Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΚΥΛΑΕΙ ΜΕ ΜΑΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΞΟΡΚΙΑ

 

(… διψάω για λίγη ξενιτιά   για μια γουλιά άγνωστο…)

Χάσματα του καιρού 

από κορμί σε κορμί ποια συνέχεια

φαντάσματα χαδιών

άδεια κελύφια από φωνές χειρονομίες και πράξεις

λαγόνες στήθια που στραγγίξανε να ντύσουν νέες ψυχές

κι η φτερούγα του αρχαγγέλου ακουμπισμένη στην εξώπορτα

ποιος γνώρισε ποτέ τη μάνα του παιδούλα

 

Χάσματα του καιρού

τα στοιχειωμένα διάκενα μες στη διαδοχή

ο σάπιος σπόνδυλος και το σπασμένο σκαλοπάτι της σκάλας

Τι να τις κάνω εγώ τις μνήμες μου

τι να τις κάνω εγώ τις ρίζες μου 

όταν τα φύλλα μου έλιωσαν στο χώμα

 

Η σάρκα βασανίζει τη σάρκα

και το πνεύμα αυτοτιμωρείται αιώνια στη μοναξιά του

η ζωή μας κυλάει με μαγείες και ξόρκια

με όλες τις καθημερινές μικρές μας ανθρωποθυσίες

 Όμως το λάδι της καντήλας τώρα βούλιαξε και το νερό ήρθε απάνω

κι η φλόγα φεύγει με ουρλιαχτά δαγκώνοντας Πατέρα και Υιό 

 

Τι να τις κάνω εγώ τις ρίζες μου 

όταν οι ρίζες μου απαγχονίστηκαν στον ουρανό

και το άγριο χώμα προχωράει και σφίγγει όλο και πιο στενά το Μισολόγγι

 

Τι περιμένουμε

άνεμο στα πανιά μιας νέας μοίρας

άλιωτη πανοπλία στην άκρη του γιαλού

μοιράζοντας την ψυχή μας ανάμεσα σε λύκους και σε σκύλους

σφάζοντας  στην πυρά την Ιφιγένεια  τους Τρώες και τον Άγο Βασιάρη

 

Βροχή – βροχή φαρμακερή

καθώς περνάει Μάρκο, το ξόδι σου

στητό δεμένο στ’ άλογό σου 

κι ακολουθούν παπάδες και ψαλτάδες

θυμιάματα λοιμοί και καταποντισμοί

και πίσω αιχμάλωτοι εχθροί πισθάγκωνα δεμένοι

μεταξωτές σημαίες νικημένες

άλογα καταστόλιστα

άρματα και σπαθιά ντουφέκια γιδοπρόβατα

λάφυρα ενός αγώνα που κολλάει και μπλέκεται σε βάλτα και σε βούρλα

 

βροχή – βροχή φαρμακερή

Ελευθερία  ή  θάνατος..

 

Καλύτερα θάνατος καλύτερα θάνατος

[πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή  του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976 

Ακολουθούν  άλλα επτά   αποσπάσματα από την ίδια συλλογή

Αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

 


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

(… προτού προλάβουμε να πούμε κάτι…)

Καλύτερα λοιπόν με τις Σειρήνες

βορά της ίδιας σου της αίσθησης

χορδή και ήχος μαζί

μαρτύριο και μαρτυρία

παρά δεμένος τώρα στο κατάρτι

με τους κουφούς συντρόφους γύρω σου

να παραπλέεις τη μοίρα σου

παρέξ ελάαν…

πολύτροπος θεομπαίχτης

με χίλια δυο τεχνάσματα της ψυχής γυρεύοντας να συμβιβάσεις

πάθος και γλιτωμό

αρρώστια  και  επιβίωση

έγκλημα και δικαίωση

 

Στο Τύμπιγκεν  σκοτείνιαζα – σκοτείνιαζα

36 χρόνια λαβωμένος

όχι απ’ τα βέλη του Απόλλωνα μα απ’ τη σιωπή του φίλου

που εγώ εξακολουθούσα να του γράφω κι όταν πέθανε

(«Προς τον Σύμβουλον του μεγάλου Δουκός Φρειδερίκου φον Σίλλερ

που τώρα κατοικεί στα Ηλύσια…»)

Γυρίζοντας απ’ το Χαράρ να παντρευτώ μια κόρη της Σαρλβίλ

στη Μασσαλία με πετσόκοψαν νυστέρια και πριόνια

Στην Πϊζα με ρήμαξαν προβολείς φτυσιές και κουρνιαχτός

Δεν είναι γραφτό μας να πεθάνουμε από ποίηση

μα απ’ τα κοινά και ταπεινά μας πάθη

Με βρώμισες ζωή,  με βρώμισες..

 

Τελειώνει ο κόσμος μας τελειώνει ξεψυχούν οι δαίμονές μας

θρήνοι του Κύκλωπα στα σπλάχνα μας

λιμός των Λαιστρυγόνων στων ματιών τους σκουπιδότοπους

η απατημένη Κίρκη πόρνη στα λιμάνια

και της σφαγμένης Μέδουσας  το αίμα στα ποτήρια μας

και τα φτερά του Αλόγου να ξεσκίζουνε τον ουρανό

ενώ οι οπλές του βούλιαξαν  στη λάσπη του μυαλού μας

Καλύτερα λοιπόν

Στο πρακτορείο «Βιργίλιος» τσακώθηκα

επέστρεψα εισιτήριο και συνάλλαγμα

-Δώστε τον οβολό μου πίσω

θα φύγω για την Πρέβεζα. Όχι πια κρουαζιέρες στην Κόλαση

όχι αλλαγμένο νόμισμα

όχι ποιητής – ένας ανίατα άρρωστος που προσποιείται τον ανίατα άρρωστο…

 

Καλύτερα λοιπόν με τις Σειρήνες

ένας ατόφιος θάνατος

παρά δεμένος τώρα στο κατάρτι

μέσα σ’ ένα βαρέλι αλκοόλ

και να θαλασσοδέρνεται μερόνυχτα η «Φλόριντα» ξυλάρμενη

μ’ ένα μάταιο Μισολόγγι στοιχειωμένο στα ξάρτια της

να μπαίνει κάποτε στον Τάμεση όπως λεπρός μες σε μητρόπολη

και τ’ άλογα καλπάζοντας να φεύγουν για το Νότιγχαμ

τ’ άλογα που δε φτάνουνε ποτέ στο Νότιγχαμ

 

γιατί κανείς μας δεν γυρνάει ποτέ ως τις ρίζες του

 

Λίγο πιο δώθε πάντα

σε κάποιο Χάκναλ Τόρκαντ όλοι θα θαφτούμε

[δεύτερο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976]

 

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΡΑΓΙΣΜΕΝΑ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Η ΑΜΜΟΥΔΙΑ…

(τρίτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976)

-πίσσες σκουριά και χώμα και παλιά ηλεκτροφόρα σύρματα

μια ταραχή σαν όταν οι νεκροί γυρίζουν μπρούμυτα

κομμένα καλώδια τηλεφώνου που ριγούσαν κάποτε

απ’ την ερωτική περίπτυξη δυο απελπισμένων αριθμών μέσα στη νύχτα

το ξέρω, θέλεις να πεθάνεις γιατί δεν αντέχεις ν’ αγαπάς

ρίζες από δενδροστοιχίες που κόπηκαν

για να πλατύνει η Οδός, η λαιστρυγόνα Πλατυτέρα

κι ο απόηχος από βήματα που φεύγουν – γιατί βήματα που έρχονται δεν υπήρξαν ποτέ

κι ο γδούπος μιας σκιάς που πήδηξε απ’ τα μάτια μας όταν αρπάξαμε φωτιά

και την ποδοπατήσανε τ’ αποκαΐδια μας

 

Κάτω απ’ τα ραγισμένα πεζοδρόμια δεν ήταν η αμμουδιά

κάτω απ΄τα πεζοδρόμια δεν ήταν –

Γι’ αυτό είμαστε τόσο λυπημένοι

κι εσείς που βρήκατε το θάνατο

κι εγώ που τον έχασα

 

ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΗ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΑΠΝΟΙΑ

(… έκοψα εντός μου με ξυράφι τα ποτάμια…)

Έσωσα την ψυχή μου – ποιο το νόημα

τι να το κάνω το ξερό ετούτο θρόισμα

 

Κόλαση;  δεν πιστεύω την· δεν είναι

κι ούτε φλογοβολάει τα σωθικά μου

 

Αποκομμένη απ’ το πανάρχαιο κρίμα

δε μας σκοτώνει δε μας σώζει η αμαρτία

 

Χαμένη πια η ενότητα του πάθους

θάνατος κι ηδονή ξέχωρα υπάρχουν

 

Σε σώζουν βατραχάνθρωποι,  Οφηλία,

Μαργαρίτα Γκωτιέ, βατεύου εν υγεία

 

Κανείς – κανείς καθώς μαδάει

η καρδιά μου και χάνεται στα χάη

 

Άλλη είναι η μοναξιά σου άλλη η δικιά μου

κι αχ, δεν βρέχει στην πόλη όπως κλαίει στην καρδιά μου

 

Δάκρυα φιλιά στου κρεβατιού την πλώρη

αγάπη μου, για πού τραβάμε ονειροπλόοι

 

Φρενίτιδα γυναίκα απελπισμένη

για μας τι πια σημαίνει η λίμνη Τρασιμένη

 

Μη λογαριάζεις τι ήμουν τι δεν ήμουν

δεν ομοιοκαταληκτώ με τη ζωή μου

[ΤΕΤΑΡΤΟ  απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ  1976]

 

ΟΜΩΣ ΕΣΥ ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ ΔΥΣΤΥΧΟ ΠΟΥ ΧΑΝΕΣΑΙ ΓΥΜΝΟ ΚΕΡΙ ΜΕΣ Σ’ ΑΔΕΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(πέμπτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976)

Της ύστατης πορείας ο ξεναγός μ’ εγκαταλείπει

με πρόδωσε με την ενάρετη ψυχή μου.

Όμως εσύ κορμί μου δύστυχο που χάνεσαι

γυμνό κερί μες σ’ άδεια ποιήματα

σε ποια ζωή όλο και πιο ακατοίκητη

 

Άγνωστα μέρη ακατανόητα  και  παραζαλισμένα

Ξένος μέσα στη μνήμη μου

Πώς να ταιριάξω πάνω μου παλιά σκιρτήματα κι αφές

αφού το ξέρω τίποτε δεν επιστρέφει

κι αυτό που τάχατε ανασέρνουμε απ’ τη λήθη δεν είναι κατακάθι ζωής

παρά μονάχα απάτες και είδωλα του νου

δίχτυα αδειανά – οι ίδιες μας οι ρυτίδες

 

Δε σε γνωρίζω εσένα που μου λείπεις

δεν είσαι εσύ η ανάμνησή σου

ούτε το χτύπημα στην πόρτα ούτε το αλάφιασμα στον ύπνο ούτε-

ξέρεις τι ώρα είναι  για μένα τώρα και τι κάνω μέσα μου;

 

Σωματικά σε χάνω, κόσμε,

κι άλλος δεν είναι πιο ανέκκλητος αποχαιρετισμός

και να ενδυθώ λόγον πνευματικόν ουκ έχω

εγώ που σε άπειρα πνευματικά μαρτύρια εβαπτίσθην

Σωματικός ο λόγος μου που σε άρθρωνα σωματικός

γι’ αυτό θνητός και λίγος

δεν εξαρκεί μήτε για τα στερνά χρειώδη

πριν ν’ απέλθω  και  πλέον δεν θα υπάρχω

 

Γιατί το πνεύμα δεν σαρκώνεται

και ποταπός ο ασπασμός ούτος…

Δεν έγινε   δεν έγινε ποτέ αυτός ο ευαγγελισμός

σάρκα με σάρκα πάντοτε σαρκώνεται

σάρκα με σάρκα πάντοτε σπαράσσεται

σάρκα με σάρκα πάντοτε νυχτώνει

 

et j’ ai lu tous les livres

et j’ ai lu tous les livres

 

ΚΑΠΟΥ ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΟΙ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

(… το  άγριο λαχάνιασμα μες στις ψυχές των άλλων  και  το σακάτεμα του νου  στα αινίγματα της Σφίγγας…)

Γιατί λοιπόν να γίνομαι ξανά όλος θύμηση

και το κορμί γιατί κλεψύδρα πάλι αναστραμμένη

-το παραμιλητό της άμμου μες στις φλέβες…

 

Κατηφορίζοντας το μονοπάτι φια το χωνευτήρι

οι σκιές δε ζητάνε πια άλλο αίμα

στρέφουν το βλέμμα πίσω μ’ εγκαρτέρηση ξέροντας πως θα γίνουν πέτρες

Ένα μετανιωμένο χαμόγελο η πλάση

κι αυτός ο πόνος δεν είναι γιατί χάνομαι  αλλά γιατί  ξεγίνομαι

 

Γέρο – σφυγμέ, καλέ μου κουπολάτη,

η θάλασσα που παλεύαμε δεν υπήρξε ποτέ

μήτε οι μαχαιροβγάλτες άνεμοι κι οι μεθυσμένες νύχτες

μήτε η αμάχη των στοιχειών

σ’ ένα κενό χτυπιούνταν μανιασμένα τα κουπιά μας

σ’ ένα κενό πλήγιασαν οι ψυχές και τα κορμιά μας  

 

… Στο Νο 44 έψαξα για την πόρτα

μα πόρτα πουθενά ούτε κλειδωνιά ούτε τοίχος  ούτε χώρος απτός

και μόνο το Κλειδί μετέωρο

δίχως ν’ αγγίζει που δίχως ν’ αγγίζεται

έστρεφε αργά και μάταια  έστρεφε κι ατέλειωτα

[ΕΚΤΟ  απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ  1976]

 

ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ  ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΡΧΟΝΤΑΙ

(έβδομο  απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976)

ένα προμήνυμα που βουρκώνει τα πάντα

όμως

δάκρυ δεν θέλει να κυλήσει – κόλαση του χρόνου

τρομακτική εκκρεμότητα να υπάρχεις…

 

Αυτό το κάλεσμα δεν έχει μιλιά

κι αυτό το γνέψιμο είναι δίχως κίνηση

και το ξύπνημα δίχως σάλεμα βλεφάρου στη στεγνή μέρα

…Εννήμαρ κέατ’ εν φόνω

ουδέ τις ήεν κατθλαψαι

λαούς δε λίθους ποίησε Κρινίων

και τα μάτια μου  τ’ άρπαξαν και τα ’σερναν στις σκόνες

Ιούνιος θεριστής στα Τρίκαλα και το κομμένο κεφάλι στην πλατεία εφώνησε τρις

νολλεμ    νολλεμ    νολλεμ

 

Πώς θες να δοκιμάσω πάλι

λόγια και λόγια δίχτυα που τραβώ απ’ τα σωθικά μου

αγγίγματα που γίνονται άγρια πουλιά

πλανέματα σ’ αινίγματα του νου και της επιθυμίας

-σ’ ανάκουστο κιλαηδισμό και λιποθυσμένο κρύβεται το φονικό τραγούδι

 

Δεν έχω υπάρχοντα πια

δεν έχω υπάρχοντα

η βάρκα μου στάχτη στην άμμο

 

Αγνάντεμα με την πλάτη  μου στραμμένη στο πέλαγος

Μια ζωή ανεπανόρθωτη  

 

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΜΕΤΑ ΠΩΣ ΕΧΤΙΣΑ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΜΟΥ…

(… και πώς πορεύτηκα  και  πού πλανήθηκα στους ίδιους μου τους δρόμους 

πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου  με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο…)

…δεν είχα κιμωλία να σχεδιάσω την ψυχή μου   με άλφιτα σημείωσα γραμμές και σχήματα μιας μοίρας…   Ψυχόπολη   με τα θαμμένα ποτάμια και τα γκρεμισμένα κάστρα   με τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα  σαν τον κόκκινο λεκέ στην μπλούζα   Ψυχόπολη  με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες   με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες   γειτονιές  επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα   υπόγειοι σταθμοί με ερινύες κοπέλες   που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων   νόμοι  συνθήματα   πραιτώρια  φυλακές   νεκρόκηποι  -  νεκρόκηποι -  νεκρόκηποι   Ανεξερεύνητο έγκλημα   εδώ περιπλανήθηκα   ανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες   φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου   φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία του λογικού   με την χειρωναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ   το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο   ώσπου με ξέκανε σε βρώμικα σοκάκια το τραγούδι…   μη ελπίσεις παρ’ εμού ούτε στίχους ούτε άλλον τι   μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής!..   [ΟΓΔΟΟ και τελευταίο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ  1976 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Δευτέρα, 7 Οκτωβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΝΤΑ ΤΑΞΙΔΕΥΑΜΕ

  Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο… όπου οι άνθρωποι γυρίζουν στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό και, όπως έχ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ