα,  έφτασε η Ντόνα,  μόνο που.

Νύχτες πολλές πίσω απ’ την πλάτη ένα σκοτάδι ακίνητο.

Πήραμε τ’ όπλο κατεβήκαμε.

Φραγμένοι οι δρόμοι,  η πολιτεία ανάστατη,

φοβέρα, σίδερο.  Ήρθανε Σίτσα  Μάριτσα

σηκώσανε τα σύρματα.  Κι η Ντούτσα απίστευτο

κορμί.  Το μονοπάτι ελόξευε ως τη θάλασσα.

Στους άμμους βυθιστήκαμε  λεγότανε Φανή.

Λεγόταν Αθηνά  και  πήγαμε ως την Κόρινθο.

Γυρίσαμε  λεγόταν  Άρτεμις.

Μετά μισόφωτο η Μελίνα.

Ωραία στο σινεμά  στους δρόμους περπατήσαμε.

Σταθήκαμε στο φράχτη  και τ’ αστέρια χάθηκαν.

Με πήραν πυρετοί  κι οράματα με σύρανε

στον τόπο που γεννήθηκα,  Θυμάμαι τις φωνές,

ανοίχτε, φώναξα.

Το σπίτι  εγιόμισε παντού  φτερούγες  φτερουγίσματα

πουλιά που τ’ άκουγα   καιγόμουν στ’ όνειρο.

Ήρθε απ’ τη Λάρισα η Μυρτώ

Ήρθανε  η  Δάφνη  η  Κατερίνα   η  Δήμητρα

Μες στο καμίνι όλα τα πρόσωπα

γινήκανε ένα πρόσωπο,  κανένα πρόσωπο.

Η πόρτα δίχως μάνταλο  κι  ήρθες εσύ!..

 

μακρύ μονόξυλο   μαύρο ποτάμι

 


 [ΠΡΟΣΩΠΑ   από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 – 1980

και άλλα ΠΡΟΣΩΠΑ από την ίδια συλλογή

με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980  εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997] 

 

ΕΙΚΟΝΕΣ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 - 1980)

Κάπου κοντά ακουγόταν πόλεμος,  πόρτες και σπίτια στον αέρα.

 

Ένα τραγούδι μια σφυρίχτρα  κι  ένα τύμπανο.

 

Από το δένδρο βγήκε ο πρώτος χορευτής ανέβηκε στον ουρανό.

 

Εβγήκε μια χορεύτρια μαύρη

 

πότε ξανθή  και  πότε μαύρη ανάλογα με τη στροφή του σώματος

 

χαρακωμένη απόνα φως θανάσιμο στην πλάτη ετσάκισε, σωριάστηκε.

 

Τώρα δολοφονούν τις καμαριέρες   είπα μέσα μου.  γύρω μαζεύτηκαν πολλοί

 

σα νάβγαιναν κοπάδια γίδια πρόβατα απ’ τα μαγαζιά του Πύργου.

 

Είδα το Χρήστο  νάρχεται, του φώναξα αδελφέ πώς βρέθηκες;

 

Φτάσανε μηχανές και ξύλα, το φυσερό  κι η μέγγενη κι ο γύφτος με το φούρνο του κρατώντας ένα πυρωμένο σίδερο

 

Εφάνηκε στα σύννεφα η Μητρόπολη

 

κι η Κατινιώ κουτσαίνοντας  και το φανάρι στη γωνιά της Τράπεζας, μια σαύρα εχάθηκε αστραπή.

 

Πελώρια μπάζα χώματα,  τετράγωνα βαρύ σκοτάδι,  εφώναξα βοηθάτε με.

 

Ήρθε ένα τρένο από σαράντα χρόνια καλαμιές, ήρθε ένα χέρι από λαγκάδι,  η Ελένη θάναι συλλογίστηκα.

 

Τριποταμιές Τριπόταμα πλατάνια  και Τριπόταμα.

 

Τότε με τη φαρδειά γαλήνη στο κορμί κατέβηκε ένας δυνατός αέρας, ήτανε ο Θεός.

 

Κι όπως τα δένδρα περπατώντας στο μεγάλο κάμπο παραποταμόν

 

ο σέρσεγκας  ο χάλικας  το μισθωτό φεγγάρι

 

με τα πελώρια πόδια του ο προχωρώντας Θεός

 

η νύχτα μια πελώρια σκάφη με νερό

 

που είχανε πλύνει τους νεκρούς

 

τους πέταξαν στον κάτου κόσμο.

 

Ο ΣΤΑΘΜΟΣ

Ήταν ο βουλιαγμένος δρόμος του σταθμού στον Πύργο.  Μαγαζιά  και σπίτια.

 

σφιχτά δεμένα γύρω – γύρω με σύρματα, έτοιμα να ταξιδέψουν.

 

Ένας υπόγειος ήλιος πότιζε απ’ τη ρίζα τους τα δένδρα – κατακόκκινα δεξιά κι αριστερά.

 

Κι εκεί που ανέβαινα στην πόλη, έρχεται ξαφνικά η Ιωάννα, σε μια λεωφόρο στον αέρα.

 

Με το δεξί της χέρι κράταγε το παιδί που κάποτε ήμουν. Με το άλλο ένα φανάρι, όπως αυτά που τα σηκώνουμε για να κοιτάξουμε ένα πρόσωπο τη νύχτα.

 

Δεν ήξερα της λέω πως θάρθεις.  Πες μου με τι όνομα να σε φωνάζω απόψε που είναι μια αληθινή γιορτή νεκρών σ’ ετούτο το σκοτεινιασμένο Πάσχα.

 

Δεν αποκρίνεται.  Μόνο μου δίνει το παιδί κι ύστερα βγάζει από την τσέπη ένα κλειδί – το γνώρισα ήταν του σπιτιού.

 

Τι να το κάνω σκέφτομαι  και  τι ν’ ανοίξω, αφού το σπίτι έχει ρημάξει,  τόκαψαν στον πόλεμο.

 

Πάω να μιλήσω  μα η Ιωάννα σβήνει το φανάρι,  χάνεται…

 

και μένω μόνος – φύσαγε ένας ήσυχος αέρας όπως κάποτε νύχτα στην εξοχή.

 

Στο χέρι κράταγα όχι το παιδί,  μα τη φωτογραφία που κάποτε ήμουν!..

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960]

 

ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗ

Σας είπα μήτε ξέρω πού

 

πότε γεννήθηκα.  Κι αυτοί με σύρανε στον πόλεμο και σκότωσα. Του πήρα το

 

ντουφέκι, ερχόταν απ’ τα βάθη του 44, του πήρα την ταυτότητα.

 

Και γίνηκα Λευτέρης άλλος άνθρωπος.  Ανδρέας, Νικήτας  ή  Κοσμάς  και δυνατός και ψεύτης, έφυγα.

 

Κάτω στον  κήπο η νύχτα και το πατημένο χόρτο, πέρασε περίπολο φανάρια

 

πιο πέρα οι πέτρες – ο δυόσμος  και  τα δένδρα – ένα δυο τρία τέσσερα και πέντε δένδρα αμέτρητα

 

Ντούτσα τη λέγανε,  δεν ξέρω τι θα πει

 

όπως το γκρίζο τ’ ουρανού το απόγευμα το βράδυ

 

τα πόδια της στη χωματόδρομο χαλίκια προχωρώντας

 

κι όταν κοιμόμαστε μαζί φοβόμουν, ανατίναζα

 

τα σπίτια στον αέρα.

 

Σαράντα μέρες ύστερα κι αργότερα

 

που θέλαμε να λευτερώσουμε μας λέγανε,

 

ποιον τάχα;  Έτσι τους βάλαμε σειρά στο φορτηγό.  Τα πόδια έβγαιναν άσκημα.  Κι ανοίξαμε ένα λάκο  4 χ 4,  με κάτι αρπάγες τους πετάξαμε.

 

Νεκροταφείο της  Κοκκινιάς.

 

Είπα μια μέρα  και ξεκίνησα κάτι δουλειές στο γόνατο, δε μ’ ‘αφηκαν,  όλο χαρτιά γυρεύανε και πού;

 

Σεντόνια βρώμικα πολλές φορές καμένα απ’ τα τσιγάρα.  Μαζευτήκαμε κυνηγημένοι κάμποσοι μείναμε νύχτες και νύχτες ο ένας πελάτη με τον άλλο.

 

Έμαθα τότε ο Παύλος στο νοσοκομείο, με τι παλεύοντας;  Και του είπα δεν  (δεν τάκουσε).  Πώς γίνηκες;  εσύ που κάποτε.

 

Στο διάδρομο έπιασα τη νοσοκόμα απ’ το λαιμό.  Μη νομίσεις πως κλαίω.

 

Με κοίταξε άσκημα – όχι, δεν κλαις.

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Γι’ αυτό λοιπόν ξαφνικά οι πορείες

κι η βουή των λαών που σηκώνονται.

Ίσως είναι το ακοίμητο μάτι της μνήμης.

Ίσως είναι το αυτί στις πέτρες που ακούει.

Όταν άξαφνα αδειάζουν ως τα πέρατα οι δρόμοι.

Όταν η φωνή στον Αισχύλο.

Και φυσάει ο αέρας – σκοτεινές ιστορίες.

 

Τόσα χρόνια τι γαυγίζει το ορφανό σκυλί

στη διχάλα του δρόμου;

Τα σημάδια στο κορμί κι η παράλογη σκέψη –

την ακούς στο μαυλό.

Φαγωμένες οι λέξεις  ένα σύνθημα ένα.

Πόσα παίρνει το μήνα ο χαφιές;

Πόσα παίρνεις εσύ;

Τόνα χέρι στην Αλαβανία.

Τόνα πόδι στην Κατοχή.

Και τα λόγια που ξέρουν μονάχα το ψέμα.

Το μυαλό μπουκωμένο.

Το ψωμί το πικρό  και  πιο πέρα η τανάλια η Ευρώπη –

σκοτεινές ιστορίες…

 

Μη μου πεις γιατί μας εκάρφωσες τότε.

Είχε γίνει το μούτρο σου ο παλιός

ο ξεφτισμένος τοίχος που κατουράνε οι συνταξιούχοι

σκουπίδια και πέτρες.

Οι δικαστές ανεβαίνουν τη σκάλ

Και το ξέρεις όπως το ξέρω

το σκυλί που αλυχτάει στον έρημο τόπο

ό,τι κι αν πεις δεν είναι απόκριση

τόνα σχέδιο ξεσηκώνει το άλλο

ο ένας τύραννος   ετοιμάζει τον άλλο

σου πετάνε ένα κόκαλο  -   σκοτεινές ιστορίες…

 

Ποιος είσαι εσύ που περπατάς το δισάκι στον ώμο

παραμιλώντας;   Χρόνο το χρόνο

σου σακατέψανε τη γενιά

προσκυνημένοι έμποροι χωροφύλακες.

Το μούτρο σου μια ζαρωμένη εφημερίδα

Κι εκείνο το νησί που αγάπησες

όλο το Αιγαίο μια σκάφη με σκατά.

Ό,τι κι αν πεις δεν είναι απόκριση

κι απ’ τον Αισχύλο ως το Σεφέρη να φυσάει ο αέρας

η λευτεριά που πάλεψες  -  σκοτεινές ιστορίες…

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960]

 

ΕΛΕΓΕΙΟ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 - 1980)

Στο ραδιόφωνο το κονσέρτο για βιολί του Έλγκαρ, περιμένοντας νάρθει η Ελένη από τον ουρανό.   Έχει σκοτεινιάσει, θα την δυσκόλεψαν σκέφτομαι  στον έλεγχο διαβατηρίων για κείνες τις παλιές ιστορίες,  δεν κατάφερε να περάσει τα σύνορα.   Κοίταξε τώρα, παίρνει το δρόμο για το τρένο του γυρισμού, περπατώντας αργά μέσα στις πέτρες,  το κορμί σκυφτό και τα μάτια κλαίνε.   Της τάλεγα, τι κλαις;

Το φταίξιμο είναι δικό μου που την έμπλεξα σε κείνη – πώς να την πω; – μαλακισμένη οργάνωση  τάθελε κι αυτή, τότε της γυάλιζε κατά πολύ κι εκείνος ο,  της είπα εντάξει, όμως μια μέρα δίσεκτη τους πιάσανε,  έλα ξέραστα παιδάκι μου να πας σπιτάκι σου,  τους έβριζε άσχημα,  νύχτες πολλές τη σακατέψανε – πάντα όμορφο κορμί, άλλο πράγμα η γλύκα της, το καστανομελαχροινό σταρένιο καστανό κορμί  και  το μαλλί  και  το βελούδινο το μάτι,  το σφιχτό βυζί και τα λαγόνια της τα όμορφα να βουλιάζεις,  άσε πια το στόμα  αιματοστάλαχτη τομή της ομορφιάς, που λένε κι οι ποιητές.  Το μόνο της κακό καμιά δορά δεν έρχεται, κομματική δουλειά σου προφασίζεται,  προχθές της έλεγα παράτατα,  κοίτα να βρεις ένα καλό παιδί,  να χαίρεσαι το σπίτι σου,  να τραγουδάς,  να τεμπελιάζεις, τσιγαράκι,  να,  όλα αυτά,  συννέφιαζε με χτύπαγε  έφευγε,   κορμί σπαθί  ένα κυπαρίσσι και δροσάτη μυρωδάτη και καλή.   Το κονσέρτο συνεχίζεται,  maintenant que tu nes plus

 

ΑΠΕΞΩ ΤΙΠΟΤΑ

(… δεν έχει αλλάξει κι από μέσα τίποτα…)

Φυσάει ο αέρας παγωμένος ήλιος.   Σωροί σκουπίδια ο τόπος μια ταμπέλα με δημοκρατία  και  μια ταμπέλα  κάτω ο φασισμός!..  Ξεσηκωθήκανε φια τους σπασμένους οχετούς.   Φωνές από τα Μέγαρα  μολύνουν τα νερά για το λουτρό τους.   Όταν απέξω   ούτε ντουφέκι  ούτε φωτά.   Τα μαγαζιά   πουλάνε το αίμα.   όταν   εσύ   αυτός   εγώ   εσύ   Το αντικρινό παράθυρο, το πολυβόλο κάποτε.   Στην Καλαμάτα φέρανε πουτάνες.   Είπανε καλά,  τώρα καλά.   Απέξω τίποτα   δεν έχει αλλάξει κι από μέσα τίποτα!..  [Ο ΑΣΧΗΜΟΣ ΚΑΙΡΟΣ από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ  1965 – 1980, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997 ]

Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ