(… κι η φαντασία σου ανοιγμένη ρούχο ολομέταξο κι υγρό να μεγεθύνει τ’ όνειρο και να το περιμένει……)
Ντροπαλά φώτα με
ολάνοιχτα φτερά
ανοιγοκλείνουν τον
αβοήθητο καθρέφτη καθώς το φεγγάρι
γλιστρώντας στα βάθη
του τον μαγεύει
Ποια είσαι εσύ μου
ψιθυρίζει ο ερημίτης
προσφέροντας μου
κόκκινο κρασί
τον κοιτάζω μεσ’ απ’ τους ίσκιους άτολμου ονείρου
Είμαι φανταστική όσο και
πραγματική μαζί του
Γιατί ήρθε από το δάσος
της παντομίμας και του χορού
σέρνοντας πίσω του μια
συμφορά πάθους
Και δεν ήτανε που δεν μπορούσα να κουβεντιάσω μαζί του
Αλλά εξωθούσε το
φεγγάρι σε δάκρυα και βογγητά
που άρχισε το δάσος να
τρίζει
και τα κλαδιά των
δένδρων να στενάζουν
από μιαν άγνωστη ως
τότε μουσική περίεργων φυλλωμάτων
Τα πουλιά να
κατεβαίνουν ως το ποτάμι
και σαν να ήτανε
άνθρωποι να καθρεφτίζονται και να συνομιλούνε
Έτσι που τρόμαξαν οι
λιγοστές πόρτες του ανέμου
Κι απλώθηκε άπνοια στο δάσος φωτιά
Τον άφησα να λέει και
να φύγει
όπως κι εκείνον τον
ιερομόναχο
Την ώρα που ανακάτευε
τα χρώματα βουβάθηκε
μπροστά στην εικόνα
Και γύρισαν πίσω στην
καρδιά
το πράσινο το κόκκινο
το ουρανί
Αν και καθόλου δεν το
υποπτευότανε
Το πρόσωπό του είχε μπροστά στο όραμα αναστραφεί
Το φως μειλίχιο ν’
ανεβαίνει στην παρειά
Να σκαλίζει το φρύδι
λίγο ανασηκωμένο
ελάχιστη ειρωνική
στιγμή
και το άλλο μισό του
προσώπου
ένα δυσεύρετο ιερό κενό
Και ξαφνικά βουβάθηκε μπροστά στην εικόνα
Τότε τα χρώματα γύρισαν
πίσω στο αίμα
από την έρημο σηκώθηκαν σαν λόγια τα πουλιά
γύρισε πίσω εκείνος
στις χειρονομίες που
περιτύλιγαν σφιχτά και συνεπαίρνανε το σώμα
Κι ανοίξανε τα χρώματα
ουρανοί
Τεράστια βουρκωμένα
μάτια
Τότε υψώθηκε σαν κύμα η
ζωή
Τότε άρχισε να γράφει
ύμνους
Γλυκέ μου Ιησού
Ισκαριώτη
εκλογή από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
1999]
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΝΟ 1988)
ΙΙ
Μα το δωμάτιο δε σ’ αφήνει
Μετακινείται σα γρια γάτα και
μυρίζει άσχημα μέσα όταν βρέχει
Τα φύλλα μαδάνε τον ουρανό
που όσο πάει λιγοστεύει το νερό
εισχωρεί μυστικά από τις χαραμάδες
και κάτω απ’ τα πατώματα
Ταράζεσαι και μπαίνουν οι εικόνες
των βραδυνών ονείρων
λάμποντας και θροϊζοντας
και μια μακρόσυρτη κραυγή
λυγίζει το καρφί του καθρέφτη
Σημάδια και λεκέδες αγριεμένο φως
σκορπίζονται παντού ψιθυρισμοί
και γογγυτά ενός άλλου κόσμου
ξεχύνονται με ξέπλεκα μαλλιά
Μοσχοβολάει ξάφνου ανθίζει το δωμάτιο
Τα ρούχα μου σιγοσφυρίζουνε
κεντάνε τραγούδια
Κλωθογυρίζουν το σώμα μου
καθώς μ’ αγκαλιάζεις
Μαύρο μου φως
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΙΙΙ
Άλλοτε περπατάει στα τέσσερα
Κλαίει το δωμάτιο μωρό παιδί
κι η πόρτα δεν ανοίγει να
βγεις
Μεταμορφώνεται σε άφυλλο
δένδρο
που το τσακίζει ο ήλιος το
πρωί
Κι όταν εσύ το σκεπάζεις με
δάκρυα
γίνεται υπάκουο και δροσερό
Τότε τα όνειρα σε διαλαλούν
στα σκοτεινά
η φωνή σου ασημώνει το Ιόνιο μα πάλι βρέχει
στο γυρισμό στάζει από πάνω το
καράβι
κάτω βρυχιέται το νερό
Με τα χέρια στον άνεμο της
κουπαστής
ξεγελάς τα λόγια σου αγκαλιάζεις τη μνήμη να σωθείς
Τα φύκια σαλιώνουν το βυθό
Θέλεις να φύγεις αμέσως τώρα
απ’ τα τεράστια λουλούδια της
οροφής
που σπέρνουνε την αυγή και τον
τρόμο
Το αίμα χτίζει έλεγε ο
Γιοχάνες
Η φαντασία στερεύει την
αλήθεια
Ανέμιζε εσύ της θάλασσες μα
μη χάνεις λεπτό σιγής από μένα
Εδώ μέσα όλα μπορούν να
συμβούν
χρόνια έχεις να ξεμυτίσεις από
το δωμάτιο
Μόνο τα βράδια ανοίγει η
καταπακτή
κι απ’ τα ουράνια κατεβαίνει ο
Άδης
Τότε είναι που το δωμάτιο
ταξιδεύει
Η μορφή του Γιοχάνες σαν αέρας
παλεύει
ανοίγει τα τζάμια και
μέσα ορμά τρικυμίας βλέμμα
χλομιάζει τους τοίχους
Τα χέρια σου σφίγγονται κάτω απ’ τα σεντόνια
από αόρατα χέρια
Η μορφή του σαλεύει των ρούχων
το χρώμα
Τα έπιπλα μετακινούνται με
ψιθύρους
και ήχους παλιάς μουσικής
Σκούπισε τα μάτια σου από τη
σκόνη του χρόνου
σου ψιθυρίζει
Τώρα που η ζωή πάνω στα χείλη
σου
τελειώνει κι αρχίζει
Θυμήσου το παλιό εγκλειστήριο
των πνευμάτων
Έως ότου βράδιαζε μεσ’ στο
δωμάτιο
και άκουγες τον ήλιο να τρίζει
στη βιβλιοθήκη
δένοντας τα βιβλία με χλωμό
χρυσάφι
Κάνοντας μυθική την πλάτη του μοναδικού αναγνώστη
Θαλάσσιο έμβολο φυτό
τυλιγόσουν επάνω στα βιβλία
μπαλάντες ψιθυρίζοντας από το κοιμητήριο των παθών
Την ώρα που η κάπα της νύχτας
σε άγγιζε μόλις
Και το ρολόι χτύπαγε το τέλος
των ωρών.
Ξάφνου τα ράφια σκοτεινιάζουν
Το φεγγάρι κατέβαινε
απλώνοντας τρόμο και μυστήριο
φως βαρυπενθές
κι εξιλαστήριο
Κάνοντας μυθική την πλάτη του μοναδικού αναγνώστη
Κι η φαντασία σου ανοιγμένη
Ρούχο ολομέταξο κι υγρό
Να μεγεθύνει το όνειρο και να
περιμένει
(τρίτο
απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης
Δαράκη ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΝΟ 1998)
ΜΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΠΕΡΑΣΜΑ
ΔΡΟΜΟΥ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ…
(πέμπτο απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΝΟ 1998)
η πόρτα ανοίγει και
μπαίνει μέσα εκείνη η γριά κοπέλα
με τις πυκνές ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια
σε κοιτάζει γελώντας
με μιαν ειρωνικότητα που
παρατείνεται για ώρα
Και όλο ψαχουλεύει το πρόσωπό της
κι αγριεύεται γύρω σου ο αέρας
Της ψιθυρίζεις να φύγει μα δεν ακούει
μήτε κουνιέται παρά σιγά – σιγά
χάνονται οι ρυτίδες από το πρόσωπό της
Κι ομορφαίνει απέραντα
σαν παιδούλα χρυσάνθεμο που ανοίγει
στο δωμάτιο
Κι ανθίζουνε οι τοίχοι
Κι αρχίζουνε τα έπιπλα να μετακινούνται
καθώς κατεβάζει και χαϊδεύει ντροπαλά τα ουράνια
επάνω στα φουστάνια της
Και μια δαιμονισμένη αθωότητα
αρχίζει από τα μάτια της
Και πάλι αρχίζει να σουρώνει και
ν’ ασχημίζει
και απότομα επάνω σου κλείνει
Μαύρη βεντάλια το χρόνο.
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ Η
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΨΙΘΥΡΙΣΕ Η ΜΑΡΙΑ….
(…θέλω να φιληθώ σε σκοτάδι γυμνό…)
Στάχυα ν’ ανεμίζουνε τα περασμένα
να κατέβει από τον ουρανό
εκείνο το νησί να πλέει σε
δωμάτιο διπλανό
Το ήξερες πως έκλαιγα καθώς στολιζόμουν
με ρούχα κόκκινα παλιά πληγής
μπροστά στον καθρέφτη
που άχνιζε απ’ τα βάθη του το καλοκαίρι
μ’ ένα μπλε ανεξήγητα βαθύ
Από τότε γέμισε η καρδιά μου
αμφιβολία και ρίγη
Με κάθε τρόπο με απωθούσες καθώς οδυρόμουν
Όδευα όμως προς το σημείο
που μου είχε δείξει η Κρυμμένη
Οι αποφάσεις σου σκληρές και απαρέγκλιτες
μου πίεζαν τους ώμους προς τα κάτω
μ’ ένα παράφορο ρυθμό
ν’ αφουγκραστώ το σώμα μου
Εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις το φιλί
απ’ τους περαστικούς της φαντασίας
Στο βάθος της σοφίτας με τα πουλιά
παίζει ο Βέρνερ με τον εαυτό του σκάκι
Τα μάτια του συχνά
στο κέντρο ενός ονείρου αφαιρούνται
κι αργά
τα δάχτυλά μου λεπτουργούνε
τους δείχτες των μικρών ωρών
Σκοτεινό νερό οι ωδές του
από τα τζάμι της βροχής κυλούνε
Τι μου έλεγε άλλοτε να με παρηγορεί θυμάμαι
Τώρα εκείνα τα λόγια πηγαίνουν μόνα τους
σκυφτά και δεν μιλάνε
Άνοιξα το παράθυρο
Από αντίκρυ ερχόντουσαν κάτι φωνές
μακρινή οιμωγή
Κι αρκούσε για ν’ ακούσεις
αδειάζει το νησί
Το μάθαμε αργά
όταν η πυρκαγιά απλώθηκε ως κάτω
και φύτεψε στα βότσαλα φωτιά
και χώρισε τους γλάρους απ’ τα κύματα
Και τ’ άστρα ξέχασαν τα λόγια του Θεού
κι υψώθηκε αγριεμένη η θάλασσα
κι ο ουρανός ανέβηκε ως τα
μνήματα
Κι ουρλιάζανε τα κύματα
κάτω απ’ το φεγγλαρι που μισάνοιξε
Ως το πρωί γυρνούσαμε και τι γυρεύαμε
Απ’ τα παλιά τα σπίτια ως κάτω στις καμάρες
τίποτε όρθιο δεν έμεινε
Καρέκλες και τραπέζια
και ποτήρια μεσ’ στη θάλασσα
Με τα χέρια αφημένα στον άνεμο της κουπαστής
γύμναζες της ανάμνηση στα σκοτεινά
Σα να σου έγνεφε κάποιος που μαζί του
δεν έμελλε ν’ αλλάξεις κουβέντα
μήτε χαιρετισμό
(έκτο
απόσπασμα απ’ το ΔΩΜΑΤΟ στη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΝΌ 1988)
Α ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙ
ΣΥΝΕΒΗ ΚΑΙ ΓΙΝΑΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ
(…και σηκωθήκαν τα δάση των λόγων και χαθήκαν
και μείναν φύλλα λοξοδρομισμένα τα κορμιά…)
Θυμάμαι μόνο τους δαιδαλώδεις διαδρόμους
Και τις φωνές στις αίθουσες αναμονής
Που κουκουλώθηκαν με την άπνοια
μαύρων καπνών
Τα πουλιά να μπαινοβγαίνουν
απ’ τα βαθιά γεράματα της μισάνοιχτης στέγης
Περαστική βροχή το φόρεμά μου
περνούσε απ’ τη μια μεριά του διαδρόμου
στην άλλη
σαν από σκοτεινό φωταγωγό
Κι ο αμείλικτος άγγελος που εφημέρευε
να με παροτρύνει να θυμηθώ το μισό της ζωής μου
Το άλλο μισό να το ξεχάσω
Αλλά καθώς προσπαθούσα να θυμηθώ το παρόν
ξεχνούσα όλα τα παλιά
Βρέθηκα στη μέση ενός φωτεινού τετραγώνου
και στο βάθος η σκιά μιας φωνής
κι η σκιά ενός σώματος
ήσυχος Εσταυρωμένος.
Πίσω από ένα φως άπλετης και χαρμόσυνης ζωής
έμπαινε απ’ το παράθυρο και τον εφώτιζε.
Πότε μου θύμιζε τον Βέρνερ πότε
τον Γιοχάνες.
Θα ’θελες να μαζέψουμε λουλούδια;
Έσκυψε και μου είπε ο Εσταυρωμένος.
Στα πόδια μας άστραφτε το νερό
κι οι ρίζες παράξενων ανθών που
πάλευαν
πότε σαν χέρια ζωντανά πότε σας αστερίες
Μα εμένα μου είχε κοπεί η μιλιά
Σκεφτόμουν το αίμα που άλλοτε
κυλούσε από τα πόδια μου και το μωρό ανέβαινε
στους μεθυσμένους αφρούς της ζωής
Το ακούμπησαν επάνω μου να βυζάξει
και να πάψει το κλάμα.
(έβδομο
απόσπασμα απ’ το ΔΩΜΑΤΟ στη
συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΝΌ
1988)
ΒΥΘΙΣΕ ΣΤΗΝ
ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΛΙΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ…
(Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ από τη συλλογή της Ζέφη
Δαράκη ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΝΟ 1988)
(Άντρας) Πρέπει να τρέξει αίμα από τα μάτια σου
αν
θέλεις να μιλήσω - όμορφα λόγια θα σου πω
μόνο
να μην μ’ αγγίζεις
Δες
τα πολύχρωμα βιτρώ της φαντασίας
Πίσω
τους βρίσκομαι πάντα μα εσύ
τα
χρώματα του ονείρου δες το βυθό του ήλιου
που
ανασαίνει
Βύθισε
στην καρδιά σου το παλιό σπαθί του πάθους
Μέρα
τη μέρα να πεθαίνεις έτσι θέλω
(Γυναίκα) Τι περιμένω έρημη στη μέση αυτής της κάμαρης
απελπισμένο
σάλι στο γυμνό καρφί του
κρεμασμένο
Ποια
πόρτα ν’ ανοίξει έκθαμβος κόσμος
Ποια
παιδική ζωή να με ξυπνήσει τόσο αργά
στις
κούνιες των πεύκων
Θυμάμαι
πάντα το μέτωπο του παιδιού – μεγάλο κι αθώο σαν άνθος
Έτρεχε
και χανότανε στους θάμνους
καθώς
επίμονα και τρυφερά αναζητούσες το χέρι του
Και
ήρθε η άνοιξη όπως τελειώνει κάτι
Ήρθε
ένας άνεμος βαρύς και ζεστός
κι
ένας βαριεστημένος ουρανός
Απ’
τα παπούτσια μου έλιωνε το χιόνι
Γυναίκα
μόνη στη μέση του πρωτόπειρου κήπου
με κουρεμένη χλόη και
σπασμένους πανσέδες
(Γριά) Μαυρίζουν πιο πολύ τα δωμάτια
όταν
ένα τηλέφωνο αδιάφορο χτυπάει
σα
να σέρνεται κάτω ένα παλιό σεντόνι
Και
το φεγγάρι γλείφει τις σκιές απ’ το φτωχό μου χέρι
Ναι
Κύριε – το σπίτι αυτό μου ανήκει
μ’
ένα μου νεύμα οι κήποι ανοίγουν
Τα
σκοτεινά του υπόγεια καταρρέουν
σπάνε
οι φεγγίτες
Ω
τα μεγάλα τα μελανά σημάδια του τέλους
Παντού
χτυπούν ρολόγια και τρίζουνε
χαλασμένα
φτερά
(Γυναίκα) Αργότερα θ’ αρχίσει να φυσάει
μεσ’
στα ερείπια του καθρέφτη
Κι
αυτά τα κλάματα
θα
ξεσηκώσουνε άγρια φτερουγίσματα πουλιών
Το
φως πηχτό σκοτάδι
θα
κοπεί στη μέση κι ο ουρανός
μια
σκαλωσιά και κομμένα σκοινιά
που
θα πρέπει ν’ ανέβω
(Κορίτσι) Ποια στάχυα καίγονται σ’ αυτή τη μουσική;
Για
δε εκεί – ένα ακορντεόν μες στα χωράφια!..
(Γυναίκα) Ελπιδοφόρο δροσερό μου κλάμα
ποιο
μήνυμα ζωής μου φέρνεις;
Κρύψου
– κρύψου στα βάθη μη μου φεύγεις
Στον
έρωτα προσεύχομαι μου στέλνει άγγελο
δίχως
φτερά με οδηγεί εκεί που τρέχουνε τα λόγια
σκοτεινά
νερά
καθώς
με λούζουν με παγώνουν και τι
με αναγκάζει
να
φοβάμαι;
Τι
είναι αυτό που έτσι το φόβο μου με κάνει
να φοβάμαι;
(Άνδρας) Γιατί ο φόβος έχει τόση επισημότητα
καθώς
άνευ όρων του παραδίνεσαι άνευ όρων
(Γυναίκα) Στη Γένοβα το πρωινό βιολί του ήλιου
σκαλώνει
με τις πέργκολες πάνω στις τζαμαρίες
Κι
υπάρχουν ακόμη κι άλλα μέρη να παω
για
να ξεχάσω αυτή την αδιόρατη δυστυχία
στα
βήματα μου
Ή
που κρεμιέμαι στο γέλιο μου σαν από
σπασμένο σκοινί
κρατώντας
στο χέρι μου μιαν ομπρέλα –
μισοπεθαμενη
από πανσέδες ανθοδέσμη και τι γυρεύω
Ιούλιο
μήνα στο Μαρόκο
(Γριά) Το περιστέρι κάτι θα ψάχνει
γύρω
απ’ τη φθαρμένη εικόνα
Μα
τι να γυρεύει ώρα πρωινών προσευχών
φτερουγίζοντας αδύναμα
γύρω
απ’ τους μαρμάρινους κρίνους
και
τα’ ασημένια πόδια της Παναγίας
(Άνδρας) Υπάρχουν αίθουσες μουσείων
που
ξέχασες να πας
Γιατί
εσένα σε χαροποιούνε ακόμα τα μουσεία
ανεξερεύνητα
δάση
Σε
είδα στο όνειρό μου
Μα
τι περίμενες γονατιστή στο μυστικό κοιτώνα
[Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ
συνεχίζεται στις σελίδες 220 -239]
ΤΟ ΑΠΟΜΕΡΟ ΚΛΑΜΑ
(… γιατί δεν έμαθα ούτε
ποτέ θα μάθω
ποια αμαρτήματα μου
έχουνε συγχωρεθεί
ή μήπως αιώνια θα με τιμωρούνε;)
Το θρόισμα και ο
ψίθυρος της μορφής σου μεσ’ στο
σκοτάδι και η αναταραχή της μνήμης. Αργότερα το κατάλαβα πως εκείνη η θύελλα που
έσπασε το τζάμι και όρμησε στο δωμάτιο ήταν για να φανεί η θύμηση που σκάλωσε στο
σώμα μου το γέμισε πληγές και το κατέτρωγε. Κανένας άλλος δεν ήτανε στο δωμάτιο εκτός από μένα. Όμως εγώ φοβήθηκα πολύ τις διαδόσεις κάτω
στην πόλη. Κρυβόμουνα κι απ’ το
δωμάτιο!.. Άγρυπνος και σκυμμένος
προσεκτικά πάνω απ’ το ατέρμονο βάθος
του κλάματος Και πάντα το ένα τοπίο
μετά το άλλο Γεγονότα δίχως να
βιάζονται χάραζαν την ψυχή έμοιαζε να μην έγιναν ποτέ Τότε άρχισα να σε φωνάζω τότε ήτανε
Οι σφαίρες του ήλιου κουρελιάζαν τους δρόμους Είχα φτάσει στο μέσον της γηραιάς
γιορτής Η ζωή λυσσαλέο ψέμα Κι η σιωπήλή ομίχλη της πληγής πάνω απ’ ό,τι άστραφτε πάθος το κατέστρεφε Κάτι με πέθαινε σκοτεινός κι αναστάσιμος ψαλμός Το φως της ημέρας βιολετί με τύλιγε σαν
επίδεσμος Τότε άρχισα να σε φωνάζω τότε ήτανε Θυμάμαι το τραγούδι από τα λόγια Το γέλιο μιας ώρας περασμένης μεσ’ στην ατέρμονη ευρυχωρία του καθρέφτη Ό,τι φυτρώνει απ’ τη ραγισματιά δεν είναι πάντα αυτό που θέλησες να πεις Τότε ήτανε που άρχισα να σε φωνάζω για να πάψει αυτή η σιωπή να κρέμεται απ’ το ταβάνι Μεγάλο πετρωμένο έντομο Τότε ήτανε
Μήτε το λάθος της σιωπής μήτε
το βάθος της φωνής… Και μόλις το
άγγιζε η ζωή γινόταν χώμα… Όταν μπορέσεις κάποτε χτύπα το τζάμι… Κι όμως σα να ’ταν χθες τα περασμένα Αυτή η θάλασσα που ανάσαινε κι
ανέβαινε λυγώντας το κορμί της
ως το λαιμό μου και μέσα της χανόμουν
Κι ο ήλιος να κυλάει ξεχασμένη χάντρα
στα ξύλινα ζεστά πατώματα Τ’
αηδόνια βυθισμένα στο πιο λαμπρό σκοτάδι
της φωνής τους Σαν να ’ταν χθες τα
περασμένα που εμπόδιο δε στεκόταν τ’
όνειρο Όλα ανοιγμένα στην πανέμορφη
πληγή Καταρράκτες δακρύων και
φως η αγάπη διάφανες στο κορμί
μου οι μέρες Δένδρο πορφυρό καιγότανε η
δύση εκεί στο κύμα μπροστά εκεί στα χαμηλωμένα βλέφαρα της αγάπης… Κυλούσε η θάλασσα κάτω απ’ τα
σκαλοπάτια Ο ήλιος χτύπαγε στα τζάμια
τα πουλιά Αλλά τι μοίρα Τι μοίρα είχε βάλει αιώνια τον έρωτα σε
σκοτεινό σημάδι!.. [αποσπάσματα από τη
συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΝΟ 1988, εκλογή από το συγκεντρωτικό τόμο:
ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992 εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Παρασκευή,
23 Αυγούστου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου