Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΓΙΑ ΙΛΙΓΓΙΩΔΗ ΠΟΙΗΣΗ

 (… άσπρες χήνες τα δάχτυλα  ξεπουπουλιάζουν τη νύχτα!..

Στάλα μελάνι πια δεν θα χυθεί.   Για σένα…)

«Τον τελευταίο καιρό τρέχω με ξένες νύχτες.
Κυλούν με ασημένιες ρόδες προς το Χάος!..
Δεν οδηγώ τις μέρες μου.    Τις βρίσκω βαρετές.
Τα απογεύματα θέλουν καινούργια αμορτισέρ.
Τόσες πινακίδες να προειδοποιούν για διάβαση πεζών
κι ούτε ένα πρόστιμο για ιλιγγιώδη ποίηση!..
[ήταν ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ, ένα ποίημα  στη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη  ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014
 με τίτλο στην ανάρτηση  στίχους από το ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ από τη σελ. 35 της ίδιας συλλογής]
 
Τόσες πινακίδες προειδοποίησης  και…
«ούτε  ένα πρόστιμο για ιλιγγιώδη Ποίηση…», λοιπόν
 Υποβολιμαίος συμβολισμός     μιας πορείας
στο  Χάος της Ποίησης  που απαιτεί πάνω απ’ όλα
 μακροημέρευση δημιουργικής έμπνευσης:  
 
«Προπάντων  να αποφεύγετε τις σκάλες  
σε σπίτια που κατοικήσατε παλιά
ποτέ  το βελούδινο χαλί   δεν κρύβει καλωσόρισμα,
κάθε σκαλοπάτι χαλασμένο δόντι   
έτοιμο να υποχωρήσει    στην άβυσσο από κάτω.
Κυρίως πρέπει να γνωρίζετε
Πως για κάθε σκαλοπάτι που ανεβαίνετε
πάντα δύο πίσω θα γλιστράτε»     
(είναι οι ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ  ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ  ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΗ σελ. 29 εδώ σε μια χώρα… που είναι «σκοτεινή και δύσκολη…»,  όπως θα έλεγε ένας άλλος Καιόμενος Ποιητής…)  
 
Η  ποιήτρια μας, όμως, κλινικά απούσα   σε ακούει ν’ αναπνέεις…
« πάνω από δρόμους και κτίρια και ποτάμια…»
κι ανησυχεί
«αν είναι μαλακά τα όνειρά σου
νεογέννητα πουλιά   μες στη φωλιά τους
και τρέμω μήπως κάποιο θελήσει να πετάξει
και πέσει κάτω και χτυπήσει.
Γιατί ο χωρισμός είναι απόφαση
η αγάπη όμως   συνέχεια χωρίς διακοπή.  
(ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΤΕ σελ. 26)
«Για να ξορκίσεις στοιχειωμένο έρωτα
δεν αρκεί να ξαραχνιάσεις το δωμάτιο
να δεθείς γυμνός με ωτοασπίδες
σε κατάρτι σπιτιού που επιπλέει
να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη
με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια
για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.
Οι στοιχειωμένοι έρωτες   κοιμούνται σε σεντούκια
με το ένα μάτι μισόκλειστο   σε αργή αναμονή.
Δεν βιάζονται ποτέ.
Ξέρουν πως το παιχνίδι τους ανήκει.
Πως σε κάθε αναμέτρηση
είναι αυτοί οι βέβαιοι νικητές.
 
Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν
και μπήγουν τα λευκά τους δόντια
στην καινούργια σου ζωή. 
(ΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣ σελ. 27) 
 
Ποτέ δεν συμπάθησα τα άψογα χαμόγελα 
τις τέλειες οδοντοστοιχίες  
τους σιδερωμένους άνδρες 
την τσάκιση στο παντελόνι 
τα ανατομικά στρώματα
τα αναπαυτικά όνειρα 
τα πούπουλα χήνα στην ομίχλη
Γι’ αυτό και ζω σε ερειπωμένα σπίτια 
Κάτι να χάσκει   κάτι να λείπει
κάτι να διαβρώνει την τελειότητα
Γιατί  (ΤΕΧΝΗ σελ. 28) είναι πάντα η οροφή που λείπει!..
 
Τέχνη είναι μια ΑΔΥΝΑΜΙΑ σελ. 37:
«Αν δεν μπορείς να έρθεις μ’ ένα τρένο
ούτε να ξεφλουδίσεις το πορτοκάλι του ουρανού
σούρουπο μ’ ένα αεροπλάνο,
αφού το πλοίο εντείνει την αστάθεια
και σου δημιουργεί όπως λες ναυτία
δέσε ένα ποδήλατο   πίσω από ένα σμάρι πουλιά
και πέταξε να ρθεις κοντά μου.
 
Εσύ που ισχυρίζεσαι ανίσχυρος»

 


Από την ίδια συλλογή  ανθολογούνται ακόμα τα ποιήματα:

ΛΙΛΙΘ,  Τρεις αγγέλους της έστειλε ο Θεός…  (σελ. 23)

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ,  Να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή…  (σελ. 24)  

ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ,  Σύμπτωση πρώτη ότι βρεθήκαμε στην ίδια φέτα του τόπου και του χρόνου…  (σελ. 30)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ,  Κι αφού τόσο φοβάσαι να με χαρείς ολόκληρη…  (σελ.31) 

ΑΚΡΩΣ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟ,  Ότι υπήρξε συμπαιγνία όλοι πια το καταλάβαμε…  (σελ 32)

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΗΘΗ,  Στα σύνορα κατάσχονται οι αποσκευές…  (σελ. 33) 

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΗΣ ΗΤΤΑΣ,  Υπήρξε λάθος του κατασκευαστή από την αρχή… (σελ. 34)

ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΚΡΕΒΑΤΙ,  Δεν είχε παιδική ηλικία κι αυτό του επέτρεπε να περνά τους τοίχους  αλώβητος… (σελ. 38)

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ,  Το έλεγαν ζευγάρωμα και γινόταν στο σκοτάδι… (σελ. 39)

ΜΙΑ ΟΧΙ ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ,  Από το πρωί καίω τα μαύρα ρούχα στην αυλή… (σελ. 40) 

ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΤΑΝΓΚΟ,  Κοιταζόμαστε στα μάτια… (σελ. 41)

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ,  Φόρεσα το πιο γυαλιστερό φουστάνι… (42)

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ,  Αν τύχει ένα βράδυ σε μπαλκόνι στην καρδιά ενός ατέλειωτου χειμώνα… (σελ. 43)  και επιμύθιο

ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ… ΕΡΑΣΤΕΣ,    Μπορεί μια εξαπάτηση  (και πότε δεν υπάρχει  ή  μία παρεξήγηση: κάθε ένας περίμενε άλλον αλλού… (σελ. 36) και

ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ,  Κόβω μ’ ένα ψαλίδι την παιδική μου ηλικία… (σελ. 44)

 

ΛΙΛΙΘ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ 2014)

Τρεις αγγέλους της έστειλε ο Θεός

Τον Σανβί,  τον Σανσαβί

και τον τρίτο τον αλαφροϊσκιωτο    τον Σαμεγκελάφ

που τα φτερά του θρόιζαν στον ήλιο

Πήγαν με βαριά καρδιά στην θεϊκή γυναίκα.

Ο Θεός  και ο Αδάμ την συγχωρούν,

της μήνυσαν και την ζητούνε πίσω.

«Τι θέλετε άβουλα έντομα του Παραδείσου»

έφτυσε τότε αυτή

«και με ενοχλείτε;

Εκάτη,  Κάλι,   Λίλιθ,    Αντιγόνη το όνομά μου.

Λιλλάκε,  Μπελίλι,   Μπααλάτ.

Κάποιο με αποκαλούν Αρχόντισσα του σκότους

ή ηγέτιδα των Θηλυκών Βαμπίρ.

Με συγχωρούν είπατε;   Γιατί;

Που γεννήθηκα ισότιμη;

Που έκανα έρωτα με πάθος;

Που πρόφερα την ιερή λέξη

που ο Αδάμ δεν άντεχε ν’ ακούσει;

Που ανέτρεψα την γαλήνια πλήξη

του κήπου με τα πολλά σκουλήκια

και την μυρωδιά της ήδη σήψης;

Ή που δεν χώρεσα στο καλούπι του πηλού

εκείνο με το λειψό πλευρό

που είχε ετοιμάσει ο αφέντης σας για μένα;»

Έπεσε σιωπή που κράτησε αιώνες.

Ύστερα μίλησε ο πιο σοφός ο Σανσαβί.

«Μα γράφεις ποιήματα Αρχόντισσα,

υπάρχει κάτι πιο δαιμονικό από αυτό;»

 

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ

Να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή.

Κάποιες νύχτες να αφήνετε την πόρτα ανοιχτή.

Θα ανεβαίνει στο κρεβάτι,

πηχτές κηλίδες στα σεντόνια

δαγκωματιές στο στήθος, στο λαιμό.

Θα το ακούτε να αλυχτάει.

Δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ.

Σας γνωρίζει.

Πολύ πιο βαθιά από ό,τι θα καταλάβετε.

Το γνωρίζετε.

Είναι ο ομφάλιος λώρος που σας δένει με την μνήμη.

Κοιμόταν κάτω από την κουνουπιέρα.

Έκοβε κομμάτια τις σάρκες της κούκλας

όταν μάλωναν οι γονείς  

ξέσκιζε τα μαξιλάρια   όταν αποχωρούσαν οι αγαπημένοι.

Με μια και μόνο κίνηση σας τρώει την καρδιά.

Ποτέ μην παλέψετε μαζί του,

ούτε να κοιμηθείτε με ευγενικούς άγνωστους σε φτηνά ξενοδοχεία

μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχετε το λυσσασμένο γάβγισμα.

Χαϊδεύετέ το τρυφερά,  να το εκθέτετε δημόσια.

Μία βόλτα στο πάρκο με την ανοιχτή ρωγμή,

τον οριζόντιο κρατήρα που κοχλάζει,  βοηθάει.

Και κυρίως μην γράψετε ποιήματα.

Το εξαγριώνουν.

Ύστερα κυλιέται σε μαύρα τριαντάφυλλα.

Γενικά να είστε ψύχραιμοι  και  ευγνώμονες.

Μην ξεχνάτε.

Το πένθος υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό.

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014]

 

ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ 2014)

Σύμπτωση πρώτη ότι βρεθήκαμε

στην ίδια φέτα  του τόπου και του χρόνου

είχαμε χάσει και οι δύο Γενέθλια Γη

ο καθένας είχε κάνει ένα ταξίδι

οι πρόγονοι μας σκυφτοί και μαλλιαροί

έτρεχαν μες στον χρόνο.

Σύμπτωση δεύτερη

Σώματα που επιπλέουν στο ποτάμι

μια γυναίκα με μαύρο κότσο

ζωγραφίζει έναν άνδρα που προδίδει.

 

ταυτόχρονα κάποιος κόβει το αυτί

και το στέλνει δώρο σε μια πόρνη

μία ποιήτρια γράφει σ’ ένα Κώστα

ένας Κώστας σε μια Μαρία που βήχει

σύμπτωση Τρίτη ασύμπτωτες ιστορίες

ανθρώπων που αγαπήσαν μέσα σε έναν καμβά

γιατί οι λέξεις ήταν πιο αναπαυτικές από τις πράξεις

γιατί πάντα μέσα από ένα παράθυρο

το δάσος μοιάζει πιο γοητευτικό

καθώς βυθίζεται στη θάλασσα.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Κι αφού τόσο φοβάσαι

να με χαρείς ολόκληρη

-ποτέ όλη μαζί-

ποτέ τρομακτική

μες στην ολότητά μου,

(και στήθος και μυαλό

και αλάτι και νερό)

από μένα πάρε τα πόδια

τα ολισθηρά μου πέλματα

που αφήνουν τα ίχνη τους

στο βούτυρο,

τους μηρούς και τους γλουτούς

κι εκείνη την εγκοπή στο γόνατο

από το φερμουάρ γοργόνας.

Διπλό το όφελος εξάλλου.

Χωρίς τα πόδια μου

πώς θα μπορώ να διαφεύγω στα ποιήματα;

 [από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014]

 

ΑΚΡΩΣ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ 2014)

Ότι υπήρξε Συμπαιγνία   όλοι πια το καταλάβαμε

ότι αυτό το σώμα δεν είναι απλό κορμί

άβυσσος είναι που πεινάει

το εμπεδώσαμε

ότι έπρεπε να φτύσουμε τότε τα κουκούτσια

γιατί το Μήλο ήταν διωγμός

και όχι ευτυχισμένη απόδραση   από γαλήνιο εφιάλτη

το γνωρίζουμε καλά.

Ότι δεν είμαι το πλευρό ή   η δεξιά σου άτρωτη φτέρνα

αλλά γυμνή κι εγώ

καταδικασμένη να σε ψάχνω στους αιώνες

μέρος κι αυτό της γνώσης που δεν έπρεπε.

Πρέπει να φύγω πάλι.

Από το θάνατο του έρωτα

προτιμώ την μοναξιά.

 

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΘΗ

Στα σύνορα κατάσχονται οι αποσκευές.

Πρώτος στα θμός Απολυμαντήριο

Κάτω από το καυτό νερό

το σώμα ξαναγίνεται

χωρίς ουλές και κόκκινα σημάδια

χωρίς το αιμάτωμα του οργασμού

χωρίς το χωρίς του.

Η μετακίνηση γίνεται με παγοπέδιλα.

Μοιράζονται φυλλάδια με οδηγίες.

Γιατί καιροφυλακτούν τόσοι πίδακες θερμού αέρα

κάτω από τα στρώματα του πάγου

η Μνήμη μπορεί να εκτιναχτεί   με ένα μόνο τηλεφώνημα

και όλη η Λήθη να καταποντιστεί

στο ζεστό κόλπο της Αλήθειας.

 

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΗΣ ΗΤΤΑΣ  
Υπήρξε λάθος του κατασκευαστή απ’ την αρχή.

Ο κήπος ήταν ναρκοθετημένος με μήλα

που εύκολα αναφλέγονταν

Η Κιβωτός είχε ρωγμές και βούλιαζε

Η ποσότητα ελπίδας που διοχετεύτηκε

στην αγορά ήταν ελαττωματική

Κι όμως υπήρξαν άνθρωποι μέσα στους αιώνες

παράλογα κι ανόητα γενναίοι

που αψήφησαν την βέβαιη ήττα

άγγιξαν ξένο κορμί, δικό τους

άλλη ψυχή, οικεία

και με ένα φιλί

σταγόνα βουλοκέρι

σφράγισαν το Χρόνο

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014]

 

ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΚΡΕΒΑΤΙ  

(… δεν είχε παιδική ηλικία  και  αυτό του επέτρεπε να διαπερνά τους τοίχους αλώβητος…)

Επίσης διατηρούσε την κατάλληλη θερμοκρασία ώστε να μην υπάρξει ποτέ οργιώδης βλάστηση στο θερμοκήπιο μέσα του. Κάποτε μια γυναίκα έβαλε το χέρι της μέσα στο κορμί του και κάτι σχίστηκε στο στέρνο του. Της έγραψε τότε ένα γράμμα. Αγαπημένη μου, της μήνυσε, θέλω να σε φωτογραφίσω με το αρχείο που κρατώ. Να έρθεις αύριο στο στούντιο, να φοράς ένα λευκό φουστάνι και λευκά εσώρουχα, να έχεις κότσο τα μαλλιά. Να κρατάς μια ομπρέλα και να διαλύεσαι απαλά όπως παλιά δαντέλα. Να μυρίζεις γιασεμί. Θα κάνουμε έρωτα σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι. Θα λύσεις τα μαλλιά σου και θα κλαις. Την ώρα του αποχαιρετισμού θα αρνηθώ κάθε ανάμειξη. Γιατί όταν εσύ θα μπαίνεις στη φωτογραφία, εγώ θα είμαι πάντα πίσω απ’ το φακό

 

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ 2014)

Το έλεγαν ζευγάρωμα  και  γινόταν στο σκοταδι.

-Πώς το ξέρεις; -

αρχαία γνώση που κατοικεί στα κύτταρα

εκσφενδονίζεται στο αίμα

το λέγαν συνουσία,   σώμα με σώμα

πνιχτές κραυγές, πονούσε

σε παλιά εργοστάσια σε ρημαγμένα σπίτια

μέσα στα ερείπια    ο ένας πάνω στον άλλο

πεινούσαν και χόρταιναν σάρκα

-ήταν τότε το τέλος;

Αυτού που αποκαλούμε τώρα.

 

Και κανείς ποτέ δεν αισθανόταν.

 

-Τι θα πει η λέξη;

Θα πει γνωρίζω το όνομά σου

Εκείνο το παλιό αναγνωρίζω σε σένα το δελφίνι

τον λύκο το σκαντζόχοιρο

τα ημερεύω και τρίβονται πάνω μου

Θα πει σου χαρίζω τα μάτια μου

Θα πει δώσε μου τα χέρια σου να αγγίξω.

 

-Και κανείς ποτέ δεν αισθανόταν;

 

Μόνο κάτι γραφικοί.

Είχαν στην παλάμη χαραγμένους χάρτες.

 

Έψαχναν λέει την Επαφή.

-Τι θα πει η λέξη;

 

Δεν ξέρω, εγώ από τότε έγραφα

Ατέλειωτοι πάπυροι στη βιβλιοθήκη από μελάνι

Ήμουν τυφλός και ποιητής

Δεν ήξερα. Δεν έμαθα.


ΜΙΑ ΟΧΙ ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ 2014)

Από το πρωί καίω τα μαύρα ρούχα στην αυλή.

Έβγαλα τα πανιά απ’ τους καθρέφτες.

Επέδωσα το χαρτί της έξωσης  στον άντρα

που μένει στο δενδρόσπιτο του κήπου.

Δεν υπάρχει γι’ αυτόν καθόλου χώρος

στο καινούριο ποίημα που θα γράψω

για τη μουχλιασμένη Άνοιξη   που απλώνω να αεριστεί.

Πρέπει να αλλάξεις ρούχα πια, του λέω

οι στίχοι μου σου φάρδυναν

πλέουν πάνω από το όργανο που λείπει

στο αριστερό σου στήθος.

Ενώ όμως γίνονται αυτά

και ένα ίσως μπουμπούκι  

σκάει βασανιστικά   μες στον οργασμό του

ακούω τα σκυλιά που αλυχτούν δεμένα

καθώς άγρια τραντάζουν τις αλυσίδες.

Ξαναγυρνώ στο σπίτι.

Κλίνομαι στο δωμάτιο.

Και με μία ψαλιδιά

κόβω σύρριζα πέρα ως πέρα τα μαλλιά.

 

ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΤΑΝΓΚΟ

Κοιταζόμαστε στα μάτια

Βάδισμα,  στροφή,   σταμάτημα.

Κρότος από γυαλιστερά λουστρίνια.

Πετώ τη μαύρη μου μαντίλα.

Βγάζεις το κεντητό γιλέκο.

Εσύ διευθύνεις,  εγώ ακολουθώ.

Ένα βήμα μπροστά

Σ’ αγαπώ

Δυο βήματα πίσω

τελειώσαμε

ένα βήμα στα πλάγια

Πάλι μαζί:

Τριπλός βηματισμός

φλερτάρουμε ξανά

κουνάμε τους γοφούς,

διασχίζουμε την αίθουσα

ώσπου  Volcado  λες,  ανατροπή

κι ύστερα σιωπή.

Μόνο ο ήχος

που κάνουν

τα σκουλαρίκια

καθώς θρυμματίζονται στο πάτωμα.

 

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Φόρεσα το πιο γυαλιστερό φουστάνι

(κόκκινο για να μη φαίνεται το αίμα)

και τα σκουλαρίκια μισοφέγγαρα   δώρα της Θεάς

Σου πρόσφερα δυο ποτήρια

Στο ένα του νερού έριξα φίλτρο της Λήθης

στο άλλο του κρασιού,  της Μνημοσύνης.

Μαύρα ποτάμια η νύχτα

κυλούσε ολόγυρά μας.

Το πρώτο πιάτο περιείχε

τρυφερά ακέφαλα ορτύκια

από αυτά που ως χθες γέμιζαν το μαξιλάρι μου

το δεύτερο ήταν το ελάφι

που έσφαξα το μεσημέρι στην αυλή

αφού πρώτα το φίλησα στο στόμα.

Για επιδόρπιο σου έφερα κάτι κόκκινο

που σπαρταρούσε ακόμα,

το καταβρόχθισες λαίμαργα

και σκούπισες τα χείλη.

«Γιατί είσαι τόσο χλωμή απόψε;»   ρώτησες.

 

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ

Αν τύχει ένα βράδυ σε μπαλκόνι

στην καρδιά ενός ατέλειωτου χειμώνα

ενώ μιλάτε στο τηλέφωνο με κάποιον

μικροί υάκινθοι να γεμίσουν την ποδιά.

 

Κι αν την ίδια στιγμή

ένας μαύρος σκύλος

απ’ το σπίτι απέναντι

αρχίσει να γαβγίζει.

 

Αν τελικά σας καταπιεί η νύχτα

κι αυτό που λέμε αγάπη

είναι μόνον ένας σπασμός μέσα στο σύμπαν.

 

Δεν πειράζει.

Έτσι κι αλλιώς πάντα με τη σκιά μας

πλαγιάζουμε τις νύχτες

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014]

 

ΠΑΡΑ  ΛΙΓΟ… ΕΡΑΣΤΕΣ

Υπήρξε ένας χορός.   Αυτό είναι φανερό

Ίσως μια κηδεία.   Αυτό το υποθέτουμε.

Μπορεί μια εξαπάτηση   (και πότε δεν υπάρχει;)

Ή μία παρεξήγηση

Κάθε ένας περίμενε άλλον αλλού

και κανείς δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού.

Φύσηξε δυνατός αέρας  και  σκόρπισε τα κορμιά τους μακριά.

Τουλάχιστον απ’ αυτούς   έμειναν τα παπούτσια...

 

 

ΚΟΒΩ ΜΕ ΕΝΑ ΨΑΛΙΔΙ  ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑ… 

(…κόβω με ένα ψαλίδι αυτό το Ποίημα…)

… δύο μαυρόασπρα κοριτσάκια   που επιπλέουν θολά   θρυμματίζονται στο πάτωμα.   Είχα ποτέ δίδυμη αδελφή   ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ;   Μία φωτογραφία σπαρταράει   ασημένια και στιλπνή μέσα στη γυάλα της.   Είναι παράξενο πως κάθε φορά   τα λέπια που αφαιρώ   τα εντόσθια τις μνήμες τα πτερύγια   όταν βάζω σο φούρνο το κεφάλι   και μετά κόβω προσεκτικά φέτες τις φλέβες   θυμάμαι πιο βαθιά.   Κόβω μ’ ένα ψαλίδι το μαλακό κουνουπίδι του εγκεφάλου   αυτό που γεμίζει συνέχεια θάλασσα   Μη έλεγε η μαμά   Μη βάζεις το χέρι κάτω από το λευκό φουστάνι   το κλειδί γυρνάει μία πόρτα   ένα σπίτι περιστρέφεται   κρατά στο χέρι τα κόκκινα παπούτσια.   Η μαμά και ο μπαμπάς χαμογελούν   ο αδελφός από πίσω μου σφίγγει το χέρι   εσύ με προδίδεις ξανά και ξανά   κι εγώ σ’ ένα δωμάτιο με εγκαταλείπω πάλι.   Κόβω με ένα ψαλίδι αυτό το ποίημα.  Κορμί είναι μπορεί δικό σου,  μπορεί κάποιου ξένου   από αυτούς που κοιμάσαι και χάνονται.   [ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014]

Δευτέρα, 23 Σεπτεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΕΡΟ ΜΑΓΝΑΔΙ…

  (… κεντισμένο   με ρόδα   και   με βάγια   με ήλιους   και   με άστρα που τα απλών’ η Μάγια απάνω στης αλήθειας το σκοτάδι…) Δεν σ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ