Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

ΤΙ ΛΑΜΠΡΑ ΝΑΥΑΓΕΙ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΤΗ Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΙΔΑΝΙΚΟΥ…

 (… κι αν πόθησα μένουν φαντάσματα   κι αν άγγιξα μένουν πτυχές·   ω τι ταξίδι μυστικό, μετοικεσία…)


Ναοί σα μαυσωλεία υψώνονται,  τάφοι της πίστης τόσων ανθρώπων που συντρίφτηκαν,

αψίδες βασιλέων, τρούλοι, βωμοί χρυσοί,

ενώ διαβαίνει ο συρφετός – μια λιτανεία του βραδιού –

κι ο νους υποταγμένος στην έγνοια του καθημερινού

λυπητερά βυθίζεται σ’ επιθανάτια σκέψη.

 

Όμως εγώ ένα σούρουπο είδα μια ράχη εξοχής

κι όταν πλησίασα έτσι άσκοπα, μέχρι τα χείλη του γκρεμού

βρήκα να λάμπουν δυο κεριά   κολλημένα στην πέτρα.

 

Μέσα σ’ αταίριαστους με τη θρησκεία μου ναούς

γέρνουνε κιόλας τα κεριά φέγγοντας πρόσωπα που ψέλνουν αίνους

καθώς στ’ απώτατα του μνημικού

απ’ το κοχύλι τ’ ανοιχτό, μ’ εξάρτηση πολέμαρχου και λυγισμένο γόνα, βγαίνει κορμί αιθέριο

κι εμπρός του ατενίζοντας ψηλά σηκώνει το σπαθί στο έδαφος ριγμένη,

μαύρου αγγέλου υπόσταση,   τη Θλίψη να τρυπήσει.

 

Πώς θα ’θελα να σέρνομαι παντοτινά μπροστά σου σαν ένα φίδι ανήμπορο

που λαβωμένο αφέθηκε για πάντα να ψυχομαχεί

γιατί φτέρνα δεν βρέθηκε καμιά να το λυτρώσει

και σβήνει μες σε οδυνηρούς κι αδέξιους ελιγμούς,

έτσι ώστε πια σαν το ερπετό

που ’χε σαρκώσει κάποτε τον άσπονδό σου εχθρόνα μη φαντάζει

μα πλάσμα έρημο της γης εμπρός στα τίμια πόδια σου

τους τελευταίους του σπασμούς αιώνια   να καταθέτει.

 

Απ’ ότι το μηδαμινό και καταπονημένο θ’ αναδυθεί μια βάναυση μυσταγωγία 

όταν εσύ θα ξεχυθείς – φωτιάς μυστήριο – από την πύλη που έστησαν του μεγαλείου οι ήττες,

και κάθε στίγμα  ή  βδέλυγμα στων ουρανών τη δίνη θα καεί,

κι ό,τι ονόμασαν οι άνθρωποι καλό  ή  ωραίο  κατάρα θα ’ναι κι όνειδος

για τις καρδιές που θα δεχθούν τον άξαφνο ερχομό σου,

μιας αγαλλίασης καταιγισμός, όπου οι σοφοί θα δώσουν λόγο

και οι ενάρετοι θα συντριβούν  κι  η ύπαρξή σου θα δηλώνεται από μακριά εντέλει

σ’ εκείνους που θ’ αξιωθούν της νίκης σου τα έργα,

δέος αγάπης, να κοιτούν σκυμμένοι από τα ύψη, κει όπου θα ’χουνε κρυφτεί,

άμαχοι  κι  άναυδοι, στη θέα να τρομάξουν –

εσύ ν’ αρδεύεις, δίκτυο φλόγας, τα κτήματα του καθαρμού.

 

Τι λαμπρά ναυαγεί την ώρα τούτη ο ήλιος στις ακτές του Ιδανικού –

κι αυτά τ’ αδέσποτα  συντρίμμια, θρυμματισμένα ως πέρα, πάνω σε κύματα νωχελικού φωσφορισμού

όλοι μου είναι οι θησαυροί απ’ ό,τι γοητεύτηκα,

τώρα που έδυσε για πάντα η νοσταλγία

κι είναι εικόνα μαρασμού  και  συνεχώς μακραίνει

μέσα στην έκταση μιας υπερκόσμιας μελαγχολίας.

 

Μα έστω κείνο το νησί στην άκρη του ορίζοντα – σύννεφο πετρωμένο – ας γίνει όχημα χαράς, 

κι εσύ που πρόσταξες να είναι

καπνός  η κάθε μου θολή των αισθημάτων τύψη

οδήγησέ μ, κωπηλάτης, απ’ τα μεσάνυχτα που θα ’ρθουν

έως του όρθρου τη σεπτή κι άγνωστη πολιτεία.

 [κι άλλα αποσπάσματα  από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996

κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή

αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο 2013]

 

 


 

ΠΝΙΞΕ ΟΣΟ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΠΟΡΕΙΣ, ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΜΑΥΡΟ ΣΟΥ ΕΑΥΤΟ…

(…ψελλίζοντας στο παρελθόν το τυπικό σου αντίο…)

κι έλα να πεις ευχαριστώ σ’ αυτή τη μέρα

-μέρα που φτάνει σαν Αρχάγγελος

φέροντας δώρα σ’ ένα δισκοπότηρο,

καθώς χαράζει όπου να ’ναι μεσ’ απ’ του κόσμου τα δεινά ένας άλλος αιώνας.

 

Κι αν πόθησα,   μένουν φαντάσματα

κι αν άγγιξα,   μένουν πτυχές·

ω τι ταξίδι μυστικό,   μετοικεσία,

για κάποια χώρα τόσο μακρινή

που σχεδόν δεν υπάρχει.

 

Ατμοί από λιβάνι λύπης κρύβουν αόρατη κορμοστασιά

καθώς τυλίγει σ’ ένα σύθαμπο η ομίχλη κήπους και περιβόλια

όταν ο νους αναπαυμένος σ’ αθώα παραισθητικά

το κάθε πέταγμα ζωής εξοβελίζει,

κι είναι τα πάντα σύννεφο, άχνη και πανδαισία.

 

Βγες ένα Σάββατο πρωί και ψάξε μες στ’ απόνερα,

και βρες το θάρρος να δεχτείς το άφαντο κορμί σου,

και τα μάτια γυρνώντας μη δειλιάσεις να δεις

καθισμένη στην πέτρα τη στερνή σου Εικασία.

 

Του πόνου σπίθα μυστική, στο άδυτο εικονοστάσι που κουβαλάει καθείς μες στην καρδιά του

πόσο βαθειά λάμπεις απόψε σα να ’ρχεσαι  από κάπου αλλού.

λες και πονάει ολόκληρο   το Σύμπαν.

 

Ήλιος να ρέει ακράτητα στις κατωφέρειες των υδρατμών,

λάβα σ’ αχνόγκριζους  κρατήρες,

μια ξαφνική κατάβαση μες στην πεζή λιακάδα,

ενώ οι άθρωποι ακόμη αμέριμνοι ασχημονούν

κι η φύση ταπεινά στο χώμα τρέμει κι ανατριχάει.

 

Όταν οι αύρες ξαστοχούν μεσ’ απ’ τα κρίνα  και παίρνει εύρος η ακατάδεχτη σιωπή

ο κάμπος γίνεται βοή και σκυθρωπιάζει

η μέρα γίνεται χαρά κι αντιλαλεί,

αλλά στα ύψη του βουνού, στα καταφύγια,

σταγόνες στάζουν με ρυθμούς

που μόνο η πίκρα του ψαλμού αντισταθμίζει.

 

Μια λεπτεπίλεπτη ανταύγεια παλμού σαλεύει κάτω απ’ τις στιγμές

κι όλες του νου τις χορδές αγγίζει

βγάζοντας κάτι σαν αχό τρικυμισμένου δέους

μπροστά σε βάθη μακρινά  -  σπηλιές που γέρασαν μες στο σμαράγδι,

έρημα εδάφη αστεριών, σμάλτινα φώτα!..

 [κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη  ΜΙΧΑΗΛ 1996]

 

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΓΕΡΝΩ ΣΤΗ ΦΘΟΡΑ  ΚΙ  Η ΥΠΑΡΞΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑΝΤΑ ΣΤΕΚΑΜΕΝΗ ΕΝΤΕΛΕΙ…

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη  ΜΙΧΑΗΛ 1996

κι όλα μαζί τα πάθη μου στο βούρκο αυτό λιμνάζουν,

ευλαβικά στοχάζομαι πως τώρα μόνο θε να ’ρθουν

στο σάπιο μου νερό ν’ αντικαθρεφτιστούνε

πτηνά υπερουράνια.

 

Εσύ που μέσα μου φτερουγίζεις ανέλπιδα,

μια καρδιά ολοζώντανη σε κορμί πεθαμένο,

βρες στα περίχωρα του κολασμού λίγο άσπιλο χώμα  και  πάτησε το πέλμα σου εκεί,

για τις απόκοσμες ψυχές,  ν’ αφήσει χνάρι ανέγγιχτο,

κι ύστερα εξαφανίσου.

 

Γιατί, όταν είδα να ξεσπά όλο και πιο εφιαλτικά η ζωή,

ένα νησί από χρυσάφι – σπάραγμα πυρκαγιάς –

ήρθε από την άκρη του βοριά

και στάθηκε ακριβώς εκεί όπου ο ήλιος πάει και γέρνει αργά το απομεσήμερο,

μέχρι που κόπασε το δειλινό και μεσολάβησε η ώρα η τόσο τέλεια ταιριαστή

μ’ ό,τι ονομάζουμε απλοϊκά αιωνιότητα;

 

Σώριασε χάμω αλύπητα το μεγαθήριο του κόσμου

στη ρίζα του βυθίζοντας   κάτι που  αγαπάς

και καθισμένος ύστερα στ’ αναίμακτα συντρίμμια

κλάψε γι’ αυτό και σπάραξε

με δάκρυα χαράς


ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΕΤΑΛΑ ΡΙΓΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ…

(… πώς μοιάζουν αίμα που έσταξε από ουράνια σάρκα…)

κι έχουν βρει πια τον τρόπο να γητεύουν οι ώρες τον γλυκό γυρισμό

και να στρέφουν αργά στο βυθό της καρδιάς

τις μορφές με τα μύχια βλέμματα.

 

Τι κι αν ψηλά δρομείς θριαμβεύουν σ’ εκτυφλωτικά διαστήματα

σβήνοντας ίχνη από ιπτάμενες κορυφές·

άπειρες εδώ κάτου ανοίγονται διαδρομές.

γκρίζα βουνά και δώματα και μακρινά ουράνια,

όπου φεύγεις και σ’ αναρπάζει ένα φως δίχως όρια.

 

Δρόμοι της λήθης, δύσκολοι δρόμοι

που πήρα χωρίς σκοπό φτάνοντας ν’ ακουμπήσω

πάνω στην πέτρα του καιρού και να κοιτάξω μακριά

τη θάλασσα να σβήνει, να κρύβεται απ’ τα βουνά

όλη η απελπισία – δρόμοι της αναχώρησης,

δένδρα του άλλου κόσμου,

δάση όπου καταφεύγουν υπάρξεις ανυποχώρητες,

φύλλα που φλέγονται χλωρά – αιώνιοι τόποι!..

 

Πούπουλα στον αέρα, κοπάδι αγγέλων που φυλλορροεί  κι άυλο χιόνι κερασιάς φαντάζει,

γύρω από μαύρα ξύλα και σκοτεινά συντρίμματα  κι όμορφα υλικά

όπου σπαράζει η φρίκη, ένας αϊτός στις παρυφές του χρόνου

και φτάνει  πια η ανατολή της τέλειας Μέρας.

 

Δεν αρκεί να ’σαι μόνος και ν’ αντέχεις βουβός·

πρέπει να πεις γι’ αυτή τη νύχτα,

όταν είδες να στρέφονται οι πηγές καταπάνω σου

κι εσύ δεν είχες άλλο στήριγμα

έξω απ’ τα δυο πελώρια και στοργικά φτερά όπου κρατήθηκες με πάθος,

νιώθοντας πάνω σου τη ζεστασιά όλη του Παραδείσου.

[αποσπάσματα  από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996

αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο 2013]

 ΠΟΙΟ ΛΑΜΠΥΡΙΖΕΙ ΕΚΕΙ,  ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΝΕΦΙΚΤΟ, ΜΑΤΙ ΞΩΘΙΑΣ  ή  ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ  ΑΚΥΡΟ ΝΟΜΙΣΜΑ…

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη  ΜΙΧΑΗΛ 1996)

που τώρα η δική σου εγρήγορση

φτάνει με την ενόραση να το εξαργυρώσει;

 

Ω νερολούλουδο κλειστό  ή  άσκοπα ανθισμένο

που αναδύεσαι απ’ το χρόνο μόνο σε σπάνιες στιγμές

και παραδίνεσαι σ’ αυτούς που αλίμονο

θε να σε κάνουνε και πάλι Πράξη·  ποιος άραγε μας κατοικεί

-απόηχοι ψιθύρων ακροβατούν ατέρμονα

στο βάραθρο του στήθους – ό,τι αναπνέει εκλιπαρεί

κι εξιλασμό γυρεύει.

 

Μια νουθεσία πιο αβρή κι απ’ τους κρυφούς κυματισμούς των αναστεναγμών μας

έρχεται κάποτε και μας χαϊδεύει,

όταν τα κρίματα πλανιούνται μες στη μνήμη

σα διαβατάρικα πουλιά ψάχνοντας λίμνες

για ν’ αποθέσουν τα φτερά

πάνω στο κρύσταλλο της αρετής που τρεμουλιάζει.

 

Σέρνει γέρνει ο ουρανός με λαμπερή κατάνυξη   και  στα χαμόδενδρα η ζωή πέφτει να ξεψυχήσει,

αφού απόκαμε να λογαριάζει τα λύτρα της υπακοής   και ν’ αγμοεί του ρολογιού τους μετρημένους χτύπους.

 

Βγάλε του κόσμου τα φτιασίδια  και δείξε αγνό το πρόσωπό σου,

να λάμψει ο ήλιος επιτέλους πάνω σ’ αισθήματα γυμνά

και να ’ναι θαύμα ο κεραυνός  κι  η καταιγίδα έλεος

κι ο θρίαμβος μες στη γιορτή

ίδια η ταπείνωση να οδεύει.

 

Πέφτει απλά η βροχή μια ελεημοσύνη

για τα αγριολούλουδα που σαν ψυχές τραβιούνται απόμαχες έξω από τη φθορά,

ενώ χλωμές από παντού οι πνοές

να και που πάλι ξεμυτίζουν.

 

Άσπροι αρχάγγελοι δακρύζουν και μαύροι κύκνοι ακροπατούν,

κι εκεί βαθιά στ’ απόνερα ψάχνουν να βυθιστούνε

και να ’ναι εικόνες ιερές που θάφτηκαν στη λάσπη, τα προδομένα αινίγματα.

ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΣΜΑΡΙ ΑΠΟ ΠΟΥΛΙΑ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΟΡΥΜΑΓΔΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ…

(… να ’ταν σημείο,  οιωνός  ή  μήπως ήταν η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ…)

… τρελή χαρά του αναβρασμού, που σε καλούσε αχόρταγα   σ’ άλλων απόδειπνων μελλοντικών τις κατανύξεις;   Ματαίωσε τα έργα σου, ρίξε σποδό στη νίκη, άσε τα βράδια τ’ αγγελόμορφα,   έλα σε χώρες αδυσώπητες  και  την ψυχή σου ακόνισε να οσφραίνεται στο κάλλος   την πιο μεγάλη παρακμή   και  πάλι απόκτησε καημούς κι αόρατα φραγγέλια,   την πλάση εναρμονίζοντας στο ρυθμό μιας Ανάσας!..  Στην παγωμένη πολιτεία περπατώντας αντίκρισα τον ουρανό,  πορτοκαλί  και  κόκκινο,  πάνω απ’ τις λεύκες τις γυμνές  με τ’ αναμμένα δάκρυα των Χριστουγέννων.   Όλες μου τότε οι μνήμες πετάχτηκαν σπασμωδικά,   ίδιο ένα κύμα που σωριάζει αδιάφορα λογής αρνήσεις  και  το φως έλαμψε με διπλή απόγνωση,   φωτιά καίγοντας έρημη στη λάσπη της συννεφιάς.   Τριγύρω μου αραδιάζονται μνήμες σαν να ’ταν τάφοι,  σκέψεις πετούν απόμακρα,   χάνεται η έκστασή μου  κι ένα λοξό σμαράγδι φέγγει ό,τι λησμόνησε ο χαμός.   Βότσαλο γίνε αγνοημένο στην άβυσσο της σιωπής   μα να θυμάσαι πριν χαθείς τ’ άστρα κοιτώντας  δυο φορές να πεις κρυφά μια προσευχή   σ’ όλους εκείνους που σ’ αρνήθηκαν   και νοερά να χαιρετήσεις   ό,τι αισθάνθηκες μες στη ροή εφήμερο να σ’ αντικρίζει.   Και θ’ ανασκάβεται η ψυχή με άροτρα οδύνης·  κι  αν καταπνίγεται στα πάθη του κανείς, πάντα θα βγαίνει αγνώριστος  και  αναγεννημένος   εωσότου λευκές παρουσίες αγγέλων φανούν   γύρω από τούτη την κοιλάδα της δοκιμασίας που ονομάζεται κόσμος!..   [αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ, Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003]

Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ