(… είναι αυτά που πρόκειται να γνωρίσω…)
Τα τραίνα
περνούν ξυστά στους κήπους των κέντρων διασκεδάσεως.
Ατσάλι, μαύρο ατσάλι,
μαύρες σπίθες, μαύρος θόρυβος,
μια μυρουδιά από
άξονες και κάρβουνο
στάζοντας στη νερουλιασμένη μπύρα -
το πρόσωπο του
ατμού εγκάρσια φωτισμένο, αναποδογυρίζει
το χώρο
σα μια τσέπη που
κρύβει μόνο λίγα τρίμματα από ναυαγισμένα σχέδια,
λίγα γρανάζια
μιας χαμένης μηχανής. Τέτοια ελατήρια
σπασμένα κι οι ερημικοί πελάτες,
τ’ ανόρεχτα
ζευγάρια, οι συντροφιές που μέρες τώρα
λογαριάζαν να γλεντήσουν.
Κανένας δεν
ακούει την ορχήστρα κι ας παίζει μ’ όλη
της τη δύναμη
παράλογα, λες για να πνίξει κάποιους πυροβολισμούς
να σκεπάσει κάποιο
φόνο. Τα τραίνα κουρελιάζουνε τη μουσική
και φαίνεται
πίσω απ’ τα ράκη γυμνή η ζωή των σιωπηλών θαμώνων
με την ελπίδα
φαγωμένη από τον τρόμο, με το ταξίδι κατά τη μεριά της μέρας απρόσιτο
όπως απρόσιτη
είναι η χαρά γι’ αυτόν το μεθυσμένο που χορεύει μανιασμένα
χωρίς να
καταφέρνει να ξεφύγει απ’ τα αόρατα δεσμά του
και χορεύοντας
βουλιάζει.
Κι η γέφυρα ένα
ικρίωμα πάνω απ’ το ποτάμι· λεία
τραπεζομάντιλα λεία κρηπιδώματα·
πίσω απ’ τις
φυλλωσιές τα στόμια των υπονόμων.
Περνούν τα τραίνα τις γονατισμένες γέφυρες,
κουβαλούν τα
πυρομαχικά και τις κονσέρβες, γράμματα για αγνοούμενους από τρελές μανάδες,
ένα φορτίο
ραπτομηχανές για κορίτσια γερασμένα που
δεν θα παντρευτούν ποτέ,
ένα φορτίο
ανθρώπους που μπερδευτήκανε οι
αποστολείς κι οι παραλήπτες τους,
κουβαλούν το
χωρισμό και το σμίξιμο. Πιο πολύ το
χωρισμό.
Δε σώνεται ο
χωρισμός σ’ αυτό τον κόσμο – ξάφνου πολύχρωμα λαμπιόνια βιδώνονται μες το σκοτάδι,
οι επιβάτες
χυμούνε στα παράθυρα ν’ αρπάξουν λίγη μουσική,
κάποια αίσθηση
χορού ή έρωτα κι έπειτα ξαναγυρνάν στις θέσεις τους
νιώθοντας πιο ξεριζωμένοι.
Έτσι κυλάν τα
τραίνα μες στη νύχτα, όπως κυλάει η ζωή μας από επιθυμία σε
ματαίωση,
κι ο άνεμος που
σηκώνεται στο πέρασμά τους στριφογυρίζει
μόνο κάτι βρώμικες χαρτοπετσέτες·
άλλες
μπερδεύονται στα μαλλιά μιας γυναίκας
που απόμεινε στο παράθυρο και κλαίει,
άλλες κολλάν στη
μούρη του βοηθού σερβιτόρου που ρίχνει κάτω απ’ τη θερινή εξέδρα
υπολείμματα
βιαστικών ερώτων κι αποφάγια,
άλλες πέφτουν στα μαύρα νερά του ποταμού
βουλιάζοντας
αργά βουλιάζοντας…
«Παιδί μου, παιδί μου»!..
Ποιο ουρλιαχτό
μάνας , ποιος θάνατος πίσω απ’ το
ψωμί,
ποιος στρατιώτης
μονάχος πάνω στο γυλιό του μετρώντας
υπόλοιπα θητείας,
υπόλοιπα
γλεντιών και φίλων,
ποιος ναυαγισμένος έμπορας μετρώντας
προθεσμίες για γραμμάτια, υπόλοιπα από φθινοπωρινές εκπτώσεις
ποιος
φυλακισμένος με πειθαρχική μεταγωγή μετρώντας χρόνια ατελείωτα,
μετρώντας την
απόσταση από το σπίτι του που κι αυτό
τον ξέχασε…
Κι οι μηχανοδηγοί
δεν ξέρουν, δε μιλάνε, κυβερνημένοι από
μια ξένη θέληση που πνίγει,
δε μιλάει κανείς,
τα γκαρσόνια, οι πλασιέδες με τις τσάντες, οι ερωτευμένοι,
οι εργάτες στο
σκυθρωπό τσιμεντάδικο, οι άνεργοι που
ξενιτεύονται.
Μόνο μετράνε
υπόλοιπα.. υπόλοιπα… Λοιπόν φτιάξαμε
μια ζωή με υπόλοιπα;
Πού πήγαν τα
χρόνια μας, πού πάει η κλεμμένη μας ζωή;
Τα χρόνια που μας
πήρανε, τα χρόνια που σπαταλήσαμε, οι ξεχασμένοι μας ηρωισμοί, τα φριχτά λάθη -
«Παιδί μου… παιδί μου…»
Αυτή η κραυγή σκίζοντας τη νύχτα γυρεύει μιαν απόκριση.
Οι άνθρωποι σ’
αυτό τον τόπο γυρεύουν μιαν απόκριση.
Σύντροφοι μιαν άλλη απόκριση!..
Τα φώτα
καρβουνιάζουν σαν ένα δάσος καμένο,
ο θάνατος της κάθε
μέρας σωριάζεται σα λάσπη πάνω στους ανθρώπους,
πάνω απ’ την
άβυσσο κρέμονται οι κομμένες ράγες σα σκισμένα δίχτυα,
κανείς δεν ξέρει
ή πια δεν θέλει να θυμάται,
μια λέξη που
φτάνει ως τις καρδιές,
ένα μοχλό που
αλλάζει την πορεία!..
Κι αυτός που τα
γνωρίζει, αποξεχάστηκε σαν τον κατάκοπο κλειδούχο
πίσω απ’ το
ξύλινο φυλάκιο με τις περαστικές γυναίκες,
με τις περαστικές αμέλειες
και φόβους·
κι εκείνος που
νόμισε πως τα γνωρίζει ορμάει μέσα στις σκοτεινές
φωτιές
παλεύοντας να
δώσει τη σωστή κατεύθυνση με σήματα σβησμένα,
με λόγια πια
τόσο παλιά που αχρηστεύουν τη θυσία του.
Πού είναι ο
άνθρωπος με το κόκκινο φανάρι… Τα σινιάλα απεγνωσμένα.
«Παιδί μου, παιδί μου…»
Ένα τραίνο κι άλλο τραίνο
κι άλλο τραίνο
φρενιασμένα
έμβολα, μαύρο ατσάλι, πυρωμένο, καρφώνοντας
στη γη το στέρνο των ανθρώπων…
Το σινιάλο μες
τη νύχτα, σαν τον ανάπηρο κλειδούχο,
τη σωστή λέξη
έστω και δίχως χέρια, έστω και με
κομμένα πόδια,
με το κορμί σου
μονάχα που μόνο αυτό μπορεί να φράξει το δρόμο για το θάνατο.
Τη σωστή πράξη
έστω με το κορμί καταμεσής στις ράγες!..
(ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ από
τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956 – 1959
κι άλλες
επιλογές από την ίδια συλλογή
από τη Συγκεντρωτική έκδοση:
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Πρώτος Τόμος 1943 -1959,
εκδόσεις Κίχλη]
ΕΞΟΧIΚΟ ΠΡΟΑΣΤΙΟ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59):
Όλα καλά
στη θέση τους,
τα
δένδρα, τα σιντριβάνια, οι επαύλεις,
ο αττικός
ορίζοντας, κάποια γαλήνη χορτασίλας.
Μια
ομορφιά που άπλωνε σαν καρκίνωμα
μολύνοντας
τους περαστικούς μ’ ελπίδες
ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Ευγενικά ακουμπάμε
δίπλα – δίπλα
γελάμε ή
συγκινούμαστε
ο
διώκτης κι ο κυνηγημένος
ο
βασανισμένος κι ο βασανιστής
ο
εραστής κι ο σύζυγος.
Για δυο
ώρες μοναχά μες το σκοτάδι
ήρεμοι, άγνωστοι
και φιλικοί!..
ΕΙΔΥΛΛΙΟ
Έπινε μια
πορτοκαλάδα
με φόντο
της κομμωτήρια και τουριστικά
γραφεία
καθώς ο
διπλανός της
τη μάγευε
με βλακώδεις στίχους.
Κι όμως
τη λέγαν
Αντιγόνη.
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]
Η ΑΝΟΔΟΣ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)
Παλιέ μου
φίλε
σύντροφε
των μεγάλων ημερών
συγχώρα
με που χτες, όταν καμάρωνες
για τα
καινούρια σου έπιπλα,
εγώ
σκεφτόμουνα πως το καθένα
έκρυβε
κάποιαν υποχώρηση,
ένα
χιλιάρικο περίπου εκπορνευμένης σκέψης
που πια
την πούλαγες
χωρίς να
νιώθεις την ανάγκη
έστω να
παραστήσεις τραγωδία.
ΔΥΟ ΝΑΥΑΓΟΙ
Ξύλα,
κουπιά σπασμένα
δυο
ναυαγοί σ’ ένα μαδέρι
παλεύοντας
ποιος τον άλλονε να πνίξει…
Ήταν αυτό
που απόμενε
απ’ το
μεγάλο στόλο της εφηβικής φιλίας.
ΓΝΩΣΤΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ
Και πάλι
η ίδια αντίθεση:
Εγώ κι οι
άλλοι!..
Ακόμα κι
ο εαυτός μου γίνεται ένας ξένος
που μ’
αντιστρατεύεται.
Κι
αφήνομαι στη μοναξιά,
μοναδικό
μου καταφύγιο
όταν
μετατοπίζω τις ευθύνες
ξεχνώντας
πόσο για εκείνους είμαι ο άλλος
πόσο τους
εξωθώ κι εγώ στη μοναξιά τους.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Πληθαίνουν
τα’ αυτοκίνητα
αυξάνουν
οι ξένες επενδύσεις
όλο και
περισσότερο μεταναστεύουν
οι
εφημερίδες λένε πως ο τόπος
μπήκε σε
νέα φάση ανάπτυξης
διατηρώντας
όμως τα ιδανικά του.
Πατροπαράδοτα
ιδανικά πάντα συνδυασμένα
με σοφές
αστυνομικές πιέσεις.
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]
ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)
Πόσα
χαμένα πρόσωπα, τ’ αναζητούν ακόμα
απ’ το
’22, το ’40, την Κατοχή, τα χρόνια τα μετά,
γυναίκες, αδελφές
που και που κανένας άνδρας,
αναζητούν
κάποιον στη Μέση Ανατολή φαντάρο
ένα
κοριτσάκι, τελευταία το είχαν δει στη Σάμο
άλλον
όταν μπαρκάριζε για Νέα Ζηλανδία.
Άραγε
εμάς πού
και ποιος μας είδε
για
τελευταία φορά;
ΠΕΛΑΤΕΣ
Μεθύσια
που τα σκέπασε το πριονίδι
κίτρινοι
γλόμποι όπως λεμόνια μισοσαπισμένα
άδεια
μπουκάλια μ’ αναθυμιάσεις μπύρας και κρασιών
ζευγάρια
που βαριούνται πίσω απ’ τη βρώμικη κουρτίνα.
«Σου λέω
ήταν πελάτης από χρόνια
της
εταιρείας μας»
Όλοι
πελάτες, σύμφωνοι,
αλλά
πελάτης ποιος, ποιανού;
Και τόσοι
να πεθαίνουνε μέσα στον ίδιο χρόνο…
ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Τα
παράθυρα παλιές ψαρόκασες
το ψάρι
μπήκε μες το αίμα
ψαρίσια
γεύση στο φιλί
όταν
παντρεύονται οι νέοι
πετούν
τους γέρους στα καλύβια
παίρνουν
τα σπίτια τους, τ’ ασπρίζουν
«Εμείς η
αστική τάξις»
έλεγε ο τηλεφωνητής
είχε μια
ραπτομηχανή
όμως το
στάρι πριν προλάβει να μεστώσει
το
θερίζουν για τα ζώα
«Έχουμε
γείτονα τον καιρό»
έλεγε
πάλι ο τηλεφωνητής
κι ο
δάσκαλος Κυριακές γιορτές
φορούσε
τα μαύρα του γυαλιά.
Συνηθέστερος
θάνατος από πνιγμό.
[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]
ΟΔΟΣ ΜΑΡΝΗ 48
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)
Χρόνια
συνήθισες το σπίτι να σε περιμένει
άλλοτε
ολόφωτο τις νύχτες σαν καράβι
άλλοτε
σκοτεινό σα θέατρο όπου τελείωσε η
παράσταση
κάποτε
σαν κελί στενόχωρο απ’ την πολλή του ζεστασιά
ώσπου ένα
βράδυ σαν όλα που γυρίζεις
κάποιος
θα λείπει, πιασμένος απ’ την Ασφάλεια,
ξενιτεμένος
για δουλειά, άρρωστος στο νοσοκομείο,
κάποιος
θα ’χει πεθάνει.
Ώσπου ένα
βράδυ δε θα ξαναβρείς το πατρικό σου
σπίτι.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΑΤΡΟΣ: ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Αχ να
γινόταν πάλι να με πάρεις απ’ το χέρι
να με
βγάλεις από τούτο το λαγούμι
όπου οι
άνθρωποι μυρίζονται ανθρωπινό κρέας
να με
πήγαινες όπως τότε στην ακροθαλασσιά
κάτω απ’
τα κτίρια των παιδικών εξοχών,
τότε που
περίμενα να παραπονεθώ
έστω να
πω ότι η προϊσταμένη
κρατούσε
τα γλυκά που μου ’φερνες
κι αντί
γι’ αυτό κοιτούσα μαγεμένος
τα
καινούργια, λαστιχένια σου παπούτσια.
Πατέρα
δεν έμαθες ποτέ
σε τι
κόλαση με είχατε βάλει
τι μου ’καναν
τ’ άλλα τα παιδιά
που όλη τη
μέρα με λέγαν «θεατρίνα»
κι εγώ, πνίγοντας
τα κλάματα, τα ’βαζα με σένα
με το
Θεό, με όλους, που δεν είχες
μια
δουλειά της προκοπής, ει δυνατόν ένα γραφείο.
Ντρεπόμουνα
για το επάγγελμά σου
όπως τώρα
καμαρώνω, τώρα
που κάθε
πρωί κινάω για την κοινή σκλαβιά
του
ασήμαντου γραφείου μου.
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ 1 και 2
Δύσκολα
χρόνια φτώχειας και κατατρεγμού
μαζί τα
ζούσαμε κυλούσαν σαν νερό
έπειτα
άνοιξε μια πόρτα στο βοριά
κι όλοι
σκορπίσαμε σαν ξεραμένα φύλλα.
Όμως πατέρα
τώρα σε γνωρίζω από κοντά
βλέπω όσα
δεν άγγιξαν τη ζωή σου
άχρηστα
λόγια σαλιάρικη ευτυχία
τώρα που
η παρουσία σου όλο λιγότερο με βαραίνει.
Σαν
έφυγες πατέρα άνοιξε ένα φαράγγι
και
φάνηκαν όλα τα περασμένα χρόνια
σα
στρώματα γεωλογικά γυμνά κι απρόσιτα
στην όψη της
κάθε αντικριστής πλαγιάς.
Τώρα όπως κλείνει σιγά – σιγά το χάσμα
μεγαλώνουμε
τις αρετές σου ξεχνάμε τα ελαττώματα
σε
αλλάζουμε σε σύμβολο να σκέπει και να θάλπει
όπως οι
πρώτοι άνθρωποι φτιάχναν το Θεό.
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]
ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)
Ήταν
πολλά τα χάδια που δέχθηκε παιδί.
Κι έδινε
τώρα το νεκρό κορμί του στις ρίζες των φυτών
ν’
αντλήσουν τους χυμούς τους.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΝΕΡΓΩΝ
Δεν
είχαμε λεφτά ούτε για νεκροφόρα.
«Ήμαρτον
Θε μου
μα
σήμερις και να πεθάνεις δεν μπορείς…»
έλεγε η
διπλανή γειτόνισσα.
Τέλος
φωνάζανε ένα ταξί και βάλανε το φέρετρο
εκεί που
βάζουν τις βαλίτσες
μισό
μέσα, μισό έξω.
Κι έτρεχε
το πολύχρωμο αυτοκίνητο για το νεκροταφείο
σαν
εφιαλτικό αγρίμι
που
κράταγε στα δόντια τη βορά του.
Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Επιτυχαίνω, κοντοστέκομαι, στρίβω σε στενά
περνάω
μέσα από στοές, απόκρυφους διόδους
όμως ο
θάνατος δε χάνει ποτέ τα χνάρια μου,
ένα σκυλί
που συνεχώς μ’ ακολουθεί
αφήνοντας
καμιά φορά την απόσταση να μεγαλώνει.
ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ
Γευόμαστε
τις μέρες μας σα μύγδαλα
βιαστικά
σπασμένα στο πεζούλι
ακόμα κι
αν υπήρχε δεν τ’ ακούγαμε
το
απόμακρο κάλεσμα του θανάτου
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]
ΜΝΗΜΕΙΟ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)
Μνημείο
του ερειπωμένου απογεύματος
όταν ο
άνεμος ρίχνει ανταύγειες μικροπωλητών
πάνω σε
λόγια σοφά και αναντικατάστατα
μνημείο
καθημερινής φλυαρίας χωρίς πειθώ
επιβλέποντας
παρόδια σώματα μέλη ανάκατα
πόδια που
βλασταίνουν σε ιδρώτα ασφάλτου,
μνημείο
δίχως πάταγο δίχως ηδονή
με
αδρανείς αφές ως μες τα σωθικά σου
όπως νεκροί
πολύποδες σε κούφιο στέρνο,
και ιδού
από τα έγκατα πτώσεων και παλινορθώσεων
άγγελοι
τρομεροί προβάλλουν έτοιμοι
να
διεκδικήσουν το σκότος να κερδίσουν την
πίστη
να
σφετεριστούν το μέταλλό σου.
Ακίνητος
μπροστά σου δεν εκλιπαρώ το θάνατο
ούτε και
δελεάζομαι από φθίνουσα αθανασία.
Η
ΠΟΙΗΣΗ ΚΛΑΡΙ ΑΠΟ ΦΩΣ ΟΤΑΝ ΘΕΡΙΕΥΕΙ Η
ΝΥΧΤΑ
(…κάρβουνο σκοταδιού μες στην πυρακτωμένη μέρα.
Ό,τι κι αν λέμε,
η Ποίηση δεν έγινε
για να μαστιγώνει τη ζωή μας…)
Και πάλι θα
εμφανιστώ σαν άχρηστος παλιάτσος να
δείχνω τις πληγές που κακοφόρμισαν το
άθλιο τέλος που φωλιάζει μέσα μας.
Φερνούμε νεκροζώντανοι,
αμέριμνοι ναρκωμένοι από το
μανδραγόρα του έρωτα τ’ αμμουδερά μας
κόκαλα φυραίνουν, τρίβονται, μέσα απ’ τα σπήλαια των πνευμόνων ανεβαίνουν πλόκαμοι με μυζητήρες τα στόματα αλλάζουν σε μαλάκια σάπια ο ένας προσφέρει στον άλλο θάνατο σαν
τσιγάρο ένα μικρό προκατασκευασμένο
θάνατο που εξαντλείται σ’ ελάχιστα
λεπτά. Έτσι κι εμε΄να το δέρμα ξελεπιάζει σα σκουριά μένουν τα μάτια, που κάποτε υποδαύλισαν τ’
όνειρο, τώρα μονάχα να παρατηρούν… (ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ
1956-59 συγκεντρωτικός πρώτος τόμος: ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 – 1959,
εκδόσεις ΚΙΧΛΗ]
Παρασκευή, 25
Οκτωβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου