Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΙΣΚΙΟΙ. ΕΚΑΝΑ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥΣ

 

(…κι ούτε ταράχτηκα που το δικό σου θρόνο καλόβλεπε μιαν αράχνη. 

Κι άναψα ένα κερί στους Άγιους Λόγους  κάθε  Πτώσης…)

 

Στη Σπάρτη,   τα πορτοκάλια πάνω που φεύγαν απ’ το άγουρο.

Για να γλυκάνουν.   Τη μεταβατική απόφασή τους

συνόδευε ως πιο κάτω   το πριν χρώμα,

που σαν να τη φοβόταν τη βιάση προς το ώριμο

κι όλο κοντοστεκόταν   βαθύ δύσπιστο πράσινο.

Το πήγαινε έλα του χυμού   στον επαμφοτερίζοντα καρπό,

στην έτσι κι έτσι φλούδα,

ζητούσε μια απευκταία ολοκλήρωση.

 

Όχι μόνο στα πορτοκάλια.

Κάποια παρεμφερής διεργασία και σ’ εμένα.

Κάτι ελευθερωνότανε τρομάζοντας.

Μια αγωνία ωρίμαζε και σάπιζε σε κόπο.

Για να γλυκάνω.   Το πήγαινε έλα του πικρού

στην επαμφοτερίζουσα πληγή,   στην έτσι κι έτσι μοίρα,

ζητούσε ένα φτάνει πια.

 

Στον Μυστρά,   λαχάνιασμα της Ιστορίας,

αποθέωση της πέτρας.

Ερείπια  και  ερείπια του ανατρέχω.

Τα σκαλοπάτια ως απάνω

και τα όχι σκαλοπάτια ως επάνω.

Αναποδογυρισμένοι θρόνοι  και   χρόνοι μαρμάρινοι,

καμάρες και θόλοι,   ρόλοι εκθρονισμένοι.

 

Για να γλυκάνω.

Να βγω απ’ τα χαλάσματα,

το χαλασμό,   από τα χαλασμένα όλα

μ’ ένα τραγούδι.

Μα τα τραγούδια

είναι γυαλιά σπασμένα όπου πατήσεις,

βιογραφίες των νερών που ήπιες και  δεν ήπιες,

το χαρακίρι με ονόματα και λεπτοδείκτες   που έκανες.

 

Ρόλοι εκθρονισμένοι.

Στην εκκλησία της Περιβλέπτου   το Πολυχρόνιο του Τότε.

Αυτοκράτορες  ίσκιοι.

Έκανα πως δεν είδα τους Παλαιολόγους

κι ούτε ταράχτηκα

που το δικό σου θρόνο καλόβλεπε μιαν αράχνη.

Κι άναψα ένα κερί στους άγιους Λόγους   κάθε Πτώσης.

[ΧΡΟΝΙΚΟ ΚΑΡΠΩΝ ΚΙ ΑΚΑΡΠΩΝ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1981]

 


ΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Με φόρεσες – σε φόρεσα   εκλογή μονοφόρι.

Πρώτα απ’ την καλή.

Με γύρισες μετά το μέσα έξω,

είχαν παρατριφτεί οι άκρες και οι μόστρες,

είχαν στραβοστομιάσει κι οι κουμπότρυπες

-θυμίζανε στροφές ξεχειλωμένες -

απ’ το πολύ κούμπωνε ξεκούμπωνε

την προφύλαξη,  την επιφύλαξη,   τη διαφύλαξη  κούμπωνε ξεκούμπωνε

τις ασταθείς των ημερών θερμοκρασίες

στα βαριά της χρονικότητας κλίματα.

Σκιστήκανε κι οι τσέπες,

χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους   οι σκέψεις των χεριών.

Πάλι με γύρισες μετά – σε γύρισα   πάλι το έξω μέσα,

σάμπως οι πριν φθορές

να ’χαν στο μεταξύ ξεκουραστεί    και γιάνει,

και μια που το παλιό   δεν έχει πια καλή κι ανάποδη.

 

Όσο για το πού θα χτυπήσεις   και  πού θα χτυπηθείς,

κανένα πρόβλημα.

Ούτε και τούτο έχει πια   όψη κι ανάποδη.

Έχει κι αυτό παλιώσει

-μέσα έξω γυρισμένες   τόσες φορές οι σφαίρες!..

 

ΤΑ  ΥΠΟ - ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ

Κάποιος θα είπε στη θάλασσα   με κούρασες

και είναι  ως πνιγμένη

γιατί αυτή η στεγνή αλήθεια

είναι πιο θάλασσα απ’ όλες

και είναι πιο βυθός απ’ όλους τους βυθούς

 

Των γλάρων τα πετάγματα

σκίτσα μοιρολατρίας  και  αστάθμητων.

Μια κίτρινη ψαρόβαρκα στάζεται

στο πρόθυρο χρώμα του μπλε:  υπογαλάζιο

Ακολουθεί το σκούρο μπλε

-σκούρος βαθύς έρωτας –

σε μια στιλπνή οριστικότητα

κι ύστερα θάμπωμα  και  ξέφτισμα

σε τανυσμένο άχρωμο   με κούρασες.

Τυχοδιωκτισμοί αποχρώσεων,

υγρές προσβάσεις ασταθείας.

 

Τσαλαβουτάνε αντίκρυ τα βουνά

στ’ απονέρια του μάκρους.

Το Πέρα    δαγκώνει άγρια τις ταχύτητες

τρεχαντηριών  και  πετρελαιοφόρων.

Κάτι βραδύπνοα διχαλωτά κατάρτια

ρίχνουν ελεημοσύνη   στο απένταρο απέραντο.

Πολυτάξιδο είναι το βάσανο

σε μικρές και μεγάλες αντοχές.

 

Πολύ κοντά στη θάλασσα τα πεύκα.

Πολλά τζιτζίκια κάθονται πάνω στα δένδρα,

όσα τ’ αβάσταχτα που κάθονται πάνω στις μέρες.

Οι φωνές τους ριγμένες   στα κάτεργα της ζέστας,

όγκους  καλοκαιριού φορτώνουν

στων μερμηγκιών το σβέλτο σκόνταμα,

στις φαρδιές πλάτες των ζουζουνισμών.

 

Προχωρώ.

Προηγείται το προηγούμενο.

Η θάλασσα ως πνιγμένη.

Ευθανασία του αφρού   στην αγκαλιά της άκρης.

Θα ξανάρθω λέει ο αφρός στα χαλίκια.

Να ξανάρθεις.

Ένα όστρακο άδειο κατάφερε   τη μεγάλη περίληψη.

 

Φεύγει η μέρα.  Το μικρό όνομά της

το αδειάζει βαφή στα μαλλιά της η δύση.

Στης ακοής το στερέωμα   ανατέλλουν χιλιάδες  τριζόνια,

ηχεία των αστάθμητων.

Ανοίγουν τον μακρύ κατάλογο των παρηγοριών

ποια να πρωτοφωνάξουν.

 

Τουλάχιστον

ν’ αλλάζεις  πότε – πότε το νερό στις φωτογραφίες μου!

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981]

 

ΒΙΩΜΑ ΚΑΣΕΤΑΣ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Άνθισε η γη τα πάλι της

μα εμένα μου τελειώσανε τα πάλι:

μέλισσες,  πεταλούδες,  άνεμοι επιβήτορες

κι όλα τα πήγαινε – έλα

θαυματουργής σκονίτσας λαθρεμπόρισσας

για να γεννάω επιφωνήματα   α  α  α

κι επαναλήψεις ολοκαίνουργιες   α  α  α

και λάθη – μέλι αχ,

χωρίς κεντρί η στιγμή.

Καμπουριαστή ευωδιά αγιοκλήματος,

λιπόθυμη λευκότητα του γιασεμιού,

τατουάζ διάχυτο

στου σκοταδιού το πολυταξιδεμένο σώμα.

Άνθισε η γη τα πάλι της

μα εμένα μου τελειώσανε τα πάλι:

μαργαρίτες φυλλορίχτρες  «μ’ αγάπησες  δεν μ’ αγάπησες»

λάθη – μέλι   άγνοια – κεντρί αχ.

Κι αυτά τα ανακόλουθα,  τα ανεμόμυλα     «μη με λησμόνει»

άνθισαν πάλι και κορδώνεται

το ξέχασμα σαν κήπος.

Άνθισε πάλι το με ξέχασες!..

 

Όλα βαθαίνουν σε κοιλότητες και μήτρες

κι η ετοιμότης του σπορέα ρόλου

ριγηλά πάλι βομβίζει.

Αλλά εμένα μου τελειώσανε τα πάλι μου

και πώς να συμπράξω;

Έχω βέβαια κρατήσει

σε θαυμαστήν απόδοση μαγνητοφωνημένο

το βόμβο του οργασμού,

μαγνητοφωνημένη τη βελούδινη επικάθηση

επιβητόρων αοράτων

σε βαθουλώματα βελούδινα προδιάθεσης

κι ανατριχιάζεις πώς ακούγεται

το ζαλιστικό ταξίδι της ερωτικής σκόνης

στις απότομες στροφές του ενδιάθετου,

πώς σκαρφαλώνει το αναστέναγμα

στις γλιστερές εκπληρώσεις.

Αλλά μπορώ πλαστή με αντίγραφα

να μπω στην ανανέωση;

Μπορώ κάθε φορά,  είναι ζωή αυτή,

να ξαναγίνομαι το υπέρτατο βαθούλωμα

που ήμουν

και να με ρυμουλκώ με μπαταρίες;

 

ΑΝΑΣΚΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Χαμομηλάκι και γρασίδι

στα μέσα και τα έξω χώματα

χλόη χαιρετιστική

χρησμός εξαπλώσεως

πρασινομαντεία.

Μεγάλη η προσφορά της ανανθήσεως

και μοιάζει εύκολη υπόθεση

το τύλιγμα της γύμνιας.

Τι πανικό η τόση άνθηση

μη και δεν βρει στα δένδρα θέση.

Χαμομήλια, γρασίδι  κι  αγριολούλουδα

ρηχή μαλακωσιά σαν του βελούδου

και του όρκου – μην πατάτε τους όρκους.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 39

 

ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΤΡΟΠΟΥ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Μια σκούρα ευθύνη είναι ακόμα ο ουρανός

για κάτι πολύ σοβαρό

που όμως δεν αναλαμβάνει.

Πινέζες τ’ άστρα

ξεκαρφώνονται εύκολα.

Τι στερεώνουν τη νύχτα;

Το στερεό στερέωμα

πάνω σε τι πιο στερεό

ζητάει να καρφωθεί;

Μαγκούφης θόλος

δέος αυτοκόλλητο

άμα θες το ξεκολλάς.

Μισό σπασμένο δαχτυλίδι το φεγγάρι

θα του πέσει θα το χάσει

όποιος νόμος το φοράει.

 

Θα είχε τώρα ξημερώσει

αλλά την ώρα την καθυστερεί

με διχρωμίας χάδια

ένας ερωτευμένος δισταγμός μαζί της.

Και το προχώρημά της ευτυχεί

σε τέτοια αιτία σταματημένο.

Τυραννιέται πηχτά ο ελαιώνας

το δισταγμό να διώξει

να ξεκολλήσει το ’να δένδρο από το άλλο,

τον καρπό από τα φύλλα.

το δίτροπο των φύλλων:

από τη μια μεριά φιλί με το σκοτάδι

κι από την άλλη εξαγνισμός με φως.

Τα παθιασμένα της ασάφειας αγκαλιάσματα

συχνά τραβούν σε μάκρος,

πεθαίνουμε χωρίς να έχουμε μάθει

τι μας κρατούσε έτσι σφιχτά

αδιευκρίνιστους.

 

Ερωτευμένος με την ώρα δισταγμός

αναρχία στην όραση.

Τα κυπαρίσσια τώρα που έχουν ορκιστεί

πιστά να υπηρετούν ιδιοκτησίες

αντάρτες τώρα σκοτεινοί

σε σκοτεινή ανταρσία σκορπισμένοι,

η ιδιοκτησία χυμένη,

κορίτσια και τάφοι

προικίζονται τώρα εξίσου.

Θάμνοι νάνοι

κάθονται ανακούρκουδα στα πέριξ,

ζητιάνοι που ζητούν από το φως

τ’ όνομά τους: σκίνα, σπάρτα, μυρτιές.

Ράμφος πουλιού περιτρέχει και ψάχνει

μα η τροφή ως αργά κοιμάται

κι άλλοτε δεν ξυπνάει καθόλου.
νηστικές ξεκινούν και πετάνε

συνήθως οι λέξεις.

Εσωστρεφής συκιά θυμό ονειρεύεται:

πως είν’ τα φύλλα της παλάμες που μουτζώνουν

κάτι κλαψιάρικα καλάμια

και την ανίκανη σκιά της

γιατί δεν κάνει σύκα.

Φουστανελάς το αμαρτωλό κατσάβραχο θυμάρι

λαγοκοιμάται με τη μωβ αρματωσιά του

κι όλη τη νύχτα καραούλι

το πατριωτάκι άρωμά του.

 

Έσβησε από μόνος του

ο έρωτας του δισταγμού για την ώρα.

Αδίσταχτα σβήνει ο έρωτας.

Ξυπνάει του θαλερού η ρυμοτομία

κι ανηφορίζει όλη η βλάστηση

σεινάμενη κουνάμενη

με τα στραφταλιστά ονόματά της:

ελαιόδεντρα, σπάρτα, μυρτιές,

κυπαρίσσια δηλωσίες,

γαϊδουράγκαθα,

τουρκογύφτισσες μολόχες.

 

Ανηφορίζει όλη η βλάστηση ως επάνω,

το κάθε πράσινο απ’ το δικό του δρόμο.

Εγώ,

αν ήμουν κάτι προικισμένο ν’ ανεβαίνει,

θα ’παιρνα τα στενά μονοπατάκια που χαράχτηκαν

με ποδοπάτημα και θάνατο ξερόχορτων.

Όχι θάνατος, όχι να μπει πρωί-πρωί

στη βλάστηση των λέξεων ο θάνατος.

 

Να βρω πιο φίλο τρόπο χάραξης,

τρόπο παραμυθατζή: πες ότι τα ξερόχορτα

χτενίστηκαν κι έκαναν τη χωρίστρα τους

στραβή, θεόστραβη. Γι’ αυτό τα λέω

μονοπατάκια ξανθομάλλικα.

Καπνός από μονόπατο αγροτικό σπιτάκι

πασχίζει ν’ ανεβάσει όσο πιο ψηλά μπορεί

τη διάλυσή του.

 

Αυτά από το ανατολικό μου μάτι.

Από το δυτικό

άλλες εικόνες λένε καλημέρα.

 

ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΓΙΓΜΑΤΩΝ…

(… που είναι κουκούλι του χαδιού   αερογεφυράκι της προσέγγισης … )

Άνοιξη  ή  νεοφάνεια   θαύμα  ή  θέατρο   λουλούδια  ή αντλίες προηγουμένων   πεταλούδες  ή απειλές;   Χιλιάδες πεταλούδες  σπασμωδικά ωραίες  πάνω σε λουλούδια  σε αντλίες προηγουμένων  σε χλιλιάδες απειλές  και  θέατρα πετούν   αποσιωπώντας τ’ όριο της ζωής τους,   όριο ζωγραφισμένο μερακλίδικα    όσο κανένα άλλο   από συντομογράφου χέρι.   Μόλις που αγγίζουν τον ανθό   κι αμέσως σ’ άλλον πάνε   με φρικαλέα έμφαση βιασύνης.   Όχι πως είναι άπληστες ότι ξεπαρθενεύουν ποικιλίες.   Να προφτάσουν το είναι τους βιάζονται.   Τρελά ανήσυχες ελέγχουν,   αγωνιώντας τα λουλούδια συμβουλεύονται   αν παν καλά, α όλα λεν την ίδια ώρα,   γιατί και τα λουλούδια   ρολόγια είναι κατά βάθος.   Ζωή πεταλουδίτσα.   Έτσι και η ζωή των αγγιγμάτων,   που ’ναι κουκούλι του χαδιού   αερογεφυράκι της προσέγγισης.   Πετούν στο ανθισμένο δέρμα   στην ανθισμένη αναμονή  και  αποσιωπούν   το όριο τους το πεταλουδίσιο,   παραποιημένο μερακλίδικα   από ονειρογράφου χέρι.   Άνοιξη  ή  νεοφάνεια  και  άνοιξα και βρήκα   χάδι πατικωμένο   σε κάποιο πολυσέλιδο βίο των αγγιγμάτων   που συχνά ανοίγω  ξανά να διαβάσω   το πώς γεννιούνται τα μόρια επαφής  και  ποια προϋπόθεση υφαίνει το κουκούλι  και τι μετά υφαίνει,   μα τι, Θεέ μου, ατιμώρητο υφαίνει   το θάνατός τους το πεταλουδίσιο!..     [ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ κι  άλλα ποιήματα  από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, εκδόσεις στιγμή 1981 εφημερεύουν σήμερα στο ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ μου]

Δευτέρα, 26 Αυγούστου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ