(… γι’ αυτό και μέσα σε κάθε ζωή
υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ απ’ τον εαυτό της…)
Η Ελένη με τον εραστή της συνήθιζαν
να πηγαίνουν σ’ ένα ξενοδοχείο
στην άκρη της πόλης – είναι αυτά τα
φτηνά, συνοικιακά ξενοδοχεία
με τ’ απαρχαιωμένα, κατάκοπα κρεβάτια
τους, τους καθρέφτες χαλασμένους απ’ την
υγρασία
τις λεκάνες, τα κομοδίνα,
τις μαραμένες τους πετσέτες -
πράγματα που αγγίξανε πριν από σένα
χιλιάδες άλλοι, που ίσως τώρα
να ’χουν κιόλας πεθάνει. Και που ενώ αυτοί σαπίζουν κάτω απ’ το
χώμα και
τη βροχή
τα πράγματα κρατάνε ακόμα πάνω τους
την απρόσωπη, θαμπή ανάμνηση
απ’ το πέρασμά τους – ζευγάρια
εφήμερα, χαρτοπαίχτες, μεθύστακες,
παξιμάδες,
και φιλόδοξοι που κλάψαν ατέλειωτα
μες στη νύχτα,
έρημοι. Γι’
αυτό και τα πράγματα έχουν μια δική τους μοίρα,
αθόρυβη κι ανελέητη, γι’ αυτό και
μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ από τον εαυτό της –
η ζωή των άλλων!..
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου
Λειβαδίτη
ΟΙ ΓΥΝΑΚΕΣ ΜΕ Τ’ ΑΛΟΓΙΣΙΑ ΜΑΤΙΑ Σχέδιο για σύγχρονη τραγωδία 1958
Γιατί οι
ΓΥΝΑΙΚΕΣ έχουν προαιώνιους,
μυστικούς δεσμούς με
το αίμα, αίμα της ήβης,
αίμα της παρθενιάς,
αίμα της γέννησης
και βλέπουν πως τα
λόγια στάζουν αίμα, λογχισμένα απ’ τη δυσπιστία
και βλέπουν πως οι
πράξεις τρέχουν αίμα απ’ τη δειλία
αποκεφαλισμένες αίμα
στα χέρια, αίμα στις κούπες,
αίμα στο
ψωμί αίμα για να γεννηθείς,
αίμα για να
πεθάνεις βαθύ, σα θαύμα, ανθρώπινο αίμα
Κι η Ελένη, γυμνή, κυλιέται πάνω στο κρεβάτι,
σχεδόν αδιάφορη για τον εραστή
ολότελα άγνωστη για τον εαυτό τους –σα να πάλευε να ξεφύγει το τεράστιο χέρι
του Θεού,
που την έσφιγγε. Όταν τέλος, ύστερ’ από μια ολόκληρη περιπλάνηση στην
αιωνιότητα,
ξαναγύρισε στο δωμάτιο 27 του ξενοδοχείου, φοβήθηκε απ΄ την ερημιά της
κι ανατρίχιασε. Και πήρε το σεντόνι και σκεπάστηκε.
Ο εραστής συλλογίζεται: «Έτσι κάνουν όλες, ντρέπονται ύστερα».
Δεν ήταν παρά ένας άντρας ατέλειωτα φτωχός, όπως όλοι εκείνοι
που πιστεύουν στον εαυτό τους. Ήθελε να ζήσει
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος ζωής, έξω απ’ τη ματαιοδοξία.
Ενώ πίσω από κάθε τους φιλί, κρυμμένο, παραμόνευε το τέλος
οριστικό και αμετάκλητο σα μια
αριθμητική.
Κι άλλα αποσπάσματα από αυτές τις
ΓΥΝΑΙΚΕΣ εδώ με αντιγραφή και επικόλληση
από το συγκεντρωτικό πρώτο τόμο:
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, Δέκατη Τρίτη Έκδοση ΚΕΔΡΟΣ]
ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΟ ΠΑΡΑΦΟΡΑ ΚΙ
ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ, ΒΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΓΕΝΑΙΑ ΣΑΝ ΤΗ
ΦΙΛΙΑ…
(αποσπάσματα από τη
συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΜΕ Τ’ ΑΛΟΓΙΣΙΑ ΜΑΤΙΑ Σχέδιο για σύγχρονη τραγωδία 1958)
Η Ελένη,
βέβαια, είναι παντρεμένη. Με τον άντρα της είχαν αγαπηθεί
εκείνα τα μεγάλα, τ’ αποκαλυπτικά χρόνια
ανάμεσα στη βουή των ντουφεκιών και τα
τραγούδια και τα οράματα –
χρόνια πιο παράφορ κι απ’ τον έρωτα, βαθειά και γενναία
σαν τη φιλία – τότε που σ’ όλα τα πρόσωπα άγγιζες την
έγνοια της μητέρας σου
όταν ξυπνούσε τα βράδια
κι ερχότανε στις μύτες των ποδιών να δει
αν είσαι σκεπασμένος.
Και θυμάται η Ελένη εκείνη την αγιάτρευτη νοσταλγία που ένοιωθε από
παιδί,
μια δίψα βασανιστική να ξεφύγει. Ποιον;
Πού να πάει; Κι αυτή δεν ήξερε.
Μια νευρική έξαψη που την κρατούσε αδιάκοπα πάνω απ’ την
καθημερινότητα – σαν τη γυναίκα
που η ερωτική παραφορά, ανασηκώνοντάς την πάνω απ’ τα
σεντόνια, σχεδόν στον αέρα,
την παίρνει ξάφνου απ’ τα χέρια σου. Και διηγόταν έρωτες, περιπέτειες, δόξες –
χαρακτηριστική περίπτωση μεγαλομανίας, θα πεις.
Γι’ αυτό όμως και το πρόσωπό της ήταν τόσο όμορφο, πλημμυρισμένο απ’ τα φώτα
μακρινών, απίθανων πεπρωμένων. Οι άλλοι χαμογελούσαν,
μα η Ελένη σ’ αυτά τα ειρωνικά χαμόγελα έβλεπε επιβεβαιωμένη τη μετριότητά τους, φυλακισμένη για πάντα μέσα στο πιθανό. Ύστερα
ήρθαν εκείνα τα χρόνια,
πιο μεγάλα κι απ’ τα πιο τρελά μας όνειρα κι η Ελένη
δε διηγήθηκε άλλο πια!..
ΜΙΑ ΔΕΚΑΡΑ ΚΥΡΙΟΙ, ΜΙΑ ΔΕΚΑΡΑ,
ΚΥΡΙΟΙ, ΜΙΑ ΔΕΚΑΡΑ, ΚΥΡΙΟΙ»
Ο άνδρας της, που την παρακολουθούσε, στάθηκε μια στιγμή
στη γωνιά,
κοιτάζει το μεγαλόσωμο, γκρίζο κτίριο με τα κουφωτά
παράθυρα
και σκέφτεται αν πρέπει να μπει ή να
περιμένει εδώ, απ’ έξω,
πλάι σε τούτον το ζητιάνο που επαναλαμβάνει, χρόνια τώρα,
μονότονα
«μια δεκάρα κύριοι, μια δεκάρα, κύριοι, μια δεκάρα,
κύριοι».
Τα γένια του λάμπουν στις τελευταίες λάμψεις του ήλιου
σε μια πολιτεία μακρινή,
κει κάτω, στον ορίζοντα, που καίγεται μες στη νύχτα –
είναι μια ολόκληρη ιστορία, αλήθεια, τούτος ο ζητιάνος
κάποτε του ήταν αδύνατο να ζητιανέψει, ντρεπότανε κι έκλαιγε.
Ώσπου άγρυπνος νύχτες ολάκερες έπεισε τον εαυτό του
πως οι άνθρωποι του χρωστάνε μια περιουσία τεράστια
που καταχράστηκαν απ’ αυτόν, είτε παλιότερα,
απ’ τους μακρινούς προγόνους του. Άφησε λοιπόν γένια, φόρεσε κουρέλια,
κρέμασε στη φωνή του κι αυτό το ραγισμένο σήμαντρο
προσπαθώντας να κρύψει το τρομερό πρόσωπο της δικαιοσύνης
ή ίσως γιατί ήξερε πως στο βάθος οι άνθρωποι είναι πιο
πονετικοί
παρά δίκαιοι. Και
στέκεται τώρα, χρόνια, εκεί, με το χέρι απλωμένο
μαζεύοντας δεκάρα – δεκάρα όλα τα προαιώνια ανεξόφλητα χρέη
της ανθρωπότητας
στον άνθρωπο. Τέλος
ο άνδρας αποφασίζει να μπει, κι ο
υπάλληλος τον ρωτάει τι θέλει. Του
φαίνεται περίεργο
ένας άνδρας καταμόναχος να μπαίνει εδώ, που η μοναξιά είναι τόσο απέραντη
ώστε έρχονται δυο – δυο για να την υπομείνουν. Πολλές φορές μάλιστα και τρεις μαζί ή και
τέσσερις,
απ’ αυτούς τους πολύ
μοναχούς, που η ανθρώπινη ευκολία τους λέει
έκφυλους – μήπως η αμαρτία
κι η αυτοταπείνωση κι η
περιφρόνηση του κόσμου
σκεπάσουν για λίγο μέσα τους μιαν άλλη
πιο μεγάλη συντριβή.
Χιλιάδες άνθρωποι έρχονται κάθε μέρα να σμίξουν
σε τούτα τα ξενοδοχεία τρίτης τάξεως με τα μυθικά, βουλιαγμένα ονόματα, («Ατλαντίς»
και «Μυκήναι» και «Ευρώπη» και «Νέα
Ζωή»)
και λέει ότι αγαπάει ο ένας τον άλλο, και
θέλει να μπει ο ένας στον άλλον
γιατί κρυώνουν –
κρυώνουν από χαμένα όνειρα, χρόνια που φύγανε,
αναμνήσεις
που δεν θέλουν να πεθάνουν·
συντηρώντας έτσι, από
μοναξιά, το μεγάλο ανθρώπινο πλήθος
Κι οι τρεις μεσόκοπες καμαριέρες
απ’ αυτές που στρώνουν τα ερωτικά κρεβάτια
κι οι ίδιες αυτές δεν αγαπήθηκαν ποτέ
απ’ αυτές
με τα μεγάλα δακρυσμένα μάτια των αλόγων
που τα ξέχασαν μες στο χιόνι
μαζεμένες στο δωμάτιο υπηρεσίας
σαν ένας αρχαίος,
τραγικός χορός
μπρος στα προπύλαια
ενός βρώμικου νιφτήρα
κουβεντιάζουνε με τόση καρτερία
που και τα πιο απλά λόγια
στο πικρό τους στόμα
τη βαθειά λάμψη ξάφνου παίρνουνε
των μύθων.
Και κουβεντιάζουνε για τις εισπράξεις,
τη βροχή, τα
όνειρα, την τύψη
και για όλους τους τρόπους
που μαγειρεύονται οι πατάτες,
για τα εγκλήματα που γράφει η εφημερίδα,
για το άδειασμα του βόθρου
και το θάνατο
και την Ανάσταση
και τ’ άλλα αιώνια πράγματα. Και λένε,
λένε
μεσ’ απ’΄τα λόγια θέλοντας να υπάρξουν
Στα πρόσωπά τους οι βαθιές ρυτίδες
είναι τ’ αυλάκια που κυλάει ο χρόνος
πέφτοντας αθόρυβα
στην αιωνιότητα.
Απ’ αυτές με τα χοντρά,
βρώμικα χέρια
εξαγνισμένα απ’ την αιώνια προσφορά.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΗΤΑΝ ΣΥΝΤΟΜΑ
(… όπως, άλλωστε, και το κάθε τι σ’ αυτόν τον κόσμο …)
… το αυτοκίνητο των πρώτων
βοηθειών, ο διευθυντής του
τμήματος, οι περαστικοί που
χαζεύουν, το φορείο με τον τραυματισμένο
εραστή, και σε λίγο τα δυο σκεπασμένα
πτώματα. Κι ο αντικρινός ζητιάνος που
πλησιάζει αμίλητος ξεχνώντας για μια
στιγμή την προαιώνια οφειλή μας. Κι ο
οίκτος του είναι ακόμα πιο τρομερός απ’ τη δικαιοσύνη του. Κι ύστερα ξανά η ησυχία και το
αμείλιχτο κύλισμα των ωρών κι η μύχτα
κι η βιαστική επιστροφή των περαστικών στις απάνεμες εστίες τους μακριά απ’ τις καταιγίδες των δρόμων. Μονάχα ο υπάλληλος καθισμένος στο παράθυρο
συλλογίζεται πως απόψε θα ’ναι πάλι
μαζί, πλαί – πλάι, στο νεκροτομείο. Ολόγυμνοι!.. Τόσο μονάχοι και
τόσο κοντά που αν έχει λίγο παραπάνω πιει ο φύλακας του
νεκροτομείου μπορεί και να του φανεί πως
αγκαλιάζονται!.. Και συνήθως πίνουν
αυτοί οι τύποι. Του αρέσει ακόμα να
φαντάζεται πως μόλις μπήκε ο άνδρας,
είπε: ΕΛΕΝΗ!. Κι η φωνή του έπεσε σαν κρίνο πάνω στη γύμνια
της και τη σκέπασε. Κι έννοιωσε μέσα
της να σκιρτάει σα βρέφος η αιώνια της
αγνότητα. Έτσι, για μια ακόμη φορά, μέσα σε τούτο το πανάθλιο
ξενοδοχείο γινόταν το πανάρχαιο μυστήριο
της τιμωρίας και της συχώρεσης – γιατί ο τιποτένιος αυτός
υπάλληλος, με το πρόσωπο γεμάτο
σπυριά, έχει δει, βλέπεις, πολλά, και ξέρει πως είμαστε όλοι ένοχοι για κάθε ανθρώπινη πράξη. Σκέφτεται, μάλιστα, πως ο ήλιος που βασίλευε, και που γι’ αυτούς βασίλευε για τελευταία
φορά θα τους έλουσε ξάφνου μ’ ένα φως
άλλο, βαθύτερο -
καταυγάζοντάς τους με κείνη τη μεγάλη, σπαραχτική ομορφιά που παίρνουν
οι άνθρωποι όταν τα θέλουν όλα. Τέλος ούτε κι ο ίδιος μπορούσε πια να πει τι
ακριβώς είχε συμβεί, και τι είχε
προσθέσει η απεγνωσμένη δίψα του να
ξεφύγει τον εαυτό του. Ίσως όμως και να
τα είχε απλώς όλα φανταστεί, καθισμένος,
εδώ, στ’ ανοιχτό παράθυρο, αντίκρυ στο
βαθύ, σιωπηλό στερέωμα νοιώθοντας την απέραντη ευτυχία να ζει και να
μυρίζει και να βλέπει και ν’ αγγίζει μέσα
σ’ αυτόν τον αλλοπρόσαλλο κόσμο που τον αγάπησε και τον μίσησε παράφορα που τα κέρδισε και τα έχασε όλα, για να τα κερδίσει και να τα χάσει ξανά και
ξανά!.. Γιατί η ζωή είναι ατέλειωτη και μπορεί κανείς ξαναρχίσει και
δυο φορές - να ξαναρχίσει κάθε μέρα, κάθε ώρα,
κάθε στιγμή - και τίποτα δε χάνεται, μα όλα είναι για πάντα μέσα σου κι οι νεκροί
κι οι σημαίες κι οι
όρκοι και τα χρόνια που φύγανε και τα
χρόνια που έρχονται. Και τα
τραγούδια και τα δάκρυα κι οι φτυσιές
κι οι ταπεινώσεις κι όλα τα όνειρα μέσα σου. Κι είσαι ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα… Και
πέρα στο βάθος απλώνεται η πόλη απέραντη,
πολύβουη, κατάφωτη, αμφιθεατρική,
σαν ένα αρχαίο, γιγάντιο
στάδιο όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση!..
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ Τ’ ΑΛΟΓΙΣΙΑ
ΜΑΤΙΑ Σχέδιο για σύγχρονη τραγωδία 1958 –
συγκεντρωτικός πρώτος τόμος: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966. εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ]
Τρίτη, 1 Οκτωβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου