Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

ΣΑ ΝΑ ΠΑΙΖΑΝ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

 

(…χώνει τα χέρια ανάμεσα στα σκέλια του

με το άλλο χέρι του τρίβει χαμηλά τη ράχη

τον ρωτά εκεί;   ο πατέρας κουλουριάζεται…)

Η μάνα με βιασύνη τους σκεπάζει με μια κουβέρτα κι αγκαλιασμένους τους κρατά

τα χέρια της ανοιχτά πάνω στην κουβέρτα

και σα πλατάγισμα του αέρα τους κρατά με απλωμένα χέρια

γέρνει από πάνω τους και σα να τους νανουρίζει

 βουρκωμένη τους νανουρίζει

κι όλο στρίβει το κεφάλι και παραφυλά

μη πλησιάσει κανείς σφίγγεται πάνω στην κουβέρτα να αισθανθεί

και σα θηλυκό θηρίο τους προστατεύει

τους φυλά συγκινημένη κι άγρια

και κάθε τόσο έσκυβε και φιλούσε το γαλάζιο και ιδρωμένο πρόσωπο της Θωμαής.

Άστραφτε το άσπρο κορμί της Τενάγκε και κάτι σα γέλια ή εσπερινός…

[κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά  «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1971]

 

 


ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

(αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1971)

Ο πατέρας ήταν λυπημένος κι η γυναίκα εύθυμη και το κορίτσι ως δέκα χρονών. Το στόμα του κοριτσιού ήταν πάντα γελαστό αλλά τέτοιο ήταν το φυσικό του σχήμα. Η ευθυμία της μάνας είχε γίνει στόμα στο παιδί της κι είχε στόμα γελαστό από φυσικού της. Η μάνα είχε μια ζεστή χαρά που την έκρυβε η τωρινή της λύπη. Αλλά την ένιωθες ακόμα τη ζεστή χαρά κι η λύπη φαινόταν ψεύτικη και η γυναίκα σα να υποκρινόταν τη λυπημένη. Το κορίτσι είχε μια ανησυχία και το προσωπάκι του παραλογισμένο και τώρα διέκρινες πως εκείνο το γέλιο ήταν αναπηρία. Εκνευρισμένο σαν άρρωστο με πολύ πυρετό κι όρθιο παραπατούσε.  Σας διαλέγω με λεν Θωμαή λέει στον Γιατρό Ινεότη τον κοιτάζει σοβαρά κι επίσημα. Πότε-πότε έβγαζε μια φωνή τραγουδούσε ένα λυπητερό σκοπό. Με καθαρή και τεντωμένη φωνή σα να λυγούσαν βέργες σον αέρα κι έλεγε το τραγούδι πότε ψιθυριστά και πότε μ’ όλη τη φωνή τρεις εμύραναν τη χώρα. Κλέφτες δυο ένας φονιάς. Δάκρυσε η αγιάθοδώρα. Δάκρυσε και η αγίατριάς. Τ’ άρπαξε όλα η κακιά ώρα. Μία ψύχα λειτουργιάς. Ζητιανούλα αγιάθοδώρα. Τρισφτωχούλα αγιάτριάς με τινάγματα σαν από ρίγος εγκεφαλικό και μονάχα όταν κοίταζε τον Γιατρό Ινεότη τότε ησύχαζε με μια ησυχία σα καταληψία. Ύστερα πάλι τραγουδούσε και κουνάει τα χέρια αρμονικά και σπασμωδικά και λέει στο Γιατρό Ινεότη γλυκέ μου Κύριε. Μη με φοβάστε κι εγώ θα σας πω πώς έφυγαν και παν μακριά και θα κρατήσει χρόνια που παν και φεύγουν.

Στις λίμνες στη λίμνη Ωσαννά και στη λίμνη Ολίβια και στη λίμνη Ισαβέλλα. Προχωράν κατά ζευγάρια άνδρες και γυναίκες κι όσο περπατάν είναι άνθρωποι στα πίσω δωμάτια που βλέπουν στις συννεφιασμένες αυλές και κανένας δεν επιτρέπεται να δει αυτούς που φεύγουν. Οι κρυμμένοι άνθρωποι τους τραγουδάν κι ακούγοντας τραγούδια αυτοί προχωράν λυπημένοι και παν κι όταν φτάσουν κάνουν ζευγάρι άνδρας και γυναίκα κι όταν φτάνουν στις λίμνες τους βάζουν βαρίδια στα πόδια. Τους ρίχνουν στο βυθό κι εκεί μένουν ώσπου να πεθάνουν.

Αλλά πριν πεθάνουν κάνουν σαν γάμο κι αμέσως ύστερα ξεκολλάν και γυρνάν ανάσκελα και ψοφάν κι από τη γυναίκα βγαίνει ένα έμβρυο κι έτσι καθώς το κορμί της γυναίκας σαπίζει και λιώνει μέσα στη λάσπη απελευθερώνεται ένα έμβρυο και σα μαλακό μαργαριτάρι κάτασπρο και θαμπό και περιτυλιγμένο σε τρεμουλιαστό ασπράδι αρχίζει ν’ ανεβαίνει περιτυλιγμένο στα μαύρα σάλια του σκοταδιού και κολλημένα ξέφτια από πνιγμένους θ’ ανέβει επάνω θα φανεί κι όσο ανεβαίνει γίνεται μικρός άνθρωπος το ανέβασμα κρατάει χρόνια και αιώνες

η Θωμαή συνεπαρμένη μεγάλωσαν τα μάτια της γυαλίζουν από τη θέα κι από πυρετό και σα να βλέπει ένα μικρό ήλιο κοντινό έχει τυφλωθεί. Ο πατέρας σέρνεται κλαίει την φτάνει την παίρνει η Θωμαή πάλι τραγουδά όσα λουλούδια είν’ του Μάη. Μαδημένα ερωτηθήκαν. Κι ολ΄αυτά μ’ αποκριθήκαν. Πως εσύ δεν μ’ αγαπάς.

 

Η ΤΕΝΑΓΚΝΕ ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ

(αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1977)

Απροειδοποίητα ήρθε ένας να φιλοξενηθεί και κανείς δεν τον γνωρίζει. Εγκαθίστανται στην οικογένεια του φίλου παρόλο που αυτός ο φίλος είναι πάντα απών αλλά όλοι μιλάν γι’ αυτόν. Κρυμμένος μέσα σε κυματιστές γλυκιές ιστορίες και στα τυφλά χώνουν τα χέρια και κάτω από απαλές διηγήσεις σα κεντημένα σεντόνια χώναν τα χέρια και τον ψαύαν στα τυφλά μ’ ένα αισθηματικό παραλήρημα. Φαίνεται πως η ζωή του ξένου κρεμάστηκε άτυχα από τα χέρια του φίλου και με χαλκά αρκούδας η μοίρα του σέρνεται από τον φίλο. Που ποτέ δεν εμφανίζεται και μονάχα η εξαίσια φήμη του σαν ομίχλη στον πρωινό ήλιο. Τον ξένο τον υποδέχεται η Τενάγκνε. Είναι η αδελφή ή η γυναίκα του φίλου που λείπει διαρκώς. Τι παράξενο όνομα αλλά σας πάει είπε η Τενάγκνε στον ξένο γιατί το όνομά του ήταν χριστιανός. Τον υποδέχθηκε με μιαν ανεξήγητη ταραχή τον κοιτάζει και σωπαίνει. Γύρω στους τοίχους οι συγγενείς του φίλου άπλωναν τις αργές τους χειρονομίες. Περιεργάζονται τον ξένο νύφες κι αδέλφια μάνες γιοι και γέροι τρέμουν και κλαιν. Η Τενάγκνε είναι πολύ όμορφη. Αισθησιακή και αισθηματική με μια καλοσύνη για τους ανθρώπους που θα την έλεγες αισθησιακή καλοσύνη. Έλεος για τα σώματα των ανθρώπων γιατί τα πρόσωπα και τα χέρια οι λαιμοί τα στόματα είναι σα ζώα πιστά κι αφοσιωμένα και τρομάζουν πηδάν τρομαγμένα γύρω απ’ τα βάσανα. Άλλοτε βυθίζεται σ’ ένα μακρόσυρτο και ταραγμένο ερωτισμό. Αλλά ο ερχομός του ξένου. Γιατί ο ξένος αυτός ελκύει αμετακίνητα με μια ακαθόριστη έλξη κι ύποπτη έλξη. Σκοτωμένο αίμα τα μάτια του. Με ζωηρή φιλία αλλά στο βάθος μια σφιχτή σιωπή σαν κακία. Ορισμένα άτομα είναι προικισμένα με μια άσβηστη αγωνία και ζουν με την αγωνία πώς να ενώνουν συνέχεια τη ψυχή τους που είναι σπασμένη στα δύο κι ανοιγμένη σε δύο αισθήματα και σε δύο ορμές.

Αλλά η ζωή τους βγαίνει από τη χαραματιά και χάνεται. Η οικογένεια του φίλου αναστατώνεται κι ήρθε η ώρα του καθενός γιατί ο καθένας αναγνωρίζει τον νεοφερμένο. Όλοι τον χρησιμοποιούν μ’ εκείνο το τυραννισμένο πάθος που είναι προορισμένο για ειδικούς ανθρώπους κι ο ξένος με μια απελπισμένη καρτερία έγινε ο άνθρωπος κι ο τρομαχτικός εαυτός του καθενός. Με απελπισμένη προθυμία αλλά και πάλι δεν είναι απλή καρτερία και σκλάβωμα γιατί τους προκαλεί ακατάπαυστα και τους ερεθίζει. Όλες του οι πράξεις σα να είναι οι πράξεις του τανυσμένες κρούστες σκεπάζουν μια αγωνιώδη υστεροβουλία. Περιστοιχισμένος από την οικογένεια του φίλου ζουν από αυτόν. Με εξημμένο ζήλο εκτελεί τις επιθυμίες τώρα εγώ μ’ εμένα φωνάζουν από τους τοίχους ερεθισμένοι περιμένουν κι όλα τα καθοδηγεί η Τενάγκνε γιατί αυτή πρώτη από όλους. Γυμνή και γονατιστή απολαμβάνει την ένωση του ξένου με τους συγγενείς την καθαρίζει με το πηχτό της βλέμμα.

έρχομαι κι όλο έρχομαι από πολύ μακριά κι έτσι ευτυχισμένη που με βλέπεις όταν έρθω δεν μπορείς να φανταστείς από πού έρχομαι για να σε δω και κάθε φορά ξεκινώ κι έρχομαι να σε δω μ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους της γης σε χύνω πάνω στη γη και τη σβήνω.

Οι δυο εμείς που πάμε με τους ανθρώπους εσύ ακουμπάς κι εγώ αισθάνομαι άφησέ με. Να δω πως απλώνεις το χέρι σου. Κάθε κίνηση κι ένα άλλο χέρι πώς πιάνεις πώς μαλάζεις αυτό το μαλακό ανθρώπινο κρέας πώς τινάζονται οι μακρουλοί μηροί σου σα τρομαγμένα κεφάλια αλόγων άφησέ με να δω. Το στόμα σου πώς τους μιλάς πώς τους φιλάς και πώς ανατριχιάζεις. Με αποτροπιασμό όταν κι εκείνοι σ’ αγγίζουν όμως δες. Τα δικά μου τα χέρια δες τα σηκωμένα που ποτέ δεν σ’ αγγίζω το πρόσεξες που εγώ ποτέ δεν σ’ αγγίζω; δες τα χέρια μου κι έτσι πάντα από μακριά τα χέρια μου θα σε τριγυρίζουν σαν ένας ήμερος και λαχανιασμένος αέρας κι όλους! τους έχω με σένα. Όλους τους ανθρώπους τους δένω με σένα σαν με σκοινί τους τραβώ τους βγάζω σα βάρκα από βούρκο.  Οι άνθρωποι είναι βάρκα την τραβώ έξω και κάθε φορά σα να ξεκολλά και σα να βγαίνει κι οι δυο μαζί την τραβάμε τη βγάλαμε. Τώρα στεκόμαστε αγκομαχούμε. Αλλά ευχαριστημένοι και κοιτάζει ο ένας τον άλλον δες το άσπρο μου δέρμα την κοιλιά μου που είναι Λεία κι εγώ σε βλέπω και μέχρι να πεθάνω. Σε βλέπω μ’ αυτούς κι όλους τους αισθάνομαι και με τον καλλίτερο και τον πιο ιδανικό τρόπο τους αισθάνομαι κι αυτό σημαίνει πως εσένα με τον καλλίτερο και πιο ιδανικό τρόπο εσένα αισθάνομαι και χίλιες φορές σε αισθάνομαι απανωτές και διαφορετικές κι απανωτές φορές σε αισθάνομαι η Τενάγκνε γονατιστή τινάζει το κεφάλι και βογκά. Η μεγάλη ευτυχία της Τενάγκνε θα είναι η συνάντηση του φίλου με το ξένο και η Τενάγκνε με έκσταση οραματίζεται τη συνάντηση. Ο ξένος χλόμιασε και μια φοβερή αγωνία. Η Τενάγκνε σα να έχει κιόλας εμπρός της τη συνάντηση και περιγράφει. Προσπαθεί να ερεθίσει τον ξένο κι έτσι αυτός θα την βοηθούσε να ζήσει προκαταβολικά κι έστω φανταστικά να χαρεί αυτή την ένωση τον παρασύρει μέσα σ’ εκείνες τις αξέχαστες ιστορίες που μιλούν για τον φίλο που λείπει ζούσε μ’ ένα νεαρό κορίτσι δεκαοχτώ χρονών και οι δύο. Ζούσαν μαζί σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στη Belleville.

Μόνο που η κοπέλα τη σκότωσε εκείνος με μια τσεκουριά στο κεφάλι. Όμως αυτή εξακολουθεί να ζει μαζί τους. Του ετοιμάζει φαγητό και του πλένει τα ρούχα κάνει νοικοκυριό. Έβαψε μόνη της τα περβάζια των παραθύρων με πολύχρωμα και χτυπητά χρώματα κι έστρωσε ένα πράσινο βαθύ ταπέτο δεν παραλείπει να του παραπονιέται για τον άδικο κι άγριο θάνατό της και κάθε τόσο του δείχνει με παράπονο και με αγανακτισμένο παράπονο χωρίς να μιλά του δείχνει το πίσω μέρος του κεφαλιού της που είναι ανοιγμένο. Το αίμα και το μυαλό ξεραμένα πάνω στα αχτένιστα ξανθά μαλλιά. Μου έκανε εντύπωση και το θυμάμαι ένα απόγευμα που άνοιξαν το παράθυρο και κοίταζαν έξω απ’ το παράθυρο.

Ένα χνούδι φως τύλιγε τα ωραία κεφάλια τους κι αποξεχάστηκαν ευτυχισμένοι να κοιτάζουν το σούρουπο και το μικρό λαϊκό δρόμο ένας αχνός ρεμβασμός. Μια πάχνη και καθαρή αναπνοή εκείνες οι ξαφνικές αναπνοές σε μικρά φιδίσια ρεύματα καθαρού νερού απότομα η Τενάγκνε γύρισε και κοίταξε με έχθρα τους συγγενείς του τοίχου. Αναστεναγμός μικρού παιδιού και στέκονται στο παράθυρο μια ησυχία θυμίαμα από καμένη ακακία. Τότε το κορίτσι έσκυψε και νευρικά του έδειξε πάλι την ανοιχτή πληγή των μαλλιών της και με κακία. Την λέγαν Ανδρομάχη κι ήταν διαρκώς μελαγχολική κι όταν σε είδα μου θύμισες την Ανδρομάχη έχετε την ίδια μελαγχολία η Τενάγκνε σώπασε και ξαφνικά τα μάτια της γέμισαν φωτεινά δάκρυα κι ένα μουρμουρητό φύσηξε ανάμεσα στους ανθρώπους του τοίχου. Η Τενάγκνε κοιτάζει τον ξένο με δάκρυα σαν ασημένια. Ξαφνικά ο ξένος έπεσε καταγής και φώναξε επειδή είστε συγγενείς του αυτή είναι η αξία σας. Κάπως τον έπιανα πιάνοντάς σας κι έλεγα πως κάποτε θα του διηγηθείτε. Ίσως και τώρα να υπάρχει μεταξύ σας μια επικοινωνία και αναφέρετε για μένα.

Είμαι το πιο σπουδαίο γεγονός στην πρόστυχη ζωή σας και θα μ’ αναφέρετε μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο και σ’ αυτό δεν πέφτω ποτέ έξω σίγουρα ο τρόπος θα με αναφέρετε με εντυπωσιακό τρόπο. Θα λάμπω ανάμεσα στις πληροφορίες. Θα αναγκαστεί να με σκέφτεται θα φαντάζεται με ζωντανές λεπτομέρειες και διαρκώς θα με φαντάζεται και θα έχει στο νου του γιατί με έξυπνη τέχνη κι αδιάκοπα σας έδινα λαβές για επηρμένες εξομολογήσεις και σχεδόν τις υπαγόρευα τις εξομολογήσεις σας για να έχει διαρκώς στο νου του όλα όσα έκανα για σας και κυρίως πώς τα έκανα με τι γενναιότητα. Από ματαιοδοξία ήθελα να ξέρει το πόσο πεθαίνω κάθε μέρα κι όχι για να με λυπηθεί αλλά από απλή ματαιοδοξία. Η αξιολύπητη και ό,τι χρειάστηκα από σας ήταν μονάχα η μυθομανία σας κι όμως το ξέρετε καλά δεν ήταν ένας άκαρδος υπολογισμός και θα ήταν βρωμερή αχαριστία εκ μέρους σας γιατί με πραγματικό πάθος σας δόθηκα αφού ο καθένας σας είναι κι από ένα πραγματικό κι ελάχιστο μέρος απ’ αυτόν κι έστω το πιο ελάχιστο αλλά υπάρχει η αόρατη ομοιότητα. Αλλά βέβαιη και σωματική ομοιότητα και θα ήταν ποταπό εκ μέρους σας αν και σας θεωρώ για όλα ικανούς. Θέλω να πεθάνετε. Τι ποταποί θα είστε αν δεν παραδέχεστε πόσο βαθιά με τι ειλικρίνεια σας μοίρασα τη ζωή μου κι όλοι σας θα έχετε να αποκαλύψετε για μένα που σας μοίρασα ό,τι πιο ζωντανό και ό,τι πιο βασανισμένο είχα.

Τότε αυτός θα λυπηθεί που δεν με πρόλαβε θα υποφέρει από μια σκληρή λύπη και θα υποφέρει. Που γι’ αυτόν είχα έρθει αλλά δεν με πρόλαβε κι ίσως καλύτερα που δεν πρόλαβε γιατί πώς θα τον αντίκριζα; γιατί ποτέ δεν είχα τη δύναμη ν’ αντέξω το πρόσωπό του κι είναι καλλίτερα που θα αναλάβετε εσείς. Για το δικό σας συμφέρον θα αναλάβετε να του αποδείξετε τι ήμουν για τον καθένα σας και με περηφάνια θα του περηφανεύεστε για ό,τι σας έδωσα κι αυτός θα λυπηθεί αλλά προπαντός θα λυπηθεί κι αυτό θέλω. Προπαντός να λυπηθεί

άλλος τρόπος εκτός από σας δεν υπήρχε για μένα κι ίσως η αγάπη που έχω γι’ αυτόν να είναι αγάπη που έχω για σας

η Τενάγκνε ακίνητη στην άκρη μιας παλίρροιας. Έχει από ώρα τα μάτια της κλειστά και δεν τα ανοίγει οι συγγενείς κρατάν τνα ανάσα τους. Τρομαγμένοι κοιτάζουν τη Τενάγκνε που δεν μιλά και κανείς δεν μιλάει και δεν κουνιέται. Με κλειστά μάτια η Τενάγκνε αρχινά και λέει η φωνή της σα να βγαίνει μέσα απ’ το νερό. Μ’ ένα μικρό ρόγχο και τα μάτια πάντα κλειστά και λέει αργά και σαν προσεκτικά. Η Τενάγκνε μιλάει σαν να απευθύνεται σ’ ένα αθέατο πρόσωπο που της παραστέκεται με αβάσταχτη συμπόνια η μνήμη κι όλο αυτό που θυμάμαι. Η μνήμη μου έπεσε στα χέρια κάποιου δεν την ορίζω πια Τώρα κι ακριβώς αυτή τη στιγμή τώρα μου ήρθε στο νου κι αυτήν μόλις τη στιγμή. Θυμήθηκα ξαφνικά. Σα φαντασμαγορία πέρασε ξαφνικά μπρος από τα μάτια μου και θυμήθηκα όταν ήμουν παιδί. Θυμήθηκα που ήταν μια μεγάλη πλατεία έρημη και ήταν σκαμμένη. Ανασκαφές ή βομβαρδισμός. Γύρω πάρα πολλές εκκλησίες η μια κολλητά στην άλλη και παντού βασιλικές. Αιώνων και αχειροποίητες. Σ’ ένα μέρος ήταν ένας σκελετός από βαγόνι. Μέσα στο βαγόνι είχαν φυτρώσει ψηλές καλαμποκιές. Κάπου αλλού θυμάμαι πως είδα ένα σπυρί καλαμπόκι. Κίτρινο μέσα στο χώμα και από μέσα του έβγαινε μια φύτρα σαν εντόσθιο άσπρο και πράσινο. Στεκόμουν πάνω από ένα βαθύ όρυγμα. Το όρυγμα ήταν σα τετράγωνο πηγάδι. Δεν είχε νερό και για μια στιγμή μου φάνηκε πως είχε νερό. Γεμάτο χοντρά βατράχια μαβιά αλλά αυτό ήταν σ’ άλλο μέρος. Ήταν σ’ ένα χωριό που το ’λεγαν Αρτάκη. Η Νέα Αρτάκη. Το όρυγμα δεν είχε νερό. Επίσης ήταν δυο γυναίκες. Κάθονταν στην άκρη πάνω από το όρυγμα. Δυο μοναχικές γυναίκες με την πλάτη προς το όρυγμα κι έβλεπαν προς την πλατεία. Με μαύρα και τα κεφάλια τους τυλιγμένα σε μαύρα. Μονάχα το στόμα τους φαινόταν μαύρο κι αυτό. Σα να κάθονταν η μια πάνω στην άλλη και η μία σαν να ήταν ψηλότερα από την άλλη δεν θυμάμαι πώς. Οι γυναίκες έτρωγαν ψωμί. Έκοβαν μικρά κομμάτια ψωμί. Τα έριχναν και σχεδόν τα πετούσαν στο στόμα τους. Το θυμάμαι καλά που δεν δάγκαναν το ψωμί αλλά το έσπαζαν στα χέρια και το πετούσαν ξερές μπουκιές στο στόμα τους. Έτρωγαν μανιασμένα και σαν αρπαχτικά πουλιά. Πήγα και στάθηκα πάνω από το όρυγμα και στεκόμουν δίπλα σ’ αυτές τις γυναίκες. Ατάραχες κι έτρωγαν κοίταζαν στην πλατεία κι ούτε γύρισαν να με δουν. Νομίζω πως εκεί. Στο χώμα δίπλα στα πόδια μου είδα το σπυρί με τη φύτρα. Σα βρασμένο και τώρα που το θυμάμαι νιώθω το στόμα μου γλυκασμένο. Μέσα στο όρυγμα και κάτω στο βάθος είχε ξεθαφτεί ένα μάρμαρο. Διέκρινα πως το μάρμαρο ήταν χαραγμένο. Χαραγμένες γραμμές σαν κεφαλαία. Οι γραμμές χαράχτηκαν στο μυαλό μου. Ίσως να μην ήταν γράμματα. Απ’ όλο εκείνο το κατεβατό μόνο δύο συλλαβές. Με δυσκολία και με φαντασία διαβάζονταν οι συλλαβές ΓΑ και ΔΡΑ. Από το χείλος κοίταζα στο βάθος το γραμμένα μάρμαρο. Παρόλο που καταλάβαινα πως ήταν σαν γράμματα δεν ήξερα να τα διαβάσω και στο πλάι μου οι δυο γυναίκες. Κατάπιναν το ξερό ψωμί κι ατάραχες έβλεπαν στην έρημη πλατεία κι εγώ όρθια πάνω από το όρυγμα κι εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια μακρινή φωνή και τραγουδιστή μακρινή σα φωνή μάνας κάπου μακριά φώναζαν ένα όνομα σαν εβραϊκό θαρρώ Ραού ναι Ραού η ξεκοιλιασμένη πλατεία και το βαγόνι οι βασιλικές και οι δυο γυναίκες οι συλλαβές ΓΑ ΔΡΑ και ξαφνικά. Ένα όνομα τινάχτηκε πίσω απ’ τις εκκλησίες κι ένα όνομα σα μικρό σιντριβάνι τινάχτηκε πίσω απ’ τις βασιλικές Ραού η Τενάγκνε όλο κλειστά τα μάτια της κι έσβηνε η φωνή της. Ξαφνικά ουρλιάζει Ραού! και με κλειστά μάτια. Ραού! Ραού! ουρλιάζει και στριφογυρνά το κεφάλι. ραού! σαν να επικαλείται γυμνή και γονατιστή.

Στο κέντρο και στους τοίχους οι βουβοί συγγενείς κι ο ξένος η Τενάγκνε επικαλείται και με κλειστά μάτια ουρλιάζει Ραού! Ήσυχη η Τενάγκνε κι ανοίγει αργά τα μάτια της. Τώρα τα μάτια της σα γεροντικά και χυμένα. Κοιτάζει τον ξένο. Ο ξένος αισθάνθηκε πως κάθε θρήνος τέλειωσε πια οριστικά για τη Τενάγκνε και για όλη της τη ζωή. Η Τενάγκνε τον κοιτάζει και λέει τώρα θα σ’ αγγίξω. Η φωνή της σα γλάρος πέταξε κι ήρθε πάνω από μια απέραντη και ταραγμένη δυστυχία. Με βία τον ακουμπά στον ώμο. Στο άγγιγμα οι συγγενείς του τοίχου πατούν τις φωνές με πανικό το άγγιγμα ήταν ο χαλασμός ένα εκκωφαντικό πανδαιμόνιο κι ένα πανδαιμόνιο οι συγγενείς όρθιοι φωνάζουν με κλάμα με υστερία κι όλα τα ράγισε η βουή λαμπάδιασαν και λιώσαν η Τενάγκνε με αλλοφροσύνη και την κυρίεψε το πανδαιμόνιο. Ξεσπά τον τρώει! δαγκάνει τον ξένο κόβει μασά τον τρώει! και σαν να επιδεικνύονταν κιόλας στους συγγενείς επιδεικνύονταν με μιαν ασυγκράτητη χυδαιότητα. Ο ξένος τραβιέται σκεπάζει το φαγωμένο του λαιμό σέρνεται να φύγει. Στο πρόσωπό του μια ευλογιά μικρές και ματωμένες φωλιές σκαμμένες. Στην εξώπορτα πεθαίνει και με το πρόσωπο στο χώμα θα πεθάνει Αγγελική; Υπάρχει ένας από πάνω του και κάποιος ήρθε στέκεται από πάνω του κι ένας ίσκιος τον βρέχει και μια λαμπερή υποψία ήρθε; ρώτα στο χώμα και το χώμα μυρίζει ένα κρασί. Άκουσε από το σπίτι τη γνώριμη φωνή. Από το σπίτι φώναξε η Τενάγκνε ήρθε. Γύρνα να δεις. Από πάνω σου το πρόσωπό του ξεκολλά πέφτει αφήνε την ευγνωμοσύνη και βαρύ μολύβι του πρόσωπό του κατρακυλά μέσα στη γη γαντζώθηκε σε μια αστραπή την έσπασε πέφτει κι άδικα φώναζε η Τενάκνε κι εξακολουθούσε να φωνάζει και με χαρμόσυνο σπαραγμό φωναζε συνέχεια να γυρίσει να δει το θεό… (σελ. 35)

 

Η ΤΕΝΑΓΚΝΕ  ΦΩΝΑΞΕ ΜΕ ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ

(… είδε τον Γιατρό Ινεότη μέσα στο άγνωστο πλήθος του ποταμού και φώναξε… )

Τον καλεί να έρθει και με υπερβολική χαρά. Αυτός διασχίζει με πολύ κόπο και πρόσεχε μη τους ταράξει έτσι που κάθονταν ασάλευτοι σα να αγωνίζονταν να ακούσουν και ένας άνδρας πολύ αδύνατος με παράλυτο πρόσωπο έτρεχαν σάλια από το στόμα του. Με μακριά ξανθά μαλλιά είχε γυμνωθεί και είχε στύση. Έλεγε ασταμάτητα μια λέξη ακατάληπτη λουδία. Ο Γιατρός Ινεότης πήγε κι ήταν ήρεμη τινάζει το κεφάλι της με μια φιλαρέσκεια. Σα να μην ήταν η ίδια που πρωτύτερα με τέτοια αγωνία τον καλούσε. Η Τενάγκνε σα να έδιωχνε από πάνω της μιαν αύρα κι υποδέχτηκε το Γιατρό Ινεότη με γλυκύτητα. Στα δάχτυλά της κρατά σαν ένα μικρό θαμπό κρύσταλλο και σα χαλάζι έψαχνα να βρω κάποιον που να τον γνωρίζω και τώρα έλαχε σε σας λέει η Τενάγκνε στον Γιατρό Ινεότη είπε μ’ έναν ακκισμό αλλά με φανερή αγαλλίαση. Με ανακούφιση σαν να ήταν μια ανέλπιστη σωτηρία που τον συνάντησε αλλά ακόμα διαρκούσε η αγωνία της ερημιάς της μέσα στον άγνωστο λαό και σαν αλαζονεία μετά από διασυρμό δεν μπορούσα μέσα σε άγνωστους που ποτέ δεν τους έχω ξαναδεί κι έψαχνα όλες αυτές τις ώρες αλλά χάθηκαν όλοι. Αλλά τώρα που είστε εδώ τώρα μπορώ που θα είστε εσείς εδώ γιατί σας αναγνώρισα μόλο που πέρασε τόσος καιρός κι αμέσως αναγνώρισα το πρόσωπό σας πόσο πολύτιμος μου είστε είπε η Τενάγκνε και τον κοιτάζει λίγη ώρα και δεν μιλά.

Ύστερα έβαλε το χαλάζι στο στόμα της να με βλέπετε. Βλέπετέ με. Σας παρακαλώ λέει με χαμηλή φωνή κι όχι παρακαλώντας αλλά σα να έδινε μια οδηγία και κοιτάζει το Γιατρό Ινεότη τον κοιτάζει ίσια στα μάτια και του χαμογελά με μια ευγένεια και σαν συγκινημένη. Τα μάτια της σιγά-σιγά κοπάζουν κι έκλεισαν γέρνει ξαπλώνει αργά και στο άσπρο της πρόσωπο έτσι καθώς ειρηνικά ξεψυχούσε. Το έβαψαν απλώθηκαν σαν αίματα και χύθηκαν ξανά η αγωνία μήπως δεν συναντήσει κανέναν που να τον γνωρίζει και η αγαλλίαση που τον συνάντησε και σαν δυο αίματα ανακατώθηκαν είναι μια δική της κι ανέγγιχτη ιστορία και δεν θα λυπηθώ κι ούτε θα ταραχθώ λέει δυνατά ο Γιατρός Ινεότης αλλά υποφέροντας από εκείνη τη βαριά αηδία   (σελ. 37)

 

ΜΕΡΙΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΕΝΑ ΚΛΕΙΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

(… κι ακόμα κι θάνατός τους είναι κλειστός…)

Με μια ελαφριά συγκίνηση και κράτησε κρυφόν όλο το θάνατό της και μοναχά μ’ ένα βούρκωμα. Όμως εγώ τον δικό μου τον θάνατο θα τον λύσω και θα τον ελευθερώσω φώναξε λαχανιάζοντας ο Γιατρός Ινεότης κι έτρεμε. Σωπαίνει και τραντάζεται σα να μη βρίσκει ένα τρόπο κι όλη η μαζεμένη του ψυχή να περνά από μια τρύπα βελόνας και μ’ αγωνία φώναξε στη Τενάγκνε να δεις. Τον θάνατό μου θα σε κάνω να δεις και τουλάχιστο εσύ θα τον δεις κρόσσια από τον τροχό του ακονιστή. Ένα πολυτροχισμένο κι άστραφτε. Κόβει τα σφαλιχτά βλέφαρα της Τενάγκνε. Ορθάνοιχτα τα μάτια της κι είδαν ολόκληρο τον κόσμο. Τώρα παρουσιάζω τον θάνατό μου. Η άμμος και μια περίλυπη γυναίκα περπατά αργά στην άμμο και περίλυπη απομακρύνεται αργά. με άγριο πετάχτηκαν τα έντερα ο Γιατρός Ινεότης κοιτάζει με μια έκπληξη την κοιλιά του κι ανατινάχτηκαν με άγριο σφυγμό. Κλαδιά κι υδρόβια ό,τι κάνουμε και οι ενέργειες να είναι τυμπανοκρουσίες. Να ξεχωρίζουν η μια από την άλλη γιατί αλλιώς μπερδεύονται γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται και δεν προσέχει και συγχέουν. Το κάψιμο και ο πάγος τα αισθάνομαι ένα πράγμα και φαίνεται πως όλα στο βάθος μιας πληγής όλα είναι ένα πράγμα. Η αυτοκτονία μου είναι ηρωική και ιδεολογική. Καμιά σχέση με δυστυχία και καμία σύγκριση με αυτηνής γιατί αυτό είναι το νόημα. Από μόνος μου εξαφανίζομαι αλλά με μια τεράστια συναίσθηση γιατί σε μια πράξη ενός ανθρώπου υπάρχουν οι πράξεις όλων των ανθρώπων κι αρκεί μια πράξη κι ένας άνθρωπος αρκεί ακούστε στο θάνατό μου είναι κι άλλοι θάνατοι πώς τρίζει το μετάξι τους κι όχι από προσωπικές συμφορές σας ορκίζομαι κι όχι από παθολογικές αλλά από μιαν αγνότητα σας ορκίζομαι. Τώρα είναι η ώρα που θα αποκαλύψω. Εγώ είμαι η αιτία και τους παρασύρω στο σημερινό τέλος κι επισύρω το τέλος τους. Είναι ένα σημάδι εκγενετής που όταν παρουσιαστεί. Έχω το ανθρώπινο όριο. Όταν εμφανιστεί ο άνθρωπος που να έχει το ανθρώπινο όριο τότε σήμανε το τέλος των ανθρώπων. Σα μια αγρύπνια στάζει μέσα μου η μοίρα των ανθρώπων κι ακριβώς μέσα μου τελειώνουν οι άνθρωποι. Συνορεύω. Ένα βήμα και γκρεμίζονται από ένα πανύψηλο τοίχο τα αισθηματικά λόγια τους κι οι ιδέες κι αρπάζουν φωτιά οι ζωές τους αυτό το γυαλί πρέπει να έχει μια τρύπα κι από κάποια τρύπα αυτοί θα με παρακολουθούν και θα μ’ εκτιμάν θα καταλαβαίνουν τη διαφορά των θανάτων. Εγώ είμαι εθελοντής του τέλους των ανθρώπων και με την ελεύθερη θέλησή μου παραχωρώ και με μια τραγικότητα τους παραχωρώ τον τόπο που πιάνω που κανένας δεν με υποχρεώνει αλλά εγώ εξασφάλισα και με τον φανατισμένο μου θάνατο τους κρατάω στα χέρια μου γιατί με τον φανατισμένο κι ιδεολογικό μου θάνατο θα συνεχιστώ και σα παλιός σβηστός μύθος κι ίσως ο πρώτος τους μύθος θα σας βασανίσουν! το πλήθος έφυγε διαμιάς. Μικρές γριές κι αργοπορημένες μαζεύαν κρώζοντας τα ενθύμια τους κι έφυγαν τελευταίες. Ο Γιατρός Ινεότης ήξερε από την αρχή κι ήξερε πως με βασανιστικό τέλος κι ήταν αδύνατο να είναι αλλιώς το τέλος των ανθρώπων. Ο ακονιστής κοιτάζει τρομαγμένος τα έντερα... σελ. 39 (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1971)

Δευτέρα, 5 Αυγούστου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ