Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΗΧΟΣ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ

 (… εκείνος που δεν άντεξε τ’ αστέρια  

γνωρίζει τη λεπίδα του κενού  και  ουρλιάζει…)


Έρχεται πάλι ο τεφρώδης ο Τειρεσίας

με το δεξί του χέρι ανεμίζοντας υπεράνω

το σπαραγμένο στεφανοχάρτι του Οιδίποδα

με το άλλο χέρι κρατώντας από χρυσή

αλυσίδα τα χρώματα.

Έρχεται τώρα στεφανωμένος με χαμομήλι

(κάποτε είχε ρίξει στο κεφάλι του ασβέστη).

Λένε πως πάει στην Ανακήρυξη του Νερού

μελετώντας ουράνια πράματα

και κάθε τόσο τρίβει

τα θλιβερά καλάμια τα μαστάρια του που κρέμονται

σ’ ολάκερη την αποτυχία του σώματος

γιατί το ξέρει: περισσότερο απ’ όλες τις αισθήσεις

η αφή λυτρώνει, η πιο άσημη.

Χαζεύω τυφλός – είπε ξάφνου και κάθισε

βάζοντας θεατρικά το ραβδί του στα γόνατα,

χαμένο από μέρες κι ανεύρετο. -

Έτσι χαζεύουν και οι απέραντοι νεκροί

την πλάση στα ψυχιατρεία

κάθε αμνός που σφάχτηκε λαβαίνει πάλι το κορμί του

με αστραπές που μεγαλώνουν την ευλάβεια.

Η νύχτα πρήστηκε κι ο Τειρεσίας μυρίζει άσχημα

όσοι τον βλέπουν κάνουν πέρα πιάνοντας

τη μύτη τους με χαρτομάντιλα.

Μονάχα ο αγέρας περιβάλλει άνετα

το γηραλέο τούτο ψοφίμι

γεμάτο σκοτάδι και αγνή αποσύνθεση.

Ούτε ένας ήχος μες στο βάραθρο του στήθους!

Κι όμως χαιρόμαστε κανονικά

ποιμαίνουμε τις εβδομάδες

όσο κι αν η τέφρα δυναστεύει την όραση

χαρίζοντας το πλήγμα να λιγοστεύουμε.

Γι’ αυτό και οι καρποί σαν ταξιδιώτες παρατούν τα δένδρα

πέφτοντας έρημοι στην απέραντη τύχη.

Ο Τειρεσίας αναπνέει με τα βράχια του απόλυτου

τον ξεκλειδώνει κάποτε ξαφνική ανατριχίλα

γυρίζοντας το αίμα

καθώς γυρίζει ο φτωχός

το παλιωμένο ρούχο και το ξανανιώνει.

Τίποτα δεν υπάρχει ανάμεσα

στη σφύρα του θανάτου και στον άκμονα

που είναι ο απόρρητος ήλιος.

Εκείνος που δεν άντεξε τα αστέρια

γνωρίζει τη λεπίδα του κενού και ουρλιάζει.

[ΔΥΣΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971.

Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο:  ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ]

 


ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Στα έρημα χαράματα των κήπων αραιά

πέφτουν τα δάκρυα των άστρων.

Αναλάμπει ο αρχαίος υμέναιος

η ολκή του θανάτου.

 

Την ώρα που τραβιέμαι απ’ την κόλαση

τίποτε δεν κατορθώνω.

 

Συνήθισα  να κλονίζομαι,

Στις πικρές θάλασσες το νερό υποφέρει.

 

Ξόδεψα μακρινούς περιπάτους για να καταλάβω:

Η ζωή δεν έχει και τόση ζωή μέσα της·

όλο το ζήτημα είναι να δούμε μονάχα

πού βγάζει τις φλόγες.

Τότε προσεκτικά πλησιάζουμε

κρατώντας μια χαρτοσακούλα

και τη γεμίζουμε.

 

Όταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα δεν το βλέπεις

αλλ’ αργότερα κάπου θα πονέσει ο πολιτισμός.

Όταν τα δένδρα μες  στους κήπους

πλέκουν το αεράκι του θέρους

ο άνθρωπος που διαιρεί με πληγώνει.

 

Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου.  Μέχρι πότε

θα παίζει ο σκοπός με τα εμπόδια;

Μέχρι πότε θα βλέπεις τη μύγα

να σεργιανίζει απάνω στη ζάχαρη;

Σε ονόμασα βήματα για ν’ αστράφτει

ανήλιαγος ο νόμος

που συχνά ψιθυρίζει στην αφή

πως ο δρόμος δεν υπάρχει.

 

 

Σύμβολο  και  πραγματικότητα  -  η ίδια φτώχεια!..

Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου για φανέρωση.

 

Όταν δίνεις ένα φιλί στο εικονοστάσι

φιλάς τη ζωή  κι αυτό φτάνει.

 

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΩ

Σου είπα:  εξουθένωσε τον ήλιο Ποτάμιε

στην ίδια σου τη φτώχεια την πλουτοφόρα.

Σου είπα:  γίνε το χαμόκλαδο

της ερημιάς που μ’ έρωτα παράφορο

το σέρνει  δώθε – κείθε ο αγέρας.

Κι ακόμη λάμψε στην εξέχουσα καθαρότητα

λατρεύοντας όχι βέβαια την απέραντη φύση

μα την ακόρεστη ματιά της

οπού θερμαίνει το εργαζόμενο δένδρο.

Σου είπα να μπεις εδώ μέσα δίχως αντάμειψη

σ’ αυτό το αχούρι

σ’ αυτή την Άρνηση  και  σ’ αυτή τη θάλασσα

με τα ξύλινα ρούχα σου κολυμπώντας προς την  αγάπη

που δε γίνεται να δεχτεί τ’ όνομά της.

Αν έστι προχωρήσεις ασήμαντε

κόβοντας πού και πού κανένα ανθάκι

για να μυρίζεις ολοένα λησμονιά

και άδολην αιτιότητα

υπάρχει τότε τρόπος να γεράσεις βρεφικά

να ξεδιαλύνεις το μυστήριο

του κόκκινου ναι  και  του κάτασπρου  όχι

του λύκου  και του προβάτου…

Λοιπόν όπως και να ’ναι

η μαύρη αιωνιότητα κάνει τη δουλειά της!..

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971]

 

ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Ο τρόπος που μπαινοβγαίνουμε στις εποχές

και η τεράστια πόα της μοίρας

είναι ο χρόνος. Πλήθος οι σπίθες αδελφικές

από μια θράκα διφορούμενη κι οι αποστάσεις

αρτηρίες της αόρατης ακινησίας:

εδώ μέσα κυλιέται ο κόσμος

κρεμάμενος απ’ το κορμί

σαν ένα φύλλωμα δίχως λόγο

κι αυτό είναι υπέρτατο.

Κανένας ποταμός ούτε κοίτη,

τα πράγματα: ήρεμα ψέματα,

ο ήλιος όταν ανατέλλει και βυθίζει

δυο δικές μου τελετές.

Κανένας ποταμός ούτε μια πράξη στο μέλλον

ούτε μια προσταγή.

Κι ο ουρανός εμπαίζει τη φωτιά, την κάνει χρώματα,

η θάλασσα δεν έχει στόμα

σκοτώνει την ποικιλία

ιδρύοντας την εικόνα του νερού μ’ αιωνιότητες

την πείρα που μας κάνει να γογγύζουμε

πότε μεγάλη διαρκής αναμέτρηση και πότε

το στήθος σφάζοντας εμβρόντητη σιγή:

εδώ μέσα υπάρχω κυρίαρχος δίχως λόγο

κι αυτό είναι υπέρτατο.

Μα η εξέλιξη με ρίχνει κάτω

πηγαίνει προς το άλλο πράσινο

με παίρνει σβάρνα

συνωστίζεται γύρω μου

κι εγώ βουλιάζω στην έρημο των αισθήσεων

ανυπολόγιστος.

Ένας καρπός, ωριμάζει και πέφτει,

δεν έχει πρόσωπο ούτε καθρέφτη.

Το διψαλέο δράμα: Η ζωή,

να είναι μέσα μας και έξω από μας!

 

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ

Όταν αγγίζω    τη χειρότερη σιγή

και δεν μπορώ με τίποτα   να τη συνδέσω

καθώς απλώνει γύρω η αβεβαιότητα

σαν το νερό στο πάτωμα

τρέχοντας απ’ τη ραγισμένη στάμνα

σκέφτομαι πόσο αδικήσαμε

τους ήχους όλων των πρωτογόνων.

Όμως   είναι καλύτερη κι πιο νωθρή σιγή

κι η πιο τυφλή μας γεύση

χαρούμενη σελέστα·

είναι πολύ περισσότερο   το χάζεμα των λεωφορείων

η αγάπη των διαβάσεων

από πράσινο  σε  πράσινο –

ανάμεσα σε ολόιδιες εξελίξεις

όπως ο ήλιος γίνεται   λαμπρή μεγάλη αδιαφορία

ή  θα ’λεγα συναχωμένος κούρος

είναι πολ’υ προτιμότερο   το χάζεμα των αυτοκινήτων

από κάθε θλιβερή   βλάστηση

στο αυτάρεσκο τοπίο της γλώσσας

μ’ ένα φρικώδη χείμαρρο συντακτικού

μ’ ένα αιματωμένο ξύρισμα

για ν’ αγοράζουμε μισοτιμής

το σεβασμό των άλλων

με τα   «σαφώς»   «εντέλει»  και  «σαφέστατα»

των πάσης φύσεως δικηγόρων.

Αν δεν πεθαίνει κάτι  - είναι η μοναξιά μας!..

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971]

 

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

(από τη συλλογή Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Κομμένος όπως το λουλούδι μεσ’ στο βάζο

θα ζούσε το απόλυτο ο άνθρωπος χωρίς να ζει.

Θα ’τανε χιόνι απάτητο

βροχή που πήρε άλλη απόφαση

και δε θα πέσει!..

Θα ’τανε μια πασίλευκη

και ώριμη σιγή που ξεσκεπάζει

πως η γαλήνη είναι ο θεός λέξη προς λέξη

δίχως να περισσεύει τίποτα.

Έτσι μιλούσα βλέποντας

εξαίσια ρόδινες ορτανσίες άσπρες και γαλάζιες

ωσάν κομμώσεις θεαινών,

χρυσαφικές αλλόφρονες

μπετίνες  και  ελισαβέτες

τα χιονόσφαιρα  και  τα μπαλέτα

τις ανοιγμένες ταϊτές τους μπακαράδες

όταν ουρλιάζει τρυφερά στην ομορφιά της η κλοξίνια

και ξεθυμαίνουν από κίτρινα μικρά καμώματα

χαώδεις οι πρασινάδες

με τους ατλαντικούς απόκοσμες ασκληπιάδες

και τους φιλάδελφους στην ίδιαν αποκάλυψη

στον ίδιο φανερωτικό βωμό της Δήμητρας

όπως η μοβ εκείνη κληματίδα που μ’ εκπλήττει   μόνη της

ανασκευάζοντας τη νύχτα και τ’ αστέρια

η μοβ εκείνη του αέρα κρύπτη.

Βρισκόμαστε ποτέ πιο πάνω απ’ τ’ αστέρια;

Χαιρόμαστε ποτέ το φως απ’ τη μαυρίλα;

Ή μήπως είδαμε για ένα έστω δευτερόλεπτο

τη σιωπή σωστά καθισμένη;

Θρήνος που είναι τ’ άνθη στα δάχτυλά μας

κι άχραντο σκοτάδι!..

Λαβωμένος απ’ το φεγγάρι με μάλαμα

βλέπω καλύτερα πόσο

φθονούμε την καθαρή θνητότητα

που ’χει βαθιά και τόσο ξάστερη

κομμένο το λουλούδι μες το βάζο…

Νεάνιδες θροΐζουν ευγενικά

στην απεραντοσύνη του έρωτα

και τι γοργά χαράματα όταν φυσήξει ο χάρος!..

Πολύχρωμοι

στην υψωμένη τους ερημία

θροΐζουν οι γλαδίολοι.

 

 

La Forza del Destino

(Μαθηματική απόδειξη του Ezra Pound)

In tempore senectutis  ένας άνθρωπος

φουντωμένος απ’ τις λαλιές ερημωμένος

αντιλαλεί στα βρεφικά χαράματα – που ο ήλιος

άβγαλτος ωθεί τη διαύγεια

καταπάνω με ουράνια δύναμη –

πιασμένος απ’ την ερινύα ο γενειοφόρος πετεινός

αντιλαλεί:  Mortalitas,  τον πιο καθαρό ήχο.

Ένας άνθρωπος αληθειακός κι αντρειωμένος.

Όταν πηγαίνω στο ποτάμι τον βλέπω πάντα εκεί

κανείς ακόμη δεν τον έβγαλε απ’ το νερό –

με τα ρούχα του   τα παπούτσια του   το καπέλο του

τον βλέπω πάντα εκεί   πνιγμένο!..

 

ΕΝΑ ΞΟΡΚΙ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΦΩΝΑΧΤΑ

Στο μίσος μετέχω μπαίνοντας οπουδήποτε

στα πλοία  στ’ αεροπλάνα   στα καταστήματα

Στο μίσος μετέχω μπαίνοντας πριν απ’ όλα

στα λεωφορεία.

Φεύγετα  να  φεύγουμε

φεύγετε ν’ αχρηστέψουμε τις πόλεις!..

 

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑΣ

Μη γίνεσαι ένα μ’ αυτά τα καθιστόζωα

που σοφάρουν εξουθενωμένα και δένονται

στ’ αυτοκίνητα.

Ν’ απαγορεύεις το μέλλον ολόκληρο

στον εαυτό σου μέσα και να βλέπεις ήρεμος

το δυστύχημα της υπάρξεως

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971]

 

Ο ΑΚΑΝΘΙΑΣ

(από τη συλλογή Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Κάθομαι στην καρέκλα μου σαν το πουλί στο δένδρο.

Σε όλα μας τα μέλη αληθεύει ο θάνατος

κι εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τ’ αυτοκίνητα.

Οι μέρες μας, αλήθεια, πεθαίνουν

ευλάβεια μη μπορώντας!

Ο καιρός επήρε τα πανιά μας και γιγάντεψε

στα πυκνότερα οξυγόνα ο Ίχνος

μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως

κρατώντας τη φαρέτρα των δευτερολέπτων

ο γιος του κατάκοιτου Φαλακρού του βιδωμένου

και της ωραίας Νυοστής που μπεκρουλιάζει στα ηλιοστάσια-

όλη των άστρων η προχειρότητα.

Θα ’θελα να κρατήσω μια σκιά στα χέρια μου

θα ’θελα να ’χει το ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια.

Βλέπω χιλιάδες αντικείμενα κι ανάμεσα σους ο προφήτης Mobil

εξουσιάζω τους δαίμονες  και τους αγγέλους από ζελατίνη

χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς Ιωάννη

στα τέσσερα τα πέρατα μια πύρινη χοάνη

σκοτώνει την Ταχύτητα με σκούξιμο και χάφτει

τεράστιες καμπύλες από Τίποτα.

Βλέπω τα τελευταία δένδρα του πλανήτη.

Κάποια στριμμένη μάγισσα υφαίνει τα μαλλιά της Ανδρομέδας

ένας κωφάλαλος αρμέγει στεγανόποδα κι ανθίζει

σε πολλά εκατομμύρια δόξας ο μονόφθαλμος Ένθα.

Η Βίβλος έκανε την απόκλιση, μακραίνει

το χαμόγελο της Ήρας

τ’ αρχαία ειδύλλια σείονται κι η αράχνη

στην άγραφη προφητεία πλαταίνει.

Χωρίς ανάγκη όλα αυτά δίχως αντίβαρο.

Τ’ αηδόνια τουρτουρίζουν αλάλητα

κι η δροσερή οπώρα πέφτει στο πετρέλαιο.

Έρχεται φλόγα και στήλη δυνάμεως

οι λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα Οϊμένα

ο χρόνος πέταξε τη σκάλα κι έχει λόξιγκα –

ο κάθιδρος κοντορεβιθούλης χαϊδεύοντας το Ωμέγα.

Κρούομαι από έρωτα, βουλιάζω μέσα στο τρόμο.

Η μύγα ντύθηκε σπίθες αναρίθμητες

ο σκαραβαίος χορεύει πωγωνάτος

ένας ανάλγητος ουρανός αγνοήθηκε

κι ο ύπνος αρμολόγησε τα ψηφία του

τυχάρπαστος.

Εκεί λοιπόν είδα να σφραγίζεται για πάντα

με κάτι κόκκινα λουκέτα κατακαίνουργα

ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα

σε τρομερά κιβώτια σιγής και μια γουρούνα

καθότανε στην άκρη χύνοντας

τα πιο όμορφα δάκρυα στους απέραντους κόσμους.

Η νύχτα χειροτέρευε κι ακούστηκε

φωνή μεγάλη: Κρατηθείτε! –

Δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος κι η αγάπη

τα στήθια γίνηκαν αυτιά κι όμως ακόμη

τα μάτια έβλεπαν έντρομα στη χάση των αστέρων.

Είδα και τάχτηκα να μαρτυρήσω.

Ζώνες ερυθρές του Ακανθία κι αθρόα φάσματα

νυσταλέα ερπετά η μοναχική Ορνίθη σπαρταρώντας

ακέφαλη.

Σ’ αυτή το φοβερή διανυκτέρευση

ναρκώθηκαν όλες οι θεωρίες

και βγαίνει ετερόγναθος ο Υπεριώδης –

γαλανός ο φόνος και ο νόμος ακόρεστος.

Ολόγυρα οι άνθρωποι δίχως παρατάξεις

φώναζαν «όχι άλλο χαρτονόμισμα»!

ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία

και ψάλλοντας  αέρινα τροπάρια στ’ αεροδρόμια.

Σαν να τους βλέπω πάλι, σα να μην πέρασαν, αλήθεια,

αιώνες τώρα κι αιώνες…

Άλλοι απ’ αυτούς με λαμπερά ξυράφια κόβουν έρημοι

τους αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας

άλλοι με γρήγορη βενζίνη καίνε τους βουβώνες

ανάμεσα σε δέσμες ελλείψεων που συστρέφονται

μοιράζοντας ρόμβους, άλλοι τόσοι, της ουράνιας σωτηρίας

και ξεφωνίζει η καιομένη Φυλλίδα

στη σιωπή που χύνει ο Απέναντι του Ρίλκε.

Γκρεμός είναι οι καμπύλες της

κι ανίδεο τ’ αγέρι τις θωπεύει

καθώς ορθώνει στα ωχρά δευτερόλεπτα

τη δική του χαρά ο πτηνόσαυρος.

Τότε φωνάζει κάποιος «αποτύχαμε στο θάνατο»

και μια γριούλα με χουνί τον αποπαίρνει τραγουδώντας:

«Μια ιστορία εγκυμοσύνης είναι τ’ άνθος –

δεν το ξέρατε; Γιορτάζει σήμερα η κολοκύθα»!


ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ

Υπάρχω αθάνατα κι αιωρούμαι μονάχος

απάνω από έγχρωμες αβύσσους

μη μπορώντας να κρατηθώ απ’ το κόκκινο

ή να τσακίσω τα πλευρά μου στο μαύρο.

Θεσπέσια βροχή  κι  αξέχαστη

σε τόσα μυρωμένα γεγονότα!..

Θα ’λεγα κιόλας την καταιγίδα, χωρίς έννοια

μεγάλη υπεροψία των στοιχείων.

Ο άδηλος κεραυνός αναμοχλεύει τους εύκολους τρόμους

βουλιάζει ο σκύλος και μέσα στους θάμνους

η νυφίτσα καρφώθηκε τρέμοντας.

Πώς να την πεις την ωραιότητα του έαρος…

Την αφήνω στη φύση να ξαναγίνει!..

 

ΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Ένα μεγάλο κύμα καφτερά τζιτζίκια

που σβήνει ξαφνικά  ή  ξεθυμαίνει

σαν πυρκαγιά στ’ αφτιά μου  σαν κακούργημα

ένα μεγάλο κύμα καφτερά τζιτζίκια

φοδράρει το κενό των όντων.

 

Εδώ δεν έχω τις παλιές αναγγελίες.

Μου φαίνεται πως απόμεινε η πείνα μας

ως η πιο τρομερή πραγματικότητα.

 

Το Tao δεν επιτρέπει την ευτυχία

Το Tao δεν επιτρέπει τη δυστυχία.

Ούτε θα επιτρέψει άλλωστε την αθανασία μας

καθώς ποτέ δεν επιτρέπει το θάνατό μας!..

 

ΜΕ ΚΙΤΡΙΝΑ ΜΕΓΑΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Ο Ποιητής κύριοι περισσεύει!...

Μου το ’παν οι τσιγγάνες ένα βράδυ.

Μου το ’χε πει κι η μάνα μου παλιότερα:

«Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα.

Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,

CINTURATO   υπάρχει μόνο  PIRELLI

Μα εγώ δεν την άκουσα!..

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971]

 

ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΣΦΑΖΟΝΤΑΣ ΕΜΒΡΟΝΤΗΤΗ ΣΙΓΗ, ΖΩΗ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ  ΚΙ  ΕΞΩ ΑΠΟ ΜΑΣ

Εδώ μέσα κυλιέται ο κόσμος κρεμάμενος απ’ το κορμί

σαν ένα φύλλωμα χωρίς λόγο

κι εγώ βουλιάζω στην έρημο των αισθήσεων

ιδρύοντας την εικόνα του νερού μ’ αιωνιότητες

Όλη των άστρων η προχειρότητα μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως που αρμολόγησε αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας!... Θα ’θελα να ’χει το Ποίημα κατάλευκα  και  τρυφερά λαγόνια,  τεράστιες καμπύλες από Τίποτα,  χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς τον Ιωάννη,  πολλά εκατομμύρια δόξας  δίχως αντίβαρο από αρχαία ειδύλλια,  λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα  Οϊμένα,  κάθιδρο  κοντορεβιθούλη χαϊδεύοντας το Ωμέγα,  έναν ανάλγητο ουρανό  κι  ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα  σε τρομερά κιβώτια σιγής  χύνοντας τα πιο όμορφα δάκρυα!..  Η νύχτα χειροτέρευε  κι ακούστηκε φωνή μεγάλη:  κρατηθείτε:   δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος  κι  η αγάπη,  τα στήθια γίνηκαν αυτιά  κι  όμως τα μάτια βλέπαν  έντρομα στη χάση των αστέρων  τη φοβερή  διανυκτέρευση  όπου ολόγυρα οι άνθρωποι  δίχως παρατάξεις φώναζαν  «όχι άλλο χαρτονόμισμα»  ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία  και  ψάλλοντας τροπάρια στ’ αεροδρόμια!... (κτερίσματα στίχων από ποιήματα Νίκου Καρούζου  - συλλογή ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971  - συγκεντρωτική έκδοση: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  α τόμος:  1961 – 1978, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ] 

Παρασκευή, 9 Αυγούστου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ