Έμεινε μαθητής του Αμμωνίου Σάκκα
δυο χρόνια·
αλλά βαρέθηκε και τη φιλοσοφία
και τον Σάκκα.
Κατόπι μπήκε στα πολιτικά.
Μα τα παράτησεν. Ήταν ο Έπαρχος
μωρός·
κι οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή·
τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι
άθλιοι.
Την περιέργειαν του είλκυσε
κομμάτ’ η Εκκλησία· να βαπτισθεί
και να περάσει Χριστιανός. Μα
γρήγορα
την γνώμη του άλλαξε. Θα κάκιωνε
ασφαλώς
με τους γονείς του, επιδεικτικά
εθνικούς·
και θα του έπαυαν - πράγμα φρικτόν –
ευθύς τα λίαν γενναία δοσίματα.
‘Επρεπεν όμως και να κάμει
κάτι. Έγινε ο θαμών
των διεφθαρμένων οίκων της Αλεξανδρείας,
κάθε κρυφού καταγωγίου κραιπάλης.
Η τύχη του εφάν’ εις τούτο ευμενής·
τον έδοσε μορφήν εις άκρον ευειδή.
Και χαίρονταν την θείαν δωρεάν.
Τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμη
η καλλονή του θα διαρκούσεν. Έπειτα
–
ίσως εκ νέου στον Σακκά να πήγαινε.
Κι αν εν τω μεταξύ απέθνησκεν ο γέρος
πήγαινε σ’ άλλου φιλοσόφου ή σοφιστού·
πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς.
Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά
να επέστρεφεν – αξιεπαίνως ενθυμούμενος
τες οικογενειακές του παραδόσεις,
το χρέος προς την πατρίδα κι άλλα
ηχηρά παρόμοια!..
Ανθολογούνται
παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα την ίδια χρονική περίοδο – 1921 –
1922 - 1923 από την
πρώτη πλήρη έκδοση των Ποιημάτων του
Καβάφη, ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1935 - ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι:
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΟΧΟΝ
ΕΠΙΦΑΝΗ, «Μες στην καρδία μου πάλλει μια προσφιλής ελπίς…
ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΧΑΪΚΗΣ
ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝΤΕΣ, Ανδρείοι σεις
που πολεμήσατε και πέσατε ευκλεώς…
Σ’ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΛΗΟ, περίπου εκατό ετών…
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ ΑΝΤΙΟΧΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗΣ, Μετά που επέστρεφε,
περίλυπη, απ’ την κηδεία του…
Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ, ΟΡΩΝ
ΟΛΙΓΩΡΙΑΝ, λέξει με ύφος σοβαρόν…
ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ
400 Μ.Χ, Πολίτου εντίμου υιός – προπάντων ευειδής…
ΕΝ ΑΠΟΓΝΩΣΕΙ Τον έχασε εντελώς Και τώρα πια ζητεί στα χείλη καθενός
κανούριου εραστή…
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΟΧΟΝ ΕΠΙΦΑΝΗ
(κι άλλα ποιήματα του Κ. Π.
Καβάφη γραμμένα το 1922)
Ο νέος Αντιοχεύς είπε στον βασιλέα,
«Μες στην καρδιά μου πάλλει μια προσφιλής ελπίς
οι Μακεδόνες πάλι, Αντίοχε Επιφανή,
οι Μακεδόνες είναι μες στην μεγάλη πάλη.
Ας ήταν να νικήσουν - και
σ’ όποιον θέλει δίδω
τον λέοντα και τους ίππους, Τον Πάνα από κοράλλι,
και το κομψό παλάτι και τους
εν Τύρω κήπους,
κι όσ’ άλλα μ’ έχεις δώσει, Αντίοχε Επιφανή»
Ίσως να συγκινήθη κομμάτι ο βασιλεύς.
Μα πάραυτα θυμήθη πατέρα κι αδελφόν,
και μήτε απεκρίθη. Μπορούσε ωρακουστής
να επαναλάβει κάτι. Άλλωστε,
ως φυσικόν,
ταχέως επήλθε εις Πύδναν η απαισία λήξις.
ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΧΑΪΚΗΣ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
ΠΟΛΕΜΗΣΑΝΤΕΣ
Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και
πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη
φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο
Κριτόλαος.
Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να
καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας.
Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.
Σ’ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΛΗΟ
Σ’ ένα
βιβλίο παληό – περίπου εκατό ετών –
ανάμεσα
στα φύλλα του λησμονημένη,
ηύρα μιαν
υδατογραφία άνευ υπογραφής.
Θάταν το
έργον καλλιτέχνου λίαν δυνατού.
Έφερ’ ως
τίτλον «Παρουσίασις του Έρωτος».
Πλην
μάλλον ήρμοζε, «…του έρωτος των άκρως
ασιθητών»
Γιατί
ήταν φανερόν σαν έβλεπες το έργον
(εύκολα
νοιώθονταν η ιδέα του καλλιτέχνου)
που για
όσους αγαπούσε κάπως υγιεινά,
μες στ’
οπωσδήποτε επιτετραμμένον μένοντες,
δεν ήταν
προορισμένος ο έφηβος
της ζωγραφιάς
– με καστανά, βαθύχροα μάτια· -
με του
προσώπου του την εκλεκτή εμορφιά,
την
εμορφιά των ανωμάλων έλξεων·
με τα
ιδεώδη χείλη του που φέρνουνε
την ηδονή
εις αγαπημένο σώμα·
με τα
ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεββάτια
που
αναίσχυντα τ’ αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική!..
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ
ΚΟΜΜΑΓΗΝΗΣ
(κι άλλα ποιήματα του Κ. Π.
Καβάφη γραμμένα το 1923)
Μετά που επέστρεφε, περίλυπη, απ’ την
κηδεία του,
η αδελφή του εγκρατώς και πράως
ζήσαντος,
του λίαν εγγραμμάτου Αντιόχου,
βασιλέως
Κομμαγηνης, ήθελ’ ένα επιτύμβιον γι’
αυτόν.
Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος – ο
κατοικών
συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,
κι από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κι επανειλημμένως φιλοξενηθείς
–
το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,
και το έστειλε εις την γραίαν
δέσποιναν.
«Του Αντιόχου του ευεργέτου βασιλέως
να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το
κλέος.
Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός,
γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός –
ιδιότητα δεν έχει η ανθρωπότης
τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν».
Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ, ΟΡΩΝ ΟΛΙΓΩΡΙΑΝ
«Ορών ουν
πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς
τους Θεούς» - λέγει με ύφος σοβαρόν.
Ολιγωρίαν.
Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο
ήθελεν ας έκαμνε οργάνωσι θρησκευτική,
όσο
ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις
άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηφών.
Οι φίλοι
του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν
θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να
παίζουν σαν κι αυτόνα (τον
Χριστιανομαθμένο)
με
σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον
και σην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες
ήσαν επιτέλους. Μηδέν άγαν, Αύγουστε.
ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ 400 Μ.Χ
Πολίτου
εντίμου υιός - προ πάντων, ευειδής
έφηβος
του θεάτρου, ποικίλως αρεστός,
ενίοτε
συνθέτω εν γλώσση ελληνική
λίαν
ευτόλμους στίχους, που τους κυκλοφορώ
πολύ
κρυφά, εννοείται - Θεοί!.. να μην τους δουν
οι τα
φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες –
στίχους
της ηδονής της εκλεκτής, που πιαίνει
προς
άγονην αγάπη κι αποδοκιμασμένη.
ΕΝ ΑΠΟΓΝΩΣΕΙ
(… τον έχασ’ εντελώς!.. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή…)
… τα
χείλη τα δικά του· στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να
πλανηθεί πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ’ εκείνον. Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν. Γιατί ήθελε – είπ’ εκείνος - ήθελε να σωθεί απ’ την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή· απ’ την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή. Ήταν καιρός ακόμη - ως είπε – να σωθεί. Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν. Από την φαντασίαν από τες παραισθήσεις στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί· γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του!.. [Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ]
Δευτέρα, 9
Σεπτεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου