(… στο
κάτω-κάτω της γραφής ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ υπερρεαλισμού ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ
με καλό συμβολικό τέλος ή και χωρίς…)
Όταν το σώμα της σιγής γοργά σαλεύει,
σαν γυναικός που ηδονίζεται στον
ύπνο,
όπως σε μια πυρέσσουσα ερωτική
αγκάλη
ή
όπως το σώμα νεάνιδος που ιερά μανία την κατέχει
και
πάει να γίνει και η πιο βαθιά σιγή πηγή·
όταν εις τα καλά καθούμενα μια κορασίς υψώνει,
τελείως ανέλπιστα, εμπρός το φόρεμά
της
και φανερώνει σε όλους το τρυφερόν
βερύκοκον της ηβικής της χώρας,
εις όλην την άτριχην και φουντωτή του
χάρη
χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή·
όταν μία μαθήτρια αίφνης εις το θρανίον της
ανέρχεται μπροστά στη διδασκάλισσα της
και, μέσα στην άναυδη κατάπληξη της
τάξεώς της,
πασιφανώς ασπαίρουσα με λόγια εξαίσια
χρησμοδοτεί·
όταν σε πλήρη νηνεμίαν σφοδρώς
θροϊζουν τα φυλλώματα των δένδρων
ωσάν να μαίνεται αέρας δυνατός·
όταν μη ρητινούχα δένδρα πυκνόν οπόν
από τους κορμούς των βγάζουν
και αστραπιαίως ωριμάζουν οι νεαροί
λωτοί·
όταν χωρίς καθόλου να έχει βρέξει,
τα χώματα τριγύρω μας μουσκεύουν,
ωσάν να επίκειται ξεπήδημα φουντάνας,
ή
αν ξαφνικά, ένας κρατήρας ανοίγοντας μπροστά μας
μας δείχνει ως μέσα - μέσα τα κόκκινα
έγκατα της γης·
και ακόμη, αν είναι νύχτα και τριπλοσελαγίζουν
στον θόλο του ουρανού τα αστέρια
και οι στήμονες όρθιοι πάρα πολύ
δονούνται
και όλα τα πέταλα των λουλουδιών,
ακόμη και των μπουμπουκιών διάπλατα
διαμιάς ανοίγουν·
αν όλη η πλάση γύρω μας αναγαλλιάζει
και φλέγονται
χωρίς να καίγονται ορισμένοι βάτοι –
τότε ω τότε από τα πέρατα του κόσμου,
από τα πέρατα της οικουμένης,
μήνυμα σαν το «Χριστός γεννάται»,
μήνυμα φτάνει μέγα, μήνυμα φτάνει σε
όλους:
«Ψυχές, κορμιά,
χαρείτε! Έρως ανίκατε μάχαν!..
Άδης ενικήθη!..
Απόψε θείον γεννάται βρέφος!
Απόψε μέγας γεννιέται ποιητής!
[ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ ΓΟΡΓΑ ΣΑΛΕΥΕΙ
από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ, ΙΚΑΡΟΣ εκδοτική εταιρία 1980]
Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται
παρακάτω:
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ, Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των
νηπενθών ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων και βαθμιαίαν σβέσιν των φωνών του
υψηλού καλοκαιριού…
ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΝ ΒΟΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΙ, γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος
είναι πάντα θέρος…
ΚΙ ΟΜΩΣ, ΤΕΡΜΑ, ΟΡΙΣΤΙΚΟΝ ΚΑΝΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ…
όπως και νόμος απόλυτος κανείς… Όταν ο Πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος
άνθρωπος στο εν τούτω νίκα» του έρωτος ομνύει…
BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND CLORY
(He was BEAT – the root, the
soul of beatific JACK KEROYAC On the road)
ΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ.
Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες…
Η ΠΟΡΤΑ, Άνοιξε
η πόρτα κι έκλεισε μετά πατάγου…
Ο ΚΟΡΥΔΑΛΟΣ,
Γλυκά θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα.
Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός!.. Μες στην ψυχή μου το
ουράνιον τόξον και στην καρδιά μου μέσα – στιλπνός, πασίχαρος κορυδαλλός -
λαλεί ο μικρός μου γιος!..
και επιμύθιο
Ο ΦΩΤΟΦΡΑΧΤΗΣ, Οι ώρες μέσα απ’ τους ιριδισμούς και τα
παιχνίδια ρεόυν, όπως ανάμεσα στα
πολυτρίχια τα διαυγή νερά…
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ -
στην ΟΚΤΑΝΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου
(… τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των
νηπενθών ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις
φύλλων και βαθμιαίαν σβέσιν των φωνών
του υψηλού καλοκαιριου…)
… εις παραλίας και αιγιαλούς, όπου το κύμα, ηπίως
επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή
πάσης ευθαλασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην.
Δρόμοι ασφάλτου που οδηγούν εις πόλεις του χειμώνος, με λεωφόρους
οιμωγών και αποτροπαίων φόνων, για την τιμή του αδελφού, για το κρασί που
εχύθη, για κάτι χωρίς όνομα που δεν το σκεπάζει η λήθη, με άσπρες και μαύρες
συμφορές που τρίζουν στα δοκάρια, σαν τα σχοινιά των κρεμασμένων, όταν ο άνεμος
κινεί τα αιωρούμενα κουφάρια – τούτα τα αδιάβλητα, τεράστια εκκρεμή της μοίρας
των λυπομανών.
Χειμών βαρύς που επέρχεται σαν αμαξοστοιχία, κάτω από
θόλον χαμηλόν νεφώσεως πυκνής – ταχεία που σπεύδει όπου θαρρούν τινές ότι
ροδίζει, εκεί, μια τηλαυγής αφετηρία και άλλοι, ότι το τέρμα σφύζει εκεί, ατμού
καπνός.
Κι όμως, τέρμα, οριστικόν κανένα δεν υπάρχει, όπως και
νόμος απόλυτος κανείς. Καμιά φορά μεσ’ στου χειμώνος την καρδιά η άνοιξις
ανθίζει και μέσα στου θέρους την ακμή βρίσκει κανείς χειμώνα.
Ωστόσο, για να ξηρανθεί η άνοιξις μεσ’ στον βαρύ χειμώνα,
πρέπει να είναι μπορετό να γίνει κάποτε μεσ’ στην καρδιά του ανθρώπου αιθρία
σαν ποίημα επιθαλάμιον γλυκύ, πρέπει να μην υψώνονται επ άπειρον μεσ’ την ψυχήν
σωρείται, σωρείται βαρείς και αποκλειστικοί όπως στο μέγα ποίημα «Χαούλ» του
Γκίνσμπεργκ όπως στου Κόρσο το «Αλκατράζ».
Και ιδού που μολονότι διάβασα ξανά αυτά τα δύο ποιήματα,
στο τέλος- τέλος του Σεπτέμβρη, εδώ στη θερινή και ηδονική Γλυφάδα, τώρα που
τέλειωσε το καλοκαίρι, τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης, σαν αυτοκράτωρ με
πορφύρα, και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου, και αντηχούν επάνω από τις
στέγες οι κυλιόμενες βροντές των αεροπλάνων, και αναπνέω τις μυρωδιές της
μουσκεμένης Γης, σκεπτόμενος: «Μα
βρίσκομαι στην Αττική ή στην υγρή μυστηριακή κοσμόπολη της Λόντρας», τώρα που
μεσ’ στον κήπο μας απόμειναν λίγα, ελάχιστα λουλούδια και πέφτει στη βεράντα
μας το σούρουπο νωρίς, εδώ, που ακόμη προ μηνός επάλλοντο στο φλογερό τους
οίστρο τα τζιτζίκια και τώρα, και τώρα πίπτουν κεραυνοί και ουρλιάζουνε, την
νύχτα, στις αυλές, αβάτευτοι οι δέσμιοι σκύλοι, απόψε, που πάλι διάβασα στις
βραδινές εφημερίδες και των μεγάλων και μικρών ειδήσεων τις συμφορές: (Μια
γυναίκα ηυτοκτόνησε βάζοντας φωτιά στα ρούχα της – Ο Κ.Π., με ένα φυσίγγιο
δυναμίτιδος στο στόμα, έθεσε τέρμα στη ζωή του) παρόλα ταύτα ή μάλλον, ακριβώς
για όλα αυτά, ιδού, που τούτη τη βραδιά του φθινοπώρου, που ίσως να προμηνά
βαρύ χειμώνα, και μολονότι ξαναδιάβασα τον Γκίνσμπέργκ και τον Κόρσο (που και
οι δυο με συγκινούν πολύ) δεν μου ’ρχονται στο νου, ούτε του ενός ούτε του
άλλου οι στίχοι, μα επάνω από τους ουρλιαχτούς, τους ολολύζοντας του «Χάουλ»
ανέμους, τις οιμωγές της οικουμένης και τις κραυγές του Αλκατράζ, σε τούτη τη
βραδιά του φθινοπώρου, όχι των άλλων ποιητών, μα του αρχαγγέλου Persy Bysshe οι πτερωτοί, κορυδαλλένιοι στίχοι:
……………………………………………………………
Be through my lips to unawakened earth
the trumpet of a prophecy! O, Wind,
if Winter comes, can spring be far behind?
ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΝ ΒΟΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΙ:
Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου,
όταν δεν έχει ακόμα βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων
πιο αραιό
και η γεύση των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή,
όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια
και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών
και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι,
όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών χτυπούν τις
θύρες,
τότε, σαν να ’ναι πάντα καλοκαίρι
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα
θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές
και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου,
βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί:
Τα ρούχα πέτα, γδύσου,
Τίποτα μην φοβάσαι,
Έαρ, Χειμώνα, Θέρος –
όπου κι αν είσαι –
είναι η ρομφαία μου μαζί σου!
ΚΙ ΟΜΩΣ, ΤΕΡΜΑ, ΟΡΙΣΤΙΚΟΝ ΚΑΝΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ…
όπως και νόμος απόλυτος κανείς.
Καμιά φορά μεσ’ στου χειμώνος την καρδιά η άνοιξις
ανθίζει
και μέσα στου θέρους την ακμή βρίσκει κανείς χειμώνα.
Ωστόσο, για να ξηρανθεί η άνοιξις μεσ’ στον βαρύ χειμώνα,
πρέπει να είναι μπορετό
να γίνει κάποτε μεσ’ στην καρδιά του ανθρώπου αιθρία
σαν ποίημα επιθαλάμιον γλυκύ…
Όταν ο Πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος
άνθρωπος στο εν τούτω νίκα» του έρωτος ομνύει
…πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις
αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας ένα χορό που την υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων
και νεανίδων λυσικόμων, στα ανθεστήρια των πραιριών, στα αναστενάρια των
ηδονών…
BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE
AND CLORY
(He was BEAT – the root, the soul of beatific JACK KEROYAC
On the road)
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές - ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης, Διόνυσος μαζί και
Απόλλωνας μεσ’ στο στενό του παντελόνι, αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε
ωραίος, ουδόλως φοβούμενος την παρακμή που τον εξέθρεψε, διότι μες την ψυχή του
και ανάμεσα στα σκέλη του μιας νέας ακμής το σπέρμα φέρνει.
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές - φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το
νέκταρ της καθημερινής ζωής παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας
το νέκταρ που περισσότερο κι απ’ το Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας
υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο «εν τούτω νίκα» του έρωτος ομνύει.
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές - ο μέγας Τζακ –για ’δέστε τον – διαβαίνει, με bus, με τραίνα διασχίζοντας τις Ηνωμένες
Πολιτείες (Missouri, Pacific, Union Pacific, Great Northern Railroad, Rock Island Line) εκεί που ο βίσων έβοσκε και των Ινδιάνων,
άλλοτε, σφυρίζανε τα βέλη, με τραίνα κι αυτοκίνητα της τύχης (Dodge, Hundson, Cadillac, Ford-Galaxy, Ford Thunderbird και ακόμη θα πω, με μια συγκίνηση βαθύτερη
–μικρή, φτωχιά, γλυκύτατη, προφητική τενεκεδένια Λίζυ) ο μέγας Τζακ διαβαίνει,
απ’ τις ακτές του Ατλαντικού ως τις ακτές του Ειρηνικού, μέσα από πόλεις κι
ερημιές (Denver,
New York, Los Angeles, Chicago, San Francisco) με καλοσύνες μελιχρές ή όταν μανίζει η
θύελλα στην ανοιχτή σαβάνα, μεγάλα ποτάμια δρασκελώντας (Μιζούρι, Ποτόμακ,
Σοσκουεχάνα) ο Κερουάκ διαβαίνει μ’ ένα μαντίλι στο λαιμό. με χαμηλά τη ζώνη
του δεμένη, ο ισαπόστολος ποιητής του «On the Road», ο ποιητής των «Subterraneans», ο μέγας Τζακ διαβαίνει, με κάτι του William Cody στη θωριά και στα γερά του σκέλη, με το δικό
του τρόπο τραγουδώντας άσματα πλήρη, αδαμικά, άσματα συγγενικά στο βάθος του
νοήματός των με του Walt Whitman τα άσματα, που πάντα περιέχουν όλο τον
οίστρο της ζωής και την δροσιά της χλόης.
Ναι, ναι, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές - ο Κερουάκ διαβαίνει Μουσηγέτης, στη λέξη «Hitchhiking» δίνοντας την πιο ιερή της σημασία,
πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας έναν χορό που την
υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων και νεανίδων λυσικόμων, στα ανθεστήρια των
πραιριών, στα αναστενάρια των ηδονών, στα αναστενάρια των υπεργείων και
υπογείων λαγνουργείων (με hop, με twist, με rock’n roll, με τις φωνές των νέγρων) κι έτσι, καθώς
διαβαίνει –ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίχτε τις ψυχές – από τα έγκατα της γης και
από τα χείλη της νεότητος της Οικουμένης ξεπετιέται και ως την Εδέμ ακούεται
και ως την Εδέμ πηγαίνει, σαν ιαχή και προσευχή, σαν οργασμού που επέρχεται
γιγάντιο χτυποκάρδι, μία διάτορος, μία παντάνασσα κραυγή:
«beat, beat,
beatitude and love and glory»
ΟΙ
ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ
(από τη
συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ 1980)
Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακροκεραύνια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασσα και
αναγαλλιάζει. Στις ανοιχτές
πλατείες τα παιδιά πετούν τον Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι,
κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω από την
πόλι, όπως επάνω από την φτέρη των
υψηλών βουνών οι αετοί.
Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους χάρτινους κομήτες με τις μακριές
ουρές. Ουράνιοι δράκοι πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέωμα
με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ
ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Είναι η ώρα κάτασπρη·
η έκστασις γαλάζια. Η πόλις
αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα
παιδιά και, ακόμα, από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι
λέξεις:
ΚΑΛΑ
ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Η ΠΟΡΤΑ
Άνοιξε η πόρτα και έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οικίσκου εφώναζαν «Ποιος είναι;» Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε εισέλθει και
ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο,
οι εντός του δωματίου συνεπέραναν:
ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι ο
χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο,
πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που ταλαντεύεται
από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι
ανεκύκλιζε τον μέχρι προ ολίγου στάσιμον αέρα – σαν να χτυπούσαν, τώρα, εκεί,
πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτερούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το
φέγγος των ουρανών εις το κλειστόν
δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταζε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα όλοι εκοίταζαν μαζί το ανθογυάλι, που
ευρίσκετο επί μικράς κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια που περιείχε το δοχείον
μεγάλωναν ακαριαίως σαν άνθη κήπου αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε
εντόνως, σαν τόπος αγιότητος, σαν τόπος αγιωσύνης.
Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
Γλυκά θροϊζουν γύρω μου τα δένδρα
Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός!
Μες στην ψυχή μου το ουράνιον τόξον και στην καρδιά μου
μέσα – στιλπνός, πασίχαρος κορυδαλλός –
λαλεί ο μικρός μου γιος.
[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ 1980]
ΕΝΑΣ ΦΑΚΟΣ ΜΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ ΦΩΤΟΦΡΑΚΤΗ
(…αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την
απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας…)
Οι ώρες μέσα απ’ τους ιριδισμούς και τα
παιχνίδια ρέουν, όπως ανάμεσα στα
πολυτρίχια τα διαυγή νερά. Και ο
ρεμβασμός με τα κλειδιά του ανοίγει τους ορίζοντας, που απλώνουν
και αδιακόπως μεγαλώνουν, σαν κύκλοι πέτρας που έπεσε σε επιφάνειαν
αδιατάρακτη από πράξεις φθαρτές και νόθες.
Όρθιος η ώρα η πρώτη. Πίσω της,
η λαγαρή πρωία, με δείκτες ρόδινους που γρήγορα
(θα πω, ανέλπιστα σχεδόν)
γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός
με απίστευτον φωτογράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και
την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας. Και τώρα που άνοιξε και
έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο
και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνηση και την ευελιξία που φέρνει από τα
βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κυφό της νόημα. Και ιδού που μεταλλάσσει πλήρως την εικόνα· από μια στατική στιγμή (ας πούμε καρφωμένη) την μετατρέπει σε πολυκύμαντον χορόν
ωρών και
πλαστικών σωμάτων ευρυθμίας, σε
οντοποίησιν απτήν και ασπαίρουσαν παντός οράματος, πάσης επιθυμίας!.. [ΟΦΩΤΟΦΡΑΚΤΗΣ από τη συλλογή του Ανδρέα
Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ, Ικαρος 1980]
Κυριακή, 1 Σεπτεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου