Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΧΝΟΤΗΣ

 

(…δηλαδή το ρήμα  εμπίπρημι   τρία κορίτσια και η αλληγορία τους.…)

Σερνικός βραχίονας τυλιγμένος στην οσφύ τους

όπως τ’ απόγιομα τυλίγεται μες στον παράδεισο

δεν ανέχομαι τα παράθυρα.  

 

Η ανυποψία τους είναι φτερό του βομβαρδιστικού

που χτυπήθηκε θανάσιμα,  πέφτει στο πέλαγος

αφανίζοντας το κλέος του πρώτου Ισθμιονίκη

και τη διαταγή: 

αποκόψατε τους ανδρικούς βραχίονες

ανασύρατε τα συντριμμένα πτερύγια

αγνοήστε τις Κυκλάδες. 

 

Ήτανε της γενιάς μου ο τελευταίος:

κοινό χαρτί  

στη μέση ένα μόνο γάγγλιο μελανοφόρο

της γενιάς μου ο αστάθμητος παράγων 

που τόσο τέλειος

μόνο μια φορά εφανερώθη.

[ΑΙΩΡΗΣΗ ΠΟΛΥΕΛΑΙΟΥ  από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978: 

 


Κι άλλα ποιήματα από την ΟΔΟ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ

εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 εκδόσεις ΑΓΡΑ:

ΒΡΑΔΕΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΠΥΡΙΤΙΟ,  Τα διακόσα μέτρα να προσέχεις

ΚΝΩΣΑΙΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ,  Πάει καιρός που η θύελλα  το καλάι  τα φίδια είναι θηλαστικά… 

ΕΝΑΣ ΗΩΚΑΙΝΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ  Ακολουθώντας την παράδοση θα σήκωναν.. .

ΩΡΑ ΤΩΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΩΝ.  Τελευταίος η διάρκεια… ανηφοριά μες στον Δεκέμβρη…

ΤΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΚΛΑΣΙΚΟΥ,  Σκούντρησε πάνω σε αντισυνάρτηση…

ΑΝΩΘΕΝ ΤΟΥ ΜΩΡΕΩΣ,  Η εξωστρεφής λέξη  λαχανόκηπος…

ΟΡΑΜΑ ΠΛΙΝΘΟΥ,  Δεν είναι ο δρόμος, όπως λένε, για να χαίρεται…

ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ,  Παραιτημένος τα ευκλείδεια  ή  πλεούμενος των οραματισμών…

ΟΠΙΣΘΙΑ ΟΨΙΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ,  Σαστισμένος με τα πράσινα όπως νέφος όταν ξεκινάει από τον Φλιούντα…    και

ΑΛΟΓΑ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΟΥ,  Ξέρεις, σχετικά με τα πελώρια λείψανα  που των Μουσείων είναι νύστα  και  έπαρση  στες λειψανοθήκες……

 

ΒΡΑΔΕΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΠΥΡΙΤΙΟ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Τα διακόσα μέτρα να προσέχεις.

Το ταξίδι συνεχίζεται προς Αιγόκερω

με παράνοια κλειδούχων

διάστρεμμα στις ράγες,

στην καρτεσιανή κοιλιά μου σάπισε πια

η σκωληκοειδής του Καμασβάμι,  έμπορου στη Μπεναρές.

Να πω σαραντατόσα χρόνια φλεγμονή;

ή που τον κυνηγούν ακόμα τον κάποιον αντι-Χάινε

όπως ακρίδα μέσα σε πέτρες;

Έτσι που πάει μεταμοσχεύομαι βραδέως

σε προκυμαίες Ιλισού

συνεχίζοντας την σπερματόρροια στο όμικρον παιδίσκης

στην πικροδάφνη της που κιθαρίζει,

τα μυαλά χυμένα έξω ανεμίζανε στη ράχη μου

σα λόχος Μυρμηδόνων

ξοπίσω μου η σοφία υφαντουργών

οι φωνές τους  «ρίξτε του»

και ξάφνου η θάλασσα   γυμνή πάνω στην άμμο

δοσμένη στην παιδεραστία με αστερίες

το φεγγάρι πανδαισία των αχινών πεσμένο

κατάχαμα.

 

Έτσι έγινε κι άκουες τον τροχασμό των εξισώσεων

βαθιά στις πεδιάδες.

Η ανοσία θορύβων    η αλλιώς μυρτάλη

άνοιγε δρόμο μεσ’ απ’ τις φραγκοσυκιές

με δρεπάνια κίτρινα.

Ένα μόνο πεύκο χλιμιντρίζοντας

ο ίππος, σκέφτηκα, ο χλωρός,

ο αναβάτης του Ιωαννίτης σιδερένιος

ιππότης Ρόδου και το κουσούρι του

να στραβώνει η γλώσσα του να χάνει το ρο

με την άμπωτη στον Έγριπο

τη σπιτωμένη στη Φραγκιά Χρυσάντζα

τη ζώνη αγνότητος  και  που έχασε τα κλειδιά.

Η δηλητηριώδης λέξη κόρρα

χωνότανε στο αίμα του χλευαστικώς

κι έτσι διαλύονταν το όναρ

της δικιάς μας Ρωμανίας,

κρίμας τον βασιλομπάσταρδο που χάναμε.

 

Σκέφτηκα τότες τον εξατμισά μου κυρ – Ετεοκλή

του δικού μας δεσποτάτου

τις επτά πύλες της Θήβας

και φυσικά το γέρο του αυθεντικού μαζοχιστή

που καλά και βρέθηκε πάνω στην ώρα

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το δίκαννο

λίγο έξω από το διαστροφικό πτολίεθρον

κατά τον Κολωνό,

να ρίξει καταάνω τους στις ερινύες

ειδαλλιώς οι λυσσασμένες του ξέσκιζαν

τ’ απόκρυφα

του ανόσιου.

 

Έτσι εγώ πέρασα αντίκρυ στα κρυσταλλικά

πάλι συντροφιά με πέτρες,  εξόν τις άσπρες,

κυκλοδίωκτος

καταπουείπανε κι ασπιδοφόρος

(τέταρτος αιών μεγαλαυχίας)

κι άλλα που ακόμα λεν για μένα

τάχαμ διαφραγματικός  ιακωβίνος

ή ορεινό τράχωμα μες στο μεσοκαλόκαιρο

ώσπου πες και πες παραχώσανε το πελασγικό μου μάγουλο

και τ’ άλλα μου αλκαλοειδή

και μ’ έχασε από τα μάτια του ο κομισάριος.

 

Τότες

για να τα σκεπάσουνε που φώναζαν

οι μέτοχοι  κι οι καταναλωτές πλατυποδίας

μετάδωσαν την είδηση:

«… διαστημικός φαροδέικτης τριών αναλαμπών

παραλλάσσοντας τις Πλειάδες εσίγησε

κι εξήλθε στα χάη».

Έτσι μουλάρωσα

σπειροειδές αγγόνι του άγιου Λύπιου

ή εθελοντικώς το φιλιατρό του

με καύκαλο Τυρρηνικό   όλος υψίπεδα

που περιδιαβάζοντας τα κακοτράχαλα

πάνω σε ποιμαντορικό μουλάρι

έτσι  «για κάτι υποθέσεις ψυχικές»

ή πες μισεύοντας για το διχασμένο σύννεφο

βάζω σε κίνηση τα φυσερά

και λέω  και  λέω στη γλώσσα μου

με τα εικοσιτέσσερα σύμφωνα

μουγκός   σοφός   ατέλειωος.

 

ΚΝΩΣΑΙΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Πάει καιρός που η θύελλα  το καλάι   τα φίδια

είναι θηλαστικά

το πάτωμα ήτανε ξαρχής τώρα κιτρινίζει

η άνωση σέρνει φωνές    τ’ ακρογιάλι ανάσκελα

στις Γουρνιές χαλίκια οι μικροί μίνωες

τ’ αρχαία κίτρα  τα σταφύλια   οι κρόκοι.

Το σπίτι πια είναι θειάφι,  όταν ψηλά

περνάει σύννεφο  εξ απορρήτων

γίνεται χταπόδι,  κάνει έρωτα μ’ ένα τελώνιο,

επί πολύ το ουρλιαχτό της ηδονής αιωρείται ως ρόμβος

μετά ιονίζεται

και τότες με φωνήεντα  ή  με άλλους αστερίες

ιωδίζει πέρα ως ανοιχτοσύνη.

Εντός οι τοίχοι γονατίσανε το αλφάδι επάρθη.

Οι κατρέφτες μακρινοί,  ότι μέσα τους εκάηκε το βάθος,

πιο πέρα απ’ τον καπνό στήθηκαν ιππότες.

Τα τρωκτικά στο ύψος της περίστασης όπως Λατίνοι

αρπάζουνε απ’ τη μόνη σάρκα μες στο μέλαθρο

απ’ τα βήματά σου που λιγοστεύουν,

η γαλαρία βουβή κι η φλέβα σου θεόστεγνη

μέσα της άταφος ο νεκροτζίτζικας

το μύχιο του καιρού  κι  ο ταύρος,

μόνο η μνήμη είναι λάδι  κι  ο πηλός

που δυναστεύει ως το ταβάνι ντυμένος ιερέας

στ’ άσπρα, ω τι έξαψη να πεις μηδέν,

όλα τούτα πρασινίζουνε λες και συνεχίζεται χαλκός

λουλάκι σοροκάδα σίγμα,

η άλλη πόρτα ορθάνοιχτη με τα σανίδια

καρτεράει το άρρητο  το άλλο σχήμα

που λέει να ’ρθει κάθε μέρα

κάθε.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΕΝΑΣ ΗΩΚΑΙΝΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟδΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Ακολουθώντας την παράδοση θα σήκωναν

από την άσφαλτο τα σκοτωμένα νουκλεόνια

με τις κινήσεις και τους τρόπους του πέμπτου

Τερτυλιανού όταν εθέσπιζε την τελευτή του.

Οι Καρδιλλιέρες κλείνανε και τα ντερβένια,

η μιγαδική μου ονείρωξη έχανε το έκτο πόδι της

εν μέσω αγίων Κλήμεντος  και  Μάμα  των ανατριχιασμένων

από τους ελάσσονες.

Ωχρός αιώνας άπλωνε χέρι κατά τη σκιά μου

ζητούσε το σπέρμα του

ύστερα ξερνούσε τα νεφρά του καταπάνω μου

που ο ηώκαινος πήρα να τριγυρνώ μες στα αλατούχα

όπως το σύννεφο

να χαλώ το παρασκεύασμα in vino θάλασσας κι ανέμου

μόλις έπαιρνε να κάνει μήκος  να γίνει φλοίσβος

κι έβαζα χέρι στην κατάληξη ήτα – ή ος

φλοίσβη, φλοίσβος σάμπως σε φλάουτο

ν’ άνοιγα τρύπες για τους μυστικούς.

 

Τώρα το διηνεκές είναι μια έννοια κωματώδης

όπως ο Τειρεσίας  ή  ο τυφεκιοφόρος του

κι εφώ η επινόηση του συμπαγούς  αρ  μέσα σε σύρτεις.

Γεμάτος σημασίες  κι  άλλες τέτοιες σιωπές

μαθαίνω γάβγισμα.

 

ΩΡΑ ΤΩΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΩΝ

Τελευταίος η διάρκεια,   είδος κοιλέντερου

ανηφοριά μες στον Δεκέμβρη

αυτός να ψάχνει για τ’ αξόνι του

που σκόρπισε στα καλντερίμια τότες.

Εμείς;

τι εμείς που γίναμε οι άλλοι με τη σπειροχαίτη.

 

Τ’ οφφίκιό  μου του κωδωνικρούστη ξέπεσε.

Το ’δωκα για πεντάρες της σαρακοστής

ίσα να κοπεί το αίμα του κόντε Μαρτελάου.

Χαίρε λοιπόν εν Βιθυνία ο γλυκασμός

Χαίρε ο υποδόριος αερολιμένας

κόλπος του Ευρυγένη ας πούμε

ή τα βαμμένα μάτια του,  η ευωδερή μασχάλη

Χαίρε με τους μαστούς ο ανέκαθεν υποαιγύπτιος

και με τ’ άλλα φαγεντιανά ο ασίκης…

 

τότες ώρα των ενδοκρινών χύθηκε καταπάνω μου

η θύμηση,  στύση κι ευφώνιο.

Ήρθε το ρίγος μου νύστα του χαμένου χρόνου

και υπογλυκαιμία.

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΤΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΚΛΑΣΙΚΟΥ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Σκούντρησε πάνω σε αντισυνάρτηση.

Τότες του ήρθε πρώτος αυτός ένας ενδέκατος

να πει για τη φωνή του

που αφού τόσες φορές εχάθη θα ’βγαινε πια κατάσπρη

και πως η πάθησή του των νεφρών

λέω η λύπη του,  στο κάτω – κάτω μόνο λουλακί,

θα ’δινε απέναντι όπως το κάθε χελιδόνι

ή κάτι πιο πλαγιογώνιο.

Πήραν να τον γαβγίζουνε τα πυραμιδοειδή

οι καύτρες κι άλλα ξυλάρμενα,

η πέρα στεριά κάθε που τον έβλεπε

έκοβε τις πρυμάτσες,  έφευγε,

κι η θάλασσα   ο Αναξιμένης  ο Πετρόμπεης

οι αριστεροί ετεοκρήτες  κι άλλες λοφοσειρές

του Σεπτεμβρίου

βαλθήκανε με κεκραγάρια  και  στουρναρόπετρες

ν’ ανοίγουνε τη φλέβα του,

ακούστηκε χτύπος έναστρος των πλατανιών

η αντισυνάρτηση έγινε κομμάτια.

 

Ανήμερα των συντελείων βγάλανε απ’ τα νερά

την ισότροπη ευθεία τόσο κάθετη στον εαυτό της

που του λιμενάρχη η γυναίκα,  μια παλούκω,

του χώθηκε στον θυρεοειδή.

Τότε ο ασελγής επήδησε τον θυρωρό του

ως τα χθες ηλικιωμένον άνθρωπο

που μια στιγμής εφάνταζε στην εφηβεία ολάσπρος

από τον ξαφνικό ηδονισμό

κι ύστερα στο βυθό ευθυτενής  καρφώθηκε

ανάμεσα στις σμέρνες.

 

Δεν έμενε πάρεξ  ένας γαρμπής να πάρει

αυτά τα φρόκαλα,  γράφτηκε βλέπεις του παρακεντέ

να μας εσώσει

λες και χαθήκανε οι δοξαστικοί άνεμοι

και να πώς μας έσωσεν ετούτος:

σκάβοντας με τα πισινά του όπως σκυλί

ξέχωσε μια προελλαδική μασέλα στις Σπέτζιες

το μόνο από τα λυκαυγή πτηνά εφέτος,

αυτό ήταν όλο.

 

Διάβηκε λοιπόν κι αυτό το καλοκαίρι.

Οι άλλοι κλασικοί πήγανε βέβαια του χαμού

σκοτεινιασμένοι.

 

ΑΝΩΘΕΝ ΤΟΥ ΜΩΡΕΩΣ

Η εξωστρεφής λέξη   λαχανόπηπος

η μήτρα της αχανές τυρκουάζ

σκεφτόμουν ποιος μπορεί να γίνει

ραπτομηχανή από λύπη

να εξαρθεί άνωθεν του Μωρέως

σε στάση ακροβυστίας

τόσο εργένης

 

τόσο παραθαλάσσιος

 

καταπίνοντας τις λάμπες ιωδίου

κι ό,τι άλλο ξεπάτωνε την μοναξιά.

Με τρεις σφαίρες στην κοιλιά

έβγαλε από μέσα μου το χαοτικό καλντερίμι.

Επιτέλους για άλλο λόγο

θα  «έκλαιαν οι Μούσες»

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΟΡΑΜΑ ΠΛΙΝΘΟΥ

Δεν είναι ο δρόμος, όπως λένε,  για να χαίρεται

ο ήλιος  τα λέπια του  ούτε το τσεκούρι

να βρίσκει αναπαμό μέσα στο σύννεφο,

ο δρόμος είναι ότι προς τα  «εκεί»

λίγο ακόμα και θα είσαι η σαϊτα σου

(εξάλλου η ομοιότητα δεν είναι καν νερό

παρά όπως δοξάρι παίρνει να παραμιλά

ανεβαίνοντας ολόισια το άφαντο

η θάλασσα γδύνεται

δεν σου επιστρέφει τα χέρια σου

τους παίρνει πίσω την ιστορία τους

κι ετούτα αφήνονται στην εντροπία,

η θύμηση είναι τζάμι   ο λόγος πέτρα

που αλυχτά το φόνο της)

Ο νοτιάς ελύσσαε όπως όταν λεν για αίματα.

Έπεφτε πια του χαλασμού να ονοματίσει.

Ελόγου του δήλωσε  «απόηχο εκ περάτων»  ένα λιόδενδρο

κι αυτό ευθύς που ονοματίστηκε  έτσι

περιχύθηκε ιδρώτα και λέμφο, παραλοϊσμένο

πέταγε από πάνω του το μη ένα,  το μη δύο

τα μη αριθμήσιμα  «ακαταπαύστως»

Η άλλη φάση ήταν που γύμναζα τα πράγματα

να είναι του νοτιά,

ελόγου τους επρήζονταν,  χάνανε το ένα τους

βουβώνα,  στο πρώτο άγγιγμα ανάβανε,

έμπαινα στο βιολετί.

Πολιτογραμμένος τώρα στις αλληλουχίες

(βηρύλλιο έξω νου χυμένος σε σημαία και τέρατα

κι άλλα τέτοια ιδεώδη)

επιστρέφω απ’ το μυαλό μου χρώμα.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Παραιτημένος τα ευκλείδεια  ή  πλεούμενος

των οραματισμών θα’ βγαινε λέει στο Φόρο

κι όχι τετράχορδος αυτός μηδέα αέρας

θα ταξίδευε, εννοώντας πως θα σιωπούσε.

Έλεγε θα πατούσε πόδι,

τι στην οργή δεν θα βρισκόταν κάποιος διγενής

τι ’ναι σποριά του ετούτος;

 

Μνημειώδης  των στεγόσαυρων  όλος κοκάλες

ανέβαινε το λιθανθρακοφόρο

 

η άγια τρέλα του λικνίζονταν με τ’ άλλα υδρόβια,

χύθηκε στα σοκάκια κλωτσώντας τους παιδεραστές

και το μελτέμι τους, πρώτη τετράδα δεξιά

η ψυχή του εστοίχειωνε ολονυχτίς

… «αυτήνα πήγαινες μωρές να σώσεις

που όπως πάμε κατά Σιάτιστα το μονοπάτι

καρτερά και βάζει αινίγματα

μη κι απεράσει απ’ τη γενιά του Λάιου κανείς

και δεν αφανιστεί αυτήνα;»

 

Η Παναγιά σινιάλο μαδούσε τα μαλλιάτ ης

στ’ αντικρινό πρανές.

Έγινε μακελειό απαράλλαχτα σαν που ξεμυτίζει

από τίποτα ντερβένια ανύποπτος

ένας  Πασβάνογλου.

 

ΟΠΙΣΘΙΑ ΟΨΙΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Σαστισμένος με τα πράσινα όπως νέφος

όταν ξεκινάει από τον Φλιούντα

ύπαρχες χτες ως χλωράσβεστος.

Τελευταία σου ευκαιρία το πίφερο του ακκάδιου Μπούα

λόγω που στα πρόσφατα οχτακόσιες χιλιάδες χρόνια

μόνο αυτός υγροποιώντας ανευρεύτου ανάθρωσκε

με το κοντάρι του άι –Μηνά ως τρίσβαθο της Γορτυνίας.

Α, η κορφούλα δυόσμου πάνω στους ώμους του

άπιαστη χορταριά ψηλά σε ντάπια

κι η φωνή του:

 

μη μου άπτεσθε του μιαρού οι Τόσκηδες.

 

Παρότι γενναίος έτρεμε τον χημικό τύπο της σιλικόνης.

Στ’ άλλα ρυπαρά τα φώτα σβήνανε·

βαθιά του αιμάτου άγλωσσο κουφό το άκαρι έπλεε

ο μόνος γήινος.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΞΕΡΕΙΣ,  ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΛΩΡΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ…

(…που των Μουσείων είναι νύχτα  και  έπαρση  στες λειψανοθήκες…)

… δηλαδή που τρέχαμε.   Φρενιασμένα τ’ άστρα  που χυμούσαν πάνω μας   κι οι παρέλξεις   α,  ο αφρός τους των σελάων οι βράχοι άλαλοι   πάνω τους σωρός οι σκελετοί μας σαστισμένοι.   Ξάφνου φευγάτη απ’ τα οστά της η τρέλα τ’ ουρανού   όπως φλεμόνια έξω των συμβάντων   οι τροχοί από πάνω τους περνώντας  λιώνοντας   κι η σιωπή μου μόνη της στις ρούγες   να σημαδεύει πόρτες,   δεν ύπαρχαν παράθυρα ολημερίς.   Τότεσε του αρχαγγέλου του κόπηκε στα δυο η ρομφαία   το λιθόστρωτο μόνη πανσέληνος   η ρίζα πήρε ν’ ανεβαίνει το πείσμα της    να φέρνει γύρα το νεφρό της   από πάνω λάσπη ανηφόρα   από κάτω εσύ σμπρώχνοντας   ως την έξαρση!..      [ΑΛΟΓΑ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΟΥ  από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..  Σου φωνάζω: σ’ όλα τα στερνά κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Πέμπτη, 5 Σεπτεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ