Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΟ ΘΕΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ

 

(…Κι ούτε τον άνθρωπο έχω. 

Κρατώ ωστόσο μια απουσία  που μπορεί να πάρει τη μορφή οποιουδήποτε απ’ τους δυο… - Roberto Jaurroz)

Είναι ωραίο πράγμα ο άνθρωπος, 

το πιο ωραίο, ίσως, αντικείμενο,

κυρίως όταν μένει ακίνητος  και σιωπηλός σε μια γωνιά του δωματίου  ή  του τοπίου

λησμονημένος  και  σχεδόν αόρατος. 

Όσο πιο ακίνητος ο άνθρωπος,  όσο πιο σιωπηλός τόσο πιο ωραίος·

όσο πιο αόρατος  τόσο καλύτερα για το δωμάτιο  ή  το τοπίο!..

 

Βυθισμένος σε βαθιά πολυθρόνα – πιο βαθιά κι απ’ την ψυχή του –

ένας άνθρωπος ατενίζει το ταβάνι  κι είν’ ευτυχής

που μπορεί να κοιτά προς τα πάνω χωρίς τον κίνδυνο

 ν’ αντικρίσει τον ουρανό.

 

Ελάχιστος, μόλις ορατός δια γυμνού οφθαλμού,

ένας άνθρωπος ταξιδεύει  μες στο ποτήρι του  και  ναυαγεί!..  

 

Βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο η ψυχή,

αφάνταστα βαρύ για τόσο αδύναμο κορμί.

Πάλι καλά που το ταξίδι δε κρατά πολύ. 

 

Αυτός ο άνθρωπος  ερωτεύτηκε τη ζωή του·

 μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του  κι  ακόμα πιο πολύ την αγαπά·   σχεδόν αφύσικα. 

Ωστόσο, η ζωή του αδιαφορεί γι’ αυτόν τον έρωτα

και συστηματικά τον αγνοεί·

μάλιστα του γυρίζει και την πλάτη.

Αυτός ο άνθρωπος κοιτά την πλάτη της ζωής του  και  διαπιστώνει  (ακόμα μια φορά)

ότι δεν φτάνει ν’ αγαπήσεις για ν’ αγαπηθείς!..

Θα μπορούσε να της γυρίσει κι αυτός την πλάτη.

Θα μπορούσε ν’ αναζητήσει μιαν άλλη,  φιλικότερη ζωή.

Θα μπορούσε, πισώπλατα, να της καρφώσει ένα μαχαίρι.

Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν κάνει.

Μένει ακίνητος, εκεί, κοιτώντας με παράπονο την πλάτη της. 

 

Αυτός ο άνθρωπος αγαπά τη γη,

την αγαπά τόσο πολύ που αδιάκοπα την αγοράζει·

έχει  αγοράσει τόσα χώματα…

Αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπά η γη, τον αγαπά τόσο πολύ

που αδιάκοπα τον προσκαλεί να τον σκεπάσει μ’ όλα της τα χώματα!..

[ επιλογές από την ενότητα  ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη  ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ  1991.

Ανθολογούνται Μικρές Ιστορίες και από τις ενότητες

ΠΕΡΙ ΜΑΧΑΙΡΩΝ,  ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ  και  ΠΕΡΙΨΥΧΗΣ   

Συγκεντρωτική έκδοση:

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 


ΚΑΠΟΙΟΣ ΒΡΗΚΕ, ΚΑΠΟΤΕ, ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ  ΚΑΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ 

(από την ενότητα  ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ  στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991)

Αιώνες τώρα, κάθεται, σε μια γωνιά του κόσμου,  και κοιτά να ’ρχονται  και  να φεύγουν οι γενιές, βλέπει πολιτισμούς καινούργιους να γεννιούνται, να γερνούν και να πεθαίνουν.

Είν’ ευτυχής  ή μάλλον,  δεν είναι δυστυχής.  Λιγάκι κουρασμένος,  ίσως·  η μνήμη του είναι  μεγάλη και βαριά σαν την ιστορία.  Το χειρότερο είναι ότι πλήττει·  έχει φάει  κι  έχει πιεί ό,τι εφηύρε του ανθρώπου η λαιμαργία, έχει παίξει όλα τα παιχνίδια,  έχει γνώση όλης της γνώσης,  έχει ερωτευτεί όλο τον έρωτα, τίποτε δεν έχει πια να κάνει.  Κάθεται εκεί, σε μια γωνιά του κόσμου,  και κοιτά τον ήλιο  και τ’ αστέρια να γερνάνε  και  να γέρνουν προς το τέλος τους.  Κάθεται εκεί κι αναρωτιέται μήπως θα ’πρεπε ν’ αρχίσει της ζωής ν’ αναζητάει το αντίδοτο!..

 

ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ,

ένα ευτραφές, καμπύλο στομάχι ήρθε κι απάλυνε τις αιχμές του γωνιώδους κορμιού του, της αγωνιώδους ψυχής του!..

 

ΧΩΜΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ,  ΧΩΜΑ ΚΙ Ο ΑΕΤΟΣ 

(…όμως  ο άνθρωπος μουλιάζει και σαπίζει, ενώ ο αετός πετά ψηλά…)

Αυτός ο άνθρωπος ρουφάει το τοπίο μ’ όλες τις αισθήσεις του.  Τι βουλιμία, θεέ μου!..  Εξαφανίζει ένα – ένα τα βουνά, στο βάθος,  και τη θάλασσα και,  πιο κοντά,  σιτοβολώνες , αμπελώνες, ελαιώνες και,  πιο κοντά ακόμα,  δένδρα κι άνθη  και γρασίδι.  Απ’ όπου κι αν περάσουν οι αισθήσεις του, αφήνουν πίσω τους μια μαύρη τρύπα.  Αν τον αφήσουμ’ έτσι, θα καταβροχθίσει όλον τον κόσμο!..

Όμως, να, γκρεμίζεται αίφνης μες στην τρύπα που άνοιξε.  Πάλι καλά·  τώρα, θα έχουμε απλώς να ζήσουμε μ’ αυτή τη μαύρη τρύπα.  Αν μάλιστα την περιφράξουμε κατάλληλα, μπορεί να γίνει αξιοθέατη  κι  ίσως να χρησιμεύσει και ως δίδαγμα σε όλους τους βουλιμικούς της ομορφιάς!..

 

Μονάχα όταν τρώμε  ή  κοιμόμαστε δεν επιχειρούμε πράγματα που μας ξεπερνούν.  Μονάχα τότε δεν διαπράττουμε το αμάρτημα της έπαρσης.  Κι ίσως ακόμα, όταν ερωτευόμαστε απλά, σαν ζώα.

 

ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΦΤΙΑΧΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ·  ΤΗ ΒΡΙΣΚΕΙ ΜΟΝΟ  ΚΑΙ  ΤΗ ΧΑΝΕΙ…

(ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ μικρές ιστορίες από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991)

 

ΠΕΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙ ΜΑΧΑΙΡΙ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΕ ΤΙ ΠΛΗΓΗ ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ

(μικρές ιστορίες  ΠΕΡΙ ΜΑΧΑΙΡΙΩΝ  από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη  ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991) 

Ένα μαχαίρι που ακονίστηκε αμέτρητες φορές,  που ακονίστηκε ως την εξαφάνιση, είναι ένα μαχαίρι εξαϋλωμένο,  είναι ένα μαχαίρι εξιλεωμένο.

 

Ένα μαχαίρι που έκοψε, έκοψε αμέτρητες φορές, ώσπου η αιχμή του στόμωσε, όσο κι αν φαίνεται άχρηστο, είναι σοφό μαχαίρι.  Έπαψε πλέον να μοιράζεται σε χίλιες δυο εντυπώσεις, καρπούς και σάρκες τεμαχίζοντας,  από χυμούς και αίμα μεθώντας.  Απόκτησε εσωτερική ζωή  και  στη μοναδική αλήθεια του θανάτου συγκεντρώθηκε.  Η κόκκινη σκουριά, που ιδρώνει η λάμα του, μιλάει για τη μέσα του αγωνία.

 

Ένα μαχαίρι που πετά και στο στόχο καρφώνεται είναι ένας αετός μ’ αλάνθαστο ράμφος!..

Ένα μαχαίρι που πετά και στη μέση της πτήσης του πέφτει είναι ένα κουρασμένο χελιδόνι.

 

Κοιμισμένο στο συρτάρι της κουζίνας, το ταπεινό μαχαίρι ονειρεύεται πως γίνεται σπαθί  κι αστράφτει απειλητικά μέσα στον κουρνιαχτό της μάχης.

Την άλλη μέρα τεμαχίζοντας καρότα, μέσα στους υδρατμούς και στις κλαγγές σκευών,  θαρρεί πως ξανακούει το κάλεσμα της σάλπιγγας  κι  ορμάει, ξαφνικά, ακάθεκτο και κόβει της νοικοκυράς το δάχτυλο!..

 

Υπάρχουνε μαχαίρια που ζήσαν πολυτάραχη ζωή  κι αλλάξαν πλήθος χέρια πριν καταλήξουν, θλιβεροί απόμαχοι, στη σκονισμένη σιωπή των παλαιοπωλείων·  αιμοσταγή μαχαίρια που πωλούνται  κι  αγοράζονται ως χαρτικόπτες.

 

Φτωχό μαχαίρι, στομωμένο,  άλλοτε για την κόψη σου καμάρωνες, τώρα, για τη λαβή σου.

 

Υπάρχουνε δειλά μαχαίρια που λιποθυμούν στη θέα του αίματος, που αποφεύγουνε και τα καρπούζια ακόμα.

 

Το δίκοπο μαχαίρι δεν μπορεί ν’ αλλάξει γνώμη, δεν μπορεί τα νώτα του να στρέψει στη σφαγή.

 

«Μάχαιρα έδωσες,  μάχαιρα θα λάβεις»,  έλεγαν οι παλιοί  και  εννοούσαν, φυσικά, τη φιλική χειρονομία του δώρου  και του αντίδωρου που, δυστυχώς, έχει εκλείψει πλέον.

 

Διόλου τυχαίο που το χέρι ομοιοκαταληκτεί με το μαχαίρι·  μαζί στο φόνο καταλήγουν!..

 

Χαρούμενα βελάζουμε,  μα χέρι φονικό μαχαίρι ετοιμάζει.

 [επιλογές από την ενότητα  ΠΕΡΙ ΜΑΧΙΑΡΙΩΝ  στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991]

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΜΕ ΤΗ ΣΩΠΗ ΠΑΡΑ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ   (Roberto Juarroz)

(μικρές ιστορίες  ΠΕΡΙ  ΠΟΙΗΣΕΩΣ   από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη  ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991) 

Η Ποίηση με οδηγεί όπως ο σκύλος τον τυφλό·  βρίσκει για μένανε το δρόμο που, όμως, δεν οδηγεί ποτέ στο σπίτι!..

 

Η θλίψη αυτή γεννά ένα Ποίημα.  Το ποίημα αυτό γεννά μια θλίψη που γεννά ένα ποίημα  που γεννά μια θλίψη…

Έξω απ’ αυτόν το φαύλο κύκλο, υπάρχει μια χαρά που δεν γεννά τίποτα  και  τίποτα δεν τη γεννά·  μια μεγάλη, αυθύπαρκτη, στείρα χαρά!..

 

Γράφω τα ποιήματά μου με τον ίδιο τρόπο που στρώνει το κρεβάτι του ο μελλοθάνατος λίγο πριν από την εκτέλεση·  μεθοδικά και τακτικά, φροντίζοντας σχολαστικά την κάθε λεπτομέρεια, την ίδια τρέφοντας μ’ αυτόν φρούδη ελπίδα ότι, αν δείξω επιμέλεια, θα μου δοθεί, την τελευταία στιγμή, η χάρη.

 

Κοντή κουβέρτα η Ποίηση και, κάθε που την τραβάς για να φυλάξεις το κεφάλι σου από τους εφιάλτες του άλλου κόσμου, στην παγωνιά αυτού του κόσμου τα πόδια σου αφύλακτα αφήνεις!..

 

Δουλεύοντας ένα ποίημα, του περισσεύουνε, συχνά, λέξεις, φράσεις  και  στίχοι, μικρά ρετάλια, αποκόμματα που, ωστόσο, δεν του πάει να τα πετάξει.  Και έχει δίκιο, γιατί, κάποτε, αυτά τα άχρηστα, παράταιρα κομμάτια, συνθέτουν, ξαφνικά και ως δια μαγείας, ποιήματα μιας τέλειας αρμονίας.

 

Τα ποιήματα είναι τοπία  ή  αποσπάσματα τοπίων,  όπως αυτά που βλέπεις απ’ το παράθυρο, υπερταχείας:  στιγμιαίες, ξαφνικές εικόνες που προς εσένα έρχονται   ή  φεύγουν από σένα, ανάλογα με το αν κοιτάς κατάφατσα τον προορισμό σου  ή  αν την πλάτη σου του ’χεις στραμμένη.

 

Εγώ δεν γράφω ποιήματα,  την ποίηση απλώς ανακαλύπτω, θαμμένη κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα λέξεων·   απλώς ανακαλύπτω το γυμνό κορμί της.

 

Μ’ αυτό που δεν λέει,  μ’ αυτό που σκόπιμα  ή  εν αγνοία του αποσιωπά, μ’ αυτό που ούτε καν υπονοείται από τα λόγια του, μ’ αυτό μας πείθει ο Ποιητής!..

 [επιλογές από την ενότητα  ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ   στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991]

 

 

 

ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ ΤΑ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ,  ΤΑ ΑΠΟΦΟΡΙΑ ΑΛΛΩΝ ΨΥΧΩΝ

(μικρές ιστορίες  ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ  από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991)

Γέρασες,  φίλε,  και βουβάθηκαν τα μάτια σου, δεν τραγουδάνε πια,  όπως πρώτα,  δεν μιλούν,  δεν ψιθυρίζουν καν.  Δυο σκοτεινά παράθυρα τα μάτια σου, χτισμένα,  και πια δεν φτάνει ως εμένα η μέσα μουσική σου.  Υπάρχει αλήθεια, ακόμα αυτή η μέσα μουσική  ή  μήπως είσαι ως εκεί χτισμένος,  ως τα μύχια της ψυχής σου,  πλήρης σιωπής  και  συμπαγής σαν πέτρινο άγαλμα;

 

Ξηλώνει η ψυχή μου στις ραφές. Κάτι φουσκώνει μέσα της, κάτι να την τινάξει θέλει από πάνω του. Σαν το κορμί που δεν χωράει πια στα ρούχα,  σαν την ψυχή που δεν χωράει πια στο σώμα,  έτσι φουσκώνει κάτι μέσα στην ψυχή μου και την ξηλώνει στις ραφές!,,

 

ΣΑΝ ΤΡΥΦΕΡΟ ΚΛΑΔΙ ΛΥΓΙΖΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΜΗΤΙΚΗ ΠΝΟΗ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ…

(…λυγίζει αλλά δεν σπάει!.. Για πόσο ακόμη;  Το τρυφερό κλαδί σκληραίνει  και  ξύλο γίνεται που δεν λυγίζει, αλλά σπάει… )

Μ’ ένα κουτί σαρδέλες Ιταλίας  κι  ένα μπουκάλι ούζο Μυτιλήνης, αντιμετώπισα κι απόψε,  ουρανέ,  τις στρατιές των άστρων σου!..  Με τέτοια όπλα ευτελή, κατάφερα, για μια φορά ακόμη, ν’ απομακρύνω τον αβάσταχτο ζυγό της απεραντοσύνης!..  Με τέτοια όπλα κι ένα ακόμα,  ελάχιστο κι αυτό,  το αηδόνι που κελάηδαγε, τόσο μελωδικά, μέσα στη μαύρη ρεματιά,  τον τρόμο του!..  [μικρές ιστορίες από την ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991 -  από το συγκεντρωτικό τόπο Αργύρης Χιόνης Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

ΜΕ ΜΙΑ ΑΓΡΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ…

 

(… και μέσα στην ησυχία σκοτώνει τον ακονιστή…)

Ο Γιατρός Ινεότης σκοτώνει τον ακονιστή.

Τον σκότωσε ξαφνικά μέσα στην ερημιά και μέσα στην ησυχία.

Με μια άγρια απόφαση γιατί αυτός θα ήταν ο πιο βασανιστικός θάνατος για τον Γιατρό Ινεότη

κι πιο τέλεια βασανιστικός θάνατός του ήταν να σκοτώνει τον ακονιστή.

Αφού τον σκότωσε και μετά από σιωπή φώναξε ξαφνικά

και ειδικά εσένα άρχισε να φωνάζει συνέχεια

κι επαναλάμβανε ειδικά εσένα σα να ήθελε να ακουστεί

πάνω από ένα θόρυβο και να κρατήσει μακριά ένα θόρυβο

και να τον εμποδίσει.

Μ’ ένα προσποιητό θρίαμβο αγκαλιάζει τον σκοτωμένο γύφτο

κι αγωνιούσε να στήσει μ’ ένα θρίαμβο όρθιο το κεφάλι

 μέσα στο απέραντο βλέμμα της Τενάγκνε

και σφίγγει αργοκουνά στην αγκαλιά του τον ακονιστή

διώχνει τις σφήκες από τα χέρια του και προστατεύει το βαθύ του θάνατο

τον φιλά στο στόμα σα για να τον σταματήσει να μιλάει

κι όλο ορθώνει το κεφάλι με έπαρση και με μια περιφρόνηση

και φυσούσε ένας ελαφρύς άνεμος ένα τούλι

κι ένιωσε πως ο άνεμος του έπαιρνε σιγά-σιγά

του παίρνει όλο το κρέας από το πρόσωπο

και το τεντωμένο κεφάλι του Γιατρού Ινεότη γυμνό

και φάνηκε το κρανίο    άδειασαν τα μάτια

ο πράος αέρας περνά ελεύθερα

και περνά μέσα από τις ανοιχτές τρύπες του κεφαλιού

κι απαλά ανάδευε   μέσα στις κόγχες αναδεύει θρύμματα

από εικόνες που έμειναν και μερικά θρύμματα ξεκολλάν

τα σπρώχνει ανάμεσα στα κόκαλα των αυτιών

κι εκεί έγιναν ένα βουητό θαμπές φωνές

και κουρέλι μουσική

και μερικά θρύμματα κατέβαιναν ως βαθιά στα ρουθούνια

κι έγιναν καφτερή μυρωδιά και κατακάθι άρωμα 

 


αυτό το ποτάμι  φέρνει ύπνο. 

Τώρα θα είναι η ώρα κι αυτοί που θα εκτελέσουν  και θα σκοτώσουν κόσμο.

Πρέπει να έχουν φανεί θα φαίνονται στέκονται.

Σαν ζώα του ορίζοντα.

Κοιτάζουν έτρεχαν όλη τη νύχτα έτρεχαν κι έπαιζαν μεταξύ τους αμιλλώνταν.

Ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον φώναζαν κι έτρεχαν ποιος θα παραβγεί.

Ήρθαν και στέκονται εκεί κι ο κόσμος κατάλαβε.

Λαχανιασμένοι από το τρέξιμο και κοιτάζουν τον κόσμο

ο κόσμος αργοσηκώνεται βοώντας περιμένετε μια στιγμή

να σκάψουμε με λόγια αυτή τη στιγμή

να τη σκάψουμε από μέσα με λόγια

οι εκτελεστές σα να προπορεύονται και στέκονται στον ορίζοντα.

Παρατεταγμένοι και με μια υπέροχη ηρεμία

συγκρατούν την ασπλαχνία τους.

Ακίνητοι αντίκρυ στον κόσμο

και πίσω τους ο ουρανός ν’ αποτραβιέται

σαν άμπωτις κι ένας χυμένος ήλιος.

Οι γυμνοί ώμοι τους σα πέτρες γυαλισμένες τις έγλυφε ένας χρυσός αέρας

κι ο Γιατρός Ινεότης τον θάμπωσε η ομορφιά.

Με μια φτιαχτή παραίσθηση και με επίγνωση

εκλαμβάνει τους εκτελεστές για νέους ανθρώπους.

 Οι εκτελεστές και οι νέοι άνθρωποι εμπνέουν και το ίδιο δέος

γιατί η ζωή τους είναι χωρίς απολογία και ανεξιχνίαστη.

Δεν υπάρχει καιρός για άλλο όραμα...

 [κι άλλα αποσπάσματα από την τέταρτη ενότητα στο βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά  «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1971 σελ. 39-40]

 

ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ ΠΡΙΝ ΓΕΝΝΗΘΟΥΜΕ…

(… έτσι αποσπάστηκαν τα λόγια από τα αισθήματα… )

Θέλει να φανταστεί του νέους ανθρώπους  πώς θα εμφανιστούν  και  μεταχειρίζεται τους εξολοθρευτές   αν και τους αναγνώρισε.  Με τους νέους ανθρώπους εξευμενίζει τους εκτελεστές και με τους εκτελεστές δίνει μορφή στους νέους ανθρώπους. Έτσι αποσπάστηκαν τα λόγια από τα αισθήματα κι έτσι έγιναν ένα όπως τα μίγματα των νερών.   Από κει που στέκεστε ως εμάς.  Αυτός ο δρόμος από κει που στέκεστε και λαμποκοπά ο τρομακτικός ιδρώτας σας.   Κάποιος πρέπει να μας προειδοποιεί πριν γεννηθούμε και τότε δεν είχα γεννηθεί.  Αυτός ο δρόμος ως εμάς είναι δικός μου.  Πάντα τον κάνεις μ’ έναν μεγάλο ίλιγγο.  Ο ιερός γύφτος είναι η απόδειξη.  Ο πιο κατευθείαν δρόμος τον ήξερα από όλη μου τη ζωή πως αποδώ περνάν εγκληματίες.  Τον έκαναν οι μητέρες μου κι εργάτες. Δεν ήταν συμβολικές μητέρες αλλά τις είδα και γυρνώντας ξαφνικά τις είδα όλες καθισμένες στη γη και με κοίταζαν. Σαν έτοιμες ν’ αρχίσουν και με περίμεναν για ν’ αρχίσουν. Ήταν ένα συνεργείο που ήταν σα φυλή όλες μου οι μητέρες βοηθούσαν μασούσαν κάθονταν καταγής και μέσα στον ήλιο μασούσαν αργά το χώμα βαμμένες σα βασίλισσες μασούσαν το χώμα και το ετοίμαζαν.  Από πού να ήρθαν και φορούσαν μαλακές προβιές από λυπημένους ανθρώπους ηλιοκαμένοι εργάτες.  Δούλευαν όλη μέρα και μοναχικοί δουλεύαν ένας εδώ κι ο άλλος μακριά όπως σκοτώνονται στον πόλεμο και σαν να δούλευε ο καθένας χωριστά κι ο καθένας για δικό του λογαριασμό. τρόμαζαν ακίνητοι και ταραγμένοι από ένα όστρακο. Όταν στο σκάψιμο έβρισκαν όστρακο από θαμμένη θάλασσα και τότε οι εργάτες ανασήκωναν με μια ευλάβεια αναποδογύριζαν το όστρακο κι εξέταζαν με μια ταραχή το αποτύπωμα και με μια μελαγχολία απόμεναν ακίνητοι ένας μυστηριώδης συναισθηματισμός κι ασυνήθιστος συναισθηματισμός για τέτοιους ανθρώπους της σκλαβιάς και της σκυλίσιας δουλειάς τυραννισμένοι να  ονειροπολούν με τα όστρακα

η μέρα έμοιαζε με εικόνισμα γλυτωμένο από πυρκαγιά σα μισοκαμένη

λυπήθηκα και σαν φόβος ένιωσα να σε λυπάμαι… (σελ. 42)

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΣΤΥΧΙΕΣ ΜΟΝΟ ΝΑ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΥΕΣΑΙ ΜΠΟΡΕΙΣ 

(5η ενότητα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ, πρώτη έκδοση  ΚΕΔΡΟΣ 1971 σελ. 43 – 45)

Από την τέντα έσκυψε κάποιος και τον κοίταξε. Είχε σκούρο δέρμα κι άσπρα πελώρια μάτια. Η έκφραση του προσώπου σαν να τραβιόταν μακριά από τα μάτια. Αλλά η έκφρασή του δεν φανέρωνε τίποτε κι ούτε ψυχρή ή απαθής κι απολύτως τίποτε αλλά ούτε άδεια. Έπειτα χάθηκε. Ήταν σωματώδης. Τον ξαναείδε μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα κι ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας. Πάλι εκείνα τα μάτια και πρόσωπο διαβολικό. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο να τον δει από κοντά. Τότε είδε πως δεν ήταν εκείνος που παραφύλαγε από την τέντα. Αλλά στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένο ένα παράξενο ζώο που ήταν δεμένο στο κρεβάτι. Όλο του το πρόσωπο είχε ένα σγουρό μαλλί σα πρόβατο κι από το στόμα φαινόταν το κάτω ούλο κι οι ρίζες των δοντιών. Τα μάτια του μικρά και χάντρινα. Τινάχθηκε αγριεμένο. Αλλά ήταν δεμένο και ξανάπεσε πίσω και βογκούσε σαν από πόνο. Κι άλλα κρεβάτια και παντού ήταν ξαπλωμένα τέτοια ζώα και δεμένα. Σαν πρόβατα και μάλλον σα παιδιά μ’ ένα σγουρό κι άσπρο τρίχωμα

Αλλά ήταν και δυο ανθρώπινα πλάσματα. Το σώμα τους ήταν αφύσικα μικρό κι ήταν τελείως φαλακρά. Σαν κομοδίνα εικόνες του Χριστού και πολλές φωτογραφίες. Όμως το μέρος εκείνο δεν ήταν νοσοκομείο. Τότε ένα από αυτά τα πλάσματα σα μεγάλα νεογνά. Του είπε σε τρομάζουν. Εννοούσε τα δεμένα ζώα. Είπε σε τρομάζουν με μια χαιρεκακία και σα περηφάνια και σαν ο τρόμος που προκαλούσαν να ήταν η επιβεβαίωση της φοβερής δυστυχίας τους κι αφού για τις μεγάλες δυστυχίες μονάχα να υπερηφανεύεσαι μπορείς. Στον τοίχο του δωματίου ήταν ένας μικρός και πολυτελής καθρέφτης. Από κείνους τους κυρτούς που τους λεν καθρέφτης της μάγισσας. Στο κέντρο του καθρέφτη ανέπνεε μια σκιά πότε μεγάλωνε και πότε μίκραινε αλλά ρυθμικά σα μια σκιά καρδιάς. Απλώθηκε μια ησυχία σαν ένας ψηλός και κάτασπρος τοίχος μοναστηριού. Έγειρε στα σκαλοπάτια κι άκουγε εκείνη τη γυναίκα. Ήταν ψηλή με μεγάλα κόκαλα. Πενήντα πέντε χρονών και το πρόσωπό της κυρίως. Μικρό κι αραιά χωμένα μάτια και τα μαλλιά της μαύρα κι όρθια σα χάρτινο πλατύ  κεφαλομάντηλο. Μιλούσε σιγά και τα χέρια της πήγαιναν κι έρχονταν. Συνέχεια σκάλιζε τα ρούχα της και τα ’σιαχνε και μιλούσε με μια μεγάλη ντροπή είναι τώρα τριάντα χρόνια. Ήταν το πρώτο μου παιδί κι αργά τη νύχτα γύρισε ο πατέρας του από τη Σαλονίκη. Του ’φερε ένα καινούργιο κουστούμι. Το έλεγαν Φωτεινό.  Ο Φωτεινός έξη χρονών και πόσο ήταν ζωηρό. Ξεκινήσαμε και πήγαμε. Ο Φωτεινός με τα καινούργια και να χοροπηδά. Φτάσαμε και μας περίμεναν. Η Τάσσα μας αγαπούσε και μας έκανε μεγάλες χαρές. Ο Φωτεινός λέει πονά το κεφάλι μου. Σε λίγη ώρα του ήρθε πυρετός κι άρχισαν οι σπασμοί. Να λιώσει η ψυχή μου. Το πήγαμε αμέσως στο γιατρό. Το κρατούσα αγκαλιά και πήγαινα μια ώρα δρόμο. Έβρεχε κι από πίσω μου ο πατέρας μου. Τύφλα μεθυσμένος να τραγουδά κι ύστερα ερχόταν κοντά μου. Μ’ άρπαζε και μ’ έσφιγγε και μας έσφιγγε και τους δυο κι έκλαιγε έκλαιγε έκλαιγε.  Κι εγώ τον ξεκολλούσα και τον έδιωχνα και με τον Φωτεινό στην αγκαλιά. Πήγαινα κι έβρεχε. Ο γιατρός του έκανε μια ένεση. Στράβωσε το στοματάκι του. Ύστερα κοιμήθηκε βαριά. Το πήρα πάλι και γυρνώ. Ο πατέρας μου καταπόδι μου να τραγουδά και να κλαίει. Εκεί που φτάναμε ο Φωτεινός άρχισε πάλι να τραντάζεται και μέσα στα χέρια μου τρανταζόταν σαν άγριο πουλί και πέθανε πάλι. Η ψυχή μου σπάραζε είπε η γυναίκα με ντροπή.

 

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΕΙΔΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

(έκτο και τελευταίο απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», πρώτη έκδοση ΚΕΔΡΟΣ 1971)

Έφυγαν να γυρίσουν στον τόπο τους κι εκεί θα πεθάνουν σαν μια κοίμηση.  Αλλά τους σκότωσαν μ’ ένα φρικτό θάνατο σαν να τους τιμωρούσαν.  Η έκπληξη έφραξε τον πόνο αλλά ύστερα παραδόθηκαν στο μαρτύριο και υπέφεραν.  Αλλά σαν ένα αίσθημα ονείρου και κατά βάθος αισθάνονταν πόσο τους άρμοζε αυτός ο θάνατος.  Δεν σωζόταν κανένα δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν και ν’ αντισταθούν.   Ο Γιατρός Ινεότης έφυγε να γυρίσει στον τόπο του.  Μαζί του ήταν και πήγαιναν μαζί.  Ένας γύφτος που ακόνιζε μαχαίρια.  Κανέναν δεν συνάντησαν.  Ένα προαίσθημα έπνιγε τον Γιατρό Ινεότη.   Όμως ένιωθε μια υπερδιέγερση και μια αλλόκοτη σωματική ευχαρίστηση.  Είχε μια ευεργετική συναίσθηση του σώματός του.  Προχωρούσε στον έρημο δρόμο και τον έσφιγγε ο δροσερός αέρας.  Πρώτη φορά το σώμα του και με μια διαπεραστική καθαρότητα το σώμα του χώρισε από τον αέρα κι από τον κόσμο κι αποχωρίστηκε και καταλάβαινε πως θα ήταν πολύ όμορφος.  Ο γύφτος γυρνούσε και τον κοίταζε μ’ ένα θαυμασμό.  Δεν συνάντησαν κανέναν και πότε πια δεν συνάντησαν.  Έφρασαν και το Ty Croas έρημο κι ακατοίκητο.  Τότε ο Γιατρός Ινεότης κατάλαβε τον εφιάλτη που του έστησε η μοίρα του.  Είχε οριστικά χαθεί από το τέλος των ανθρώπων.  Όπως είχε ζήσει έξω από τη ζωή των ανθρώπων έτσι θα ζούσε κι έξω από τον θάνατό τους.  Η υπόλοιπη ζωή του αφανίστηκε μέσα στην αιώνια μοναξιά.  Σαν όμορφη ανάμνηση ερχόταν κι έφευγε. Σαν ένα χρύσισμα σταχυού φαινόταν και χανόταν.  Εκείνος ο ερημικός περίπατος του γυρισμού μα πάει να πεθάνει μαζί με τους ανθρώπους.  Η Γη που έβγαζε ένα φως κι ο γύφτος που τον έβλεπε με θαυμασμό. [ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ,  Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ, πρώτη έκδοση ΚΕΔΡΟΣ 1971 σελ. 47-48]

Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2024

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΣΟΥ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ ΑΦΥΛΑΚΤΟ

 

(… στης φλόγας την τρεμάμενη αφή…)

Τον Μίδα σκέφτομαι βεβαίως. Όπως εσείς.

Το ακόρεστο χρυσάφι που ανθράκευε

Κάθε του άγγιγμα. Ύστερα λέω:

Πώς γύρισα άραγε ανάποδα το θαύμα

Και ό,τι δέχεται το ελάχιστό μας χάδι

Απανθρακώνεται   Σ’ αόρατη αστραπή;

Δεν έχω απάντηση.

Κι ας βλέπω γύρω τους καπνούς   Να εκτυλίσσονται

Σαν ρητορεία μυθεύματος   Περί των εγκοσμίων.

Θωπείας θυμίαμα   Ή το εξώτερον

Που με ανταύγειες χρυσαφιές

Τώρα μηδίζει αγγέλλοντας   Τα ερεβώδη.

Καύση των ζώντων.

Και στρεβλή ετυμολογία

Που όμως λέγει τ’ αληθή

Το άνω θρώσκω.

Σ’ αυτή την τελετή   Μείνε νηφάλιος:

 

Το δέρμα σου    Κρησφύγετο αφύλαχτο

 

Στης φλόγας    Την τρεμάμενη   Αφή.

[Η ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΑΦΗΣ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ, εκδόσεις Καστανιώτη 2013] 

 


ΕΤΣΙ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη  ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)

Σαν τον Κυναίγειρο, τον αδελφό του Αισχύλου

Ξέρετε.

 

Που όταν οι Πέρσες απ’ τον Μαραθώνα τρέξανε

Στα πλοία τους να φύγουν να σωθούν

Αυτός εμπόδισε μια τριήρη χώνοντας

Τα νύχια του στην πρύμη.  Του ’κοψαν

Το χέρι απ’ τη ρίζα.  Αιμόφυρτος

Συνέχισε με τ’ άλλο.

Κι όταν το ’κοψαν κι εκείνο,  σε ύστατη,

Μπήγει τα δόντια στο σκαρί ελπίζοντας

Να ματαιώσει, λέει, την αναχώρηση.

 

Να ματαιώσει,  πώς;   Ένας προς άλλους;

Φούμαρα του μύθου,  αμετροέπειες.

Την αναχώρηση την είχε δεδομένη.  Πάλευε

Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.

Αφού  (ομογάλακτος του Αισχύλου) το ’νιωθε:

Κάθε λεπτό είν’ από μόνο του μια νίκη.  Πάλευε

Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.

 

Σαφώς την καθυστέρηση.

 

Με νύχια  και   με δόντια!..

 

ΚΥΝΑΙΓΕΙΡΟΣ

Δεν έχει περάσει ακόμα ούτε λεπτό.

 

Καθώς κρατούσα καρφωμένο το καράβι

με τα δύο  -

Νυστέρι;  Ξίφος;   Κεραυνός;

μου κόβει σύρριζα τ’ αριστερό.  Δεν πόνεσα

Όσο κανείς θα φανταζόταν.  Πίδακας

Μόνο πηδάει ζεστός απ’ τ’ ακρωτήρι του ώμου

Κι άξαφνα

Δίπλα ένα χέρι στο νερό.  Σαν ξένο.

Ένα κομμάτι εγώ,  σαν ξένο.   Απόμακρο.

Με ό,τι κράτησε   ό,τι χάιδεψε ολόκληρη ζωή

Να στραφταλίζει αφρόψαρο

Ξεπνοημένο.   Ανάλαφρο

Τώρα τραβάει χορευτικά   Προς το βυθό!..

-Τι πονεμένη, Θε μου, αναλγησία!..

Εδώ κηδεύεις τον εαυτό σου σε κομμάτια,

Και άδακρυς

Εσύ κεντά μεταφορές,  σαν τους ποιητές;

 

Σαν τους ποιητές   Που με χαρτί για σάβανο

Κηδεύουνε

Σε κάθε λέξη έναν απόμακρο εαυτό.

Έναν ξένο!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]

 

ΞΥΛΑ ΟΙΚΟΣΙΤΑ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη  ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)

Στο δροσερό σαλόνι σας θροΐζει ένα δάσος.

Κορμοί ορεσίβιοι

Έπιπλα τώρα οικόσιτα

Που κάθε τόσο οι ρόζοι τους

Στάζουν κόμπους από ιδρώτα αν θυμηθούν

Τον υλοτόμο

 

Αυτό φαντάστηκα.   Κακώς.

 

Γιατί δεν είναι ρόζοι·

Αλλά τα μάτια τους

Δεκάδες μάτια που έντρομα

Βλέπουν να κρέμεται

Δαμόκλειο το τσεκούρι του υλοτόμου

Αστράφτοντας –

Πάνω απ’ τη ρίζα   Του λαιμού σας

Τούτη τη φορά.

 

Κι από συμπόνια,  οι άκρες τους

(Σαν τη δροσιά   Να βρέχει τον κανθό)

Στάζουνε   Κόμπους – κόμπους

Σιωπηλά    τα δάκρυα!..

 

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ

Από την πρώτη κιόλας μέρα μου καρφώθηκε

Απόλυτη παραβολή

Στο βάζο   Η τουλίπα

Πρωί – πρωί ανοίγοντας τα πέταλά της όλα

Κι ως το σούρουπο

Που μ’ απαλές κινήσεις τα μαζεύει

Κλείνεται   Σιγά – σιγά στον εαυτό της

Γίνεται   Ξανά μπουμπούκι

Την άλλη την παράλλη

Τα ίδια:

Ώριμο άνθος ανοιγμένο

Κι έπειτα

Κοντά στο σούρουπο ξανά

Μπουμπούκι.

 

Μια εύληπτη παραβολή  ένα κήρυγμα

Ισόβιας ανανέωσης   αιώνιας ήβης

Μέσα στο βάζο η τουλίπα.  Μάλιστα.

Την πέμπτη έκτη μέρα

Σαν να υπέθεσα

Μικρά σημάδια κόπωσης  στο άνοιξε -  κλείσε

Και λεπτές ρυτίδες αφυδάτωσης –

Τίποτα πάντως ευκρινώς

Ανησυχητικό.

Γι’ αυτό μου ήρθε ξαφνικό

Καθώς την έβδομη

Ούτε λουλούδι   ούτε μπουμπούκι

Αλλά τα πέταλα   Ριγμένα ξέπνοα στο τραπέζι.

 

Πάει λοιπόν το καημένο το λουλούδι

Πάει το κήρυγμα

Πάει μαζί του ολόκληρη παραβολή.

 

Α όχι, αυτή τη νέα παραβολή

Θα την κρατήσω.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]

 

ΤΟ ΓΡΑΝΑΖΙ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη  ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)

Το αναφέρω εδώ με πάσαν επιφύλαξιν –

Μη θεωρηθώ

Κάνας λειψός αλαφροΐσκιωτος

Η  (λέξη ωραία μα πολύ ποιητική)   Νεραϊδοπαρμένος.

Συνέβη έξι εφτά φορές

Αιφνίδια πάντα:  Εκεί που κοίταζα

Ευθεία μπροστά με ζοφερή αμεριμνησία

Τα τεκταινόμενα.

Κάπου στην άκρη του βλεφάρου διέκρινα

Οδοντωτό γρανάζι που έπαλλε

 

Μάλλον που γύριζε σε χρόνο τακτικό

Με κουρδισμένα, ρολογίσια βηματάκια.

Μόλις το βλέμμα μου γυρνούσε κατακεί,

Εξαφανιζόταν.

Δεν το περιέγραψα σαφώς.  Ωστόσο η αίσθηση

Υπήρξε απόλυτα σαφής

Και παραμένει:

Ένας σφυγμός  κάτι μ’ ακρίβεια να μετράει

Μικρός τροχίσκος να τυλίγει μια κλωστή

Μηχανισμός που αθέατος δουλεύει

Κι από αμέλεια

(Ποιος συνωμότης να προβλέψει το απρόβλεπτο)

Βγήκε για κλάσματα στο φως.

Δεν υπερβάλλω.  Ούτε άλλωστε

Θα με πτοούσε το τυχαίο.  Έξι  κι εφτά

Και δεκαεφτά φορές να μου συμβεί – τι έγινε;

Το οργανωμένο είναι αυτό που με πτοεί.  Ο άψογος

βηματισμός σε χρόνο ταχτικό

Η ρολογίσια περιέλιξη αοράτου νήματος

Γύρω από τον άξονα ενός κέντρου που δεν ξέρω.

 

Μηχανισμοί αθέατοι,  συνωμοσίες,   γρανάζια.

Λέξεις που αυτόματα γεννούν ανησυχία

Ώστε αντεδείκνυται

Ν’  ανησυχεί  κανείς πραγματικά.

 

Όμως ποιο κέντρο να ’ναι αυτό;

Ποιος άξονας;

Και πόσα μέτρα νήμα έχει απομείνει;

 

ΧΡΟΝΟΣ ΕΝΤΟΜΟΥ

Παίρνοντάς το για κουνούπι

Χτυπάω κατά λάθος   Άγνωστο έντομο.

Ασήμαντο ατύχημα  

Παρά ταύτα μοιραίο:

Μετά βίας το θύμα

Και με ισχνό αποτέλεσμα

Προσπαθεί ενστικτωδώς

Να κινήσει τα μέλη.

 

Δεν λέω χωρίς τύψεις

Προβλέπω δυσοίωνη εξέλιξη.

Καταδίκη ασιτίας,  παράλυση,

Επονείδιστα τέλη εν οδύνη.

Τι το θέλει να ζει;

Με μικρό δισταγμό   Ενός – δύο λεπτών

Επιχειρώ ευθανασία.

Συνθλίβω το πλάσμα ευχόμενος

Εκ βάθους καρδίας

Και για μένα παρόμοια σύντμηση πόνου

Αν ποτέ  ο μη γένοιτο.

(Πριν σκεφτώ,  πριν προλάβω να νιώσω)

 

Από τότε συχνή ανησυχία μ’ αγκυλώνει:

 

Σε ποια τάξη ν’ ανήκε   Το ακούσιο θύμα μου;

Ποιο το μέσο προσδόκιμο ζωής του;

 

Διότι αμ  πρόσεξε, αν -  Ήταν ζώο βραχύβιο

Και βραχύβιο τόσο,  που ένα δίλεπτο

Να ισούται σε μέτρο ανθρώπινο   Με βδομάδες  ή  μήνες

(Όπως γίνεται, ας πούμε, στα καλούμενα  «εφήμερα»)

Ποιος γνωρίζει αν και τούτο το δύστυχο

Δεν υπέστη μαρτύρια ιώβια

Για βδομάδες  ή  μήνες εντόμου

Ώσπου να βγει η ψυχή του;

 

Κι αν στα θεία κατάστιχα

Εκείνη η ευχή

Δεν διαβάζεται πια

Σαν κατάρα!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]

 

Η ΔΙΑΝΟΜΗ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη  ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)

Φόβος   οργή   αηδία·

Μ’ ανάποδη αλφαβητική σειρά

Χωρίς συνείδηση

Ξυπνάω από λιλιπούτειο βάδισμα

Πάνω στο χέρι μου:

Σε πλήρη εξάρτηση εκστρατείας

Προελαύνει αθόρυβα   Μα σταθερά

Μια κατσαρίδα.

Μ’ απρόσμενη ετοιμότητα   Κι από ένστικτο

Τη ρίχνω χάμω αστραπιαία,  τη συντρίβω.

 

Από ένστικτο.

Που ’χει στο κύτταρο χαράξει   Την απέχθεια

Την προαιώνια έχθρα μου

Για το σαπρό αποφώλιο τέρας.

 

Το λιλιπούτειο   Αποφώλιο τέρας

Που στο κύτταρο   Έχει κι εκείνο χαραγμένη

Από ένστικτο

Την προαιώνια πείνα   Για σκουλήκι.

 

Για τρυφερό σκουλήκι.

Που στο κύτταρο   Έχει κι εκείνο

Χαραγμένο ανέκκλητα

Να με βοσκήσει    Κάποτε   Στο χώμα!..

 

Παίζοντας όλοι πειστικά

Χωρίς συνείδηση

 

Αλλά με ίδια διανομή

 

Σ’ αυτή   Τη μία

Διαβολική   Και Θεία

Κωμωδία.

 

ΟΙ ΠΕΙΝΩΝΤΕΣ

Μακάριοι οι πεινώντες.

 

Γιατί αυτοί

Όλο και κάποιο ξεροκόμματο θα βρουν

Μια χούφτα ψίχουλα

Να μπουκωθούν

Να θρέψουν

Μέχρι τελικής

Την άσπονδη

Ένδεια.

 

Ενώ οι άλλοι

Με στρωμένο εμπρός τους το τραπέζι

Αδύναμοι   να πιάσουνε πιρούνι

Ανόρεχτοι –

Πεινώντας

Ακατάσχετα

Για πείνα.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]

 

ΥΠΕΡΜΝΗΜΩΝ ΛΗΘΗ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη  ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)

Πλησίαζα στα χείλη της αβύσσου.

 

Ψέματα.

Ακόμα τώρα,  ψέματα:

Ήμουνα μες στον φάρυγγά της

Ήδη

Ο  μισός

Και με κατάπινε.

 

Καταγδαρμένο με τραβήξαν έξω.

 

Μόλις ξανάπιασα μολύβι, πίστευα

(Φοβόμουν μήπως;  ή έλπιζα;)

Πως θα πότιζαν αίμα τα χαρτιά.

Αίμα.   Σκοτάδι.   Και αυτή

Την άφατη σοφία που  (σαν να ’τανε  του

Μίδα το χρυσάφι) αφήνει πάνω σου

Η κρύα χειραψία με το

Μηδέν.

 

Μια υπόκωφη σιωπή απ’ τα έγκατα

Θα σκέπαζε όλες τις φωνές

Τις πυρωμένες σκέψεις

Τα έμμονα αισθήματα

Τα θορυβώδη κύμβαλα των λέξεων.

 

Έτσι πίστευα.

 

Όμως, εντέλει, όχι.

Σαν να μην έγινε ποτέ –

Σαν να μην ήτανε η άβυσσος

Σαν να μη στοίχισε σταγόνα αίμα.

Υπερμνήμων λήθη που όρμησε

Σφούγγισε αμίλητη    Από παντού

Και τα ελάχιστα ίχνη.

Ώστε λοιπόν

Τόσο κοντό είναι το μολύβι,  που η μύτη του

Ίσα που φτάνει ν’ ακουμπάει μαυρίζοντας

Την κρούστα    Ενός χαρτιού;

 

Ή μήπως πάλι,  σκέφτομαι,

Πάει απρόβλεπτα βαθιά

Τόσο βαθιά

Ως την άβυσσο -  Την άλλη εκείνη άβυσσο,

Των αιωνίων πραγμάτων –

 

Και συναντάει εκεί

Τις ίδιες πάντα πυρωμένες σκέψεις

Τα έμμεσα αισθήματα

Τα ερεβώδη σύμβολα

Μιας μητρικής   Ακατανόητης γλώσσας;

 

Τι να πιστέψω;

 

ΤΥΦΛΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Με το ραβδί σαν κιμωλία χαράζοντας  

Τις  τεθλασμένες

Μιας πανάθλιας μοίρας.

Ο θρους των δένδρων

Είναι βέβαια πράσινος

Ενώ το αμόνι   Συνορεύει με χειμώνα

Ετούτα όλα εξ ακοής.

Χωρίς τα μάτια μου

Ξέρω τα χέρια πάνω στον πηλό

Κι άλλοτε πάλι ματωμένα   Στα μαχαίρια.

Οι  ασώματες φωνές είναι τα σώματα

Οι μυρωδιές τα πάτρια μονοπάτια.

Μια λέξη μόνο δεν γνωρίζω:  Επέκεινα

Τι πιο επέκεινα να υπάρξει δηλαδή

Από ’να τόσο τρομερό

Αόρατο  Τώρα;

Κι από μια τέτοια φαντασία

Που ενδύεται  σύμβολα

Κι ύστερα σύμβολα ενδύονται οι μορφές της;

 Μην πλατειάζω.  Η θάλασσα

Φτάνει ως τα σπλάχνα μου αλάτι των χειλιών

Με γεύση αλάθητη.

Γι’ αυτό υποθέτω άλλωστε

Πως ναι,  την είδα.  Το ίδιο και το φως

Το λίγο αστείο εκείνο έμβλημα

Της γνώσης.  Ναι,  το είδα.

Μια υπόθεση εντέλει υα ’ναι όλα.

Που αφού τα υπέθεσες,  θα υπάρξουν.

Κι αφού υπάρξουνε

(Η σκέψη μόνη της εκεί

Εκεί οδηγεί)

Με τεθλασμένες διαδρομές    Στο επέκεινα

Στον πιο βαθύ γκρεμό του – εις βόθυνον –

Σαν φαντασία που υποδύεται μνήμη

Κάποτε    Λοιπόν   Θα γκρεμιστούμε!..

 

ΑΚΟΥΩ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ακούω τη θάλασσα. Με διεύθυνση μαΐστρου, ολόκληρη

Ορχήστρα  εγχόρδων και πνευστών να υψώνεται

Κι από μακριά ο αντίλαλος κρουστών

Πάνω στα βράχια.

 

Σπουδαία μεταφορά!

 

Σπουδαία; Κατάπτυστη.

Που αντί απ’ τα ανήλιαγα

Κονσέρτα πλήξης κλασικής να μεταφέρομαι

Νοερά στ’ ασίγαστα νερά

Μιας Αμοργού υπαρκτής,

Πώς μου ’ρθε τώρα  να φαντάζομαι μαέστρους

Και πνευστά

Που μήτε ψίθυρο ανεμόεντα

Να ψελλίσουν.

 

Ακούω τη θάλασσα. Ή μάλλον προσπαθώ.

Ωραία που είναι, αληθινή.

Σαν ψέμα.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]

 

ΑΜΟΡΓΟΣ 

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)

Αυτός ο βράχος με το αλάτι του

Δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι.

Και το νερό του

Που σε ράντισε ασαράντιστο,

Πρώτο μετά το αμνιακό.

Κάτι αρμέγει μαύρο στο όνομά της

Α μ ο ρ γ ό ς

Όπως πλατιά που πλαταγίζει απάνω αστερόεσσα

Νύχτα.

Η νύχτα η πιο –

Να φέγγει τότε και η μικρή πυγολαμπίδα

Διάττοντας

Δεκαετία εξήντα του εικοστού

Κι ας έφυγε

Σφυρίζει  αρόδου

Το παπόρι αθέατο

Μοσχάνθη Μαριλένα Ιόνιον

Με την καρίνα οργώνοντας

Γραμμή

Τη θάλασσα της νοσταλγίας.

 

Την άγονη.

 

21 ΙΟΥΝΙΟΥ 

Ευκοσμία Ιουνίου.  Η πιο μεγάλη μέρα

Και μη θαρρείτε

Πως μιλώ προσωπικά  (γιατί γεννήθηκε

τη μέρα κείνη ο γιος μου)

Αλλά εξ αντικειμένου:

Ως τις κορφές αυτές προήλασε το φως

Κατατροπώνοντας το στράτευμα   Του σκότους.

Ανατολή ηλίου  5.03   Δύσις ηλίου  18.51

Ο άδης κατεπόθη εις νίκος.

Βεβαίως προσωρινά.

Γιατί ενώ σιγά – σιγά φουντώνει καλοκαίρι

Κι ενώ στα μάτια των πολλών το βράδυ αργοπορεί

Με δαγκωνιές λεπτών αρχίζει αντίστροφη.

 

Στοιχηματίστε άφοβα·

Σκοτάδι φως

Όλα σικέ από τα πριν και μοιρασμένα

Ισοπαλίες  ή  θρίαμβοι –

Πότε ο ένας πότε ο άλλος νικητής

Επ’ άπειρον,

 

Των εποχών η δίκαιη αδικία έτσι:

Επ’ άπειρον.

 

Ενώ αλλού

Που η μάθηση δεν γίνεται   μητέρα επαναλήψεως

Εκεί

Μια τόση δα  μεγάλη μέρα θα δοθεί

Και μόνο νύχτα δαψιλεύεται μετά

Στον ηττημένο

 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ  

Οι πεθαμένοι μιλούν

Μια παράξενη γλώσσα

Γεμάτη φωνήεντα βρυγμών

Και λυγμούς εξοδίους.

 

Σαν να ξυπνούν αλαφιασμένοι

Απ’ το μέλλον

Και ν’ ανεβαίνουν

Τρέχοντας    Την κλίμακα

Του   Ντο

Πάνω στα πλήκτρα

Των ακόρεστων   Δοντιών τους

 

ΚΟΝΤΙΝΟ  

Μέριμνες  επιούσιες

Μισθοί  και  ωράρια

Μόδες τηλέφωνα ταξίδια επιταγές

Κάτω από τόνος σκουπιδιών

Πατικωμένο βιαστικά

Το αιώνιο.

 

(Κι εδώ,  στον στύλο της γωνίας.

Αδύναμη

Μια λάμπα φέγγει.

Σβήνοντας    Χιλιάδες άστρα)

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]

 

ΜΕΣ ΣΤΑ ΣΑΓΟΝΙΑ  ΕΝΟΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟΥ ΧΡΗΣΜΟΥ…

(…η πρώτη ύλη της ψυχής θα ’ναι το σώμα.

Στον Άδη αυτόν του επάνω κόσμου…)

Αν ήσουν αδαής, θα υπέθετες   Πως είναι υπάλληλοι γραφείου. Άχρωμοι   Σε μια γωνιά εστιατορίου μηρυκάζουνε    Τις τρέχουσες κοινοτοπίες. Τίποτα   Στα λόγια ή τις κινήσεις τους   Δεν μαρτυράει το άγγιγμα της Τέχνης.   Τίποτα   Εκτός, νομίζω, απ’ το μειδίαμα   Κι από το βλέμμα το απλανές   Του γηραιότερου:   Απόψε πριν τρεις ώρες ολοκλήρωσε   Την πιο λαμπρή του σύνθεση. Το ξέρει   Πως μάλλον θα ’ναι ο κολοφώνας του έργου του   Τώρα που ο χρόνος τον στριμώχνει από παντού.   Δεν βγάζει άχνα. Μόνο ακούει. Σκέφτεται   Την αίθουσα των εγκαινίων   Τα σχόλια των ομοτέχνων το ένθερμο   Αλλά αφελές εγκώμιο του κοινού.   Τον στέφανο της κριτικής. Κι αργότερα   Διατριβές μονογραφίες λευκώματα  Μα πιο μακριά   Έναν περίοπτο τοίχο του μουσείου. Σκέφτεται - Χορτάτος απ’ το μέλλον που άφησε    Πως κάποιοι κάποτε μπορεί να εικάσουνε   Με πόση έξαψη αχαλίνωτη θα γιόρτασε   Το βράδυ αυτό τον θρίαμβο   Της τελευταίας πινελιάς.   Με πόση εύγλωττη ευφορία θ’ ανέλυε   Προθέσεις κι επιτεύγματα   Στους φίλους   Που θ’ ακούγανε όλο δέος.   Προθέσεις κι επιτεύγματα της Τέχνης. Όχι άχρωμα   Κουτσομπολιά και πληκτικές κοινοτοπίες –   Καθώς αρέσκονται   Ηδονικά να μηρυκάζουν  Οι αδαείς.  (ΠΕΝΤΕ ΖΩΓΡΑΦΟΙ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ, εκδόσεις Καστανιώτη 2013)

Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ