(… διψάω για λίγη
ξενιτιά για μια γουλιά άγνωστο…)
Ο στίβος έσπασε σαν πιάτο
σκορπίσαμε όλοι σαν τα μαύρα κόλλυβα
σαν τα χτυπήματα στην πόρτα τα
μεσάνυχτα…
Κι οι σκοτωμένοι δεν θα βρουν ποτέ
συχώριο
φριχτά χαθήκαν μάταια χαθήκαν
η ζωή τους βλαστημάει χήρα ξετσίπωτη στους δρόμους
ουρλιάζοντας καπνό και ουρλιαχτό
-οφθαλμωρύχος ήλιος τρομερό καλοκαίρι
Τα μάτια εσήκωσα προς τις μασέλες των
κερκίδων
σπλάχνα που ξεφώνιζαν και τριγμοί ψυχών
στόματα γεμισμένα με φτερά, τρύπια εισιτήρια,
τρύπιες παλάμες και τα
ρέστα ενός σαββατοκύριακου…
Πατρίδα, δε σε θέλω πια κι ούτε
γενέθλιο φως
τώρα καθένας στην πατρίδα του είναι
σκλάβος
κι ίσκιος δεν ανασαίνει πια κάτω απ’
τα τσιμεντένια δένδρα
-οφθαλμωρύχος ήλιος τρομερό καλοκαίρι
Διψάω για λίγη ξενιτιά
για μια γουλιά άγνωστο
ξένος ανάμεσα σε ξένους - ίσως
να φέγγει ο σφυγμός
ίσως τα χέρια να μην είναι χειροπέδες
αφήστε με σ’ άλλα μαχαίρια σ’ άλλους τρόμους
ας μ’ αγκαλιάσουν οι εξατμίσεις των
αυτοκινήτων
μαριχουάνα L.S.D.
το παγωμένο πόμολο μιας πόρτας μόνο
ας έχω φίλο
-οφθαλμωρύχος ήλιος τρομερό καλοκαίρι
Βγάλε πια τα γαλάζια σου και δε σου
πάνε
παράτα με το Αιγαίο και τα νησιά σου
κάθισε στη γωνιά να πουλάς παλιά εικονίσματα βίους αγωνιστών σου και το νέο μαρτυρολόγιο…
Όμως όσοι μαρτύρησαν ποτέ
δεν μαρτυρούν
όταν τους συναντάς στο δρόμο δε σε
χαιρετάνε πρώτοι –
μη δε θέλεις ή
φοβάσαι
κι αν τους μιλήσεις σε ρωτούν αμέσως: για τις δουλειές σου για τα χόμπι σου και για όλα τ’ άλλα τ’ άψυχα –
μη τα ταράξουν
κι αν τους ρωτήσεις για όσα υποφέρουν
χαμογελούν μ’ ένα στραβό χαμόγελο
σαν τους τυφλούς που δεν υπάρχει
κανείς να τους περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο
κι έτσι ποτέ σου δεν θα μάθεις
για τα καράβια που βουλιάξανε στα
γήπεδα
για το καυτό ταψί του καταμεσήμερου
επάνω στα κεφάλια
για κείνον τον τρελό που φώναζε «ανοίχτε τα ψυγεία…»
ή για τον άλλο που έβλεπε στο δάχτυλό
του να ματώνει η βέρα…
-οφθαλμωρύχος ήλιος τρομερό καλοκαίρι
Είναι δεκτός εν τη πατρίδι αυτού ο
προφήτης – και μάλιστα καλόδεχτος
το ίδιο και ο ποιητής κι ο
ζήτουλας
και μόνο οι σκοτωμένοι δε θα βρουν
ποτέ συχώριο…
Μπορείς να ελπίζεις ή να
μην ελπίζεις
οι προθεσμίες παρατείνονται ως το άπειρο
μπορείς να καταβροχθίσεις το θύμα σου
μπορείς να προσκαλέσεις σε
τραπέζι τον δήμιο σου
όλα μπορείς όλα ισχύουν
όμως εγώ δεν θέλω να ισχύω
δε με αφορά καμία προθεσμία
Άκυρος σε μιαν άκυρη εποχή
-οφθαλμωρύχος ήλιος τρομερό καλοκαίρι
[πρώτο απόσπασμα από το ποίημα
ΑΙΝΙΓΜΑ στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972
Ακολουθούν άλλα
τέσσερα αποσπάσματα ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ από την
εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ
ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]
ΔΕΝ
ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΜΕ ΠΙΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ
(… προτού
προλάβουμε να πούμε κάτι…)
αυτό σκάει σαν
χειροβομβίδα μες στα χέρια μας
και μας κολλάει
κομμάτια ολόγυρα στους τοίχους
κι η πίεση των αερίων
λιώνει τα μολύβια τα βιβλία
και τα γραφτά μας.
Έτσι, μπορείς μετά ν’
ανοίγεις την ψυχή σου και να λες:
κανείς δεν είναι
εδώ κανείς δεν ήταν
-ένα άδειο δωμάτιο
ν’ απλώνεις θλιβερά τα
χέρια σου τις νύχτες σ’ άδειους δρόμους
καθώς σου κάνει
σωματική έρευα ο αγέρας
έτσι, μπορείς να λες
ενάρετα:
δεν είχαμε τίποτε να
πούμε
-τι ίδιο όπως λέμε πως
δεν έγινε φόνος δεν υπάρχει πτώμα
Όμως κι οι πιο μεγάλες
μοναξιές σωριάζονται μια μέρα και το
ξέρεις-καθώς κατέβηκες κατρακυλώντας τη σκάλα
σκεπάζοντας τα μάτια
σου με τις παλάμες
και ξεφωνίζοντας ώσπου
ξερίζωσες τον κήπο
και στάθηκες στα
κάγκελα μ’ απελπισία ν’ αφουγκράζεσαι
από παντού μια υπόκωφη
αγωνία και τη σειρήνα ενόςασθενοφόρου
… ω, αυτός τουλάχιστον
ας ζήσει, αυτός ο κάποιος,
αυτός που κάτι του
συνέβη, κάτι έπαθε, αυτός που κινδυνεύει
που πεθαίνει και δε
θέλει να πεθάνει
αυτός τουλάχιστον ας
ζήσει
κάτι επιτέλους ας σωθεί
απ’ τον φοβερό αυτόν κόσμο
έστω κι ένα μικρό
κομμάτι ύπαρξη
Όμως ζαρώνει η ζωή
ζαρώνει
σαν πρόσωπο που κλαίει
και κολλάει στα δάχτυλά σου
σκληραίνει η γη κι ο
ουρανός γύρισε ανάποδα
όπως απ’ τον αγέρα η
ομπρέλα της γριάς
που στέκει τώρα
σαστισμένη στην πλατεία
με τα μαλλιά της να
κυλάνε στις ρυτίδες της
με το βαμμένο μαύρο της
φουστάνι ρουφηγμένο πάνω της
έρμη, βελονιασμένη απ’
το ανεμόβροχο
ένα μαξιλαράκι για
καρφίτσες…
Πού θέλω να καταλήξω μ’
όλα αυτά… - πουθενά δε θέλω
απλώς βρέθηκα εμπρός
του εντελώς τυχαία ένα πανάθλιο βράδυ
κάτι είχε πάνω του
καρφιτσωμένο «επιστρέφω αμέσως» ή «το
κουδούνι δεν χτυπά» ή κάτι τέτοιο
Άνοιξα μπήκα κράτησα το
κεφάλι μου στα χέρια μου
-ακόμα εκεί βρίσκομαι
πιασμένος απ’ τ’ αγκίστρι ενός ατέλειωτου λυγμού
[δεύτερο απόσπασμα από το ποίημα ΑΙΝΙΓΜΑ στη συλλογή
του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972]
ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ
(τρίτο
απόσπασμα από το ΑΙΝΙΓΜΑ στη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ
του Βύρωνα Λεοντάρη 1972)
Άνοιξα το παιχνίδι
ανέμελα
εύκολος ο καιρός κι ο
κόσμος γύρναγε με χρώματα και ονόματα σα μύλος
εκεί που σμίγανε τα βλέμματα
γυμνώνονταν το φως
εκεί που αγγίζονταν τα
σώματα πηδούσαν ελαφάνθια
κυκλοφορούσα ελεύθερα
μέσα σου και κυκλοφορούσες ελεύθερα μέσα μου
και κατεβήκαμε μαζί
στον Κήπο
έσκυψα πάνω της την κράτησα σαν κούπα μες στα χέρια μου
σαν ουρανό
δεν ήτανε καμιά δεν ήταν καμιά δ εν
ή τ α ν ε
-χαρά δίχως
συνέχεια, μια παντοδυναμία…
τώρα πώς έγινε και
βρέθηκα ντυμένος μονομάχος
κρατώντας εγώ τρίαινα
κι εσύ δίχτυ και στιλέτο
με ματωμένα μάτια να
παραμονεύω κάθε κίνηση
πώς έγινε να σημαδεύω
κάθε λέξη μας σαν τραπουλόχαρτο
και να μετράω με ζαριές
τους χτύπους της καρδιάς μας –
αυτό μη το ρωτάς
Κανείς δεν παίζει πιο
καλά από μένα
μετράω σωστά κανείς δεν
θα με κλέψει
Να χτυπήσω τώρα; είμαι
κι εγώ ανοιχτός
(κάνε την πόρτα σου,
καλύτερα, κάνε την πόρτα σου…)
Εκλέγω… - κι
ας είναι η εκλογή τυφλό ψηλάφισμα μες σ’ ενδεχόμενα μονάχα
το χτύπημα σου θα
δέσει με τον άλλον δεν το ξέρεις
το σκοτάδι μιας
πιθανότητας που τυράννησε τη ζωή σου
κι ύστερα κλείνουν τα
περάσματα, κλείνουν οι πόρτες,
κλείνουνε σιγά – σιγά
τα πάντα
κουνούσε ο άνεμος τα
κρεμαστά φανάρια πάνω μας
οι σκιές μας τινάζονταν
και σπάζανε σαν δόρατα πελώρια
γύρω στους τοίχους
στάσου να δω το πρόσωπό
σου
στάσου να δω αν σε
βλέπω
ώστε ε ί σ α ι
- τι τρομερό,
έχεις κι εσύ λοιπόν
χέρια και νύχια, οστά, φτωχέ μου φίλε
Να συζητήσουμε για ένα
ελεύθερο δεσμό… -
αλλά δεσμός κι
ελεύθερος γίνεται;
Φύγε λοιπόν σ’ άλλους
αστερισμούς
και μη μου λες εμένα
ποιο το κέρδος - όταν παίζεις
δεν είναι από μανία να
κερδίσεις ή για να τα βάλεις με τη μοίρα
σου
είναι απ’ την αίσθηση
πως στη ζωή συνέχεια χάνεις
είναι απ’ τον τρόμο πως
τα χάνεις όλα,, όλα όλα σου λέω
και καθώς απλώνεις γύρω
σου τα χέρια
ο κόσμος γίνεται σκληρή
επιφάνεια
και ποιος σκαλίζει τώρα
πια το ξύλο και την πέτρα ή την ψυχή;
πεθαίνουνε στην τρύπα
τους από καιρό οι τρελοί τεχνίτες
καμιά φορά τις νύχτες
βγάζουνε φτερά και τριγυρίζουν κρώζοντας στα ερείπια
Στην τέχνη σήμερα
τίποτε πια δεν είναι σκαλιστό
όλα είναι κολλητά.
Έτσι, μην περιμένεις η
φωνή σου ν’ αλλοιώσει το μπετόν και το γυαλί
και το σιδερωμένο
πρόσωπο
έτσι, ας μη μιλάμε τι θα κάνουμε τον ελεύθερο χρόνο
μας
-χρόνος κι ελεύθερος
γίνεται;
Τέλος πάντων, στον
κόσμο δεν υπάρχουν παρά μόνο απλές ιστορίες
απλές μέχρις απελπισίας
αφήστε λοιπόν ν’ ασκώ
το πάθος μου επάνω στα άψυχα
κι όχι επάνω σε
κορμιά και σε ψυχές
-δεν τον αντέχω αυτόν
το τζόγο!..
ΔΟΣΜΕΝΑ ΑΛΛΟΥ
(… ποια
μάτια και πιο στόμα
και ποια μαλλιά ποιο πρόσωπο
ποια φλόγα διχασμένη μες τη νύχτα…)
-Έλα να κάνουμε έρωτα
τώρα που πια δεν αγαπιόμαστε πριν θα
’ταν φοβερό
όλος ο πανικός της θάλασσας ανεβασμένος ως τα τείχη του
Φιρκά
κι βραχνιασμένη μουσική
πέρα απ’ τα μπαρ
το «άρωμα των Αντιλλών» μαζί με ουρλιαχτά
-ο άνεμος πάνω απ’ το
νησί να γδέρνει κάθε νύχτα τον Δασκαλογιάννη…
Στη δεύτερη διάστασή
του με την ποίηση
και σε καμιά νεότητά του πια
αφήνοντας να πέφτουν
γύρω του οι στίχοι σαν ξερόφυλλα
-δένδρο που δεν μπορεί
να σκύψει και να τα σηκώσει
Η ξοδεμένη επιθυμία
είναι τέλεια ξοδεμένη
ή μήπως πάντα
ξεγλιστρούν απομεινάρια μέσα μας
ξυπνώντας πάλι από την
αρχή την αίσθηση ή πιο σωστά
το φάντασμα της
αίσθησης
-Στις Κορακιές
νοικιάζουνε δωμάτια
ή πάμε στο δικό μου…
η σάρκα παραλλάζει
μνήμες μπερδεύει εποχές και τόπους
ένα κυμάτισμα χλωμό ως
επάνω στις λαγόνες
άμμος και
φύκια και σκαριά ανοιγμένα
δίχτυα
πορτοκαλένια μες στα μάτια
χέρια που θέλους να
ξεκολλήσουν τους βυθούς…
(έπεφτε στον φωταγωγό
βαθιά
και το κορμί χτυπούσε πέρα δώθε στα πλευρά του πηγαδιού
σαν το γλωσσίδι της
καμπάνας.
Φώναξα, φώναξα μα δεν τον πρόλαβα
μόνο κάτι κομμένα
δάχτυλα στο φιλιατρό να σπαρταράνε ακόμα
φώναξα, φώναξα τόσο που
ασχήμυνε πια τ’ όνομά του στην κραυγή μου
αιτήσεις, παρακάλια,
διαβήματα, ανείπωτες ταπεινώσεις
έπεφτε στον φωταγωγό
βαθιά
μισάνοιγαν οι πόρτες
γύρω η γειτονιά μια έντρομη περιέργεια
τηλεφωνήματα,
γαβγίσματα, σφυρίχτρες
ώσπου τον έχασα πια
ολότελα μες στο αίμα…)
Είπα να ομολογήσω πια
κι εγώ τον εφιάλτη μου
να ξεμπερδεύω μ’ όλα
αυτά
να πάρουμε τον προβολέα
απ’ τα μάτια μου
να μου δώσουν νερό και
τσιγάρο
να μου επιτρέψουνε
χαρτί και μολύβι
να συνεχίσω την ποίηση…
-Την ποίηση είπες; Ασφαλώς θα σου χρειάζονται εικόνες
κι εμένα το μυαλό μου
είναι άδειο δωμάτιο.
Ξεκρεμασμένα τα
παράθυρα απ’ τους τοίχους
γύμνια και
γύμνια
και στιλπνό μαρτύριο
-Σκέπασε τούτα τα
σημάδια απ’ τα καρφιά που με τρελαίνουν
ή κρέμασε ξανά
φωτογραφίες, πορτρέτα… - και γιατί πορτρέτα;
σάρκες, καλύτερα,
σπλάχνα κομμένα μέλη , αναθήματα,
ό,τι επιτέλους μας
πονάει στ’ αλήθεια
κι όχι να παίζουμε
αδιάκοπα τα αινίγματα
-Περίμενα πως θα ήσουνα
πιο δυνατός…
Πιο δυνατός… Θεέ μου,
από τι;
… και το κορμί όλο και
χαμήλωνε το φως του
και το κορμί χαμήλωνε
το φως του
χαμήλωνε το φως του
[ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ από το ποίημα ΑΙΝΙΓΜΑ στη συλλογή του
Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972]
ΠΑΛΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΟΣ
ΠΟΥ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΜΙΛΑΝΕ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
(πέμπτο απόσπασμα από το ποίημα ΑΙΝΙΓΜΑ στη συλλογή του
Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972)
…διατηρούνται εκεί αλλοτινές συνήθειες και φερσίματα
το ύφος μιας πίκρας ασυμβίβαστης
- ποίηση μιας άλλης εποχής, ξεπερασμένη βέβαια πια, καταστραμμένη απ’ τους Επιγόνους και
Σία που αφού την καταχράστηκαν
όσο μπορούσαν πιο ύπουλα τώρα γυρνούν
συα καφενεία και την χλευάζουν… Αυτά, για σένα που δεν πρόλαβες την εποχή
των λύκων τα μπλόκα γύρω από τους
τάφους τον Γιάννη
τη Μαρία και την παλιά παρέα που έσπασε σαν το παρμπρίζ
στο πρόσωπό μου μια νεότητα που άρπαζε
φωτιά από βραχυκύκλωμα στις φλέβες της…
Μπήκες μ’ όλη την έπαρση της εφηβείας σου στα παρασκήνια μιας
εποχής όταν το δράμα το δικό μου είχε τελειώσει (μάσκες, φτιασίδια, φορεσιές,
ριγμένα όλα ανάκατα, μισόγυμνες κομπάρσες με εύκολη τη σάρκα Η τραγωδία ένα φτηνό ανέκδοτο…) απελπισμένε φίλε, που ξεσπάς και λες: «δεν με αφορά εμένα αυτή η πραγματικότητα δεν ξέρω αν υπήρξε καν ούτε αν την έζησε ποτέ κανείς…» Άνοδος της τιμής του σίδερου και
πτώση του χρυσού χλωμιάζουν τα
ευγενή μέταλλα στα μάτια μας και στη φωνή μας
και τ’ ασημένια δάχτυλα της Ζέφης
που καρδιοχτυπά για τον μονογενή της
Είναι να τρελαθεί κανείς καθώς
χειρονομούμε και φωνάζουμε σ’ αυτές τις μακιγιαρισμένες
κάμαρες μιλώντας ασταμάτητα για
τέχνη, για διαδοχή μορφών, για κόπωση συμβόλων ενώ δίπλα το ραδιόφωνο λέει πως σουβλίζουνε
τον Αθανάσιο Διάκο Ημέρες δίκης πάλι κλειστά
καμιόνια και περίπολοι στους δρόμους κι οι
συγγενείς κεράκια λυγούν και στάζουνε στο μανουάλι της πλατείας ψυχή
και λόγχη μπαλανσάρουμε στη ματωμένη ζυγαριά και συ που δεν την πρόλαβες την εποχή των
λύκων τα μπλόκα γύρω από τους
τάφος Τον Γιάννη τη Μαρία, μια νεότητα που άρπαξε φωτιά από βραχυκύκλωμα στις φλέβες της να τώρα που σκοντάφτεις αναπάντεχα πάνω στον Θάνο και
την Λίλα… Η Τέχνη ένας πανικός
μπρος στην πραγματικότητα Κι όμως πέρα από διαφορές κι αναλογίες πέρα από παρασκήνια και
λεπτομέρειες ξανά τούτο το
δίλημμα που μπλέκει την ψυχή «με τον επίτροπο ή με
τον κατηγορούμενο με τον
ιατροδικαστή ή με το θύμα;»
κι η απάντηση παντέρημη και
πικραμένη ανάμεσα σε τούτους τους χαφιέδες στίχους Είναι να τρελαθεί κανείς όμως κανείς μας δεν τρελαίνεται μέσα σ’ αυτή την τρέλα μας σώζουν πάντα ύστερες σκέψεις σοφές απομυθοποιήσεις - ελεεινές ιστορίες που βρωμίζουν την ψυχή
μας - μας σώζουν πάντα παρασκήνια και
λεπτομέρειες που τις ανασκαλεύουμε
σαν τους ρακοσυλλέκτες!.. [ΑΙΝΙΓΜΑ
V στη συλλογή του Βύρωνα
Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 -
2006]
Παρασκευή, 2 Αυγούστου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου